Η Δ’ σταυροφορία υπήρξε εξυγίανση, εκδίκηση ή σταυροφθορία; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Είναι δυνατόν να σου προβληθεί η άποψη ότι η Δ’ σταυροφορία ήταν εξυγίανση για τη βυζαντινή αυτοκρατορία: «Με την έκταση της καταστροφής που προκάλεσε υπήρξε ο καταλύτης, που ξύπνησε τις κοιμισμένες συνειδήσεις και επέτρεψε την τελευταία αναλαμπή που θα ξαναδώσει τη ζωή στο βυζαντινό κόσμο. Να γιατί παρά τον κίνδυνο να φανεί κανείς προκλητικός, θα μπορούσε ακόμα να υποστηρίξει ότι η πτώση της Κων/πολης υπήρξε ένα σχεδόν σωτήριο γεγονός για το έθνος και εξυγιαντικό για το βυζαντινό κράτος που ο μηχανισμός του ήταν σοβαρά και σχεδόν αθεράπευτα άρρωστος» (Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ. 109). Ο Νικήτας Χωνιάτης, σύγχρονος αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα σου περιγράφει, με πικρία βέβαια, ότι οι βυζαντινοί χαίρονταν για την καταστροφή που χτύπησε την πρωτεύουσά τους! (Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ, η πολιτ. Ιδεολ. Της βυζ. αυτοκ. Σελ. 111).
Από άλλους σου επισημαίνεται ότι η Δ’ σταυροφορία ήλθε σαν εκδίκηση για εχθρικές ενέργειες και διαθέσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας προς τη δύση. Λ.χ. παλαιότερα το βυζάντιο έστειλε στη δύση τον Αττίλα και τους Γότθους, ενώ με τον Ιουστινιανό έκανε τη Reconquista. Τώρα, ύστερα από 8 ή 6 αιώνες, ήλθε η σειρά να εκδικηθεί η δύση με τους σταυροφόρους και «η σταυροφορία συνδεόταν άμεσα με την Reconquista (=ανακατάχτηση)» (Ρενέ Γκρουσέ, ιστορία των σταυροφοριών, σελ. 12). Ίσως φαίνεται πιθανώτερη η εκδίκηση για τη σφαγή του 1182 μ. Χ. Δηλαδή στις 2 Μαΐου του 1182 είχε ξεσπάσει στάση κατά της αντιβασιλείας της Λατίνας Μαρίας και ανήλθε στο θρόνο του βυζαντίου ο Ανδρόνικος Α’ ο Κομνηνός. Έγιναν στάχτη οι πλούσιες συνοικίες που είχαν γύρω στις 60.000 Λατίνους, από τις οποίες μόνο 4.000 επέζησαν, ενώ πολλοί Βενετοί, Γενουάτες και Σικελιώτες πουλήθηκαν σαν δούλοι στους Τούρκους. «Όσοι Λατίνοι διέφυγαν τη σφαγή επέστρεψαν στις χώρες τους στη δύση, όπου και ανέφεραν τη φρίκη που έζησαν ζητώντας εκδίκηση για το κακό και τις ζημίες που υπέστησαν» (Α. Vasiliev, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Σελ. 536). Όμως πρέπει να θυμηθείς ότι εξοφλήθηκε εκείνη η σφαγή με την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς τον Αύγουστο του 1185 μ. Χ.).
Ιδιαίτερα σου υπογραμμίζουν ότι την Δ’ Σταυροφορία «οδήγησαν οι Βενετσιάνοι, εκείνοι δηλαδή που ήταν καλύτερα σε θέση να γνωρίζουν την κατάπτωση που βασίλευε εκεί, οι μόνοι ικανοί να εκτιμήσουν το στρατηγικό ενδιαφέρον της θέσης και τα οικονομικά πλεονεκτήματα του ρόλου της Κων/λεως στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων. Οι Βενετσιάνοι έτρεφαν ένα πραγματικό μίσος εναντίον των βυζαντινών, κυρίως εναντίον των Κωνσταντινοπολιτών, που είχαν προσπαθήσει συχνά να φρενάρουν την απληστία τους» (Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ, η πολιτική ιδεολογία της βυζ. αυτοκρ. Σελ. 113).
