Ο Άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης για τους προ αυτόν Αγιορείτες Πατέρες.

Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
(σελ. 7-13)

Πολύ μέ πειράζει ἡ συνείδησή μου, πού δέν κράτησα σημειώσεις μέ λεπτομέρειες γιά τούς ἐνάρετους Πατέρες, πού ἔζησαν τώρα τά τελευταῖα χρόνια, γιά τούς ὁποίους μοῦ διηγοῦνταν οἱ εὐλαβεῖς Γεροντάδες, ὅταν ἥμουν ἀρχάριος Μοναχός· ὅπως ἐπίσης καί στήν συνέχεια, γιά τήν μεγάλη μου ἀμέλεια, πού δεν κράτησα, ἔστω στήν μνήμη μου, ὅλα τά θεῖα γεγονότα, τά ὁποῖα ἔζησαν ἐκεῖνα τά ἅγια Γεροντάκια καί μοῦ τά διηγοῦνταν μέ πολλή ἁπλότητα, γιά νά μέ βοηθήσουν πνευματικά.
Οἱ Πατέρες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχαν πολλή πίστη καί ἁπλότητα καί οἱ περισσότεροι ἦταν μέ λίγα μέν γράμματα, ἀλλά, ἐπειδή εἶχαν ταπείνωση καί ἀγωνιστικό πνεῦμα, δέχονταν συνέχεια τόν θεῖο φωτισμό· ἐνῶ στην ἐποχή μας, πού ἔχουν αὐξηθῆ οἱ γνῶσεις, δυστυχῶς ἡ λογική κλόνισε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά θεμέλια καί γέμισε τίς ψυχές ἀπό ἐρωτηματικά καί ἀμφιβολίες. Ἔτσι, ἑπόμενο εἶναι νά στερούμεθα τά θαύματα, γιατί τό θαῦμα ζῆται καί δέν ἐξηγεῖται μέ τήν λογική.
Τό πολύ αὐτό κοσμικό πνεῦμα πού ἐπικρατεῖ στόν σημερινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει στρέψει ὅλη τήν προσπάθεια στό πῶς νά ζήση καλύτερα, μέ μεγαλύτερη ἄνεση καί μέ λιγότερο κόπο, δυστυχῶς ἔχει ἐπιδράσει καί στούς περισσότερους πνευματικούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν καί αὐτοί πῶς νά ἁγιάσουν μέ λιγότερο κόπο- πράγμα πού δέν γίνεται ποτέ, γιατί «οἱ Ἅγιοι ἔδιναν αἷμα καί ἐλάμβαναν πνεῦμα». Καί ἐνῶ χαίρεται κανείς τώρα γιά τήν μεγάλη αὐτή στροφή πρός τούς Ἁγίους Πατέρες καί τόν Μοναχισμό καί θαυμάζει τούς ἀξιόλογους νέους πού ἀφιερώνονται μέ ἰδανικά, συγχρόνως ὅμως καί πονάει, γιατί βλέπει ὅλο αὐτό τό καλό ὑλικό νά μή βρίσκη τό ἀνάλογο πνευματικό προζύμι, καί ἔτσι δέν ἀνεβαίνει ἡ πνευματική αὐτή ζύμη καί καταλήγει νά γίνη σάν τό λειψό ψωμί.
Παλαιότερα, πρίν καί ἀπό εἴκοσι χρόνια, εὕρισκε κανείς ἀκόμη τήν ἁπλότητα στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, καί ἐκεῖνο τό ἄρωμα τῆς ἁπλότητος τῶν Πατέρων μάζευε τούς εὐλαβεῖς ἀνθρώπους, πού μιμοῦνταν τίς μέλισσες, καί τούς ἔτρεφε, καί αὐτοί μετέφεραν καί στούς ἄλλους ἀπό τήν πνευματική αὐτή εὐλογία, γιά νά ὠφεληθοῦν. Ἀπό ὅπου δηλαδή κι ἄν περνοῦσες, θά ἄκουγες νά διηγοῦνται θαύματα καί οὐράνια γεγονότα, πολύ ἁπλά, γιατί τά θεωροῦσαν πολύ φυσιολογικά οἱ Πατέρες.
