Βονιφάτιος, επίσκοπος της πόλεως Φερέντια – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Υπήρχε ένας άνδρας ευσεβούς πολιτείας, ονόματι Βονιφάτιος,1 ο οποίος στην πόλη που ονομάζεται Φερέντια2 το αξίωμα του επισκόπου δεν το κατείχε μόνο, αλλά και με τα ήθη του δείχθηκε αντάξιος. Αυτού πολλά θαύματα διηγείται ο πρεσβύτερος Γαυδέντιος, που ζει ακόμα σήμερα. Αυτός ανατράφηκε στην υπηρεσία εκείνου και μπορεί να μαρτυρεί ορισμένα για εκείνον με τόση αλήθεια, καθόσον και ο ίδιος συνέβαινε να είναι παρών σε αυτά.
Στην Εκκλησία του λοιπόν αυτή υπήρχε πολύ μεγάλη φτώχεια – η οποία με αγαθούς λογισμούς συνήθως γίνεται φύλακας της ταπεινώσεως -, και δεν είχε τίποτε άλλο για να πορευθεί πάρα ένα και μόνο αμπέλι. Κάποια μέρα έπεσε χαλάζι και αυτό τόσο καταστράφηκε, ώστε μόνο σε λίγα κλήματα από αυτό το αμπέλι μετά δυσκολίας παρέμεναν αραιά και που λίγα τσαμπιά. Όταν ο ευλαβέστατος άνδρας Βονιφάτιος ο επίσκοπος μπήκε σε αυτό, ανέπεμψε μεγάλες ευχαριστίες στον Παντοδύναμο Θεό, βλέποντας πως τα πράγματα στενώθηκαν περισσότερο και από την ίδια την ως τώρα φτώχεια του! Εν τούτοις όταν έφθανε πια ο καιρός για να ωριμάσουν έστω και αυτά τα τσαμπιά που είχαν απομείνει, έβαλε φρουρό ως συνήθως στο αμπέλι, και όρισε να το φυλάγει με άγρυπνη επιφυλακή.
Κάποια λοιπόν μέρα διέταξε τον πρεσβύτερο Κωνστάντιο τον ανεψιό του να προετοιμάσει όλα τα αγγεία του οίνου στο επισκοπείο και όλα τα πιθάρια, όπως και πριν συνήθιζε, πισσώνοντάς τα. Όταν το άκουσε αυτό ο ανεψιός του ο πρεσβύτερος, απόρησε πολύ που του έδινε παράλογες εντολές, να πάει να ετοιμάσει τα αγγεία του κρασιού, που κρασί στο μεταξύ δεν είχε καθόλου. Ωστόσο δεν αποτόλμησε να ρωτήσει γιατί του έλεγε τέτοια πράγματα, αλλά, υπακούοντας στις εντολές του, τα ετοίμασε όλα όπως συνήθως. Τότε ο άνθρωπος του Θεού μπήκε στο αμπέλι και μάζεψε τα σταφύλια, τα πήγε στο πατητήρι, παρήγγειλε να βγουν όλοι έξω και παρέμεινε εκεί μόνος του με ένα μικρό παιδάκι. Αυτό το έβαλε στο πατητήρι και έτσι πατήθηκαν αυτά τα ελάχιστα σταφύλια. Κι όταν από αυτά τα σταφύλια άρχισε να κυλάει κάποιο λίγο κρασί, άρχισε ο άνθρωπος του Θεού να το μαζεύει με τα χέρια του σε ένα μικρό βάζο και με αυτό να μοιράζει για ευλογία σε όλα τα πιθάρια και όλα τα αγγεία που ήταν ετοιμασμένα, ώστε από εκείνο το κρασί να χυθεί μια ιδέα σε όλα τα αγγεία.
