Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου διδασκαλίες προς τους μαθητές του περί αποταγής (Μέρος Β’).

… Εκείνος λοιπόν που θέλει να βρει η ψυχή του αληθινή ανάπαυση, ας μάθει την ταπεινοφροσύνη και θα δει ότι σ’ αυτή βρίσκεται κάθε χαρά, κάθε δόξα και κάθε ανάπαυση, όπως ακριβώς και στην υπερηφάνεια βρίσκονται όλα τα αντίθετα. Πώς φθάσαμε σ’ όλες αυτές τις θλίψεις; Γιατί πέσαμε σ’ όλη αυτήν την αθλιότητα; Δεν είναι από την υπερηφάνειά μας; Δεν είναι από την ανοησία μας; Δεν είναι γιατί δώσαμε τόπο στην κακή προαίρεσή μας; Δεν είναι γιατί προτιμήσαμε να επιβάλουμε το πικρό θέλημά μας; Γιατί όμως; δεν δημιουργήθηκε ο άνθρωπος μέσα σε κάθε απόλαυση, σε κάθε χαρά, σε κάθε ανάπαυση, σε κάθε δόξα; Δεν βρισκόταν στον Παράδεισο; Του είπε ο Θεός: «Μην το κάνεις αυτό». Και το έκανε. Βλέπεις υπερηφάνεια; Βλέπεις ισχυρογνωμοσύνη; Βλέπεις ανυποταξία; Όταν λοιπόν ο Θεός είδε εκείνη την αναίδεια, είπε: «Αυτός είναι ανόητος, δεν ξέρει να χαρεί. Αν δεν κακοπεράσει, σε λίγο καιρό πάει, χάνεται εντελώς. Γιατί, αν δεν μάθει τι είναι θλίψη, δεν θα μάθει και τι είναι ανάπαυση».

Τότε του έδωσε ό,τι του άξιζε και τον έβγαλε από τον Παράδεισο. Παραδόθηκε λοιπόν στη φιλαυτία του και στα θελήματά του, για να τον συντρίψουν, για να μάθει να μην έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αλλά στην εντολή του Θεού, για να τον διδάξει, αυτή η ταλαιπωρία της παρακοής, την ανάπαυση της υπακοής, όπως λέει ο προφήτης: «Θα σε τιμωρήσει η ίδια η αποστασία σου» (Ιερ. 2, 19).

Όμως η αγαθότητα του Θεού, όπως πολλές φορές είπα, δεν εγκατέλειψε το πλάσμα Του, αλλά πάλι το παρακινεί, πάλι το παρηγορεί: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11, 28). Σαν να λέει: «Κουραστήκατε, ταλαιπωρηθήκατε, αποκτήσατε πείρα των κακών αποτελεσμάτων της ανυποταξίας σας. Ελάτε λοιπόν γυρίστε πίσω, κατανοήστε το μέγεθος της αδυναμίας σας και την καταφρόνια σας, για να βρείτε την ανάπαυση και τη δόξα σας. Ελάτε, ζήστε με ταπεινοφροσύνη εσείς που θανατωθήκατε από την υπερηφάνεια. Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρουν ανάπαυση οι ψυχές σας» (Ματθ. 11, 29).

