Ταξίδι του Αγίου Πορφυρίου στους Αγίους Τόπους.

Αναμνήσεις μιας μοναχής από τον Γέροντα Πορφύριο.

Εισαγωγικά.

Ευχαριστώ τον Θεό γιατί αξίωσε κι εμένα να γνωρίσω τον Γέροντα Πορφύριο και να τον έχω για 15 χρόνια πνευματικό.
Δέκα χρόνια πριν τον γνωρίσω, είχα φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου από πολύ σοβαρή αρρώστια.
Επεβίωσα χάρις στις προσευχές των αδελφών μου και σε φανερό θαύμα που έκαμε σε μένα ο Άγιος Νεκτάριος. Γιατί κανείς δεν επιβιώνει, χωρίς θαύμα, από καρκίνο στομάχου, που έχει ήδη προσβάλει όλους τους λεμφαδένες. Μετά το 1965 που χειρουργήθηκα με ολική γαστρεκτομή, ευχαριστούσα τον Θεό για κάθε μέρα ζωής που μου χάριζε. Όμως, βλέποντας ότι σε τίποτε δεν μπορούσα να βελτιώσω τον εαυτό μου, απογοητευόμουν. Τότε μου έστειλε ο Θεός την άλλη μεγάλη Του ευεργεσία, την γνωριμία μου με τον Γέροντα Πορφύριο, που σημάδεψε και φώτισε την ζωή μου.
Βιβλία ολόκληρα θα μπορούσε να γράψει κάθε πνευματικό παιδί του Γέροντα Πορφυρίου, αφού κάθε λόγος του ήταν λόγος του Αγίου Πνεύματος και κάθε συνάντηση με τον Γέροντα άνοιγε νέους πνευματικούς ορίζοντες. Επειδή όμως έγραψαν πολλοί πολλά θα περιοριστώ μόνο στο προσκύνημά μας στους Αγίους Τόπους, με την ευχή του Γέροντα, το Πάσχα του 1986.
Οι δισταγμοί μας και ο Γέροντας Πορφύριος.
Ήμουν για πρώτη χρονιά συνταξιούχος. Ο πατέρας μου, υπέργηρος ήδη, 86 ετών, μου έφερε, όπως κάθε χρόνο, τα σχετικά διαφημιστικά των πρακτορείων. «Φέτος πρέπει να πάμε» σκέφθηκα. «Δεν έχουμε άλλα περιθώρια». Ήμαστε τέσσαρες από την οικογένεια, οι γονείς μου, η αδελφή μου και εγώ. Προστέθηκαν 7 φίλες και φίλοι και γίναμε συνολικά μία συντροφιά από 11 ανθρώπους. Επιλέξαμε κάποιο πρακτορείο. Πήγα και πλήρωσα την προκαταβολή. 110.000 δρχ. αν θυμάμαι καλά. Όμως στο Ισραήλ η κατάσταση δεν ήταν ομαλή, αντίθετα ήταν πολύ ανησυχητική. Στη συνέχεια, αμέσως μετά την πληρωμή της προκαταβολής, ξέσπασαν τρομοκρατικές επιθέσεις στα αεροπλάνα της ELAL. Κάποιο αεροπλάνο εξερράγη στον αέρα από ωρολογιακή βόμβα, όχι βέβαια σε πτήση προς τους Αγίους Τόπους, αλλά ποιος μπορούσε να ξέρει που θα σταματούσε το κακό; Οι εφημερίδες έγραφαν ότι, καθώς το αεροπλάνο εξερράγη εν πτήσει, έσπερνε κυριολεκτικά ανθρώπινα πτώματα στη γη. Το πρακτορείο μας χρησιμοποιούσε τα αεροπλάνα της ELAL. Η συντροφιά φοβήθηκε. «Δεν πάμε πουθενά» μου είπαν. «Πάρε πίσω την προκαταβολή ή ας την χάσουμε». Φοβήθηκα κι εγώ να πάρω την ευθύνη για τους γονείς μου. Φοβήθηκαν κι εκείνοι. Δεν ήθελαν πια να πάμε. Όμως για τον εαυτό μου είχα μεγάλη επιθυμία και σκέφθηκα να προτείνω στο Πρακτορείο να πάρουν μόνο εμένα έναντι της προκαταβολής. Κάποια της παρέας, που είχε επίσης μεγάλη επιθυμία να πάει, αλλά και φοβόταν υπερβολικά, μου είπε να ρωτήσω τον Γέροντά μου και να πάρω ευχή για όλους. Βέβαια από την αρχή σκόπευα να πάω και να πάρω ευχή πριν αναχωρήσουμε, αλλά δεν το είχα κατορθώσει μέχρι τότε. Επειδή δεν μπορούσα να πάω αμέσως από κοντά πήρα τηλέφωνο κατά τις 9 το πρωί και είπα στον Γέροντα ότι μία συντροφιά 11 ανθρώπων είχαμε συμφωνήσει να πάμε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους το Πάσχα.
