Ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας και άλλα – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Πήρε τα ονόματα «Δικαίος» και «Φλέσσας»

Ο προπάππος του Παπαφλέσσα, ήταν καλόγερος. Του σκότω¬σαν τη γυναίκα οι Τούρκοι, άρματα δεν μπορούσε να κρατήσει, γιατί δεν ήταν η φκιασιά του για τέτοια δουλειά, κι ένα πρωί τρά¬βηξε για τ’ Άγιο Όρος να καλογερέψει. Πέρασαν χρόνια από τότε. Και μια μέρα φάνηκε στην Πολιανή ένας άλλος καλόγερος αγιορείτης. Έφερνε χαιρετίσματα απ’ τον προπάππο του Παπαφλέσσα, που ήταν στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα καλόγερος με τ’ όνομα Νικηφόρος. Ήταν και «δί¬καιος» στο μοναστήρι του που σημαίνει μεγάλο βαθμό στα καλο¬γερίστικα διακονήματα. Μαζί με τα χαιρετίσματα έστειλε και μερικά αγιορείτικα πε¬σκέσια, ένα μεγάλο σταυρό για φυλαχτό, και μια παραγγελιά:

Το πρώτο παιδί του αδερφού του, που ήταν πεθαμένος, ο Δή¬μητρας, ο πατέρας του Παπαφλέσσα, να πάρει το σπίτι του, μα να κρατήσει για παρανόμι το όνομα Δικαίος. Έτσι τον πατέρα του Παπαφλέσσα τον έλεγαν «Δίκαιο» και το όνομα αυτό το κληρονό¬μησαν και τα παιδιά του.

Μόλις έκλεισε τα δεκατέσσερα ο Γιώργος Δικαίος, άφησε τη Δημητσάνα και βρέθηκε να καλογερεύει στο μοναστήρι της Βελανιδιάς. Εκεί στο μοναστήρι άφησε το όνομα Γεώργιος και έγινε ο Γρηγόριος. Και επειδή οι άλλοι καλόγεροι ήταν αγράμματοι, ο ηγούμενος έκαμε αμέσως το Γρηγόριο «κανονάρχη». Τον Απόστολο τον διάβαζε, συνήθως, ο Άνθιμος, ένας άλλος παλιότερος καλόγερος που ήξερε μερικά γράμματα. Μια Κυριακή ζήτησε απ’ τον ηγούμενο να πει αυτός τον Απόστολο. Ο ηγούμε¬νος το επέτρεψε, μα κακοφάνηκε στον Ανθιμο. Όταν έφτασε η στιγμή, ο Γρηγόριος άρχισε με τη μελωδική του φωνή δυνατά:

— Προς Εφλεσίους επιστολής Παύλου το ανάγνωσμα.
— Εφλεσίους! Εφλεσίους! φώναξε με χαιρεκακία ο Άνθιμος. Το ίδιο και οι άλλοι καλόγεροι.

Σαν τέλειωσε η εκκλησιά και βγήκαν έξω, ένας γεροκαλόγερος φώναξε το Γρηγόριο:

— Έλα, ορέ Φλέσσα, να σε ιδούμε.

Και από τότε του έμεινε τούτο το παρατσούκλι για πραγματι¬κό του όνομα: ΠαπαΦλέσσας.

Νεανικές διαβολιές του Παπαφλέσσα

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, αρχές Γενάρη, η οικογένεια του Δημήτρη Δικαίου είναι μαζεμένη γύρω στο σοφρά να φάνε τον τραχανά τους. Και τρώγοντας κουβέντιαζαν. Το θέμα για τους καλλικατζάρους. Η γερόντισσα του σπιτιού έλεγε πως τους είδε πολλές φορές. Είναι μαύρα μικρά ανθρωπάκια με κόκκινα μάτια, κορμί τριχωτό και πόδια τραγίσια.

— Σαν τον αγά και τον κατή, που έχουμε εδώ, είπε ο μικρός ο Γιώργος.

– Εσύ ν’ ακούς και να σωπαίνεις! κάποιος του είπε αυστηρά.

– Να κι ο Γιώργος που τάμαθε όλα, συμπληρώνει ο Νικήτας.