Αλλοίμονο, αδελφοί μου, τι κακό κάνει η υπερηφάνεια! Αχ! Να ξέρατε τι μπορεί να κατορθώσει η ταπεινοφροσύνη! Τι χρειάζονταν όλες αυτές οι περιπέτειες; Γιατί, αν από την αρχή ταπεινωνόταν ο άνθρωπος και έκανε υπακοή στον Θεό και φύλαγε την εντολή, δεν θα έπεφτε. Πάλι, μετά από την αμαρτία, του έδωσε αφορμή να μετανοήσει και να ελεηθεί, και όμως παρέμεινε στην υπερηφάνειά του. Γιατί ήλθε λέγοντάς του: «Αδάμ που είσαι»; Αντί να πει: «Από ποια δόξα ξέπεσες και σε ποια χάλια κατάντησες;» Και μετά τον ρωτάει, «γιατί αμάρτησες, γιατί παρέβηκες την εντολή;» δίνοντάς του ευκαιρία μόνο και μόνο για να πει: «Συγχώρεσέ με». Αλλά πού να βρεθεί το «συγχώρεσέ με»; Πουθενά ταπείνωση, πουθενά μετάνοια, αλλά τα αντίθετα. Και απαντάει: «Η γυναίκα που μου έδωσες». Δεν λέει, «η γυναίκα μου με ξεγέλασε», αλλά «η γυναίκα που μου έδωσες». Σαν να ήθελε να πει: «Η συμφορά που μου φόρτωσες στο κεφάλι μου». Γιατί έτσι είναι, αδελφοί μου.

Όταν δεν συνηθίζει ο άνθρωπος να κατηγορεί τον εαυτό του, δεν αργεί να θεωρήσει αίτιο του κακού και τον ίδιο τον Θεό. Μετά έρχεται σ’ αυτήν, την Εύα, και της λέει: «Γιατί δεν τήρησες την εντολή;» Σαν να ήθελε να της πει: «Πες τουλάχιστον εσύ ¨συγχώρεσέ με¨ για να ταπεινωθεί η ψυχή σου και να βρει έλεος». Αλλά και πάλι πουθενά το «συγχώρεσέ με». Απαντάει και αυτή λέγοντας: «Το φίδι με εξαπάτησε». Σαν να ήθελε να πει: «Αν αμάρτησε αυτός, εγώ τι φταίω»; Τι κάνετε ταλαίπωροι; Βάλτε μια μετάνοια, αναγνωρίστε το λάθος σας, λυπηθείτε για τη γύμνια σας. Άλλ’ όμως κανένας τους δεν αξιώθηκε να κατηγορήσει τον εαυτό του, κανένας τους δεν βρέθηκε να έχει λίγη ταπείνωση.

Να λοιπόν, βλέπετε καθαρά που έφθασε η κατάστασή μας. Δέστε σε ποια και πόσα κακά μας έφερε το να δικαιώνουμε τους εαυτούς μας, το να ακολουθούμε τη γνώμη μας, το να ικανοποιούμε το θέλημά μας, που είναι βέβαια γεννήματα της αντίθεης υπερηφάνειας, όπως ακριβώς και το να κατηγορούμε τον εαυτό μας, το να μη δίνουμε εμπιστοσύνη στη φρονιμάδα μας και το να μισούμε το θέλημά μας είναι γεννήματα της ταπεινοφροσύνης. Γιατί απ’ αυτά αξιώνεται κανείς να ξαναβρεί τον εαυτό του, να ξαναγυρίσει στο «κατά φύσιν», με την κάθαρση που χαρίζει η τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού. Γιατί χωρίς ταπείνωση δεν μπορεί κανείς να υπακούσει στις εντολές, ούτε να κατορθώσει τίποτα καλό, όπως είπεο αββάς Μάρκος: «Χωρίς συντριβή της καρδιάς, είναι αδύνατον να απαλλαγεί κάποιος από την κακία, εντελώς αδύνατον να αποκτήσει την αρετή». Με τη συντριβή λοιπόν της καρδιάς αποδέχεται κανείς τις εντολές, απαλλάσσεται από την κακία, αποκτά τις αρετές και τελικά ξαναβρίσκει την ανάπαυσή του.