Και δώσατε κι όλας προκαταβολή, είπε, πριν προλάβω να το πω εγώ.
-Τώρα βρήκατε να πάτε; Τώρα οι καιροί είναι δύσκολοι, υπάρχουν κίνδυνοι.
-Το ξέρω, Γέροντα. Γι’ αυτό σκέφθηκα να πάω μόνη μου και να κάμω καλά την προκαταβολή.
-Καλό είναι αυτό που σκέφθηκες, αλλά πάρε με το βράδυ να σου πω.
Το βράδυ στις 9 τηλεφώνησα και αμέσως πήρα την απάντηση:
-Να πάτε με την ευχή μου και να προσευχηθείτε και για μένα εκεί που θα πάτε.
Πέταξα από χαρά. Ξαναρώτησα:
-Να πάμε όλοι της συντροφιάς, Γέροντα;
-Ναι να πάτε όλοι με την ευχή μου, ξαναλέει.
-Σας ευχαριστώ πολύ, Γέροντα. Θάρθω πριν αναχωρήσουμε να μου δώσετε ευχή και από κοντά.
Όταν το ανήγγειλα στους άλλους χάρηκαν. Όμως το κλίμα φόβου των ημερών εκείνων τους είχε τόσο επηρεάσει, ώστε να είναι όλοι διστακτικοί.
-Σου είπε και για μένα; Μου είπε κάποια της παρέας και ο φόβος που την διακατείχε φαινόταν στα μάτια της.
-Ναι και για σένα, αφού τόνισε «όλοι της συντροφιάς». Όμως όποιος δεν θέλει μπορεί να παραιτηθεί. Εγώ πάντως θα πάω χωρίς φόβο πια.
Όλοι είχαν δισταγμούς, αλλά τελικά όλοι ήλθαν.
Πριν φύγουμε κατόρθωσα και πήγα στον Γέροντα. Του είπα τον δικό μου δισταγμό, που δεν ήταν πια φόβος, αλλά η συνειδητοποίηση της ευθύνης, των δυσκολιών και του κόπου που θα είχαμε κατά το προσκύνημα εξ αιτίας της συμμετοχής και των ηλικιωμένων γονέων μας. Εξ άλλου γι’ αυτό επιλέξαμε πρακτορείο που θα μας εξασφάλιζε στοιχειώδεις ανέσεις.
-Στους Αγίους Τόπους δεν πηγαίνει κανείς για ανέσεις ούτε για τουρισμό, μου απήντησε με το γλυκύτατο αυστηρό ύφος του, που κάποτε έπαιρνε για να μας μαλώσει.
-Στους Αγίους Τόπους πάει κανείς για να κουραστεί και πολύ μάλιστα να κουραστεί, αλλά είναι μεγάλη ευλογία. Όμως, πρόσεχε, υπάρχει πολλή πίεση εκεί όταν παρουσιάζεται το Άγιο Φώς. Πίεση μεγάλη, από τον πολύ κόσμο. Μερικοί πάνε εκεί και πεθαίνουν από την πίεση. Έτσι επήγε και ένας Γέροντας ιερέας από την Κρήτη, ο π… (είπε το όνομα αλλά δεν το θυμάμαι πια) και τον είχαν ειδοποιήσει πως μπορεί και να πεθάνει.
Όμως το είχε αποφασίσει και πήγε. Και πέθανε εκεί. Αλλά να πάτε όλοι, με την ευχή μου.
Είπαμε και άλλα. Μου τόνισε να μην παραλείψουμε να πάμε στον Άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη και σε μερικά άλλα προσκυνήματα. Συμπτωματικά το πρακτορείο, με το οποίο θα ταξιδεύαμε, θα πήγαινε τους προσκυνητές του σε όλα αυτά τα μέρη που μου ανέφερε ο Γέροντας. Ήταν χαρούμενος και ευδιάθετος λέγοντας όλα αυτά. Μιλούσε με χαρά, με ενθουσιασμό, σαν να επρόκειτο να πάει ο ίδιος.
