Η διδασκαλία του αββά Δωροθέου.

Από το όλο ύφος, τη σύνταξη και την εν γένει δομή του λόγου μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι οι «Διδασκαλίες» είναι μάλλον προφορικές ομιλίες του αββά Δωροθέου προς τους μαθητές του. Οι ομιλίες αυτές μας διασώθηκαν με χειρόγραφα των ακροατών του, οι οποίοι αρχικά κατέγραψαν τα κεντρικότερα σημεία και νοήματα κάθε θέματος και αργότερα υπό την επίβλεψή του τα ανέπτυξαν.
Οι «Διδασκαλίες» απευθύνονται βασικά σε κοινοβιάτες και αναφέρονται σε προβλήματα πνευματικής ζωής, ανθρωπίνων σχέσεων και σε πρακτικούς τρόπους συμμορφώσεως στους μοναχικούς θεσμούς και στο τυπικό της Μονής. Επειδή όμως έχουν μεγάλο βάθος και καλύπτουν ουσιαστικά θέματα πνευματικής ζωής, αποκτούν γενικότερη σπουδαιότητα και σημασία «δια πάντας τους θέλοντας ευσεβώς ζην».
Κατά τη διδασκαλία του, ο βασικός στόχος του ήταν να επικοινωνήσει με τις ψυχές και να τις βοηθήσει στην επιτυχία της διορθωτικής και επανορθωτικής πορείας τους. Επειδή ήταν βαθύτατος γνώστης, τόσο των δογματικών αληθειών της πίστεως, όσο και της βιωματικής εμπειρίας της εκκλησίας, σχετικά με την προσπάθεια για την «εν Χριστώ αναγέννηση, και επειδή πίστευε, όπως όλοι οι ορθόδοξοι Πατέρες, ότι η σωστή Τριαδολογία είναι η βάση της σωστής θεωρήσεως της ανθρωπολογίας και της εκκλησιολογίας,1 προσπάθησε να εισαγάγει τους υποτακτικούς του στην ουσία των πραγμάτων, κάνοντας για κάθε θέμα μια σύντομη «κατηχητική» αναδρομή. Στην Α’ π.π. Διδασκαλία του «Για την αποταγή», θέλοντας να θεμελιώσει δογματικά και να ερμηνεύσει εκκλησιολογικά τη μοναχική ζωή, ξεκινάει από τη «Δημιουργία» μιλάει για την πτώση, τη Σάρκωση, και οδηγεί τον λόγο του, φυσικά, στην ανάγκη της ταπεινώσεως και της μετάνοιας του ανθρώπου, χάριν των οποίων οι Πατέρες επινόησαν τη μοναχική ζωή. Έτσι αποκλείει την ανάγκη της εφαρμογής μιας στεγνής δεοντολογίας και δίνει στους μαθητές του τις προϋποθέσεις να δουν τις λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής, μέσα από το πρίσμα της ορθής δογματικής συνειδήσεως.2
Άλλοτε χρησιμοποιεί σαν βάση ένα αγιογραφικό χωρίο ή ένα απόφθεγμα των Πατέρων, (όπως π.χ. στην παράγραφο 89 «Για τη μνησικακία», στην παράγρ. 26 «Για την ταπείνωση» και στην παράγρ. 138 «Για τους πειρασμούς») και από εκεί προχωρεί στα προβλήματα της καθημερινής κοινοβιακής ζωής. Και άλλοτε διαλέγει ένα γεγονός από τη δική τους καθημερινή ζωή (όπως στην παράγρ. 96 για την αμέλειά τους σχετικά με τον αγώνα της αποφυγής του ψεύδους και στην παράγρ. 79 για την αντίδρασή τους στην κακή συμπεριφορά των αδελφών) και αναπτύσσει διεξοδικότερα κεντρικά πνευματικά θέματα.
Η διδασκαλία του δεν είναι θεωρητική και γενική, αλλά άμεση, συγκεκριμένη και πρακτική. Πίσω από τη φαινομενική απλότητα και οικειότητα προς τους αδελφούς, διακρίνονται οι θησαυροί της οξύνοιας και του ψυχολογικού του βάθους.
Πολύ συχνά θα συναντήσουμε στο λόγο του παρομοιώσεις, ιστορίες από τη ζωή των οσίων γερόντων, προσωπικές του αναμνήσεις από την εποχή της μαθητείας του κοντά στον σοφιστή ή από τον καιρό της υποταγής του στη μονή του αββά Σερίδου, πράξεις και αδυναμίες του, (παράγρ. 55, 57, 117 – 119) παραδείγματα εμπνευσμένα από τα φυσικά στοιχεία – φωτιά (παράγρ. 89 – 91), άνεμος και βροχή (παράγρ. 148), συμπεριφορά ζώων (παράγρ. 83, 88) – τις επιστήμες και τέχνες (παράγρ. 78, 149 – 158, 151, 39, 106), που κάνουν το λόγο περισσότερο εύληπτο και ευχάριστο.