Και ο Κωνσταντής θέλησε να τον κοροϊδέψει περισσότερο. Α¬νάβει από θυμό ο Γιώργος. Σηκώνει την ξύλινη κουτάλα του τρα¬χανά και χτυπάει τον Κώστα στο κεφάλι. Σηκώνεται εκείνος, αρ¬πάζονται και κυλιούνται στο πάτωμα. Μόλις τους ξεχώρισαν λέει, κουνώντας το κεφάλι, ο πατέρας τους:

— Εικοσιοχτώ παιδιά είχα, μα σαν τούτο το διάβολο το Γιώρ¬γο, δεν ήταν κανένα. Αλλόκοτο παιδί!

Σε λίγες μέρες ρώτησε το δάσκαλο ο πατέρας, για να μάθει πώς πάει ο Γιώργος στο σχολείο. Και κείνος τ’ απάντησε:
– Καλός είναι στα γράμματα, τα παίρνει. Και τα θεία τ’ αγα¬πάει. Έλα όμως που έχει το διάβολο μέσα του και δεν αφήνει κα¬νένα παιδί ήσυχο;

– Δώσ» του όσο ξύλο μπορείς, να γίνει άνθρωπος! είπε ο πα¬τέρας. Βάλτον και στο φάλαγγα, ακόμα!

Οι αλογόμυγες

Κείνη τη χρονιά μια μέρα που ήταν απόβροχο, η Πολιανή είχε ασυνήθιστη κίνηση. Ο αγάς μάζεψε τους φόρους και θα τους πή¬γαινε στον πασά της Καλαμάτας. Ποιος τόλμαγε να μη δώσει; Και μαζεύτηκε στην αγορά ένας σωρός από βαρέλια με τυρί, δοχεία με βούτυτο, σακιά με σιτάρι και τραχανά, καλαμπόκι, ελιές, μαλ¬λιά. Και τι δε μαζεύτηκε. Και οι δύστυχοι ραγιάδες μαζεύτηκαν απ’ το πρωί να τα ετοιμάσουν και να τα φορτώσουν σε είκοσι γαϊ¬δούρια και μουλάρια που θα τα μετέφεραν στην Καλαμάτα. Κι ο αγάς πιο κει, ένας κοντόχοντρος κοιλαράς έπαιζε το κομπολόι του και ρούφαγε τον καφέ του.

— Έτοιμα, αγά μου, του λέει σε μια στιγμή ο προεστός.

— Αφερήμ! Να σ’ έχει καλά ο Αλλάχ, είπε ο αγάς και σηκώθη¬κε. Τα φορτία φορτώθηκαν, καβαλίκεψε κι αυτός με άλλους τρεις Τούρκους τα μουλάρια τους κι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Και τότε συνέβη τ’ αναπάντεχο:

Τα γαϊδούρια άρχισαν να κλωτσούν και να πηδάνε. Ακολού¬θησαν και τα μουλάρια και το κακό γενικεύτηκε. Σωστή γαϊδουρομουλαρομαχία. Ο αγάς κρατιόταν στην αρχή απ’ το σαμάρι του μουλαριού του, μα δεν τα κατάφερε ώς το τέλος. Έβγαλε μια κραυγή βλαστήμιας και κυλίστηκε πάνω στη λάσπη.

Τάχασαν κι οι δικοί μας και δεν μπόραγαν να εξηγήσουν την αιτία του κακού. Έτρεξαν, σήκωσαν τον αγά, μάζεψαν όσα πράγ¬ματα δεν είχαν χυθεί στη λάσπη και ζητούσαν συμπάθεια απ’ τον αγά και ορκίζονταν πως δεν έφταιγαν. Έφυγε ο αγάς κι ο καθένας μαζεύτηκε στο σπίτι του. Σαν νύ¬χτωσε, ένας γείτονας πήγε στο σπίτι του Δημήτρη και είπε πως όλα έγιναν, γιατί ο γιος του, ο Γιώργος, απόλυσε ένα καλάμι γε¬μάτο αλογύμυγες στα γαϊδούρια και κείνα δεν τις άντεχαν και κλωτσούσαν.

Αναστατώθηκε ο Δημήτρης, παρακάλεσε το γείτονα να μην πει σε κανέναν τίποτα και ύστερα περιποιήθηκε το Γιώργο. Τον άρπαξε απ’ τ’ αυτιά, τον έδεσε πισόπλατα από μια ελιά του κήπου και εκεί ξενύχτησε νηστικός. Δεν τον βαστούσε πια η Πολιανή.