Η προσευχή που είχε κάμει για μας, εισακούσθηκε από τον Θεό. Μας έστελνε στους Αγίους Τόπους με βεβαιότητα, με σιγουριά, με χαρά.
Όταν έφυγα αναρωτιόμουν γιατί ο Γέροντας μου είπε όλα αυτά. Κάθε λέξη του γέροντα είχε σημασία που, προς στιγμή, μπορεί να μην φαινόταν. Ξαναθυμήθηκα το μάλωμα στην αρχή «πηγαίνει κανείς στους Αγίους Τόπους για να κουραστεί και πολύ μάλιστα, όχι για τουρισμό». Με την χάρη του Θεού είχα αντιληφθεί ήδη πόσο ο Γέροντας ήθελε τον σωματικό κόπο γενικά για τα πνευματικά του παιδιά. εργασία, κόπο (όχι τόσο καθιστικό εργόχειρο), ιδρώτα, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, όλη η ορθόδοξη άσκηση. Όλα αυτά βέβαια με διάκριση, την διάκριση της κατά Θεόν αγάπης ή όπως ο ίδιος έλεγε, της αγάπης του Θεού, από την οποία ο Γέροντας εμφορείτο πάντοτε, για κάθε άνθρωπο που τον πλησίαζε. Ήθελε τον κόπο τον σωματικό ακόμη και την ώρα της προσευχής. Αγαπούσε τις μετάνοιες, ήθελε την συμμετοχή στην προσευχή και του σώματος. «Γιωργάκη και μετάνοιες στην προσευχή σου. είναι και άσκηση και γυμναστική» είπε σε ένα παλληκάρι 19 ετών, φοιτητή, που τον επισκέφθηκε. Του συνέστησε και αθλοπαιδιές και γυμναστική και εκδρομές στην φύση αλλά και μετάνοιες. Ζωντάνευε μέσα μας όλη την ορθόδοξη παράδοση με έναν τρόπο που δεν δημιουργούσε απορίες ή αντιρρήσεις. «Η πράξις θεωρίας επίβασις» σε εφαρμογή με έναν τρόπο αβίαστο, αγαπητικό. Έτσι ήθελε ο Γέροντας και το προσκύνημά μας στους Αγίους Τόπους.
Ο νους μου πήγε μετά στον άλλο λόγο του Γέροντα, πως μερικοί πηγαίνουν εκεί και πεθαίνουν από την πίεση του κόσμου. Γιατί να το είπε; Ο πατέρας μου είχε κάποιο σοβαρό γεροντικό τρεμούλιασμα (νόσο Πάρκινσον). Όμως έδωσε ευχή για όλους ο Γέροντας. Θα πάμε λοιπόν όλοι, είπα στον εαυτό μου και έφυγαν όλες οι ανησυχίες μου.
Πήγαμε όλοι. Φθάσαμε στον προορισμό μας μετά από ένα πολύ ευχάριστο αεροπορικό ταξίδι. Το ίδιο απόγευμα πήγαμε στο Ναό της Αναστάσεως και κάναμε το πρώτο μας προσκύνημα στο φρικτό Γολγοθά και στον Πανάγιο Τάφο. Στις ημέρες που ακολούθησαν νοιώθαμε όλοι το χέρι του Θεού να είναι μαζί μας. Τα εμπόδια που συναντούσαμε και προς στιγμήν μας φαίνονταν ανυπέρβλητα, ξεπεράστηκαν τελικά όλα. Δύο φορές στη διάρκεια του προσκυνήματος μας, ένοιωσα έντονα την παρουσία της προσευχής του Γέροντά μας.
Στην Αγία Κορυφή του Σινά.