Επειδή λοιπόν το είχαν καταλάβει αυτό όλοι οι άγιοι, φρόντιζαν με κάθε ταπεινή διαγωγή να ενωθούν με τον Θεό. Γιατί υπήρξαν μερικοί που αγαπούσαν τον Θεό, οι οποίοι μετά το βάπτισμα έκοψαν, όχι μόνο τις ενέργειες των παθών, αλλά επιθύμησαν να νικήσουν και τα ίδια τα πάθη, να γίνουν «απαθείς». Τέτοιος ήταν ο άγιος Αντώνιος, ο άγιος Παχώμιος και οι άλλοι θεοφόροι πατέρες. Επειδή λοιπόν έβαλαν σκοπό να καθαριστούν, όπως λέει ο απόστολος, από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος (Β. Κορ. 7, 1), γνώριζαν ότι με την τήρηση των εντολών, όπως είπαμε ήδη, καθαρίζεται η ψυχή και θα λέγαμε, καθαρίζεται ο νους, ξαναβρίσκει το φως του και έρχεται στο «κατά φύσιν». Γιατί «η εντολή του Θεού είναι καθάρια και φωτίζει τα μάτια» (Ψαλμ. 18, 9). Κατάλαβαν ότι, όσο είναι στον κόσμο, δεν μπορούν εύκολα να κατορθώσουν την αρετή. Έτσι επινόησαν για τον εαυτό τους ένα ιδιόμορφο και πρωτότυπο τρόπο ζωής, μια ζωή παράξενη – εννοώ βέβαια τη μοναχική ζωή – και άρχισαν να φεύγουν από τον κόσμο και να κατοικούν στις ερημιές,
με νηστείες, με «χαμευνίες», αγρυπνίες και άλλες ασκήσεις, που προξενούν κακοπάθεια και τέλεια απάρνηση της πατρίδας και των συγγενών, των χρημάτων και των κτημάτων. Με λίγα λόγια, σταύρωσαν μέσα τους κάθε κοσμικό φρόνημα. Και όχι μόνο φύλαξαν τις εντολές, αλλά πρόσφεραν και δώρα στον Θεό. Και εξηγώ πως. Οι εντολές του Θεού δόθηκαν για όλους τους χριστιανούς και είναι κάθε χριστιανός υποχρεωμένος να τις τηρήσει. Φόροι, θα λέγαμε, είναι, που τους οφείλει κανείς στον βασιλιά. Ποιος μπορεί να πει, δεν δίνω τους φόρους στον βασιλιά και να ξεφύγει την τιμωρία; Υπάρχουν όμως στον κόσμο μεγάλοι και λαμπροί άνθρωποι, που όχι μόνο δίνουν φόρου στον βασιλιά, αλλά του προσφέρουν και δώρα, και αυτοί αξιώνονται μεγάλης τιμής, μεγάλων χαρισμάτων και αξιωμάτων.

Έτσι λοιπόν οι πατέρες, όχι μόνο φύλαξαν τις εντολές, αλλά πρόσφεραν και δώρα στον Θεό. Δώρα δε είναι η παρθενία και η ακτημοσύνη. Αυτά δεν είναι εντολές, είναι δώρα. Γιατί πουθενά δεν είναι γραμμένο «μην παντρευτείς, μην κάνεις παιδιά». Ούτε πάλι έδωσε εντολή ο Χριστός όταν είπε: «Πούλησε ό,τι έχεις». Φυσικά, όταν τον πλησίασε ο νομικός λέγοντας, «Δάσκαλε, τι να κάνω, για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;», απάντησε: «Τις εντολές τις ξέρεις. Μη φονεύσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις για τον πλησίον σου κ.τ.λ.». Και όταν εκείνος είπε ότι «όλα αυτά τα τήρησα από μικρό παιδί μέχρι σήμερα», προσθέτει: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πούλησε όλο σου το βιός και μοίρασέ το στους φτωχούς» (Ματθ. 19, 16-21: Μάρκ. 10, 17- 21) κ.τ.λ. Δεν είπε «πούλησε ό,τι έχεις», σαν να έδινε εντολή, αλλά σαν συμβουλή. Γιατί το «αν θέλεις» δεν φανερώνει εντολή, αλλά συμβουλή.