Ίσως, όμως, θα θεωρούσες καλύτερο να αντικρύσεις με μια σύντομη περιγραφή τα γεγονότα της Δ’ Σταυροφορίας προτού καταλήξεις σε εκτιμήσεις και συμπεράσματα: Γάλλοι, Φλαμανδοί, Άγγλοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί και Σικελοί συμμετείχαν στη Δ’ Σταυροφορία. Ανάμεσά τους ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, άνω των ογδόντα ετών, ξεχωρίζει για τη δυναμικότητά του, τη δραστηριότητά του, τον πατριωτισμό του και τις δεξιότητές του να κατανοεί και να προωθεί τους σκοπούς της Βενετίας καθώς και να συνεργάζεται αποτελεσματικά με τους άλλους εκμεταλλευόμενος τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες περιστάσεις. Τον θρόνο του Πάπα στο Βατικανό κατείχε ο Ιννοκέντιος Γ’ που επιθυμούσε κατεξοχήν την απελευθέρωση των αγίων Τόπων, αλλά και την ενότητα σκοπού και δράσης των σταυροφόρων. Στο βυζάντιο εξάλλου, είχε εκθρονισθεί ο Ισαάκιος Άγγλος από τον Αλέξιο Γ’ και είχε τυφλωθεί, αλλά ο υιός του είχε διαφύγει στη δύση, όπου μαζί με τον επ’ αδελφή γαμβρό του Φίλιππο Σουηβό της Γερμανίας επιζητούσε υποστήριξη για ανακατάληψη του θρόνου της Κων/πόλως. Ο κόμης της Καμπανίας Τhibault εκλέχθηκε αρχηγός της νέας σταυροφορίας, όμως επειδή απέθανε ξαφνικά πριν αρχίσει η Δ’ σταυροφορία, εκλέχθηκε νέος αρχηγός της ο Ιταλός Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός. Τον Νοέμβριο του 1199 άρχισε η προετοιμασία της Δ’ Σταυροφορίας και η εκλογή του νέου αρχηγού έγινε στις 16 Αυγούστου του 1201).
Αξίζει να προσέξεις τον νεωτερισμό της Δ’ Σταυροφορίας ως προς την οδό που ακολούθησε για να φθάσει στην ανατολή. Ακολούθησε τη θαλάσσια οδό, ύστερα από συμφωνία με τους Βενετούς, να τους διεκπεραιώσουν στην Αίγυπτο αντί 85.000 μάρκων. Τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1202 συγκεντρώθηκαν όλοι οι Σταυροφόροι στη Βενετία περιμένοντας να διεκπεραιωθούν στην Αίγυπτο. Όμως μη έχοντας να προπληρώσουν το συμφωνηθέν ποσόν βρέθηκαν στη διάθεση του δόγη της Βενετίας Δάνδολου και συνέπραξαν μαζί του τον Νεόμβριο του 1202 για να κυριεύσουν – εντελώς αδικαιολόγητα και ληστρικά – τη Δαλματική πόλη Ζάρα, που μόλις είχε προσαρτηθεί στην Ουγγαρία και ενώ ο βασιλεύς της Ουγγαρίας ήταν ένας από τους εταίρους της Δ’ Σταυροφορίας. Η Ζάρα κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε άγρια από τα στρατεύματα της ιεράς Εκστρατείας της Δ’ Σταυροφορίας. Κάποια υποτονική αντίδραση του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ’ με απειλές για αφορισμό δεν επτόησε ούτε ενόχλησε καθόλου τους σταυροφόρους, ούτε τους συμμάχους των Βενετούς.