Την πρώτη φορά που θυμήθηκα έντονα τον Γέροντά μας Πορφύριο και ένοιωσα να μας προστατεύει η προσευχή του ήταν στο προσκύνημά μας στην Αγία Αικατερίνη του Σινά και κυρίως κατά την άνοδό μας στην Αγία Κορυφή. Φθάσαμε στην Αγία Αικατερίνη την Μ. Δευτέρα στον εσπερινό. Αναζητήσαμε ένα δόκιμο μοναχό, τον Αδελφό Σπύρο, αργότερα π. Σιλουανό, τον οποίο μας είχε πει η θεία μου να αναζητήσουμε. Λυπήθηκε που δεν θα μπορούσε να μας γίνει οδηγός και βοηθός την νύχτα για την Αγία Κορυφή, επειδή είχε άλλο διακόνημα. Μας είπε όμως ότι εύκολα θα βρίσκαμε ένα Βεδουΐνο να του δώσουμε κάτι και να μας οδηγήσει. Την νύχτα, πριν ξεκινήσουμε, ο Αδ. Σπύρος ήλθε και μας βρήκε. Ήταν πολύ χαρούμενος και μας είπε: «Θάρθω μαζί σας. Ήλθαν κάποιοι πατέρες χθες βράδυ αργά, ένας Δεσπότης και ένας ιερέας και με ώρισαν οδηγό τους για την Αγία Κορυφή. Θα πάμε λοιπόν όλοι μαζί». Μερικοί της συντροφιάς, γνωρίζοντας ότι είχα προβλήματα υγείας και δυσκολευόμουν στις ανηφοριές, με συμβούλευσαν να μην ανέβω στην Αγία Κορυφή. Για μια στιγμή δείλιασα μήπως και δημιουργούσα προβλήματα στους συνοδοιπόρους μου. Όμως κυριάρχησε η σκέψη «Δεν ήλθαμε εδώ για ανέσεις αλλά για να κουραστούμε και πολύ μάλιστα». Ξεκινήσαμε χαρούμενοι, νύχτα, με τσουχτερό κρύο, έτσι είναι οι νύχτες στην έρημο. Φορέσαμε παλτά. Αφήσαμε τους πιο ηλικιωμένους στον ξενώνα και φύγαμε. Ευτυχώς προτιμήσαμε για την άνοδο τον δρόμο, ένα πολύ φαρδύ μονοπάτι που κυκλικά θα μας έβγαζε στην Αγία Κορυφή. Προς το τέλος μόνο θα είχαμε να ανεβούμε μία απότομη σκάλα με 300 περίπου σκαλοπάτια. Υπήρχε και μονοπάτι πιο σύντομο με 3500 περίπου τεράστια σκαλοπάτια αλλά ο δρόμος που πήραμε ήταν βατός, αν και πάντοτε ανηφορικός. Όσο δεν είχε ήλιο ανεβαίναμε αρκετά ξεκούραστα. Αλλά μας έφθασε ο ήλιος στα μισά περίπου του δρόμου. Βγάλαμε τα παλτά μας και προχωρούσαμε με κόπο. Ο Αδ. Σπύρος με τους πατέρες πήγαιναν μπροστά μας. Κάποια στιγμή ένοιωσα τις δυνάμεις μου να λιγοστεύουν. Η αδελφή μου το κατάλαβε και ηθέλησε να πάρει το παλτό μου, αλλά δεν της το έδινα. Τότε ο αδ. Σπύρος βρέθηκε κοντά μας, άρπαξε το παλτό χωρίς «άδεια» και το έβαλε στο δισάκι που είχε στον ώμο του. Προχώρησα πιο εύκολα όμως και πάλι κουράστηκα. «Θεέ μου, δώσε μου δύναμη να φθάσω». Όλοι με προσπερνούσαν. Είχα μείνει τελευταία, σε απόσταση από τους άλλους. Η αδελφή μου κάθε τόσο στεκόταν και με περίμενε. Ο δρόμος πάντα ανηφορικός. «Θεέ μου, δεν μπορώ άλλο. Να είχα πάρει το μπαστούνι του πατέρα μου!» Όμως δεν το είχα σκεφτεί. Τότε μέσα στην έρημο, μπροστά στα πόδια μου, βλέπω πεταμένο ένα καλάμι, ένα χοντρό μεγάλο καλάμι, «’Ω Θεέ μου, ένα μπαστούνι». Το άρπαξα αμέσως. Ήταν πολύ γερό, πολύ καλό για μπαστούνι. Ίσως κάποιος το είχε πετάξει κατά την κάθοδό του. Με τη βοήθειά του ανέβηκα. Κατάφερα και έφθασα τους άλλους.
-Πού το βρήκες αυτό; Να είχαμε κι εμείς ένα, μου είπαν οι άλλοι.
-Τί να σας κάμω; Μπροστά σας ήταν, το προσπεράσατε και δεν το είδατε.
-Δεν πειράζει. Φαίνεται συ το χρειαζόσουν περισσότερο.
Φθάσαμε στην Αγία Κορυφή, εκεί που ο Μωυσής παρέλαβε τις πλάκες με τις 10 εντολές. Τι φοβερός τόπος! να η κρύπτη δίπλα μας όπου κρύφτηκε ο Μωυσής, φοβούμενος την παρουσία του Θεού. Ακριβώς από πάνω υπάρχει μικρός ναός, αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα.