Όπως λοιπόν είπαμε, πρόσφεραν οι πατέρες στον Θεό μαζί με τις άλλες αρετές, σαν δώρα, την παρθενία και την ακτημοσύνη και, όπως ακριβώς είπαμε προηγουμένως, σταύρωσαν μέσα τους τον κόσμο και αγωνίζονταν στο εξής, ώστε να σταυρώσουν και τους εαυτούς τους για τον κόσμο, όπως λέει ο απόστολος: «Για μένα έχει σταυρωθεί πια ο κόσμος και εγώ για τον κόσμο» (Γαλ. 6, 14). Τι διαφέρει λοιπόν το να σταυρώσω μέσα μου τον κόσμο ή να σταυρωθώ εγώ για τον κόσμο; Ο κόσμος σταυρώνεται για τον άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος απαρνηθεί τον κόσμο και γίνει μοναχός, όταν αφήσει γονείς, χρήματα, κτήματα, υποθέσεις, δοσοληψίες. Τότε σταυρώνεται γι’ αυτόν ο κόσμος, διότι τον εγκατέλειψε. Αυτό εννοεί ο απόστολος όταν λέει: «Ο κόσμος έχει σταυρωθεί μέσα μου». Μετά προσθέτει: «Και εγώ για τον κόσμο». Πώς όμως σταυρώνεται ο άνθρωπος για τον κόσμο; Σταυρώνεται όταν, αφού απαλλαγεί από τα εξωτερικά πράγματα, αγωνίζεται και ενάντια στις ίδιες τις απολαύσεις, ενάντια στις ίδιες τις επιθυμίες των πραγμάτων, ενάντια στα θελήματά του και
νεκρώνει τα πάθη του. Τότε και αυτός σταυρώνεται για τον κόσμο και αξιώνεται να πει μαζί με τον απόστολο: «Για μένα σταυρώθηκε ο κόσμος και εγώ για τον κόσμο».

Οι πατέρες λοιπόν, όπως είπαμε, αφού σταύρωσαν μέσα τους τον κόσμο, φρόντισαν με αγώνες να σταυρώσουν και τους εαυτούς τους για τον κόσμο. Εμείς φανήκαμε ότι σταυρώσαμε μέσα μας τον κόσμο, ότι τον αφήσαμε και ήρθαμε στο μοναστήρι, τους εαυτούς μας όμως δεν θέλουμε να τους σταυρώσουμε για τον κόσμο, γιατί αναζητούμε ακόμα τις ηδονές του, γιατί είμαστε ακόμα δεμένοι με εμπάθεια μαζί του, αγωνιζόμαστε για τη δόξα του, αγωνιζόμαστε για φαγητά και ρούχα. Αν υπάρχει στο μοναστήρι ένα καλό εργαλείο, το λαχταράμε και αφήνουμε να πάρει μέσα μας τη θέση των χρημάτων, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Ζωσιμάς. Φανήκαμε λοιπόν ότι απαρνηθήκαμε τον κόσμο και εγκαταλείψαμε τα κοσμικά πράγματα. Ερχόμαστε όμως στο μοναστήρι και με τιποτένια πράγματα εκπληρώνουμε τις επιθυμίες του κόσμου. Και αυτό το παθαίνουμε από την πολλή αφροσύνη μας, γιατί, ενώ αφήσαμε τα μεγάλα και πολύτιμα πράγματα, με μερικά μηδαμινά τροφοδοτούμε τα πάθη μας. Διότι καθένας μας άφησε ό,τι είχε. Εκείνος που είχε μεγάλα, τα μεγάλα. Εκείνος που είχε
κάποια περιουσία και αυτός άφησε όλο του το βιός, καθένας κατά τη δύναμή του. και ερχόμαστε στο μοναστήρι και, όπως είπα, με τιποτένια και μηδαμινά πράγματα, τροφοδοτούμε τις επιθυμίες μας. Δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε έτσι, αλλά όπως ακριβώς αρνηθήκαμε τον κόσμο και όσα ανήκουν σ’ αυτόν, έτσι πρέπει να αρνηθούμε και αυτήν ακόμα την «προσπάθειά» μας στα υλικά πράγματα, γνωρίζοντας καλά τι νόημα έχει αυτή η απάρνηση, γιατί ήρθαμε στο μοναστήρι, τι νόημα έχει το σχήμα που παίρνουμε. Και σύμφωνα με αυτά να καταρτιζόμαστε και να αγωνιζόμαστε, όπως μας δίδαξαν οι Πατέρες μας. …