Για να διευκολύνει την απομνημόνευση των όσων λέει, είναι πολύ αναλυτικός και προτιμά την κατάταξη των γενικών εννοιών σε κατηγορίες, όπως π. χ. υπάρχουν δύο είδη απαρνήσεων, τρία είδη αμαρτίας, τρία είδη ψεύδους, τρία είδη παρρησίας, δύο είδη εγωισμού και δύο είδη ταπεινώσεως, πέντε βαθμοί οργής και δύο είδη λαιμαργίας.
Ο κεντρικός του στόχος δεν είναι να πλουτίσει απλώς τις θεωρητικές γνώσεις των υποτακτικών του, αλλά να δώσει τη βασική τροφή και το νόημα της «εν Χριστώ» ανακαινίσεως. Θέλει να τους διδάξει, με όλα τα μέσα, ότι ο αγώνας τους δεν είναι περιστατικός και ανοημάτιστος, αλλά προσωπικό μαρτύριο για τον «εγκεντρισμό» τους στη σταυροαναστάσιμη ζωή και τη λυτρωτική πορεία της εκκλησίας. Τονίζει συχνά ότι όλη η ασκητική προσπάθεια συνδέεται άρρηκτα με το μυστήριο του Πάσχα. Είναι διάβαση από την αμαρτία στην αρετή, συμμετοχή στο μυστήριο του θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου, ολοκαύτωμα. Ο Χριστός είναι ο βασιλιάς μας και εμείς στρατιώτες του, κέρδισε για μας τη νίκη, πρέπει λοιπόν και εμείς να νικήσουμε για την αγάπη Του. Την πνευματική αναγέννηση τη δυσκολεύουν τα πάθη, που μοιάζουν με τη μούχλα, η οποία είναι κρυμμένη στο καρβέλι του ψωμιού. Γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να κόβονται, πριν μεγαλώσουν και καταλάβουν το χώρο της ψυχής και στη θέση τους να φυτεύονται οι αντίστοιχες αρετές, γιατί κάθε πάθος έχει και την αντίστοιχη αρετή. Δεν πρέπει να συγκεντρώνεται όλο το ενδιαφέρον σε ορισμένες αρετές, αλλά να ανυψώνεται το οικοδόμημα της ψυχής συμμετρικά.
Ως κεντρικά σημεία αγώνα τονίζει περισσότερο το θέλημα και το δικαίωμα, που αν συνταιριασθούν καταστρέφουν όλο τον κόπο του μοναχού, την «προσπάθεια», που κρατά δεμένη την ψυχή στην ύλη και τη ματαιότητα, τον σωματικό κόπο, που βοηθά στην κατάκτηση της κορυφής της ταπεινοφροσύνης, το φόβο του Θεού, την «αδιάκριτη» υπακοή, που οδηγεί στην ειρήνη και την ελευθερία, το αψήφιστον, την αυτομεμψία, την προσπάθεια για τη διατήρηση ειρηνικής καταστάσεως, χάριν της οποία πρέπει πολλές φορές να θυσιάζεται η διακονία, τον κίνδυνο της «παρρησίας» την προσευχή, ως φάρμακο κατά της μνησικακίας, ως ευχαριστία για τα καλά και τις θλίψεις, και ως αίτηση μεσιτείας των Αγίων, την ελεημοσύνη ως έκφραση συμπαθείας και συμμετοχής στον αγώνα των άλλων, τη διάκριση, τη νήψη και τη βία, και κυρίως την εγκατάλειψη της ψυχής στα χέρια έμπειρου και διακριτικού πνευματικού οδηγού.
Πηγές από τις οποίες αντλεί τη διδασκαλία του είναι α)Η αγία Γραφή, β) οι Πατέρες της εκκλησίας (κυρίως ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο αββάς Ησαΐας, ο αββάς Βαρσανούφιος και ο αββάς Ιωάννης ο προφήτης), γ) η θύραθεν σοφία, δ) τα «Γεροντικά» – τα διάφορα αποφθέγματα των πατέρων της ερήμου, που ασφαλώς κυκλοφορούσαν στην εποχή του – και ε) η προσωπική του πείρα, που τον κάνει να γίνεται πολύ ευχάριστος και πειστικός.