Προσκυνήσαμε και προσευχηθήκαμε.
Ο αδ. Σπύρος μας είπε ό,τι αν θα θέλαμε να επιστρέψουμε από το μονοπάτι της χαράδρας με τα πολλά σκαλοπάτια, θα είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε κατά την διαδρομή σε ένα ερημοκλησάκι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία σε ανάμνηση μίας θεοπτίας, που είχε εκεί. Συγκινητικό υπήρξε και εκείνο το προσκύνημά μας. Όμως το κατέβασμά μας άρχισε να γίνεται πολύ κουραστικό. Τα σκαλοπάτια ήταν πολλά και απότομα. Τα περισσότερα πανύψηλα. Ο ήλιος έκαιγε, η ζέστη ήταν αφόρητη, γιατί εκεί στο βάθος της χαράδρας είχε άπνοια. Είχα το αίσθημα ότι δεν θα έφθανα στο τέλος της διαδρομής. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε ένα σύννεφο στον ουρανό και σκέπασε τον ήλιο για αρκετή ώρα. Ευχαριστήσαμε τον Θεό. Φθάσαμε στην Αγία Αικατερίνη προχωρημένο απόγευμα, απερίγραπτα κουρασμένοι αλλά και πολύ ευτυχισμένοι.
Ήταν ολοφάνερο ότι οι προσευχές του Γέροντα μας ακολουθούσαν σε ολόκληρη αυτή τη δύσκολη διαδρομή μας.
Την επομένη ζητήσαμε, εκτός των άλλων, να μας ανοίξουν και το οστεοφυλάκιο να προσκυνήσουμε τα οστά των ασκητών του Σινά, που εφυλάσσοντο εκεί μέσα και δεν το άνοιγαν εύκολα. Έκπληξη και συγκίνηση μας κατέλαβε όταν αντικρύσαμε τον Άγιο Στέφανο, έναν από τους ασκητές, ολόσωμο, ανέπαφον από το πέρασμα των αιώνων, να είναι καθιστός και να κρατά στο χέρι του το κομποσκοίνι. Την άλλη μέρα, Μ. Τετάρτη, επιστρέψαμε στα Ιεροσόλυμα, για να συνεχίσουμε τα προσκυνήματά μας.
Το Άγιο Φως.
Εκείνο που όλοι προσδοκούσαμε με αληθινή λαχτάρα, συγκίνηση και κρυφή αγωνία ήταν η τελετή του Αγίου Φωτός. Τότε ακριβώς ήταν που, για δεύτερη φορά, ένοιωσα έντονα την προστασία της προσευχής του Γέροντα. Για να βαρεθεί κανείς μέσα στο Ναό της Αναστάσεως την ώρα του Αγίου Φωτός, το Μ. Σάββατο το μεσημέρι, έπρεπε να παραμείνει από το απόγευμα τουλάχιστον της Μ. Παρασκευής μέσα, πριν κλείσει η μεγάλη πόρτα της εισόδου του Ναού. Το πρωί του Μ. Σαββάτου, που θα ξανάνοιγε θα ήταν τόσος ο κόσμος και τόσο το σπρώξιμο και η πίεση, ώστε οι πιο αδύναμοι και ηλικιωμένοι θα ήταν αδύνατο να εισχωρήσουν. Είχαμε κατορθώσει να προμηθευτούμε δύο προσκλήσεις του Πατριαρχείου που ίσχυαν για το χώρο και για κάποια καθίσματα μπροστά στον Πανάγιο Τάφο. Πώς όμως θα φθάναμε ως εκεί; Η μητέρα μου με την αδελφή μου διανυκτέρευσαν μέσα στο Ναό. Ο πατέρας μου και εγώ συνοδός του, τη νύχτα της Μ. Παρασκευής μείναμε στο ξενοδοχείο έχοντας μαζί μας τις προσκλήσεις του Πατριαρχείου. Την άλλη μέρα, πριν φέξει καλά φθάσαμε στην Αγία Αυλή. Διαπιστώσαμε αυτό που περιμέναμε. Ένα πλήθος κόσμου, μπροστά στην είσοδο του Ναού, σπρωχνόταν ήδη για να μπει μόλις θα άνοιγε η πόρτα. Η αστυνομία του Ισραήλ μάταια προσπαθούσε να βάλει κάποια τάξη. Αποταθήκαμε σε έναν αστυνομικό και του δείξαμε τις 2 προσκλήσεις μας. Μας απήντησε με κάποιον «εθελοντή» διερμηνέα ότι θα μπορούσαμε να πάμε στις θέσεις μας, αν όμως κατορθώναμε να μπούμε μέσα, γιατί αυτός δεν μπορούσε σ’ αυτό να μας βοηθήσει. Το περίμενα κι όμως η απογοήτευσή μου ήταν μεγάλη, αλλά μόνο για κλάσματα του δευτερολέπτου. Το αίτημά μας στον αστυνομικό το είχε ακούσει μία νέα κοπέλλα δίπλα μας. Μου ζήτησε να δει κι εκείνη τις προσκλήσεις μας.