Όταν λοιπόν είχε ρίξει από λιγοστές στάλες κρασιού σε όλα τα αγγεία, φώναξε αμέσως τον πρεσβύτερο και παρήγγειλε να φωνάξει να έρθουν οι φτωχοί. Τότε άρχισε το κρασί στο πατητήρι να αυξάνει, τόσο, ώστε να γεμίσουν όλα τα αγγεία των πτωχών που είχαν φέρει. Όταν ένιωσε πως τους ικανοποίησε με το παραπάνω, παρήγγειλε στο παιδί να ανεβεί από το πατητήρι, έκλεισε την αποθήκη, την άφησε ασφαλισμένη βάζοντας την ίδια τη δικιά του σφραγίδα και αμέσως επέστρεψε στην εκκλησία. Την τρίτη ημέρα μετά από αυτό φώναξε τον πρεσβύτερο Κωνστάντιο, έκαναν ευχή, άνοιξε την αποθήκη και βρήκε τα αγγεία, στα οποία είχε χύσει μια στάλα κρασί, να ξεχειλίζουν άφθονα τόσο κρασί, ώστε η υπερχείλιση θα σκέπαζε όλο το δάπεδο, αν αργούσε λίγο ακόμη ο επίσκοπος.
Τότε επιτίμησε αυστηρά τον πρεσβύτερο να μην φανερώσει σε κανένα αυτό το θαύμα, όσο θα ζούσε ο ίδιος σωματικά, προφανώς γιατί φοβόταν μήπως εξαιτίας του θαυμαστού αυτού σημείου, τον πλήξει ο ανθρώπινος έπαινος και καταντήσει κενός εσωτερικά, ακριβώς εκεί που εξωτερικά θα παρουσιάζεται μεγάλος στους ανθρώπους. Ακολούθησε έτσι και το παράδειγμα του Διδασκάλου, ο Οποίος, καταρτίζοντάς μας στην οδό της ταπεινώσεως, διέτασσε τους μαθητές Του για τον Εαυτό Του, να μην πούνε σε κανένα αυτά που είχαν δει, έως ότου ο υιός του ανθρώπου να αναστηθεί εκ νεκρών.3
ΠΕΤΡΟΣ. Μια και δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, ήθελα να ρωτήσω πως εξηγείται ότι ο Σωτήρ μας, όταν απέδωσε το φως στους δύο τυφλούς, πρόσταξε να μην το πουν σε κανένα, «οι δε εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη».4 Γιατί άραγε ο Μονογενής Υιός, ο Πατρί και Αγίω Πνεύματι συναΐδιος, στην περίπτωση αυτή συνέβη να θελήσει κάτι που δεν κατέστη δυνατόν να εκπληρωθεί, και τελικά το θαύμα που ήθελε να αποσιωπηθεί, υπήρξε αδύνατον να αποκρυφθεί;
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Ο Σωτήρ μας ο,τιδήποτε έπραξε με το θνητό Του σώμα το παρέσχε σε μας ως υπόδειγμα πράξεως, ούτως ώστε κατά το μέτρο των δικών μας δυνάμεων να ακολουθούμε τα ίχνη του και να οδεύουμε με απρόσκοπτα βήματα στα έργα της παρούσης ζωής. Κάνοντας δηλαδή το θαύμα, και παρήγγειλε να το αποσιωπήσουν και δεν κατέστη δυνατόν αυτό, ούτως ώστε και οι εκλεκτοί Του, ακολουθώντας τα πρότυπα της διδασκαλίας Του, τα μεγάλα έργα που κάνουν να τα κρατούν βέβαια στο κρυπτό κατά την πρόθεση, αλλά για να ωφελήσουν και άλλους να καθίστανται γνωστά παρά την θέλησή τους. Έται και μεγάλη ταπεινοφροσύνη είναι το ότι επιζητούν να αποσιωπηθούν τα έργα τους, και μεγάλη ωφέλεια το ότι τα έργα τους δεν μπορούν να μείνουν κρυφά. Δεν είναι επομένως ότι ο Κύριος θέλησε κάτι και δεν το μπόρεσε, αλλά ότι μέσα στην καθοδήγηση της διδασκαλίας του έδωσε πρότυπο για το τι οφείλουν να θέλουν τα μέλη Του, οι άνθρωποι, και τι συμβαίνει στο τέλος δίχως να το θέλουν.
