Το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού – Αγίου Μαξίμου του ομολογητού.

ΕΡΩΤΗΣΙΣ Ξ’:

Ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου, φανερωθέντος δε επ’ εσχάτων των χρόνων δι’ ημάς. Υπό τίνος προεγνωσμένου;

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ:

Το του Χριστού μυστήριον Χριστόν ο της Γραφής ωνόμασε λόγος και μαρτυρεί σαφώς ουτωσί φάσκων ο μέγας απόστολος˙ το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και από των γενεών νυν εφανερώθη, ταυτόν λέγων δηλαδή, τω Χριστώ το κατά Χριστόν μυστήριον. Τούτο προδήλως εστίν άρρητός τε και απερινόητος θεότητός τε και ανθρωπότητος καθ’ υπόστασιν ένωσις, εις ταυτόν άγουσα τη θεότητι κατά πάντα τρόπον τω της υποστάσεως λόγω την ανθρωπότητα και μίαν αμφοτέρων αποτελούσα την υπόστασιν σύνθετον, της αυτών κατά φύσιν ουσιώδους διαφοράς μηδεμίαν καθοτιούν επάγουσα μείωσιν, ώστε και μίαν αυτών γενέσθαι, καθώς έφην, την υπόστασιν και την φυσικήν διαφοράν απαθή διαμένειν, καθ’ ην και μετά την ένωσιν ανελάττωτος αυτών και ηνωμένων η κατά φύσιν διασώζεται ποσότης. Όπου γαρ κατά την ένωσιν ουδέν το παράπαν τροπής ή αλλοιώσεως τοις ενωθείσι παρηκολούθησε πάθος, ακραιφνής ο κατά ουσίαν εκατέρου των ηνωμένων διαμεμένηκε λόγος˙ ων δε ακραιφνής ο της ουσίας και μετά την ένωσιν διαμεμένηκε λόγος, τούτων αλώβητοι κατά πάντα
τρόπον μεμενήκασιν αι φύσεις, μηδεμιάς το σύνολον αρνησαμένης τα εαυτής δια την ένωσιν.

Έπρεπε γαρ τω ποιητή των όλων και γινομένω φύσει κατ’ οικονομίαν όπερ ουκ ην και εαυτόν όπερ ην κατά φύσιν και όπερ γέγονε φύσει κατ’ οικονομίαν άτρεπτον διασώσασθαι. Θεώ γαρ ου πέφυκεν ενθεωρείσθαι τροπή, ω μηδεμία καθάπαξ κίνησις επινοείται, περί ην υπάρχει τοις κινουμένοις το τρέπεσθαι. Τούτό εστί το μέγα και απόκρυφον μυστήριον. Τούτο εστί το μακάριον, δι’ ο τα πάντα συνέστησαν, τέλος. Τούτό εστίν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, ον ορίζοντες είναι φαμέν προεπινοούμενον τέλος, ου ένεκα μεν τα πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκεν˙ προς τούτο το τέλος αφορών τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίως εστί το της προνοίας και των προνοουμένων πέρας, κακθ’ ο εις τον Θεόν η των υπ’ αυτού πεποιημένων εστίν ανακεφαλαίωσις. Τούτό εστί το πάντας περιγράφον τους αιώνας και την υπεράπειρον και απειράκις απείρως προϋπάρχουσαν των αιώνων μεγάλην του Θεοού βουλήν εκφαίνον μυστήριον, ης γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ’ ουσίαν του Θεού Λόγος, γενόμενος άνθρωπος και αυτόν, ει θέμις ειπείν, τον
ενδότατον πυθμένα της πατρικής αγαθότητος φανερόν καταστήσας και το τέλος εν εαυτώ δείξας, δι’ ο την προς το είναι σαφώς αρχήν έλαβον τα πεποιημένα.