Ζώντας λοιπόν σ’αὐτή τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Χάριτος, ποτέ δέν περνοῦσε λογισμός ἀμφιβολίας γιά ὅσα ἄκουγες, γιατί καί ὁ ἴδιος κάτι θά ἔβλεπες ἀπό αὐτά. Ἀλλά οὔτε καί περνοῦσε λογισμός, γιά νά σημειώσης ἤ νά κρατήσης στήν μνήμη σου τά θεῖα ἐκεῖνα γεγονότα γιά τούς μεταγενεστέρους, γιατί νόμιζες ὅτι θά συνεχισθῆ ἐκείνη ἡ Πατερική κατάσταση. Ποῦ νά ἤξερες ὅτι μετά ἀπό λίγα χρόνια ὁ περισσότερος κόσμος θά παραμορφωθῆ ἀπό τήν πολλή μόρφωση- ἐπειδή διδάσκεται μέ τό πνεῦμα τῆς ἀθεΐας καί ὄχι μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἁγιάση καί τήν ἐξωτερική μόρφωση – καί ἡ ἀπιστία θά φθάση σέ τέτοιο σημεῖο, πού νά θεωροῦνται τά θαύματα γιά παραμύθια τῆς παλιᾶς ἐποχῆς; Φυσικά, ὅταν εἶναι ὁ γιατρός ἄθεος, ὅσες ἐξετάσεις καί ἐάν κάνη σέ ἕναν Ἅγιο μέ τά ἐπιστημονικά μέσα (ἀκτίνες κ.λ.π.), δέν θά μπορέση νά διακρίνη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ, ἐάν ἔχη ἁγιότητα καί ὁ ἴδιος, θά ἰδῆ τήν θεία Χάρη νά ἀκτινοβολῆ.
Γιά νά δώσω μιά ζωντανότερη εἰκόνα τῆς Χάριτος, καί γιά νά τό καταλάβουν καλύτερα οἱ ἀναγνῶστες τό πνεῦμα τό Πατερικό πού ἐπικρατοῦσε πρίν ἀπό λίγα χρόνια, θεώρησα καλό νά ἀναφέρω, σάν παραδείγματα, μερικά περιστατικά ἀπό ἁπλά Γεροντάκια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ὅταν ἥμουν ἀρχάριος στήν Μονή Ἐσφιγμένου, μοῦ εἶχε διηγηθῆ ὁ εὐλαβής Γερο-Δωρόθεος ὅτι στό Γηροκομεῖο ἐρχόταν καί βοηθοῦσε ἕνα Γεροντάκι μέ τέτοια ἁπλότητα, ἀφοῦ νόμιζε ὅτι ἡ Ἀνάληψη, πού ἑορτάζει ἡ Μονή, ἦταν μία μεγάλη Ἁγία ὅπως ἡ Ἁγία Βαρβάρα καί, ὅταν ἔκανε κομποσκοίνι, ἔλεγε: «Ἁγία τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν!» Μία μέρα εἶχε ἔρθει στό Γηροκομεῖο ἔνας φιλάσθενος ἀδελφός, καί, ἐπειδή δέν ὑπῆρχε κανένα δυναμωτικό φαγητό, τό Γεροντάκι κατέβηκε γρήγορα-γρήγορα τά σκαλιά, πῆγε στό ὑπόγειο καί ἀπό τό παραθυράκι πού ἔβλεπε πρός τήν θάλασσα, ἅπλωσε τά χέρια του καί εἶπε: «Ἁγία μου Ἀνάλυψη, δῶσ’ μου ἕνα ψαράκι γιά τόν ἀδελφό». Καί ὤ τοῦ θαύματος! πετάχτηκε ἕνα μεγάλο ψάρι στά χέρια του, τό πῆρε πολύ φυσιολογικά, σάν νά μή συνέβη τίποτε, καί χαρούμενος τό ἑτοίμασε, γιά νά τονώσει τόν ἀδελφό.