ΠΕΤΡΟΣ. Με αναπαύουν όσα λέγεις.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Ας παρουσιάσουμε ακόμα λίγα που η μνήμη τους έφθασε ως τις μέρες μας για την εργασία του επισκόπου Βονιφατίου,μια και τον έχουμε μνημονεύσει τώρα. Μιαν άλλη φορά πλησίαζε η ημέρα της πανηγύρεως του μακαρίου μάρτυρος Πρόκλου.5 Στον τόπο αυτό έμενε ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, Φορτουνάτος στο όνομα. Αυτός με μεγάλες ικεσίες παρακάλεσε τον ευσεβή άνθρωπο, όταν μια φορά θα τελούσε το Μυστήριο της Ευχαριστίας στον μακάριο μάρτυρα, να καταδεχόταν να δώσει ευλογία στο σπίτι του. Ο άνθρωπος του Θεού δεν μπόρεσε να αρνηθεί αυτό, που η αγάπη ζητούσε μέσα από την ψυχή του Φορτουνάτου. Μόλις τελείωσε λοιπόν η θεία λειτουργία και ήλθε στην τράπεζα του Φορτουνάτου, πριν να αναφέρει στον Θεό την ευχή της τραπέζης, ξαφνικά μπροστά στην πόρτα παρουσιάσθηκε ένας άνθρωπος με μια μαϊμού, κτυπώντας κύμβαλα,6 από αυτούς που συνηθίζουν να ζητιανεύουν τροφή με παίγνια. Ο άγιος ανήρ νιώθοντας βδελυγμία για τον θόρυβο είπε: «Αχ! Αχ! πέθανε αυτός ο άθλιος, πέθανε αυτός ο άθλιος. Εγώ σε τράπεζα ευφροσύνης ήλθα, το στόμα μου ακόμα δεν άνοιξα προς δοξολογίαν Θεού, και αυτός ήλθε μία μαϊμού κτυπώντας κύμβαλα». Και προσέθεσε και είπε: «Άντε, και χάριν της αγάπης δώστε του φαγί και πιοτό. Να το ξέρετε όμως πως πέθανε».
Ο δυστυχής άνθρωπος, αφού πήρε ψωμί και κρασί από το σπίτι αυτό, πήγε να βγει από την πόρτα, αλλά ξαφνικά μια τεράστια πέτρα έπεσε από τη σκεπή και τον βρήκε στο κεφάλι. Από το κτύπημα ξαπλώθηκε κάτω και τον σήκωσαν στα χέρια μισοπεθαμένο. Την άλλη μέρα, σύμφωνα με τον λόγο του ανθρώπου του Θεού, τελείωνε οριστικά τη ζωή του. Από αυτό το περιστατικό, Πέτρε, πρέπει να λογαριάσει κανείς πόσος είναι ο σεβασμός που πρέπει να δείχνει προς τους αγίους ανθρώπους. Γιατί είναι ναοί Θεού.7 Και όταν εξωθείται σε οργή ένας άγιος άνδρας, ποιος άλλος είναι που κινείται σε οργή, παρά ο ίδιος ο Κάτοικος αυτού του ναού; Τόσο πρέπει λοιπόν να ευλαβείται κανείς την οργή των δικαίων, όσο είναι αλήθεια πως είναι παρών στις καρδιές τους Αυτός, που έχει απόλυτα τη δύναμη να αποδώσει όποιαν τιμωρία θελήσει.