Δια γαρ τον Χριστόν, ήγουν το κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οι αιώνες και τα εν αυτοίς τοις αιώσιν εν Χριστώ την αρχήν του είναι και το τέλος ειλήφασιν. Ένωσις γαρ προεπενοήθη των αιώνων όρου και αοριστίας, και μέτρου και αμετρίας, και πέρατος και απειρίας και κτίστου και κτίσεως, και στάσεως και κινήσεως˙ ήτις εν Χριστώ επ’ εσχάτων των χρόνων φανερωθείσα γέγονεν, πλήρωσιν δούσα τη προγνώσει του Θεού δι’ εαυτής, ίνα περί το πάντη κατ’ ουσίαν ακίνητον στη τα κατά φύσιν κινούμενα, της προς τε εαυτά και προς άλληλα παντελώς εκβεβηκότα κινήσεως και λάβη τη πείρα την κατ’ ενέργειαν γνώσιν του εν ω στήναι κατηξιώθησαν αναλλοίωτον και ωσαύτως έχουσαν την του γνωσθέντος αυτοίς παρεχομένην απόλαυσιν…

Τούτο το μυστήριον προεγνώσθη προ πάντων των αιώνων μόνω τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, τω μεν κατ’ ευδοκίαν, τω δε κατ’ αυτουργίαν, τω δε κατά συνεργίαν˙ μία γαρ η Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος γνώσις, ότι και μία ουσία και δύναμις. Ου γαρ ηγνόει του Υιού την σάρκωσιν ο Πατήρ ή το Πνεύμα το άγιον, ότι εν όλω τω Υιώ το μυστήριον αυτουργούντι της ημών σωτηρίας δια σαρκώσεως όλος κατ’ ουσίαν ο Πατήρ, ου σαρκούμενος άλλ’ ευδοκών του Υιού την σάρκωσιν, και όλον εν όλω τω Υιώ το Πνεύμα το άγιον κατ’ ουσίαν υπήρχεν, ου σαρκούμενον αλλά συνεργούν τω Υιώ την δι’ ημάς απόρρητον σάρκωσιν.

Είτε ουν Χριστόν είποι τις είτε μυστήριον του Χριστού, τούτου την πρόγνωσιν μόνη κατ’ ουσίαν έχει η αγία Τριάς, Πατήρ και Υιός και Πνεύμα άγιον. Και μηδείς διαπορήση πως ο Χριστός, εις ων της αγίας Τριάδος, υπ’ αυτής προγινώσκεται, γινώσκων ότι ουχ ως Θεός ο Χριστός προεγνώσθη, άλλ’ ως άνθρωπος, ήγουν η κατ’ οικονομίαν αυτού δια τον άνθρωπον σάρκωσις. Το γαρ αεί ον εκ του αεί όντος υπέρ αιτίαν και λόγον ουδέποτε προγινώσκεται˙ η γαρ πρόγνωσις των αρχήν εχόντων του είναι δι’ αιτίαν εστίν. Προεγνώσθη ουν ο Χριστός ουχ όπερ ην κατά φύσιν δι’ εαυτόν, άλλ’ όπερ εφάνη κατ’ οικονομίαν δι’ ημάς γενόμενος ύστερον.

Νεοελληνική απόδοσις.

Το μυστήριο της Θείας ενανθρωπήσεως.

Το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού.

ΕΡΩΤΗΣΙΣ 60:

«Αλλά με το πολύτιμο αίμα του Χριστού, που θυσιάστηκε σαν αμνός άμωμος και άσπιλος και ήταν, βέβαια, προωρισμένος πριν από την δημιουργία του κόσμου, αλλά φανερώθηκε για χάρι μας αυτά τα τελευταία χρόνια» (Α’ Πέτρ. 1, 19). Προωρισμένος από ποιόν;

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ:

Το μυστήριο του Χριστού ο λόγος της Γραφής το ωνόμασε Χριστό και το βεβαιώνει με σαφήνεια ο μέγας Απόστολος λέγοντας, «το μυστικό σχέδιο, που ήταν κρυμμένο από όλες τις γενεές, φανερώθηκε τώρα» (Κολ. 1, 26), εννοώντας δηλαδή, ως τον Χριστό, το μυστικό σχέδιο με τον Χριστό. Αυτό είναι ολοφάνερα η άρρητη και ακατάληπτη υποστασιακή ένωσις της θεότητας και της ανθρωπότητας, που οδηγεί σε ταυτότητα πλήρη την ανθρωπότητα με την θεότητα εξ αιτίας της υποστάσεως και, κάνοντας μία την υπόστασι την σύνθετη από τα δύο, χωρίς η φυσική διαφορά της ουσίας τους να προκαλέση σ’ αυτήν καμμία μείωσι σε ό,τι δήποτε, σύμφωνα με την οποία και η υπόστασίς τους να γίνη, όπως είπα, μία και η φυσική διαφορά να μείνη απαθής, στην οποία υπόστασι και μετά την ένωσι η κατά φύσι ποιότητά τους διασώζεται αμείωτη και όταν ενωθούν. Διότι, όπου κατά την ένωσι δεν συνοδεύει τα ενωμένα καμμιά απολύτως τροπή και καμμιά αλλοίωσις, ο λόγος της ουσίας καθενός παραμένει γνήσιος και αληθινός.