Στη Ζάρα έχεις και τη συνάντηση του πρίγκηπα Αλεξίου του Βυζαντίου, με τους ηγέτες της Δ’ σταυροφορίας. Ζητώντας ο Αλέξιος την βοήθειά τους για να ανακαταλάβει ο έκπτωτος τυφλός πατέρας του Ισαάκιος τον θρόνον της Κων/πόλεως υποσχέθηκε στον Πάπα ένωση των εκκλησιών και στους σταυροφόρους γενναία χρηματική βοήθεια και συμμετοχή στη σταυροφορία και συμφώνησε με τους σταυροφόρους. Σε εφαρμογή της συμφωνίας, στις 24 Μαΐου 1203 μ. Χ., παρουσιάσθηκαν ο στρατός των Σταυροφόρων και ο Βενετικός στόλος μπροστά στα τείχη της Κων/λεως. Σύντομα οι σταυροφόροι κυριάρχησαν και τον Ιούλιο του 1203 μ. Χ. αποκατέστησαν στον θρόνο της Κων/πόλεως τον Ισαάκιο Άγγελο με τον υιόν του Αλέξιο Δ! Αλλά οι συναυτοκράτορες βρέθηκαν σε αδυναμία να εκπληρώσουν όσα υποσχέθηκαν στους σταυροφόρους, οι οποίοι παραμένοντας στα περίχωρα της Κων/πόλεως, ήταν πάντοτε προκλητικοί και επικίνδυνοι. Τον Ιανουάριο του 1204 έγινε επανάσταση που ανέτρεψε τους Ισαάκιο και Αλέξιο Δ’ Αγγέλους και ανέδειξε αυτοκράτορα στις 28 Ιανουαρίου 1204 τον Αλέξιο Ε’ Μούρτζουφλο τον Δούκα, που εκπροσωπούσε την αντιλατινική παράταξη της Κων/πόλεως και εθανάτωσε τον Αλέξιο Δ’. Οι σταυροφόροι θεώρησαν ότι εξαπατήθηκαν, άρχισαν πολιορκία και εφόδους και στις 13 Απριλίου του 1204 μ. Χ. πέτυχαν την άλωση της Κων/πόλεως.
Οι σταυροφόροι, οι Λατίνοι, που κατά τον Νικήτα Χωνιάτη «δυσέρωτοι (=επιθυμούν πολύ) όντες των παρ’ ημίν αγαθών κακογνωμούσιν αεί περί το ημέτερον γένος και κακών εισί τέκτονες δια παντός…» (Ostrogor. Ιστορ. Βυζ. κρ. Τ. Γ’, σελ. 58 κ.ε.), βρέθηκαν κυρίαρχοι της Κων/πόλες. Μπορείς να αναλογισθείς κατά τον Γεώργιον Ακροπολίτη «πάντως δε νοείν έξεστι πάσιν οπόσα ταις αιχμαλωτιζομέναις πόλεσιν επιπέπτωκε πάθη, φόνοι ανδρών, γυναικών ανδροποδισμοί, σκυλεύσεις, οικιών κατασκάψεις, τάλλα τε πάντα, οπόσα μαχαίρας έργον καθέστηκεν» (Γ. Ακροπολίτου Annales P. 4 c.). Και όπως σημειώνουν οι νεώτεροι ιστορικοί «τρεις ημέρες λεηλασίας και προσβολών ακολούθησαν και τα ανάκτορα και οι εκκλησίες της δυτικής Ευρώπης γρήγορα γέμισαν με τους κλεμμένους θησαυρούς του βυζαντίου» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 80).