Άλλη πάλι φορά ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος ο ανηψιός του πούλησε το άλογό του για δώδεκα χρυσά νομίσματα. Τα έβαλε στο χρηματοκιβώτιό του και βγήκε για να κάνει κάποια δουλειά. Οπότε ξαφνικά ήρθαν στο επισκοπείο πτωχοί, οι οποίοι με τρόπο φορτικό ζητούσαν να τους χορηγούσε κάτι ο άγιος άνθρωπος Βονιφάτιος, να παρηγορούσαν την φτώχεια τους. Αλλά ο άνθρωπος του Θεού, επειδή δεν είχε τι να τους προσφέρει, άρχισε να αδημονεί μέσα του, πώς να μην φύγουν οι πτωχοί με άδεια χέρια. Του ήρθε τότε ξαφνικά στη μνήμη, ότι ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος ο ανεψιός του είχε πουλήσει το άλογο, στο οποίο συνήθως καβαλλίκευε, και φύλαγε το αντίτιμο το χρηματοκιβώτιό του. Ενώ λοιπόν απουσίαζε ο ανεψιός του, πήγε στο χρηματοκιβώτιο και, χρησιμοποιώντας βία ευσεβώς, συνέτριψε τις κλειδαριές, πήρε τα δώδεκα χρυσά και τα μοίρασε, καθώς έκρινε καλό, στους απόρους.
Επέστρεψε λοιπόν ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος από τη δουλειά του και βρήκε το χρηματοκιβώτιο σπασμένο και το αντίτιμο του αλόγου του που είχε τοποθετήσει εκεί, δεν το βρήκε μέσα. Άρχισε να κάνει φασαρία με μεγάλες φωνές και με φοβερή μανία να φωνάζει: «Όλοι εδώ ζουν˙ μόνο εγώ σε αυτό το οίκημα δεν μπορώ να ζήσω». Στις φωνές του βέβαια έσπευσε ο επίσκοπος και όλοι όσοι βρισκόντουσαν σε εκείνο το επισκοπείο. Και όταν ο άνθρωπος του Θεού με γλυκά λόγια θέλησε να τον ηρεμήσει, άρχισε εκείνος εριστικά να απαντά: «Όλοι μαζί σου ζουν˙ μόνο εγώ ενώπιόν σου δεν μπορώ να ζήσω. Δώσε μου πίσω τα χρυσά μου».
Ταραγμένος από τις φωνές αυτές ο επίσκοπος μπήκε στην εκκλησία της Θεοτόκου Αειπαρθένου Μαρίας,8 ύψωσε τα χέρια του, άπλωσε πάνω σε αυτά το επανωφόρι του, και στη στάση αυτή όρθιος άρχισε να προσεύχεται να δώσει ο Θεός κάτι με το οποίο να καταπραΰνει τον παραλογισμό του μαινόμενου πρεσβυτέρου. Και όταν κάποια στιγμή ξανάφερε τα μάτια του στο ρούχο ανάμεσα στους απλωμένους βραχίονές του, ξαφνικά βρίσκει στην αγκαλιά του δώδεκα χρυσά, που αστράφτανε τόσο πολύ, σαν να είχαν βγει εκείνη την ώρα από τη φωτιά.
Αμέσως βγήκε από την εκκλησία και τα έρριξε στην αγκαλιά το μαινόμενου πρεσβυτέρου, λέγοντας: «Ορίστε, έχεις τα χρυσά που ζήτησες. Αλλά αυτό ας σου είναι γνωστό, ότι δηλ. μετά τον θάνατό μου εσύ αυτής της εκκλησίας επίσκοπος δεν πρόκειται να γίνεις, για την πλεονεξία σου». Από αυτή την ρήση, την γεμάτη αλήθεια, συνάγεται ότι ο πρεσβύτερος και αυτά τα ίδια τα χρυσά τα ετοίμαζε για να τα χρησιμοποιήσει για κατάληψη της θέσης του επισκόπου. Όμως ο λόγος του ανθρώπου του Θεού δεν έπεσε έξω: ο Κωνστάντιος τελείωσε την ζωή του στον βαθμό του πρεσβυτέρου.