Και όποιων ο λόγος παραμένει γνήσιος και αληθινός και μετά την ένωσι, αυτών οι φύσεις παραμένουν άθικτες με κάθε τρόπο χωρίς να αρνηθή καμμία από αυτές τα δικά της στοιχεία για χάρι της ενώσεως.

Διότι ο ποιητής των όλων, αυτός που έγινε κατ’ οικονομία αυτό που δεν ήταν, έπρεπε να διασώση αμετάβλητο και τον εαυτό του σε αυτό που ήταν από την φύσι του και σε αυτό που έγινε στην φύσι κατ’ οικονομία. Διότι στον Θεό δεν είναι φυσικό να βλέπουμε μεταβολή, για τον οποίο δεν μπορούμε να σκεφτούμε καμμιά απολύτως κίνησι σχετικά με την οποία γίνεται η μεταβολή σε όσα κινούνται. Αυτό είναι το μεγάλο και απόκρυφο μυστήριο. Αυτό είναι το μακάριο τέλος για το οποίο έχουν γίνει όλα. Αυτός είναι ο θείος σκοπός, που προεπινοήθηκε πριν από την αρχή των όντων, που ορίζοντάς τον μπορούμε να τον πούμε ¨προεπινοούμενο τέλος», για χάρι του οποίου έγιναν τα πάντα και αυτό για χάρι κανενός. Σ’ αυτό το τέλος ατενίζοντας δημιούργησε ο Θεός τις ουσίες των όντων. Αυτό είναι κυρίως το πέρας της πρόνοιας και εκείνων που η πρόνοια προνοεί, σύμφωνα με το οποίο γίνεται η επανασυναγωγή στον Θεό όλων των ποιημάτων του.

Αυτό είναι το μυστήριο που περικλείει όλους τους αιώνες και φανερώνει την υπεράπειρη και που άπειρες φορές απείρως προϋπάρχει από τους αιώνες μεγάλη βουλή του Θεού (Εφέσ’. 1, 10, 11), της οποίας βουλής αγγελιοφόρος έγινε ο ίδιος ο σύμφωνος με την ουσία του Θεού Λόγος, όταν έγινε άνθρωπος (Ησ’. 9, 6), και φανέρωσε, αν μου επιτρέπεται να πω, τον ίδιο τον βαθύτερο πυθμένα της Πατρικής αγαθότητας και έδειξε μέσα σ’ αυτόν το τέλος, που για χάρι του τα δημιουργήματα έλαβαν σαφώς την αρχή της υπάρξεώς τους. διότι για τον Χριστό, δηλαδή, για το μυστήριο κατά Χριστό, όλοι οι αιώνες και όλα όσα περιέχουν έχουν λάβει την αρχή και το τέλος του είναι τους. Διότι πιο πριν από τους αιώνες προϋπονοήθηκε η ένωσις του ορίου και της αοριστίας, του μέτρου και της αμετρίας, του πέρατος και της απειρίας, του δημιουργού και της δημιουργίας, της στάσεως και την κινήσεως, και η ένωσις αυτή έγινε στο πρόσωπο του Χριστού, όταν φανερώθηκε στο τέλος των χρόνων και πραγματοποίησε την πρόγνωσι του Θεού, ώστε να σταματήσουν γύρω στο
τελείως ακίνητο κατά την ουσία όσα κινούνται από την φύσι τους, ξεφεύγοντας τελείως από την κίνησι προς τον εαυτό τους και προς τα άλλα και να λάβουν πείρα της κατ’ ενέργειαν γνώσεως εκείνου, όπου αξιώθηκαν να σταματήσουν, γνώσεως αναλλοίωτης που παραμένει πάντοτε ίδια παρέχοντας σ’ αυτούς την απόλαυσι εκείνου που γνώρισαν.