Οι σύγχρονοι βυζαντινοί συγγραφείς σου περιγράφουν με σπαραγμό ψυχής την πρωτοφανή καταστροφική λαίλαπα των σταυροφόρων, που συνεχίσθηκε ως τα 1261 μ. Χ., οπότε ανακτήθηκε η Κων/πολη από την ελληνική αυτοκρατορία της Νικαίας καθώς ακολούθησαν ο διαμελισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σε φεουδαρχικά κράτη. Πυρπόλησαν την Κων/πολη και κατέστρεψαν μνημεία, βιβλιοθήκες και αρχαία. Έκοψαν και δάχτυλα για ν’ αρπάξουν δαχτυλίδια χρυσά. Από τις εκκλησίες μάζεψαν και συσκεύασαν τα άγια σκεύη και τα τίμια δισκοπότηρα για διανομή και εκποίηση. Με τα σπαθιά τους πελέκησαν τις άγιες εικόνες και τους πολυελαίους μαζί με τις άγιες τράπεζες. Δεν σεβάσθηκαν ούτε τους τάφους των ενδόξων αυτοκρατόρων, αφού πρώτα – πρώτα συλήθηκε ο τάφος του Ιουστινιανού. Στην περιοχή της Κων/πόλεως έβδομο λεηλάτησαν τη σαρκοφάγο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου, περιπαίζοντας με το σκελετό του και τοποθετώντας φλογέρα στα δόντια του σκελετού του Βουλγαροκτόνου. (Αυτό το γεγονός ενέπνευσε στον Κωστή Παλαμά το ποίημα, η Φλογέρα του Βασιλιά). Ούτε την αγία τράπεζα της αγίας Σοφίας σεβάσθηκαν, αλλά την πελέκισαν και εισήγαγαν στον ένδοξο ναό όλων των αιώνων πόρνες για να χορεύσουν, μάλιστα ανέβασαν μία πόρνη στον πατριαρχικό θρόνο. Ήταν χαρακτηριστικό ότι «οι ομόθρησκοι Φράγκοι, κατά τας θλιβεράς ημέρας της αλώσεως ιδιαίτερα ησθάνοντο ευχαρίστησιν βασανίζοντες και εμπαίζοντες τους ημετέρους ιερείς, ανωτέρους κληρικούς, προς δε και του μοναχούς και τας μοναχάς». (Φαίδ. Κουκουλέ, βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμ. Γ’, σελ. 152). Και ακόμα «τη βάρβαρη λεηλασία του 1204 ακολούθησε συστηματική σύληση των βυζαντινών θησαυρών. Τα μεγάλα έργα τέχνης είχε διοχετεύσει η Λατινική αυτοκρατορία στη δύση, γιατί με την αγωνία και την ένδεια, νόμιζε ότι χαρίζοντάς τα θα διατηρούσε την εύνοια των δυτικών δυνάμεων. Οι εκκλησίες είχαν ερημωθεί από τους θησαυρούς και από τα άγια λείψανά τους και το ανάκτορο των Βλαχερνών βρισκόταν σε ερείπια» (G. Ostrogorsky, ιστορία βυζ. κρ. Τ. Γ’, σελ. 132).
Οι ιστορικοί διατυπώνουν διάφορες ερμηνείες και απόψεις για την τροπή και την εκτροπή της Δ’ σταυροφορίας. Υποστηρίζεται ότι τυχαίες περιστάσεις –συμπτώσεις ωδήγησαν τους σταυροφόρους στην Κων/πολη και από άλλους αποδίδεται προμελέτη στους Βενετούς και στον Πάπα. «Ο Γερμανός ιστορικός Κ. Hopf υποστήριξε ότι μεταξύ Βενετίας και Αιγύπτου είχε υπογραφεί στα 1202 μ. Χ. συνθήκη και οι Βενετοί εξέτρεψαν τη Δ’ σταυροφορία από την Αίγυπτο. Άλλοι υποστήριξαν ότι οι Βενετοί αποσκοπώντας στα εμπορικά τους συμφέροντα ενήργησαν, όπως ενήργησαν… Άλλοι εθεώρησαν ότι υπεύθυνος της εκτροπής ήταν ο Βασιλεύς της Γερμανίας και γαμβρός του εκθρονισθέντος Ισαακίου Αγγέλου, Φίλιππος ο Σουηβός… Ο Luchaire, απαισιόδοξα αποφαίνεται ότι δεν θα ξεκαθαρισθεί ποτέ το ζήτημα αυτό και η επιστήμη έχει κάτι καλύτερο να κάμει από την ατέλειωτη συζήτηση ενός άλυτου προβλήματος»… Ενώ ο Gregoire έγραψε ότι «στην πραγματικότητα δεν υφίσταται πρόβλημα της Δ’ σταυροφορίας» (Α. Vasiliev, ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Σελ. 564).