Ὁ ἴδιος Γέροντας μοῦ εἶχε διηγηθῆ καί γιά ἄλλον Πατέρα (νομίζω Παχώμιο), ὁ ὁποῖος εἶχε πάει στήν Καψάλα γιά ἀνώτερη ἄσκηση καί εἶχε φθάσει σέ μέτρα πνευματικά . Μιά μέρα ἕνας Πατέρας τῆς Μονῆς οἰκονόμησε δύο ψάρια καί τά καθάριζε, γιά νά πάη νά τόν ἰδῆ καί νά τοῦ τά δώση εὐλογία. Τήν ὥρα ὅμως πού τά ἑτοίμαζε, ἕνα κόρακας ξαφνικά τοῦ πῆρε τό ἕνα ψάρι καί τό πῆρε στόν π.Παχώμιο στήν Καψάλα (ἀπόσταση πεντέμισι ὧρες). Ὁ π. Παχώμιος εἶχε λάβει τήν πληροφορία ἀπό τόν Θεό γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀδελφοῦ καί τήν στιγμή πού σκεφτόταν τί νά τόν φιλέψη, ὁ κόρακας τοῦ ἄφησε τό ψάρι. Ὅταν ἦλθε μετά ὁ ἀδελφός καί τό ἔμαθε αὐτό, δόξασε καί αὐτός τόν Θεό, πού τρέφει καί στήν ἐποχή μας τούς ἀνθρώπους Του μέ τόν κόρακα, ὅπως καί τόν Προφήτη Ἠλία.

Ἐπίσης στήν Μονή Κουτλουμουσίου, πρίν ἀπό λίγα χρόνια, ζοῦσε ἕνας Γέροντας, ὁ π. Χαράλαμπος, πολύ ἁπλός ἀλλά καί πολύ «βιαστής» ὄχι μόνο στά πνευματικά ἀλλά καί στά διακονήματα, σέ ὅλα ἦταν προθυμότατος. Ὁ Πατήρ Χαράλαμπος θά ἔβγαζε τίς περισσότερες δουλειές, γιατί στά τελευταῖα χρόνια εἶχαν μείνει λίγου Πατέρες στήν Μονή καί αὐτοί γέροι. Εἶχε δέ καί τήν Βιβλιοθήκη, ἀλλά τόν ἔβγαλαν, ἐπειδή δέν ἔκλεινε ποτέ τήν πόρτα. Συνήθιζε νά λέη: «Ἀφῆστε τούς ἀνθρώπους νά διαβάζουν τά βιβλία». Δέν περνοῦσε λογισμός ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού κλέβουν βιβλία. Εἶχε πολλή ἁγνότητα καί ἁπλότητα. Ἐκτός ἀπό τά πολλά διακονήματα πού εἶχε, φύτευε ἀκόμη καί δέντρα γιά τούς μεταγενεστέρους, γιατί πίστευε ὅτι ἡ Μόνή Κουτλουμουσίου πάλι θά ἐπανδρωθῆ. Τά μέν χέρια του συνέχεια ἐργάζονταν γιά τούς ἄλλους, ὁ δέ νοῦς του καί ἡ καρδιά του ἐργάζονταν στά πνευματικά διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Στήν Ἀκολουθία πάντα πρῶτος. Κρατοῦσε μάλιστα ἕνα χορό ὡς ψάλτης Τήν ὥρα δέ πού ὁ Κανονάρχης πήγαινε στόν ἄλλο χορό νά κανοναρχήση, ὁ Πατήρ Χαράλαμπος ἔλεγε γρήγορα-γρήγορα τήν εὐχή, γιά νά μή διακόπτη τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Ἔτσι ἐργατικότατος καί πνευματικότατος ἔζησε, χωρίς νά τό ρίξη κάτω. Ἀλλά, δυστυχῶς, μιά βαριά γρίπη μόνο τόν ἔριξε στό κρεβάτι, καί ὁ γιατρός εἶπε στούς Πατέρες νά μήν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό κοντά του, γιατί σέ λίγη ὤρα θά τελειώση ἡ ζωή του. Ὁ Πατήρ τό ἄκουσε κάτω ἀπό τίς κουβέρτες καί ἀπήντησε:
-Τί λές; Ἐγώ δέν πεθαίνω, ἐάν δέν ἔρθη τό Πάσχα νά πῶ τό Χριστός Ἀνέστη.