Του οσίου πατρός ημών Δωροθέου διδασκαλίαι διάφοροι προς τους ευατού μαθητάς. Περί αποταγής μέρος δεύτερον.

Ο θέλων ουν ευρείν αληθινήν ανάπαυσιν τη ψυχή αυτού μάθη την ταπεινοφροσύνην και βλέπει ότι αν αυτή έστι πάσα η χαρά και πάσα η δόξα και πάσα η ανάπαυσις, ώσπερ και εν τη υπερηφανεία πάντα τα εναντία. Πόθεν γαρ ήλθομεν εις όλας τας θλίψεις ταύτας; Δια τι γαρ ενεπέσαμεν εις όλην την αθλιότητα ταύτην; Ου δια την υπερηφανίαν ημών; Ου δια την απόνοιαν ημών; Ου δια το ανασχέσθαι ημάς της κακής προαιρέσεως ημών; Ου δια το κρατήσαι την πικρίαν του θελήματος ημών; Αλλά πόθεν; Ουκ εκτίσθη ο άνθρωπος εν πάση τρυφή, εν πάση χαρά, εν πάση αναπαύσει, εν πάση δόξη; Ουκ ην εν τω παραδείσω; Εκέλευσε˙ Μη ποιήσης τόδε˙ και εποίησε. Βλέπεις υπερηφάνειαν; Βλέπεις τράχηλον; Βλέπεις ανυποταξίαν; Λοιπόν ο Θεός ιδών την αναίδειαν εκείνην λέγει˙ Ούτος μωρός εστίν, ούτος ουκ οίδε χαρήναι. Εάν μη ποιήση κακάς ημέρας ούτος, υπάγει τελείως απόλλυται. Εάν γαρ μη μάθη τι εστί θλίψις, ου μανθάνει τι εστίν ανάπαυσις. Τότε έδωκεν αυτώ τα άξια αυτού και εξέβαλεν αυτόν του παραδείσου. Παρεδόθη λοιπόν τη ιδία φιλαυτία και τοις ιδίοις
θελήμασιν, ίνα συντρίψωσι τα οστά αυτού, ίνα μάθη μη στοιχείν εαυτώ, αλλά τη εντολή του Θεού, ίνα αύτη η ταλαιπωρία της παρακοής διδάξη αυτόν την ανάπαυσιν της υπακοής, ως λέγει εν τω προφήτη˙ Παιδεύσει σε η αποστασία σου.

Όμως η αγαθότης του Θεού, καθώς πολλάκις είπον, ου παρείδε το ίδιον πλάσμα, αλλά πάλιν προτρέπεται, πάλιν παρακαλεί˙ Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς˙ οίον ειπείν˙ Ιδού εκοπιάσατε, ιδού εταλαιπωρήσατε, ιδού επειράσθητε του κακού της ανυποταξίας υμών˙ δεύτε λοιπόν επιστρέψατε, δεύτε επίγνωτε την αδυναμίαν και την ατιμίαν υμών, ίνα έλθητε εις την ανάπαυσιν και την δόξαν υμών. Δεύτε ζήσατε δια της ταπεινοφροσύνης, άνθ’ ων εθανατώθητε δια της υψηλοφροσύνης. Μάθετε απ’ εμού ότι πράός ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών.