Ωστόσο και ο G. Ostrogorksy γνωματεύει πως «η εκτροπή της Δ’ σταυροφορίας σε άλωση της Κων/πόλεως δεν αποτελεί αίνιγμα, γιατί ήσαν σχεδόν αναπόφευκτο επακόλουθο της προηγούμενης εξελίξεως» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τ. Γ’, σελ. 86). Η ιδέα της κατακτήσεως της Κων/πόλεως, που ήταν παλαιά κληρονομιά των Νορμανδών, επλανάτο στο περιβάλλον των ηγετών και των προηγουμένων σταυροφοριών. «Κατά τη διάρκεια της Α’ σταυροφορίας ο Βοημούνδος διέδιδε ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν ο χειρότερος εχθρός των σταυροφόρων και πρόβαλε την κατάληψη της Κων/πόλεως σαν απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε αποτελεσματικού σταυροφορικού προγράμματος της δύσης» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 180). Σκέφθηκε ακόμα ο Βοημούνδος «ότι ένα Λατινικό καθεστώς στην Κων/πολη, θα ήταν η καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια των σταυροφόρων και των νεοσύστατων Λατινικών κρατών της Συρίας και της Παλαιστίνης… Η ιδέα της κατάληψης της Κων/πολης είχε γεννηθεί και τροφοδοτούνταν από κατηγορίες αναξιοπιστίας σε βάρος των Ελλήνων» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 349). Αλλά και ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας «είχε φτάσει στο σημείο να προτείνει μία καινούργια Ευρωπαϊκή σταυροφορία… προβάλλοντας σαν κυριότερο στόχο την κατάληψη της Κων/πόλεως» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 189). Ο Ostrogorsky σου υπογραμμίζει και τα εξής: «Η ιδέα της κατακτήσεως της Κων/πόλεως… κατά τη σταυροφορία του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα έφθασε στα όρια του δυνατού. Όταν η Βενετία έρριξε στην πλάστιγγα τα εμπορικά και τα πολιτικά της συμφέροντα η ιδέα έγινε πραγματικότητα. Η προοδευτική εκκοσμίκευση της ιδέας των σταυροφοριών έφθασε στη λογική της κατάληξη. Η σύμπτωση ορισμένων περιστατικών διευκόλυνε την αλλαγή αυτή και συνέβαλε ώστε οι σταυροφόροι να βρεθούν στην υπηρεσία των Βενετικών συμφερόντων. Η σταυροφορία μετατράπηκε σε μέσο κατακτήσεων και στράφηκε εναντίον της Ανατολικής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τόμ. Γ’, σελ. 86- 87).
Εξυγίανση ακούσια και με πολύ βαρύ τίμημα έφερε – αν έφερε – η Δ’ σταυροφορία. Εξάλλου, αν για τις άλλες σταυροφορίες, θα μπορούσες να προσθέσεις ότι υπήρξαν και ιεροί πόλεμοι καθόσον εγίνοντο εναντίον των Μουσουλμάνων για την Δ’ σταυροφορία «πώς είναι δυνατόν να εξοικονομηθεί η φιλανθρωπία του Χριστού με την άλωση της Πόλης στα 1204 μ. Χ;» (Χ.Α. Νομικού, εισαγωγή στην ιστορία των Αράβων, σελ. 79). Εξάλλου η θεωρία της εκδίκησης δεν φαίνεται να προϋπήρχε της ιδέας της καταλήψεως της Κων/πόλεω˙ αντίθετα υπήρξε μεταγενέστερη και τροφοδότησε την ιδέα της καταλήψεως της Κων/πόλεως και της αλώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οπωσδήποτε όμως η Δ’ σταυροφορία υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη σταυροφθορία.