Το στοιχειό

Καλόγερος πια στο μοναστήρι της Παναγίτσας στη Βαλανι¬διά. Επειδή το μοναστήρι είναι πολύ κοντά στην Καλαμάτα, κάθε λίγο οι Τούρκοι έβγαιναν βόλτα ως αυτό και καλοπερνούσαν με τις περιποιήσεις των καλόγερων. Πιο τακτικός όμως απ’ όλους ή¬ταν ο Σαλήχ μπέης. Κάποια μέρα τούτος ο μπέης παράγγειλε στον ηγούμενο πως σε δυο μέρες θα πήγαινε στο μοναστήρι με δυο άλλους μπέηδες κι έναν αγά απ’ την Τριπολιτσά. Θα έπρεπε να τους περιποιηθούν καλά και να είναι έτοιμοι σε όλα τα εφόδια, γιατί θα κάθονταν ε¬κεί μια βδομάδα.

Στενοχωρέθηκαν οι καλόγεροι, μα τι να κάμουν. Συγύρισαν τα δυο καλύτερα κελιά για να μείνουν, έσφαξαν δυο τρία ζωντα¬νά, έστειλαν στην Καλαμάτα να πάρουν ό,τι τους έλειπε και βγή¬καν απ’ το πρωί της μέρας που θάρχονταν για να τους υποδε¬χτούν. Έλειπε όμως από ανάμεσα τους ο Παπαφλέσσας.

Νωρίς το πρωί καβαλίκεψαν τ’ άλογα τους οι τρεις μπέηδες κι ο αγάς και ξεκίνησαν, για να φτάσουν με δροσιά στο μοναστήρι. Έφτασαν στο δάσος που είναι καμιά ώρα μακριά απ’ το μοναστή¬ρι. Και καθώς προχωρούσαν ξένοιαστοι, ακούνε ξαφνικά ένα μούγκρισμα, που όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Τα άλογα τρόμαξαν, φρούμαζαν, αγρίεψαν, σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια και χλιμίντριζαν. Οι καβαλήρηδες δεν πρόφτασαν να κρατηθούν και βρέθηκαν ανάσκελα στο δρόμο. Και το μουγκρητό δυνάμωνε, λες κι ένα μπουλούκι λιοντάρια βρυχιόνταν.

– Θεριό, Τζάνουμ, είναι τούτο, φώναξε ο ένας απ’ τους μπέηδες και τράβηξε την πιστόλα του.

– Στοιχειό θάναι, είπε ο Σαλήχ, σφαδάζοντας απ’ τον πόνο.

Βαστώντας ο ένας τον άλλο καβαλίκεψαν πάλι τ’ άλογα τους και έφυγαν τρεχάλα για την Καλαμάτα. Βούιξε η Καλαμάτα και τα γύρω χωριά απ’ το περιστατικό, που διαδόθηκε σαν αστραπή. Κι οι καλόγεροι γύρισαν στο μοναστήρι σταυροκοπούμενοι. Δεν μπορούσαν να δώσουν εξήγηση. Τι στοιχειό ήταν αυτό, που θάβγαινε μέρα μεσημέρι.

Ήρθε στο μεταξύ κι ο Παπαφλέσσας.

— Πού ήσουνα; Τον ρώτησε ο ηγούμενος.
— Γέροντα, τ’ αποκρίθηκε, πήγα πιο πέρα να υποδεχτώ τους Τούρκους, μα δε φάνηκαν.

Σαν νύχτωσε, ο ηγούμενος κάλεσε τον Παπαφλέσσα στο κελλί του. Μπαίνοντας μέσα ο Παπαφλέσσας, είδε μια κολοκύθα κά¬τω απ’ το τραπέζι. Ήταν μια ξερή νεροκολοκύθα ντυμένη με κα¬τσικίσιο δέρμα και γύρω της ήταν περασμένος ένας γερός σπόγ¬γος με κόμπους που περνούσε κάτω από το δέρμα και όταν τον τράβαγες έβγαζε ένα δυνατό θόρυβο που έμοιαζε με μουγκρητό ζώου.

– Α εδώ είναι η κολοκύθα μου και την ψάχνω; είπε ο Παπα¬φλέσσας.

– Ώστε δική σου είναι; τον ρώτησε ο ηγούμενος θυμωμένος που στο μεταξύ τα είχε καταλάβει όλα.

– Αμ δεν ήξερα, άγιε ηγούμενε, πως το μοναστήρι το έχεις κάμει χάνι να τρωγοπίνουν οι παλιότουρκοι.

Την άλλη μέρα κάλεσε τον Παπαφλέσσα ο δεσπότης. Του τα είπε όλα, χωρίς να κρύψει τίποτε.