Το μυστήριο τούτο προγνώριζε ο Πατέρας και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας, διότι έτσι ευδόκησε, ο Υιός διότι ήταν ο αυτουργός και το Πνεύμα, διότι συνεργαζόταν σ’ αυτό. Διότι είναι μία η γνώσις του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, επειδή είναι μία και η ουσία και η δύναμις. Δεν αγνοούσε δηλαδή, ο Πατήρ ή το άγιο Πνεύμα την σάρκωσι του Υιού, διότι υπήρχε σε ολόκληρο τον Υιό, που αυτουργούσε το μυστήριο της σωτηρίας μας με την σάρκωσί του, όλος κατά την ουσία του ο Πατήρ, όχι βέβαια με σάρκωσί του, αλλά ευδοκώντας για την σάρκωσι του Υιού, και ολόκληρο το άγιο Πνεύμα κατά την ουσία του υπήρχε στον Υιό, όχι λαμβάνοντας σάρκα, αλλά συνεργώντας με τον Υιό στην απόρρητη για μας σάρκωσί του.

Είτε λοιπόν πει κάποιος Χριστό, είτε μυστήριο του Χριστού, την πρόγνωσι γι’ αυτό κατά την ουσία την έχει μόνη η αγία Τριάδα, ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα. Κι ας μην αναρωτηθή κανένας πως ο Χριστός, ενώ είναι ένας από την αγία Τριάδα, γίνεται αντικείμενο προγνώσεώς της, έχοντας υπ’ όψι ότι δεν έγινε πρόγνωσις του Χριστού ως Θεού, αλλά ως ανθρώπου, έγινε δηλαδή, πρόγνωσις της κατ’ οικονομίαν σαρκώσεώς του για χάρι του ανθρώπου. Διότι ό,τι υπάρχει αιώνια πότε δεν προγνωρίζεται από ένα άλλο αιώνιο. Διότι η πρόγνωσις γίνεται για όσα έχουν αρχή στο είναι και για κάποια αιτία. Προγνωρίσθηκε λοιπόν ο Χριστός από πριν όχι γι’ αυτό που ήταν κατά φύσι για τον εαυτό του, αλλά γι’ αυτό που φάνηκε ότι έγινε αργότερα για μας κατ’ οικονομία.
(Προς Θαλάσσιον, Περί αποριών, Ερώτησις Ξ’, ΕΠΕ 14Γ, 187-195. PG 90,624).

Το μυστηριωδέστερο των μυστηρίων.

Ει γαρ πάντων των θείων μυστηρίων μυστηριωδέστερον το κατά Χριστόν υπάρχει μυστήριον, και πάσης της κατά πάσαν έννοιαν εν πάσιν ή ούσης ή γενησομένης τελειότητος οριστικόν, και παντός όρου και πέρατος υπεράνω καθέστηκε, τούτο δε το μυστήριον μετά του σαρκωθέντος και τελείως ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου είναι τε και υπάρχειν διδάσκει το σώμα το εξ ημών ληφθέν και ομοούσιον ηνωμένον αυτώ καθ’ υπόστασιν, μεθ’ ου και ανελήφθη εις ουρανούς, υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου, ου μόνον εν τω αιώνι τούτω, αλλά και εν τω μέλλοντι, και τω Θεώ και Πατρί νυν τε και εις τους απείρους αιώνας συγκαθέζεται, πάντας διεληλυθώς τους ουρανούς, και υπεράνω πάντων γενόμενος, και πάλιν ελεύσεται επί μεταποιήσει τε και μεταστοιχειώσει του παντός και σωτηρία των ημετέρων ψυχών τε και σωμάτων, καθώς επιστεύσαμέν τε και πιστεύομεν και εις αεί πιστεύοντες διαμένοιμεν, – τοις ούτως τολμηρός εστί και αυθάδης, και προς τα δήλά τε και προφανή μάχεσθαι μόνον ειδώς προπετώς…

Νεοελληνική απόδοσις.

Το μυστηριωδέστερο των μυστηρίων.