Υπήρξε σταυροφθορία διότι «η ίδια χριστιανοσύνη ήταν το μεγαλύτερο θύμα… Η εμπειρία της Λατινικής λεηλασίας και κατοχής είχε χαραχθεί ανεξίτηλα στην μνήμη των χριστιανών της ανατολής» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 257). Και επισφράγισε την ρήξη ανάμεσα στους δύο χριστιανικούς κόσμους της ανατολής και της δύσεως. Ο Πάπας μάλιστα σου προβάλλεται από τα γεγονότα ως ο μεγάλος ένοχος. Και όπως διευκρινίζουν και δυτικοί ιστορικοί «εξέφρασε υπέρμετρη χαρά γι’ αυτή την κατάληψη (όταν ο Βαλδουΐνος του γνωστοποίησε τα φοβερά γεγονότα), που έμοιαζε με θεόπνευστο θαύμα. Λυπήθηκε μόνο για τις λεηλασίες» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 231). Ένας χριστιανός, ένας ιερεύς, ένας επίσκοπος, ένας Πάπας ποτέ δεν θα έπρεπε να έχαιρε για την καταστροφή χριστιανικής πόλεως από χριστιανούς και δεν θα συμφιλιωνόταν με τους καταστροφείς.
Σταυροφθορία υπήρξε η Δ’ σταυροφορία, «διότι είχε αφήσει πίσω της βαθειά ίχνη και είχε πληγώσει το βυζαντινό κρατικό σώμα, σε βαθμό που η παλινόρθωση (ενν. του 1261 μ. Χ.) δεν μπορούσε πια να θεραπεύσει» (G. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. κράτ. Τ. Γ’, σελ. 134). Από το «απαίσιο κτύπημα η αυτοκρατορία δεν ανέλαβε ποτέ» (Έσελλιγ, βυζάντιο και βυζ. πολιτισμός, σελ. 321). Ενώ δεν εξέλιπαν οι επιθέσεις Τούρκων και Νορμανδών, το σώμα του Βυζαντίου κτυπήθηκε δολοφονικά από χριστιανούς αδελφούς.
Έρχεσαι να τη θεωρήσεις σταυροφθορία διότι χρησιμοποίησε την ιερή ιδέα της σταυροφορίας ως επικάλυμμα ανωμολόγητων αντιχριστιανικών σκοπών. Θεμελιώθηκε και πραγματώθηκε με την υποκρισία η εξής απαίσια δραστηριοποίηση: «Οι Βενετοί διήρπαζον και εχρηματίζοντο, οι Γάλλοι εχλεύαζον και ητίμαζον, οι Γερμανοί ετρύφων και κατέστρεφον» (Κ. Krumbacher – Geltzer, ιστ. Βυζ. λογ. Τέμ. Γ’, σελ. 471).
Σταυροφθορία η Δ’ σταυροφορία σου παρουσιάζεται διότι επαύξησε την εχθρότητα και την αδιαφορία των χριστιανών της δυτικής Ευρώπης απέναντι στους Βυζαντινούς και στους Έλληνες, ώστε να παραμείνουν όλοι αδιάφοροι για την τύχη του βυζαντίου στα 1453 μ. Χ. Και δεν μπορείς παρά να χαρακτηρίσεις πολύ εύστοχες τις παρακάτω παρατηρήσεις και προεκτάσεις του Δημ. Βικέλα (Περί βυζαντινών Μελ. σελ. 71): «Η ανατολή πεσούσα εσιώπησεν επί αιώνας, επέζησαν δε αι ύβρεις των δυτικών, διότι δυτικοί μόνον ωμίλουν μέχρι τούδε, ωμίλουν δε από του αρχαίου πάθους εμφορούμενοι. Η συνέχεια του πάθους εκείνου εξηγεί ουχί μόνον την προς τους Έλληνας δυσμενή της Ευρώπης διάθεσιν ή αδιαφορίαν καθ’ όλην την διάρκειαν της δουλείας, αλλά και την εισέτι ενίοτε αναφαινομένην κακεντρέχειαν, οπόταν αντίκρουσις συμφερόντων ανακαλέση τας αρχαίας αντιπαθείας… Οπωσδήποτε από του Λουϊτπράνδου μέχρι των αρμοστών της Βενετίας και από του Γίββωνος μέχρι ανταποκριτών εφημερίδων σήμερα δεν ελλείπουσιν ατυχώς αποδείξεις της δυτικής δυσμενείας».