— Η τιμωρία σου, του είπε ο δεσπότης, είναι να φύγεις απ’ το μοναστήρι της Βαλανιδιάς και να πας στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, του Αγίου Γεωργίου.

Και πήγε χωρίς να του κακοφανεί.

«Παπά, το ψαλτήρι σου…»

Αρχές του Οκτώβρη του 1820. Στο Ισμαήλ της Ρωσίας μέσα στο λοιμοκαθαρτήριο γίνεται η πρώτη σύσκεψη για την Επανά¬σταση. Είναι εκεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και μαζί του ο Ξαν¬θός, ο Παπαφλέσσας, ο Περραιβός, ο Παπαδόπουλος Κορφινός και άλλοι. Τα θέματα που θα συζητούσαν ήταν: Από τη Μάνη θα άρχιζε η Επανάσταση ή από τη Μολδοβλαχία; Έπρεπε ν’ αρχίσει αμέσως η Επανάσταση ή να αναβληθεί για αργότερα;

Στο πρώτο θέμα συμφώνησαν όλοι ν’ αρχίσει η Επανάσταση από τη Μάνη. Στο δεύτερο όμως οι γνώμες τους διχάστηκαν. Αν¬τίθετες γνώμες είχε ο Παπαφλέσσας με τον Περραιβό. Ο πρώτος υποστήριζε πως κάθε αναβολή θα είναι καταστρεπτική, γιατί θα μάθουν οι Τούρκοι το μυστικό της Φιλικής Εταιρίας και τότε όλα πάνε χαμένα. Η επανάσταση έπρεπε να γίνει όσο κράταγε ακόμα ο Αλη-πασάς.

Ο Περραιβός όμως έλεγε το αντίθετο: «Μου εφαίνετο, θα ο¬μολογήσει αργότερα στα «Απομνημονεύματα του» ο ίδιος, άωρον το κίνημα με το να ήσαν απειροπόλεμοι οι Έλληνες και οι πλεί¬στοι άοπλοι, ο δε κίνδυνος μέγας». Υποστήριζε πως πρέπει ν’ αναβληθεί η Επανάσταση, για να ετοιμαστεί καλύτερα.

Του αντιτάχτηκε με πάθος ο Παπαφλέσσας, λέγοντας πως οι Μοραΐτες τα έχουν όλα έτοιμα και στρατό και όπλα και πολεμο¬φόδια και τροφές και το μόνο που καρτεράνε είναι ο Υψηλάντης και οι διαταγές του. Όλα αυτά του τάγραψαν οι ίδιοι οι Μοραΐτες σε μια αναφορά που τούστειλαν. Την είχε, μάλιστα, μαζί του και την έδωσε και στους άλλους. Άναψε ο Περραιβός και δεν κρατή¬θηκε. Του φωνάζει θυμωμένα:

— «Η αναφορά σου, αρχιμανδρίτη, ψεύτικη και κάλπικη φαί¬νεται!»

Κι ο Παπαδόπουλος Κορφινός του λέει:

— «Παπά, να διαβάζεις το ψαλτήρι σου κι αυτά τα πράματα δεν είναι δική σου δουλειά. Σε ρώτησα πόσα χρόνια λείπεις απ’ το Μοριά και μ’ αποκρίθηκες τριάμισι. Εγώ ήμουνα εκεί πριν από ε¬φτά μονάχα μήνες και τίποτα δεν είδα απ’ όσα κρένεις εσύ και γράφει η αναφορά σου».

Στο τέλος όμως νίκησε η γνώμη του Παπαφλέσσα.

«Το κιβώτιο του ελέους …»

Η φιλική Εταιρεία προσπαθεί να στεριώσει τη δύναμη της στη Μάνη. Ο Πετρόμπεης όμως φέρνει αντιρρήσεις. Φοβάται. Θέλει λεφτά, οδηγίες, θέλει να βεβαιωθεί πως ο τσάρος της Ρωσίας επι¬θυμεί τον αγώνα, θέλει να μάθει πως κάποια μεγάλη κεφαλή στέκεται στην κορυφή της Εταιρείας. Σε δυσκολία βρίσκονται οι Φιλι¬κοί.