Βαβαιί, αδελφοί μου, τι ποιεί η υπερηφανία; Βαβαί, τι δύναται η ταπεινοφροσύνη; Τις ην χρεία όλων των κύκλων τούτων; Εξ αρχής γαρ ει εταπεινώθη και υπήκουσε του Θεού και εφύλαξε την εντολήν, ουκ είχεν εκπεσείν. Πάλιν μετά το ασχημονήσαι, έδωκε πρόφασιν του μετανοήσαι και ελεηθήναι, και έμεινεν ο τράχηλος αυτού υψηλός. Ήλθεν γαρ λέγων αυτώ˙ Αδάμ, πού ει; Αντί του˙ Από ποίας δόξης εις ποίαν ήλθες αισχύνην; Και λοιπόν ερωτά αυτόν˙ Δια τι ήμαρτες; Δια τι παρέβης; Προτρεπόμενος αυτόν ιδικώς εις το ειπείν˙ Συγχώρησον. Και πού εστί το Συγχώρησον; Ουδαμού ταπείνωσις, ουδαμού μετάνοια, αλλά το εναντίον. Και αντέρει˙ Η γυνή ην δέδωκάς μοι, ως αν τις είποι˙ Η συμφορά ην ήνεγκας κατά της κεφαλής μου. ούτως γαρ εστίν, αδελφοί, όταν μη κρατή άνθρωπος το εαυτόν μέμφεσθαι, ουκ οκνεί ουδέ αυτόν τον Θεόν αιτάσθαι. Είτα έρχεται προς εκείνην και λέγει αυτή˙ Δια τι και συ ουκ εφύλαξας την εντολήν; Ως τι ποτέ ιδικώς λέγων˙ Ειπέ καν συ˙ Συγχώρησον, ίνα ταπεινωθή η ψυχή σου και ελεηθής˙ και πάλι ουδαμού το Συγχώρησον˙
αποκρίνεται και αυτή λέγουσα˙ Ο όφις ηπάτησέ με˙ ως αν˙ Ει ούτος ήμαρτεν, εγώ τι έχω πράγμα; Τι ποιείτε, άθλιοι; Βάλλετε μίαν μετάνοιαν, επίγνωτε το πταίσμα υμών, ελεήσατε την γύμνωσιν υμών˙ και ουδέ εις εξ αυτών ηξιώθη μέμψασθαι εαυτόν, ουδέ εις ευρέθη έχων μικράν ταπείνωσιν.

Και λοιπόν ιδού απλώς βλέπετε που έφθασεν η κατάστασις ημών˙ ιδού εις ποία και πόσα κακά ήνεγκεν ημάς το δικαιούν εαυτούς, το στοιχείν εαυτοίς, το κρατείν το ίδιον θέλημα, άπερ εισί τέκνα της εχθράς του Θεού υπερηφανίας ώσπερ και της ταπεινοφροσύνης τέκνα εισί το εαυτόν μέμψεσθαι, το μη πιστεύειν τη ιδία συνέσει, το μισείν το ίδιον θέλημα. Εκ τούτων γαρ αξιούταί τις αναλαβέσθαι εαυτόν και επανελθείν εις το κατά φύσιν δια της καθάρσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Δίχα γαρ ταπεινώσεως, ου δύναται υπακούσαι ταις εντολαίς, ουδέ ελθείν εις τι ποτέ αγαθόν, ως είπεν ο αββάς Μάρκος˙ Άνευ συντριβής καρδίας, αδύνατον απαλλαγήναι από κακίας, αδύνατον το καθόλου κτήσασθαι αρετήν. Ουκούν δια της συντριβής της καρδίας καταδέχεταί τις τας εντολάς, απαλλάσσεται της κακίας, κτάται τας αρετάς και λοιπόν επανέρχεται εις την ιδίαν ανάπαυσιν.