Άλλη πάλι φορά δύο Γότθοι ήλθαν σε αυτόν για να φιλοξενηθούν, οι οποίοι είπαν πως πήγαιναν στη Ραβέννα.9 Αυτός με τα ίδια του τα χέρια τους έδωσε ένα μικρό ξύλινο αγγείο γεμάτο κρασί, κάπως αρκετό για να έχουν όσταν κολατσίσουν στο δρόμο. Από αυτό ήπιαν γερά, σαν Γότθοι, μέχρι να φθάσουν στη Ραβέννα. Καθυστέρησαν κάποιες μέρες στην πόλη αυτή και καθημερινά κατέβαζαν από το κρασί που είχαν πάρει από τον άγιο άνδρα. Και μέχρι που επέστρεψαν στον ευσεβή πατέρα της Φερεντίας, καμμία μέρα δεν σταμάτησαν να πίνουν, και όμως ποτέ δεν τους έλειψε το κρασί από εκείνο το μικρό φλασκί, θαρρείς και μέσα σε εκείνο το ξύλινο αγγείο που είχε δώσει ο επίσκοπος το κρασί δεν αυξανόταν απλώς, παρά γεννιόταν.
Πρόσφατα επίσης ήλθε από τα μέρη εκείνα ένας γέρων κληρικός, που αυτά που διηγείται για εκείνον δεν μπορούν να καλυφθούν με σιωπή. Λέγει λοιπόν πως κάποια μέρα που μπήκε στον κήπο, τον βρήκε να έχει εντελώς σκεπασθεί από μεγάλο πλήθος κάμπιας. Σαν είδε πως όλα τα λάχανα χανόντουσαν, στράφηκε τις ίδιες τις κάμπιες και λέει: «Σας εξορκίζω στο όνομα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, φύγετε από εδώ και μην τρώγετε πια αυτά τα λάχανα». Με τον λόγο του ανθρώπου του Θεού αυτές αμέσως βγήκαν έξω όλες, τόσο που ούτε μία δεν έμεινε στην περιοχή του κήπου.
Αλλά τι το θαυμαστό που διηγούμαστε αυτά για την περίοδο της επισκοπείας του, όταν πια ενώπιον του Παντοδυνάμου Θεού είχε προκόψει, όπως στον βαθμό της ιερωσύνης, έτσι και στην αρετή μαζί, την στιγμή που ακόμη πιο αξιοθαύμαστα είναι αυτά που αυτός ο γέρων κληρικός μαρτυρεί πως έκανε από παιδάκι ακόμα; Διηγείται λοιπόν πως τον καιρό που σαν παιδί κατοικούσε με τη μητέρα του, όταν έβγαινε από το σπίτι, επέστρεφε άλλοτε χωρίς πουκάμισο και συχνότερα χωρίς χιτώνα, γιατί μόλις έβρισκε κανένα γυμνό, ξεντυνόταν ο ίδιος και έντυνε εκείνον, για να ενδυθεί την θεία ανταπόδοση στα μάτια του Θεού. Η μητέρα του συχνά συνήθιζε να τον επιπλήττει, λέγοντας πως δεν είναι δίκαιο, τη στιγμή που και ο ίδιος είναι άπορος, να σκορπάει τα ρούχα του στους πτωχούς.
Αυτή κάποια μέρα μπήκε στο κελλάρι και βρίσκει σχεδόν όλο το σιτάρι, που είχε οικονομήσει για εφοδιασμό ολόκληρης της χρονιάς, να το έχει ξοδέψει ο γιος της στους πτωχούς. Άρχισε να κτυπιέται ολόκληρη και να οδύρεται που έχασε τα εφόδια μιας χρονιάς. Έρχεται τότε το παιδί του Θεού, ο Βονιφάτιος, και άρχισε να την παρηγορεί με ό,τι τι λόγια μπορούσε. Καθώς αυτή δεν δεχόταν καμμιά παρηγοριά, της ζήτησε να βγει από το κελλάρι, στο οποίο βρέθηκε να έχει απομείνει κάτι λιγοστό από όλο το στάρι τους. Το παιδί του Θεού αμέσως παρέδωσε εκεί τον εαυτό του στην προσευχή. Λιγάκι μετά βγήκε έξω και πήρε και οδήγησε τη μητέρα του ξανά στο κελλάρι, το οποίο βρέθηκε τόσο γεμάτο από σιτάρι, που δεν ήταν ούτε πριν, όταν η μητέρα του χαιρόταν πως είχε συνάξει τροφή για όλη τη χρονιά. Σαν το είδε αυτό το θαύμα η μητέρα, κατανύχθηκε κι άρχισε πλέον η ίδια να τον παροτρύνει να δίνει, εφόσον ήταν άνθρωπος με χάρισμα να λαμβάνει από τον Θεό όσα ζητήσει.