Αν δηλαδή, από όλα τα μυστήρια το μυστήριο του Χριστού είναι το πιο μηστηριώδες και αν αυτό καθορίζη κάθε τελειότητα με οποιαδήποτε έννοια μέσα σε όλα, που υπάρχει ή που θα πραγματωθή, και αν στάθηκε πάνω από κάθε όριο και πέρας και αν αυτό το μυστήριο μαζί με το Θεό, που έλαβε την σάρκα και έγινε τέλειος άνθρωπος διδάσκει ότι είναι και υπάρχει το σώμα, που πήρε από εμάς και είναι ομοούσιό μας ενωμένο σε μια υπόστασι μαζί του, και μ’ αυτό έγινε η ανάληψί του στους ουρανούς (Μάρκ. 16, 19), πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμι και κυριότητα και κάθε όνομα, που λέγεται όχι μόνο στην ζωή αυτή αλλά και στην μελλοντική (Εφ. 1, 21), και κάθεται τώρα και στους άπειρους αιώνες μαζί με τον Θεό και Πατέρα, αφού διέσχισε όλους τους ουρανούς και βρέθηκε πάνω από όλους, και θα ρθη πάλι για την μεταποίησι κα μεταστοιχείωσι του σύμπαντος και την σωτηρία των ψυχών και των σωμάτων μας, όπως πιστέψαμε και πιστεύουμε και θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε για πάντα, ποιός είναι τόσο τολμηρός και αυθάδης και πού ξέρει
να πολεμά ορμητικά μόνο όσα είναι ολοφάνερα….;
(Προς Ιωάννην Κυζίκου, Περί διαφόρων αποριών ΡΘ’, ΕΠΕ 14Ε, 37. PG 91, 1332).

Το πιο παράδοξο: Όντας όλος Θεός, έγινε όλος άνθρωπος.

Και τι τούτου παραδοξότερον, ότι φύσει Θεός υπάρχων, και άνθρωπος φύσει γενέσθαι καταξιώσας, ουδετέρας φύσεως τους φυσικούς όρους δια της ετέρας παντελώς παρήμειψεν, άλλ’ όλος Θεός ων όλος γενόμενος διέμεινεν άνθρωπος; Ου τω είναι Θεός άνθρωπος γενέσθαι κωλυόμενος, ούτε μην τω γενέσθαι άνθρωπος του είναι Θεός ελαττούμενος, εις και ο αυτός όλος δι’ αμφοίν συντηρούμενος, άμφω φυσικώς κατά αλήθειαν υπάρχων, μήτε τω ακραιφνεί της κατ’ ουσίαν των μερών φυσικής διαφοράς διαιρούμενος, μήτε μην τω άκρως μοναδικώ της υποστάσεως συγχεόμενος, ου τραπείς εις την κάτω φύσιν και εις όπερ ουκ ην μεταπεσών. Ου φαντάσας σαρκός είδει και σχήματι την οικονομίαν, και όσα ετέρα καθ’ υποκειμένου λέγεται είναι χωρίς του υποκειμένου λαβών, ταύτην επλήρωσεν, άλλ’ αυτήν κυρίως πράγματι και αληθεία την ανθρωπίνην προσλαβών φύσιν ήνωσεν εαυτώ καθ’ υπόστασιν ατρέπτως και αναλλοιώτως και αμειώτως και αδιαιρέτως, τω κατ’ ουσίαν αυτής λόγω και όρω συνέχων ανέκπτωτον.

Καθ’ ην και την εκ σωμάτων κατά τον άγιον τούτον και μέγαν διδάσκαλον ημετέραν ετίμησε γέννησιν, και γενόμενος άνθρωπος αληθώς και ανθρωπίνως γεννώμενος, ίνα ημάς των δεσμών της γεννήσεως ελευθερώση, και του παραπλησίως χόρτου σπειρόμενους εκ καταδίκης δια την αμαρτίαν φύεσθαι νόμου, και του την αυτήν έχειν φυτοίς τε και αλόγοις ζώοις της προς το είναι γενέσεως την συγγένειαν. Ως που φησίν ο μέγας και των μεγάλων θεατής Ιεζεκιήλ τα θεία μυσταγωγούμενος και την αιτίαν της νυν περί τον άνθρωπον υπαρχούσης οικονομίας εκπαιδευόμενος, ως προς Ιερουσαλήμ φάσκων˙ τάδε λέγει Κύριος τη Ιερουσαλήμ. «Η ρίζα σου και η γέννησις σου εκ γης Χαναάν ο πατήρ σου Αμοιρραίος, και η μήτηρ σου Χετταία˙ εν ημέρα η ετέχθης ουκ έδησαν τον ομφαλόν σου, και εν ύδατι ουκ ελούθης, ουδέ αλί αλίσθης, και σπαργάνοις ουκ εσπαργανώθης, και απερρίφης επί προσώπου του πεδίου τη σκολιότητι της ψυχής σου εν η ημέρα ετέχθης˙ και διήλθον επί σε, και είδόν σε πεφυρμένην εν τω αίματί σου, και είπα σοι, Εκ του αίματός σου η ζωή σου, πληθύνου,
καθώς η ανατολή του αγρού δέδωκά σε.