Μπαίνει στη μέση ο πατριάρχης Γρηγόριος και πείθει τον Πετρόμπεη. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν υπάρχουν χρήματα να κι¬νηθεί η Εταιρεία. Ένα μέλος της φτάνει στον πατριάρχη και κλαίγεται πως ο ιερός σκοπός κινδυνεύει. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο Γρηγόριος μέχρι να βρει τη λύση και να μην καταλάβουν τίποτε οι Τούρκοι. Και όταν έφεξε, καλεί τον αποσταλμένο της Φιλικής και του λέει:

— «Φίλε μου, απ’ το Θεό φωτίστηκα να κάμουμε κάτι, που αν¬τί να δώσει υποψίες, θα φανεί αξιέπαινο. Εδώ υπάρχουν φτωχοί από διάφορες τάξεις και έθνη. Να κάνουμε, λοιπόν, ένα κιβώτιο του ελέους και να διορίσουμε τριμελή επιτροπή, να συνεννοείται με τις άλλες πόλεις και να μαζεύει χρήματα. Από αυτά τα χρήμα¬τα η επιτροπή θα μοιράζει το τρίτο στους φτωχούς όλων των ε¬θνών. Και τ’ άλλα θα τα φυλάει για το σκοπό μας, ώσπου νάρθει η ώρα, η αποφασισμένη από το Θεό».

Έστειλε και επιστολές παντού, όπου είχε εμπιστοσύνη και το κιβώτιο του ελέους γέμισε.

Κάποτε που τον επισκέφτηκε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Γρηγόριος τού παράδωσε δύο γράμματα. Ένα για τον Υψηλάντη και ένα για τον πλούσιο Ηπειρώτη Ζωσιμά. Το πρώτο ήταν γεμάτο με τη λέξη: «Φρόνηση, φρόνηση, φρόνηση…» και το δεύτερο με τη λέξη: «Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια…» Και στους Πατρινούς που του ζητούσαν τη γνώμη του τι πρέ¬πει να κάμουν και πώς να φερθούν, όταν θα άρχιζε ο αγώνας, πα¬ράγγειλε στο Γερμανό:

— Είναι περιττό να μου ζητάνε συμβουλές για πράματα που ξέρουν καλά πώς είναι. Έχουμε χρέος να ποιμάνουμε καλά τα ποίμνια μας και στην ανάγκη, όπως έκαμε ο Χριστός για να μας σώσει. Ο Ιησούς δε δέχτηκε το μαρτύριο για τη σωτηρία του κόσμου;…

«Κοντά είναι το Πάσχα του Σωτήρα …»

Προτού ξεσπάσει η Επανάσταση, ένας ιερωμένος απ’ την Κουκουβίτσα της Δωρίδας, ο Παπανδρέας, είχε σκοτώσει έναν Τούρκο επίσημο και για να γλιτώσει, βγήκε Κλέφτης στα βουνά. Όλη η τουρκιά των Σαλώνων βάλθηκε να τον εξοντώσει. Με αγωνία παρακολουθεί την τύχη του ο πατριάρχης Γρηγό¬ριος και στέλνει γράμμα, γραμμένο με τα ίδια του τα χέρια, στο δεσπότη των Σαλώνων Ησαΐα, να προσπαθήσει να σώσει τον Παπανδρέα. Ανάμεσα στα άλλα τού έγραφε:

– «Η πράξη του Παπανδρέου, είναι πράξη πατριωτική για όσους γνωρίζουν τα μυστικά. Την κατακρίνουν όμως εκείνοι, που δε γνωρίζουν τον άνδρα. Κρυφά να τον υπερασπιστείς, στα φανερά όμως να υποκρίνεσαι άγνοια, ακόμα και να επικρίνεις και τους θεοσεβείς αδελφούς και προπαντός τους ομόφυλους. Να κατα¬πραΰνεις το βεζύρη με λόγια και υποσχέσεις, αλλά να μην παρα¬δοθείς στο στόμα του λιονταριού. Φίλησε μου μαζί με τις ευχές μου τους ανδρείους αδελφούς, προτρέποντας τους να φυλάγον¬ται για το φόβο των Ιουδαίων. Ας ανδρωθούν σαν λιοντάρια και η ευλογία του Κυρίου θα τους δυναμώσει, κοντά δε είναι το Πάσχα του Σωτήρα…»

Ο Παπανδρέας σώθηκε, έγινε οπλαρχηγός της Παρνασίδας και πρωτοπαλίκαρο του Διάκου. Το γράμμα όμως αυτό του Πα¬τριάρχη φανερώνει τη σχέση του με τη φιλική Εταιρεία, γιατί ο Παπανδρέας ήταν φιλικός. Και ακόμα φαίνεται καθαρά ή τακτική του Γρηγόριου απέναντι στην Επανάσταση.

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.