Πράγματι πέρασαν δύο μῆνες σχεδόν, ἦρθε τό Πάσχα, εἰπε τό Χριστός Ἀνέστη, κοινώνησε καί μετά ἀναπαύθηκε. Τό φιλότιμο ἁπλό Γεροντάκι εἶχε γίνει πραγματικό παιδί τοῦ Θεοῦ καί μαζί μέ τόν Θεό καθόρισε τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του.

Στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὁ γερο-Νικόλαος ἀπό τήν Συνοδία τῶν Μαρκιανῶν μοῦ διηγήθηκε γιά ἕναν Πατέρα, πού εἶχε καί αὐτός παιδική ἁπλότητα, ὅτι κάποτε, ὅταν εἶχε στερέψει τό πηγάδι τους, εἶχε κατεβάσει τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό ξηροπήγαδο, μέ τό σχοινί δεμένη ἀπό τόν χαλκά, καί εἶπε:
-Ἅγιε Νικόλαε, νά ἀνέβης μαζί μέ τό νερό, ἐάν θέλης νά σοῦ ἀνάβω τό κανδήλι, ἀφοῦ μπορεῖς νά τό κάνης αὐτό. Βλέπεις, ἔρχονται τόσοι ἄνθρωποι, καί δέν ἔχουμε λίγο κρύο νερό νά τούς δώσουμε.
Ὤ τοῦ θαύματος! τό νερό ἀνέβαινε σιγά-σιγά, καί ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἔπλεε ἐπάνω, μέχρι πού τήν ἔπιασε μέ τά χέρια του, τήν ἀσπάσθηκε μέ εὐλάβεια καί τήν πῆγε στό Ναό. (Αὐτό ἔγινε πρίν ἀπό πενήντα χρόνια περίπου).

Στήν ἴδια Σκήτη, λίγο πιό πάνω ἀπό αὐτή τήν Καλύβη, εἶναι οἱ «Ἅγιοι Ἀπόστολοι», ὅπου μένουν τώρα δύο Πατέρες, πού εἶναι καί κατά σάρκα ἀδέρφια. Στήν Συνοδία αὐτήν ἦταν καί ὁ Γέρο-Παχώμιος, στόν ὁποῖο ἔβλεπε κανείς ὁλοφάνερα τήν ἁγιότητα ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του. Τό Γεροντάκι αὐτό ἦταν πολύ ἁπλό καί τελείως ἀγράμματο ἀλλά πολύ χαριτωμένο. Στό Κυριακό τῆς Σκήτης, ὅταν ἐρχόταν γιά νά ἐκκλησιασθῆ τίς ἑορτές, ποτέ δέν καθόταν στό στασίδι, ἀλλά πάντα ὄρθιος στεκόταν, ἀκόμη καί στίς ὁλονυκτίες, καί ἔλεγε τήν εὐχή. Ὅταν τύχαινε νά τόν ρωτήση κανείς «ποῦ βρίσκεται ἡ Ἀκολουθία», ἀπαντοῦσε:
-Ψαλτήρια –ψαλτήρια λένε οἱ Πατέρες.
Ὅλα ψαλτήρια τά ἔγεγε. Οὔτε καί ἀπό ψαλτικά ἤξερε καθόλου, ἐκτός ἀπό τό Χριστός Ἀνέστη, πού ἔψαλλε τό Πάσχα. Πάντα πρόθυμος νά κάνη τά θελήματα τῶν ἄλλων, χωρίς νά ἔχη καθόλου θέλημα δικό του.