Της ουν του φύεσθαι δια της σποράς ίσα χόρτω και δι’ αίματος κατά τα λοιπά ζώα την ζωήν έχειν καταδίκης ο την φύσιν εξιώμενος και προς την αρχαίαν της αφθαρσίας χάριν επανάγων Κύριος, ήλθεν αυτήν ελευθερώσαι, και εμφανώς μεν αυτή δείξαι προς όπερ γενομένη κατ’ αρχάς ουδόλως εκινήθη καλόν, και πατήσαι το πονηρόν προς όπερ άμα τω γενέσθαι δια της απάτης την όλην αυτής κινηθείσα παρά φύσιν κατεκένωσε δύναμιν, και καταδήσαι προς εαυτόν την της επιθυμίας δύναμιν (ης υπάρχει ο ομφαλός σύμβολον), την εν τω αγαθώ γόνιμον έξιν λαβούσαν παγίαν και αμετάπτωτον, και λούσαι εν ύδατι, καθάραι λέγων των μολυσμών της αγνοίας τω πελάγει της περιχυθείσης αυτή κατά την χάριν γνώσεως, και αλίσαι αλί, και σπαργανώσαι σπαργάνοις, τουτέστι την προς όπερ γέγονεν αγαθόν φυσικήν ενέργειαν απρίξ στερώσας τω πνεύματι, σήψεως παθών καθαράν καταστήσαι και ανεπίδεκτον, και τη περιβολή των εν τοις ούσιν αληθών λόγων δίκην σπαργάνων περισφίγξας αδιάχυτον παντελώς απεργάσασθαι.

Νεοελληνική απόδοσις.

Το πιο παράδοξο: Όντας όλος Θεός, έγινε όλος άνθρωπος.

Τί είναι λοιπόν πιο παράδοξο από αυτό, ότι, ενώ από την φύσι του είναι Θεός και έκρινε άξιο του να γίνη άνθρωπος, σύμφωνα με την φύσι αυτού, καμμιάς από τις δύο φύσεις δεν παράλλαξε τους φυσικούς όρους με της άλλης, αλλά, ενώ είναι όλος Θεός, έγινε και έμεινε όλος άνθρωπος; Το ότι είναι Θεός δεν τον εμπόδισε να γίνη άνθρωπος, ούτε και με το ότι έγινε άνθρωπος δεν μειώνεται ως προς το να είναι Θεός, αλλά παρέμενε ένας και ο αυτός και με τα δύο, όντας κατά τρόπο φυσικό αληθινά και τα δύο, χωρίς να διαιρήται ούτε με την φυσική διαφορά των μερών κατά την ουσία, ούτε με την τέλεια μοναδικότητα της υποστάσεώς του να συγχέεται, και χωρίς να μεταβληθή στην κάτω φύσι και να μεταπέση σ’ αυτό που δεν ήταν. Δεν πλήρωσε την οικονομία παρουσιάζοντάς την με την μορφή και το σχήμα της σάρκας και παίρνοντας όσα άλλα αποδίδονταν σ’ ένα υποκείμενο χωρίς να έχη το υποκείμενο, αλλά, αφού προσέλαβε την ανθρώπινη φύσι κατά κυριολεξία πραγματικά και αληθινά, την ένωσε με τον εαυτό του σε υπόστασι αμετάβλητη και αναλλοίωτη και
αμείωτη και αδιαίρετη, συγκρατώντας την ανέκπτωτη με το λόγο και τον όρο της ουσίας της.