-Ελάτε μαζί μου. Θα μπούμε στο Ναό. Είμαι Κοινωνική Λειτουργός και ξεύρω τα κατατόπια εδώ. Της έδωσα τις προσκλήσεις και την ακολουθήσαμε. Μπήκαμε από μία μικρή πόρτα, που βρισκόταν σε άλλη σημείο της Αγ. Αυλής και δεν ωδηγούσε απ’ ευθείας στο Ναό. Ανεβήκαμε και ξανακατεβήκαμε σκάλες, περάσαμε διαδρόμους, ξανανεβήκαμε… Κάθε τόσο κάποιος μας συναντούσε και μας ρωτούσε που πηγαίναμε. Τότε η συνοδός μου έδειχνε τις προσκλήσεις μας και μας επέτρεπαν να προχωρήσουμε. Τέλος βρεθήκαμε, ω του θαύματος, στο χώρο του Γολγοθά. Από εκεί και ύστερα εύκολα φθάσαμε στο χώρο μπροστά στον Πανάγιο Τάφο, όπου μας περίμεναν λίγα αδειανά ακόμη καθίσματα. Η κοπέλλα μας παρέδωσε τις 2 προσκλήσεις μας και δεν την είδαμε άλλο. Μόλις προλάβαμε να την ευχαριστήσουμε. Όταν σε λίγο άνοιξε η πόρτα του Ναού ο συνωστισμός ήταν απερίγραπτος. Όσο πλησίαζε η ώρα η πίεση αύξανε αλλά και η συγκίνηση. Ψαλμωδίες μυριόστομες στα Ελληνικά αλλά και στα Αραβικά ακούονταν από παντού. Μου τα ερμήνευαν. Οι Άραβες έλεγαν «Ο Θεός ο Μέγας, ο αληθινός, είναι ο δικός μας Θεός». Οι ψαλμωδίες εγέμιζαν το Ναό, ενθουσίαζαν, ανέβαιναν στον Ουρανό. Μία αναμονή γεμάτη συγκίνηση και αγωνία. Ένοιωσα την πίεση γύρω μου να μεγαλώνει. Είδα δίπλα μου τον τρεμάμενο πατέρα μου να τρέμει περισσότερο και να πιέζεται πολύ. Είχε χάσει λίγο το χρώμα του. Θυμήθηκα τον Γέροντα «Μερικοί πηγαίνουν εκεί και πεθαίνουν από την πολλή πίεση». Φώναξα αυθόρμητα:
-Σας παρακαλώ, προσέξτε τον γέροντα, θα σκάσει.
-Γιατί τόσο γέροντα τον φέρατε εδώ; Δεν έπρεπε να ‘ρθει, απήντησε κάποιος δυνατά.
-Και τώρα που ήλθε πρέπει να πεθάνει; Ξαναφώναξα.
-Σας παρακαλώ βοηθείστε με.
Και τότε έγινε κάτι πρωτοφανές. Ένας γεροδεμένος Άραβας, μία νέα Ελληνίδα μοναχή, ένας νέος Έλληνας κι εγώ δώσαμε τα χέρια και κάναμε έναν κλοιό, γύρω στον πατέρα μου. Όλοι σεβάστηκαν, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε πια, αντίθετα όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προστατεύσουν τον γέροντα. Σε λίγο λες και άνοιξε ο ουρανός και έρριξε το Φως του στη γη. Ακολούθησαν στιγμές σιγής και μυστικής προσευχής: «Δεύτε λάβετε Φως». Όλος ο Ναός φωτίστηκε. Λάμψεις έβγαιναν από τον Πανάγιο Τάφο και εφώτιζαν όλον τον Ναό και εμάς. Ο Πανάγιος Τάφος είχε ολόκληρος τυλιχθεί σε ένα Φως γλυκό, ελαφρώς γαλάζιο, κινούμενο κυκλικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Ανέβαινε ψηλά, έβγαινε και έξω από το Ναό, από τα παράθυρα του Ναού που ήσαν πολύ ψηλά, πάνω από τον Πανάγιο Τάφο. Τα σβηστά καντήλια άναψαν. Όλος ο Ναός ελούζετο στο Φως σαν από αστραπές διαρκείας. Εγύρισα και είδα τον πατέρα μου. Το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο μέχρι τις κόγχες των ματιών κάτω από τα γυαλιά.