Από το πλήθος των χειρογράφων που διασώθηκαν, κυρίως στη Μονή Σινά και στο άγιον Όρος, πληροφορούμαστε για την έντονη επίδραση των διδασκαλιών του Αββά Δωροθέου, τόσο στους συγχρόνους του, όσο και στους μετέπειτα αγωνιζόμενους στο στίβο της «κατά Χριστόν» υποταγής. Από τα έργα επίσης του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου παίρνουμε μια εικόνα της εκτιμήσεως που έτρεφαν για τις «Διδασκαλίες» οι μοναχοί της Βυζαντινής περιόδου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν συχνά τους λόγους του. Τέλος οι αλλεπάλληλες εκδόσεις των έργων στη Ρώσικη (περίπου 15 εκδόσεις), μας πείθουν πως ο «άρτος» του αββά Δωροθέου έθρεψε πολλές γενιές βιαστών της βασιλείας των ουρανών – τα τελευταία μάλιστα χρόνια έγιναν αρκετές μεταφράσεις και εκδόσεις των «Διδασκαλιών» και από μοναχούς της δυτικής εκκλησίας 3 και συνέβαλε τόσο στη θεωρητική θεμελίωση, όσο και στην πρακτική βίωση των ιδανικών του μονότροπου βίου.

Υποσημειώσεις.
1. Για περισσότερα δες στα εξής βιβλία: α) Ιερομ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς «Το μυστήριον της αγ. Τριάδος κατά τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν», σελ. 45 – 61, Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1973. β) Π. Ευδοκίμωφ: «Η ορθοδοξία» Έκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 61 – 182, Θεσ’. 1972. Γ) Ιερομ. Αρτεμ. Ραντοσάβλιεβιτς «Το μυστήριον της Σωτηρίας κατά τον άγ. Μάξιμον τον Ομολογητήν», σελ. 115-158. Π.Ι.Π.Μ., Αθήναι 1975. δ) Ιερομ. Αθ. Γιέβιπς «Δόγμα και ήθος εις την ορθόδοξον Παράδοσιν» (Ανάτυπον εκ του περιοδικού «Θεολογία»), Αθήναι 1968. ε) Ολυπίας Παπαδοπούλου – Τσανανά «Η ανθρωπολογία του Μ. Βασιλείου», σελ. 78 κ. εξ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσ’. 1970. στ) Κ. Σκουτέρη «Η Εκκλησιολογία του αγίου Γρηγ. Νύσσης», σελ. 66 – 131, Αθήναι 1969.
ζ) Του αυτού «Η ενότης της ανθρωπίνης φύσεως ως πραγματική προϋπόθεσις της Σωτηρίας», Αθήναι 1969.
2. Αρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, Έσσεξ Αγγλίας 1978, σ’. 211 κ. έξ.
3. Κατά τον 10ο αιώνα, τα έργα του αββά Δωροθέου διαδόθηκαν στα ελληνικά μοναστήρια της Μεσημβρινής Ιταλίας και από εκεί δεν άργησαν να γίνουν γνωστά στα μοναστήρια των Βενεδικτίνων. Από τον 11ο αιώνα μεταφράσθηκαν τμηματικά στη λατινική γλώσσα, στο Mont Cassin. Επίσης στους μοναχούς του αγ. Benoit οφείλουμε τις πρώτες λατινικές μεταφράσεις των έργων του αββά Δωροθέου. Ακολούθησαν και άλλες μεταφράσεις στη λατινική.
Το 1564 δημοσιεύθηκε άλλη μετάφραση που είχε αναλάβει ο Χρυσόστομος de Calabre. Ας σημειωθεί ότι η πρώτη γαλλική μετάφραση του Paul Dumont είναι αφιερωμένη σ’ ένα Βενεδικτίνο Ηγούμενο και στο ποίμνιό του. ακολούθησαν μεταφράσεις στη Γαλλική και Φλαμανδική.
Σημαντική μετάφραση των έργων του αββά Δωροθέου στη Δύση είναι η Γερμανική έκδοση του 1928, που έκανε ο Dom Basillius Hermann.
Η τελευταία και περισσότερο επιμελημένη κριτική έκδοση είναι αυτή που περιλαμβάνεται στη σειρά των Sources Chetiennes, Νο 92,που χρισιμοποιήθηκε και από μας ως βασικό βοήθημα για την νέα αυτή πρώτη έκδοση των έργων του Αββά Δωροθέου.
Επειδή όμως σε πολλά σημεία στο κείμενο αυτό υπήρχαν πολλά ορθογραφικά, γραμματικά και συντακτικά λάθη, στην όγδοη αυτή αναθεωρημένη και βελτιωμένη έκδοσή μας, το διορθώσαμε, με τη βοήθεια ειδικών πανεπιστημιακών καθηγητών επί των διορθώσεων των κειμένων, παραβάλλοντάς το με το κείμενο της P. G. Της J. P. Migne, τόμ. 88, 1612- 1844.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.