Αυτή πάλι συνήθιζε να εκτρέφει πουλερικά στο προαύλιο του σπιτιού τους, αλλά μία αλεπού ερχόταν από τα γειτονικά μέρη και τις έπαιρνε. Κάποια μέρα λοιπόν, ενώ βρισκόταν στο προαύλιο ο μικρός Βονιφάτιος, ήλθε κατά τη συνήθεια η αλεπού και άρπαξε μία κότα. Αυτός γρήγορα μπήκε στην εκκλησία, έπεσε κάτω με προσευχή και με δυνατή φωνή είπε: «Σου αρέσει, Κύριε, να μην μπορώ να τρώγω από τα εκθρέμματα της μητέρας μου; Να που μια αλεπού καταβροχθίζει τις κότες που εκτρέφει η μητέρα». Έπειτα σηκώθηκε από την προσευχή και βγήκε έξω. Και αμέσως η αλεπού γύρισε πίσω, άφησε ελεύθερη την κότα που κρατούσε με το στόμα της, και η ίδια μπροστά στα μάτια του έπεσε στη γη και πέθανε.
ΠΕΤΡΟΣ. Πολύ θαυμαστό είναι που ο Θεός καταδέχεται να υπακούει τις ικεσίες αυτών που ελπίζουν σε Αυτόν, ακόμα και σε πράγματα ευτελή.
ΓΡΗΡΟΡΙΟΣ. Αυτό, Πέτρε, ενεργείται χάριν της μεγάλης οικονομίας του Κτίστου μας, ούτως ώστε με τα πολύ μικρά που λαμβάνουμε να ελπίζουμε τα μεγαλύτερα. Δηλαδή το άγιο και απλό παιδί εισακούσθηκε σε πράγματα ευτελή, ούτως ώστε με τα μικρά να μάθει πόσο ώφειλε στα μεγάλα αιτήματα να προσδοκά από τον Θεό.
ΠΕΤΡΟΣ. Ωραία όσα λέγεις.

Υποσημειώσεις.
1. Bonifatius: αναφέρεται στο Ρωμαϊκό εορτολόγιο στις 14 Μαΐου.
2. Ferentis: αρχαία πόλη της Νότιας Ετρουρίας, 8 χιλ. βόρεια του Βιτέρμπο, 12 χιλ. δυτικά του Μπονάρτσο. (βλ. χάρτη Δ6)
3. Βλ. Ματθ. 17,9
4. Βλ. Ματθ. 9, 27-31
5. Proculus: τοπικός άγιος, για του οποίου την πανήγυρη θα πήγαινε στη γειτονική πόλη Τέρνι (βλ. χάρτη Δβ), όπου μαρτύρησαν 3 άγιοι Πρόκλοι: ένας το 273 (εορ. 14 Φεβρουρίου), ο επίσκοπος Terni το 310 (εορ. 14 Απριλίου) και άλλος επίσκοπος Terni τον ΣΤ’ αιώνα που μαρτύρησε από τον βασιλιά των Γότθων Τοτίλα (εορ. 1 Δεκεμβρίου). Πιθανώτατα εδώ πρόκειται για τον τελευταίο.
6. Κύμβαλον: μουσικό όργανο από δύο κοίλα ημισφαίρια που κτυπούν αναμεταξύ τους.
7. Πρβ. Α’ Κορ. 3, 16 και Β’ Κορ. 6, 16.
8. Πρόκειται μάλλον για τον Καθεδρικό Ναό της πόλεως Ferentis.
9. Πήγαιναν λοιπόν στην πρωτεύουσα, όπως ο Λιβερτίνος (2,5). Όπως φαίνεται η Ραβέννα ήταν ακόμα στην κυριαρχία των Γότθων, δηλαδή βρισκόμαστε πριν το 540.

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.