-Βλέπεις το Άγιο Φως; Του λέω.
-Ναι το βλέπω. Πρέπει κάτι να κάμω;
-Μόνο να δοξάζεις τον Θεό.
Οι ενθουσιώδεις δοξολογίες όλων έφθαναν ασφαλώς στον Ουρανό. Ζήσαμε ένα ανεπανάληπτο βίωμα. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μας, δάκρυα κατανύξεως κι ευγνωμοσύνης. Όλο αυτό κράτησε πάνω από δέκα λεπτά της ώρας. Ήταν από τις σπάνιες φορές, που παρατάθηκε τόσο, μας είπαν πολλοί που για σειρά ετών ήσαν τακτικοί προσκυνητές. Ανάψαμε όλοι τις λαμπάδες μας από το Φως που δόθηκε από το χέρι του Πατριάρχη. Η τελετή του Αγίου Φωτός είχε τελειώσει. Βίωμα φοβερό, ανεπανάληπτο και απερίγραπτο. Δοξάσαμε τον Θεό. Βγήκαμε στην Αγία Αυλή. Βρήκαμε μερικούς της συντροφιάς, που δεν είχαν κατορθώσει να μπουν μέσα. Ήσαν πολύ χαρούμενοι. Ένας από αυτούς, ο Θοδωρής, μας είπε:
-Είδαμε και εμείς το Άγιο Φως. Ήταν ένα γαλάζιο Φως που έβγαινε από τα παράθυρα του Ναού, που είναι εκεί πάνω ψηλά.
-Ναι, τους είπαμε ενθουσιασμένοι.
-Το είδαμε και εμείς που χτυπούσε στα παράθυρα και έβγαινε προς τα έξω.
Μόνο κάποιος, αν και ήταν μέσα στο Ναό, παραπονέθηκε ότι δεν είδε τίποτε. Γιατί άραγε; Ποιος ξέρει ποιους δρόμους επιλέγει ο Θεός για να μας σώσει αφού «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι».
Μετά την επιστροφή μας.
Η ημέρα της επιστροφής έφθασε. Όταν πατήσαμε το πόδια μας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μαζί με τους γονείς μας σώους και αβλαβείς δοξάσαμε τον Θεό και ευχαριστήσαμε νοερά τον Γέροντα για την ευλογία του.
Μόλις μπόρεσα πήγα στην Μαλακάσα, στον Γέροντα. Ήταν στο κρεββάτι, όπως πάντα. Μόλις του είπα ποια είμαι, μου είπε:
-Καλώς την, έλα να μου τα πεις. Κάθισε εδώ και λέγε.
Του πρόσφερα μερικούς ξύλινους σταυρούς από αυτούς που είχα ακουμπήσει για ευλογία πάνω στον Πανάγιο Τάφο. Τους κράτησε στα χέρια του με αγάπη και ενθουσιασμό.
-Σ’ ευχαριστώ. Κάθισε τώρα και λέγε, θα μου τα πεις όλα.
-Από πού ν’ αρχίσω, Γέροντα;
Άρχισα να διηγούμαι. Για να μην τον κουράσω απέφευγα τις λεπτομέρειες. Δεν τα έλεγα όλα. Προσπαθούσα να είμαι σύντομη. Όμως ο Γέροντας δεν φαινόταν να βιάζεται. Του πρωτοείπα για το Άγιο Φως, εκείνο το συγκλονιστικό βίωμα.
-Ναι, σας περιέλαμψε το Άγιο Φως.
Σ’ όλη τη διήγηση συμπλήρωνε κάποιες λεπτομέρειες που εγώ παρέλειπα. Με έκανε να ανατριχιάζω από συγκίνηση.
Προς το τέλος αναφέρθηκα στο προσκύνημα του Σινά.
-Προσκυνήσατε και τον Άγιο Στέφανο, που κρατούσε και το κομποσκοίνι, είπε.
-Ναι, Γέροντα.
-Ανεβήκατε στην Αγία Κορυφή από τον δρόμο και γυρίσατε από το μονοπάτι με τα σκαλιά.