Τούτο και οι άγιοι πάντες επιστάμενοι, έσπευδον δια πάσης ταπεινής αγωγής ενώσαι εαυτούς τω Θεώ˙ εγένοντο γαρ τινές φιλόθεοι οίτινες μετά το άγιον βάπτισμα ου μόνον τας ενεργείας των παθών περιέκοψαν, αλλά και αυτά τα πάθη νικήσαι ηβουλήθησαν και γενέσθαι απαθείς˙ οίος ην ο άγιος Αντώνιος και Παχώμιος και οι λοιποί θεοφόροι Πατέρες. Επεί ουν έσχον σκοπόν καθάραι εαυτούς, ως λέγει ο Απόστολος, από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, εγίνωσκον δε ότι της φυλακής των εντολών, ως ήδη είπομεν, καθαίρεται η ψυχή και οίον ειπείν καθαίρεται ο νους και αναβλέπει και έρχεται εις το κατά φύσιν˙ η εντολή γαρ Κυρίου τηλαυγής φωτίζουσα οφθαλμούς κατενόησαν ότι εν τω κόσμω όντες, ουκ ευχερώς δύνανται κατορθώσαι την αρετήν, και επενόησαν εαυτοίς ξένον βίον, ξένην τινά διαγωγήν, λέγω δη του μονήρους βίου, και ήρξαντο φεύγειν τον κόσμον και οικείν εν ταις ερήμοις, εν νηστείαις και χαμευνίαις και αγρυπνίαις και τη λοιπή κακοπάθεια, και αποταξία πάση πατρίδος και συγγενών, χρημάτων, κτημάτων˙ και απλώς εσταύρωσα εαυτοίς
τον κόσμον. Και ου μόνον τας εντολάς εφύλαξαν, αλλά και δώρα προσήνεγκαν τω Θεώ. Και λέγω πως˙ Αι εντολαί του Χριστού πάσι τοις χριστιανοίς εδόθησαν, και υπόκειται πας χριστιανοίς εδόθησαν, και υπόκειται πας χριστιανός φυλάξαι αυτάς˙ αννώναί εισίν, ως αν είποι τις, βασιλεί κεχρεωστημένοι. Τις λέγων˙ Ου διδώ αννώνας τω βασιλεί, εκφεύγει κόλασιν; Εισί δε εν τω κόσμω μεγάλοι άνθρωποι και λαμπροί οίτινες ου μόνον αννώνας παρέχουσι τω βασιλεί, αλλά και δώρα προσφέρουσιν αυτώ˙ και αξιούονται οι τοιούτοι μεγάλης τιμής, μεγάλων δωρεών και αξιωμάτων.

Ούτως ουν και οι Πατέρες ου μόνον τας εντολάς εφύλαξον, αλλά και δώρα προσήνεγκαν τω Θεώ. Δώρα δε εισί παρθενία και ακτημοσύνη˙ ταύτα ουκ εισίν εντολαί, δώρα εισίν˙ Ουδέ πάλιν έδωκεν εντολήν ο Χριστός λέγων˙ Πώλησόν σου τα υπάρχοντα. Αμέλει, ότε προσήλθεν αυτώ ο νομικός λέγων˙ Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Απεκρίθη˙ Τα εντολάς οίδας˙ Ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου, και τα εξής. Του δε ειπόντος ότι˙ Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου, επιφέρει το˙ Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και τα εξής. Ιδού ουκ είπε˙ Πώλησόν σου τα υπάρχοντα ως εντελλόμενος, άλλ’ ως συμβουλεύων. Το γαρ ειπείν˙ Ει θέλεις, ουκ έστιν εντελλομένου, αλλά συμβουλεύοντος.