Ὅση στενοχώρια καί ἐάν εἶχε κανείς, ἅμα ἔβλεπε τόν Πατέρα Παχώμιο, τοῦ ἔφευγε. Ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν, ἀκόμη καί τά φίδια, πού τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη καί δέν ἔφευγαν, ὅταν τόν ἔβλεπαν. Στήν περιοχή τῆς Καλύβης ἦταν πολύ φίδια, γιατί ὑπῆρχαν νερά. Οἱ ἄλλοι δύο Πατέρες πολύ φοβοῦνταν τά φίδια, ἐνῶ ὁ Γερό-Παχώμιος τά πλησίαζε χαμογελαστός, τά ἔπιανε καί τά ἔβγαζε ἔξω ἀπό τόν φράχτη τους.
Μιά μέρα, ἐνῶ πήγαινε βιαστικό στήν Καλύβη τῶν Μαρκιανῶν, στόν δρόμο βρῆκε ἕνα μεγάλο φίδι, τό ὁποῖο τύλιξε στή μέση του σάν ζώνη, γιά νά τελειώση πρῶτα τήν δουλειά του καί μετά νά τό βγάλη ἔξω ἀπό τήν περιοχή τους. Ὁ Πατήρ Ἰάκωβος, μόλις τόν εἶδε, τρόμαξε, καί ὁ Πατήρ Παχώμιος παραξενεύτηκε γι’ αὐτό.
Μετά μοῦ ἔλεγε:
-Δέν ξέρω γιατί φοβάνται ἀπό τά φίδια. Ἐκεῖνος ὁ δικός μας Πατήρ Ἀνδρέας φοβᾶται ἀκόμη καί ἀπό τούς σκορπιούς! Ἐγώ τούς μαζεύω στή χούφτα μου τούς σκορπιούς ἀπό τά ντουβάρια καί τούς πετάω ἔξω ἀπό τήν Καλύβα. Τώρα πού τρέμουν τά χέρια μου ἀπό τό πάρκινσον, τά μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τά βγάζω ἔξω.
Ρώτησα τόν Γέροντα:
-Γιατί δέν σέ δαγκώνου ἐσένα τά φίδια, Πάτερ Παχώμιε;
Μοῦ ἀπάντησε:
-Κάπου γράφει ὁ Ἰησοῦς Χριστός σέ ἕνα χαρτί «ἐάν ἔχης πίστη, πιάνεις καί τά φίδια καί τούς σκορπιούς, καί δέν σέ πειράζουν».
Τό ἅγιο αὐτό Γεροντάκι, ὁ Πατήρ Παχώμιος, εἶχε ἀναπαυθῆ στίς 22-10-1967, ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τόν Γέροντα Παπα-Τύχωνα, γιά τόν ὁποῖο θά ἀναφέρω στήν συνέχεια, καθώς καί γιά ἄλλους Ὁσίους Πατέρες, πού ἀγωνίσθηκαν μέ τήν βοήθεια τῆς Καλῆς Μητέρας, τῆς Ἁγνῆς Παρθένου. Ἔγιναν Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, νίκησαν τά πάθη τους, ἐξόντωσαν τόν ἐχθρό διάβολο, αὐτοί οἱ «Λοκατζῆδες τῆς Ἐκκλησίας μας», καί στεφανώθηκαν ἀπό τόν Χριστό μέ ἄφθαρτο στεφάνι.
Πολλούς ἀπό αὐτούς εἶχα γνωρίσει καί ἀπό κοντά, ἀλλά δυστυχῶς, δέν τούς μιμήθηκα καί ἔτσι βρίσκομαι πολύ μακριά τους. Εὔχομαι ὅμως μέ ὅλη τήν καριδιά μου νά τούς μιμηθοῦν ὅσοι θά διαβάσουν τά θεῖα κατορθώματά τους καί παρακαλῶ νά εὔχωνται καί ἐκεῖνοι γιά μένα τόν ταλαίπωρο Παΐσιο Ἀμήν.

Από το βιβλίο: Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου. Έκδοσις Ιερόν γυναικείον Ησυχαστήριον Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου – Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998

Η/Υ επιμέλεια Καταιρίνα Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.