-Ναι, Γέροντα, αλλά Σεις τα ξέρετε όλα με λεπτομέρειες, δεν χρειάζεται να Σας τα πω. Παρατήρησα, το πρόσωπό του. Τα μάτια του τρέχανε δάκρυα. Εκείνη την ώρα πήγαινε να τα σκουπίσει με την ανάστροφη του χεριού του.
-Ευλογημένη, είπε με ολοφάνερη συγκίνηση, έγινες αφορμή να ‘ρθω κι εγώ μαζί σας και να προσκυνήσω. Πήγαινε τώρα στο καλό.
Τον προσκύνησα και έφυγα συγκινημένη. Τι να εννοούσε άραγε; Πότε ήλθε μαζί μας; Τότε που είμαστε εκεί; Σαφώς βέβαια μας συνόδευε η προσευχή του. Αλλά πότε ο ίδιος προσκύνησε; Τότε μαζί μας; Ή καθώς του τα διηγόμουν και συμπλήρωνε τις λεπτομέρειες;
Το ερώτημά μου έμεινε και μένει σε μένα αναπάντητο. Σκέφθηκα: «Αυτά το γνωρίζει μόνο ο Γέροντας και ο Θεός. Εγώ, Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ για όλα».1
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ.
1. Σημ. του εκδότου: Όπως προκύπτει από πολλές διηγήσεις ο Γέροντας Πορφύριος μετέβαινε νοερά με κάποιο άλλο «σώμα», που περνούσε «των θυρών κεκλεισμένων», όπου ήθελε και παρακολουθούσε όσα γινόντουσαν εκεί, ενώ το σάρκινο σώμα του έμενε στο δωμάτιό του στο Μήλεσι (βλέπε και ανωτέρω σελ. 101-102). Η δυνατότητα αυτή μαρτυρείται στους βίους των αγίων, όπως του Αγ. Γεωργίου του Σιναΐτου (11 Μαρτίου) στον οποίον ο γέρων Πορφύριος πολλές φορές ανεφέρθη. Εξηγώντας ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης το γεγονός ότι ο Άγ. Γεώργιος ο Σιναΐτης εθεάθη στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να μετακινηθεί σωματικά από το Σινά, γράφει στο Συναξαριστή του στις 11 Μαρτίου (εκδ. Θ. Νικολαΐδη – Φιλαδελφέως σελ. 28-29). «Δεν ψεύδεται ενταύθα ο Όσιος λέγων, ότι δεν εξήλθεν εκ του Σινά και δεν εισήλθεν εν τη Παλαιστίνη, εφ’ όσον ουχί δια φυσικής δυνάμεως και ιδίας κινήσεως των ποδών του εξήλθεν εκείθεν και εισήλθεν εν τη Παλαιστίνη, αλλά δια ξένης, υπερφυσικής και αρρήτου δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος» και συνεχίζει:
«Εκ του Συναξαρίου τούτου πειθόμεθα, ότι οι Άγιοι, εν τω βίω τούτω όντες, καίτοι φέροντες το παχύ και βαρύ τούτο σώμα, υπό της παντοδυνάμου όμως και ζωοποιού χάριτος και δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος ενδυναμούμενοι, χωνευόμενοι και μεταχαλκευόμενοι, αποβάλλουσι μεν την παχύτητα και βαρύτητα του σώματος, γενόμενοι κούφοι, ως αετοί, κατά το Προφητικόν. Όθεν αρπαζόμενοι υπό του Πνεύματος, εν στιγμή διαβαίνουσι διαστήματα πάμπολλα και ποταμούς πλωτούς κούφως υπερβαίνουσιν, ως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία και άλλοι Όσιοι και πιετώσιν εν τω αέρι. Ως ο Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης όστις πετών κατήρχετο εκ του όρους του Άθωνος˙ διότι εκείνο το αξίωμα, όπερ μέλλουν να λάβωσι μετά την Ανάστασιν τα άφθαρτα σώματα των δικαίων, το να αρπάζωνται δηλαδή εν νεφέλαις, τούτο επέτυχον τινές Άγιοι. Να λάβωσιν δηλαδή εντεύθεν ως αρραβώνα και πληροφορίαν εκείνου του αξιώματος». Η σημείωσις αυτή του Αγ. Νικοδήμου επαναλαμβάνεται και στο βιβλίο, ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. Γ. Μάρτιος, υπό τον βίον του Αγ. Γεωργίου του Σιναΐτου.

Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.