Σταυροφθορία μπορείς να αποκαλέσεις την Δ’ σταυροφορία διότι εγκατέλειψαν στους απίστους τους αγίους Τόπους, διότι επέβαλαν με την βία τον καθολικισμό σε Έλληνες Ορθοδόξους και διότι εμπορεύθηκαν τους πνευματικούς θησαυρούς του βυζαντίου, αφού βεβήλωσαν τα ιερά του, όπως την αγία Σοφία Κων/πόλεως. Αναδείχθηκαν «άθροισμα χαλεποτήτων, επισκήπτον σωρηδόν» (Σπυρ. Ζαμπελίου, Κρητικοί γάμοι, σελ. 192) με αποκορύφωμα τον πατριάρχη Ηράκλειο, που εγκατέστησαν οι σταυροφόροι στην Κων/πολη και ο οποίος «είχε περισσότερες σχέσεις με τις γυναίκες παρά με τις άγιες Γραφές (Ρενέ Γκρουσέ, ιστορία σταυροφοριών, σελ. 188). Τέτοιας ποιότητας πατριάρχες ανέβασαν οι σταυροφόροι στον πατριαρχικό θρόνο του Γρηγορίου και του Χρυσοστόμου θέλοντας και επιδιώκοντας νάναι η Ρώμη πρωτεύουσα της Ευρώπης και του χριστιανισμού και δημιούργησαν στη θέση της βυζαντινής αυτοκρατορίας μία Λατινική ανατολή, ένα «αποικιακό κράτος άνευ μητροπόλεως».
Τέλος θα χαρακτήριζες σταυροφθορία την Δ’ σταυροφορία διότι πρόβαλε και πραγματοποίησε την ιδέα του διαμελισμού της χριστιανικής βυζαντινής αυτοκρατορίας, που επικράτησε και μετά την ανάκτηση της Κων/πόλεως, στα 1261 με αποτέλεσμα τμήματα της αυτοκρατορίας, όπως η Ήπειρος και η Θεσσαλία να αποκηρύξουν το ενωτικό έργο της βυζαντινής αυτοκρατορίας και να επιμένουν σε εχθρικές προστριβές. «Πρώτη η δεύτερη γυναίκα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ του Παλαιολόγου (1282 μ. Χ. – 1328 μ. Χ.) Ειρήνη η Μομφερρατική απαιτούσε για χάρη των υιών της τη διαίρεση της αυτοκρατορικής επικράτειας ανάμεσα σε όλους τους βασιλικούς πρίγκηπες. Είναι σημαντικό ότι στη φάση αυτή το σχέδιο συνάντησε την αποφασιστική άρνηση του αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος Β’ απέρριψε τις απαιτήσεις της συζύγου του, γεγονός που οδήγησε σε βίαιη σύγκρουση. Η αυτοκράτειρα εγκατέλειψε την πρωτεύουσα για να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, στο Σέρβο γαμπρό της Milutin», (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ., τ. Γ’, σελ. 169). Αργότερα όμως επικράτησε πλήρως η ιδέα και η τακτική του διαμελισμού της αυτορκατορίας, όπως σου παραδίδει ο Νικηφ. Γρηγοράς: «Ου μοναρχίας τρόπω κατά την επικρατήσασαν Ρωμαίοις αρχήθεν συνήθειαν, αλλά τρόπον Λατινικόν διανειμαμένους τας Ρωμαίων πόλεις και χώρας άρχειν κατά μέρη των υιέων έκαστον, ως οικείου κλήρου και κτήματος του λαχόντος» (G. Ostrogorsky,

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.