Σύμφωνα μ’ αυτόν τίμησε και την δική μας γέννησι από τα σώματα, σύμφωνα με τον άγιο τούτο και μεγάλο δάσκαλο, και με το να γίνη αληθινά άνθρωπος και με το να γεννηθή σαν άνθρωπος, για να ελευθερώση εμάς από τα δεσμά της γεννήσεως και από τον νόμο να φυτρώνουμε εξ αιτίας της αμαρτίας και της καταδίκης μας σαν χόρτα με την σπορά, και από το να έχουμε την ίδια συγγένεια της γενέσεως στην ύπαρξι με τα φυτά και τ’ άλλα ζώα. Όπως λέει κάπου ο μεγάλος και θεατής των μεγάλων Ιεζεκιήλ, διδαγμένος μυστικά τα θεία και παιδευμένος την αιτία της οικονομίας, που εκτυλίσσεται τώρα για τον άνθρωπος, απευθυνόμενος στην Ιερουσαλήμ˙ «Αυτά λέει ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ˙ η ρίζα και η γέννησίς σου είναι από τη γη Χαναάν, ο πατέρας σου Αμορραίος και η μητέρα σου Χαιταία. Την ημέρα, που γεννήθηκες δεν έδεσαν τον αφαλό σου, δεν λούστηκες σε νερό ούτε αλατίσθηκες με αλάτι και ούτε σε τύλιξαν στα σπάργανα, αλλά σε πέταξαν πάνω στην πεδιάδα εξ
αιτίας της της αναποδιάς της ψυχής σου την ημέρα που γεννήθηκες. Πέρασα από κοντά σου και σε είδα πνιγμένη στο αίμα σου και σου είπα˙ Η ζωή σου θ’ αναπηδήση από το αίμα σου, και σου έδωσα την άδεια να πολλαπλασιασθής, έτσι όπως βγαίνουν τα σπαρτά του αγρού» (Ιεζ. 16,3).

Από αυτήν λοιπόν την καταδίκη, να γεννιέται με την σπορά ίδια με τα χόρτα και να έχη την ζωή με το αίμα σύμφωνα με τα υπόλοιπα ζώα, ο Κύριος που θεραπεύει την ανθρώπινη φύσι και την επαναφέρει στην αρχαία χάρι της αφθαρσίας, ήρθε να την ελευθερώση και να της δείξη με έμφασι το καλό προς το οποίο, όταν δημιουργήθηκε δεν κινήθηκε καθόλου, και να πατήση το πονηρό προς το οποίο, αμέσως μόλις γεννήθηκε, αφού ξεγελασμένη κινήθηκε παρά φύσι, κένωσε όλη την δύναμί της, και να δέση σφικτά με τον εαυτό του την δύναμι της επιθυμίας (σύμβολο της οποίας είναι ο ομφαλός), αφού θα έχη λάβει πάγια και αμετάπτωτη την γόνιμη έξι μέσα στο αγαθό, και να την λούση με το νερό, εννοώ να την καθαρίση από τους μολυσμούς της άγνοιας στο πέλαγος της γνώσεως με το οποίο την έζωσε η χάρις, και να την αλατίση με το αλάτι και να την σπαργανώση με σπάργανα˙ δηλαδή, αφού στερεώση με το πνεύμα για τα καλά την φυσική του ενέργεια προς το αγαθό, για το οποίο έγινε, να την καταστήση καθαρή από την σήψι και ανεπίδεκτη, και, αφού με
την φορεσιά των αληθινών λόγων των όντων την τυλίξη σφικτά σαν με σπάργανα, να την κάνη τελείως ανίκανη να διασκορπισθή.

Παραμένει πάντα μυστήριο. Έγινε ουσία με τρόπο υπερούσιο.
(Προς Ιωάννην Κυζίκου, Περί διαφόρων αποριών ΡΙΣΤ’. ΕΠΕ 14Ε, 19-21 PG 91, 1320-1321).

Αγίου Μαξίμου του ομολογητού: Μαξιμιανόν Ταμείον. Οικονομία Ένσαρκος.

(Σχόλια του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού εις το περί Ουρανίου Ιεραρχίας έργο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Κεφ. Δ’, ΕΠΕ 14Ε, 239. PG 4, 57).

Η/Υ επιμέλεια: Ελένης Χρήστου, Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Οικονομία Ένσαρκος – Αγίου Μαξίμου του ομολογητού.
«Ανδρική θεουργία», ή Θεοπλαστία – Αγίου Μαξίμου του ομολογητού.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.