Καθώς ουν είπομεν, προσήνεγκαν οι Πατέρες τω Θεώ προς ταις άλλαις αρεταίς˙ δώρα την παρθενίαν και την ακτημοσύνην, και, καθώς προείπομεν, εσταύρωσαν εαυτοίς τον κόσμον και ηγώνιζον το λοιπόν ίνα και εαυτούς τω κόσμω σταυρώσωσι, καθώς λέγει ο απόστολος˙ εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω. Τις ουν η διαφορά; Ο κόσμος σταυρούται τω ανθρώπω, ότ’ αν αποτάσσηται άνθρωπος τω κόσμω, και δήθεν μονάζη καιαφή γονείς, χρήματα, κτήματα, πραγματείας, δοσοληψίας τότε σταυρούται αυτώ ο κόσμος αφήκε γαρ αυτόν, και τούτό εστίν ο λέγει ο απόστολος˙ εμοί κόσμος εσταύρωται. Είτα επάγει˙ καγώ τα κόσμω. Πώς λοιπόν σταυρούται ο άνθρωπος τω κόσμω; Ότ’ αν μετά την απαλλαγήν των έξω πραγμάτων αγωνίζηται και προς αυτάς τας ηδονάς, προς αυτάς τας επιθυμίας των πραγμάτων και προς τα θελήματα αυτού, και νεκρώση τα πάθη αυτού, τότε και αυτός σταυρούται τω κόσμω, και οξιούται κατά τον απόστολον ειπείν˙ Εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω.

Οι Πατέρες ουν, καθώς είπομεν, σταυρώσαντες εαυτοίς τον κόσμον, εσπούδασαν δι’ αγώνων σταυρώσαι και εαυτούς τω κόσμω. Ημείς μεν εδόξαμεν σταυρούν εαυτοίς τον κόσμον, ότι αφήκαμεν αυτόν και ήλθομεν εις το μοναστήριον, εαυτούς δ’ ου θέλομεν σταυρώσαι τω κόσμω˙ έτι γαρ έχομεν τας ηδονάς αυτού, ακμήν έχομεν τας προσπαθείας αυτού, προσπάσχομεν τη δόξη αυτού, προσπάσχομεν βρώμασιν, ιματίους. Εργαλείον καλόν εάν η, προσπάσχομεν αυτώ και αφίεμεν το μικρόν εργαλείον εκείνο ποιήσαι εν ημίν, ως είπεν ο αββάς Ζωσιμάς, τόπον κεντηναρίου. Και εδόξαμεν εξελθείν του κόσμου και αφείναι τα αυτού, και ερχόμεθα εις το μοναστήριον, και δι’ ευτελών πραγμάτων πληρούμεν την προσπάθειαν αυτού˙ τούτο δε πάσχομεν από πολλής αφροσύνης, ότι αφέντες μεγάλα και πολύτιμα πράγματα, εις ελάχιστά τινά πληρούμεν τα πάθη ημών. Έκαστος γαρ ημών ο είχεν, αφήκεν, ο έχων μεγάλα, τα μεγάλα και ο έχων ει τι δήποτε, και αυτός ο είχεν αφήκε, έκαστος προς την δύναμιν αυτού, και ερχόμεθα εις το μοναστήριον, και καθώς είπον, δι’ ευτελών πραγμάτων
και μηδαμινών, πληρούμεν την προσπάθειαν ημών. Ουκ οφείλομεν δε ούτως ποιείν, άλλ’ ώσπερ απεταξάμεθα τω κόσμω και τοις πράγμασιν αυτού, ούτως οφείλομεν και αυτή τη προσπαθεία τη περί τας ύλας αποτάξασθαι και ειδέναι τι εστίν αύτη η αποταγή και δια τι ήλθομεν εις το μοναστήριον και τι εστί το σχήμα ο λαμβάνομεν, και προς αυτό καταρτίζειν εαυτούς και αγωνίζεσθαι κατά τους Πατέρες ημών. …

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου διδασκαλίες προς τους μαθητές του περί αποταγής (Μέρος Α’).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.