Ο γέροντας παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης.

Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γέροντας παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης από λαϊκός είχε πολύ μεγάλη καθαρότητα. Δεν ήξερε τι σημαίνει σαρκική αμαρτία και πώς επιτελείται. Οι κοπέλες τον κορόιδευαν «μισογύνη».
Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του ως λαϊκός. Ο πατέρας του τον καταράστηκε, όταν του είπε ότι θέλει να γίνη μοναχός. «Να έχεις την κατάρα των 318 Θεοφόρων Πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου», του είπε. Αργότερα ήρθε κι ο ίδιος και εμόνασε μαζί του, και ο παπα-Εφραίμ τον γηροκόμησε.
Όταν ήταν δόκιμος, τον έστειλε ο γέροντάς του στον Άγιο Παύλο να δώση το εργόχειρο. Έλεγε στον δρόμο την ευχή και είχε μέσα του μια πολύ καλή κατάσταση που αυξανόταν. Έκανε 30 τριακοσάρια από το κελλί τους μέχρι το Μοναστήρι. Όμως στο Μοναστήρι είδε μια σκηνή και μέσα του κατέκρινε έναν μοναχό. Ε, αυτό ήταν! Άρχισε να συστέλλεται η χάρις και στον γυρισμό έλεγε με πολλή δυσκολία την ευχή. Μόλις κατάφερε να κάνη 4 τριακοσάρια. «Ήμουν νέος τότε», είπε, «και δεν γνώριζα να αντιμετωπίζω τους λογισμούς. Πώς πήγα και πώς γύρισα!».
Όταν ο γέροντάς του απεφάσισε να τον κάνη παπά, πήγαν στη Δάφνη για να βγούν έξω για την χειροτονία. Είδαν το καράβι από μακριά να έχη βάλει μπροστά, αλλά δεν μπορούσε να ξεκινήσει. Ο π. Εφραίμ παρακαλούσε από μέσα του να φύγη, να χάσουν το καράβι, για να μη γίνη η χειροτονία, διότι από ταπείνωση δεν ήθελε να γίνη παπάς. Αλλά μόλις έφθασαν και ανέβηκαν στο καράβι, τότε μπόρεσε και ξεκίνησε. Λες και τους περίμενε.
Ο παπα-Εφραίμ έβλεπε αν ο ιερέαςέχηχάρι. Αν έβλεπε τον ιερέα από το παραπόρτι του Ιερού, καταλάβαινε πόση χάρι έχει.
Έμεινε 42 χρόνια στην υπακοή σκληρού και αυστηρού Γέροντα. Από την υπακοή πήρε τη Χάρι. Πολλές φορές σκέφτηκε να φύγη, γιατί δεν άκουγε μια καλογερική κουβέντα, αλλά έκανε υπομονή. Στο τέλος έλεγε: «Αν έφευγα τότε, δεν θα σωζόμουν».
Έλεγε κάποτε ότι πήγε στο Κελλί τους ένας Καρουλιώτης ασκητής και ζήτησε ένα κρεμμύδι από τον παράδελφό του π. Προκόπιο. Εκείνος του έδωσε χωρίς να ρωτήσει και ο γέροντάς του παπα-Νικηφόρος τον έστειλε να το πάρη πίσω, θέλοντας φυσικά να του διδάξη την ακρίβεια της υπακοής.
Ο Γέροντάς του, παπα-Νικηφόρος, στο τέλος του ζήτησε συγχώρηση τρεις φορές ρωτώντας τον: «Με συγχωρείς, παιδί μου;» και στους άλλους είπε: «Αυτός είναι άγγελος».
Είχαν ένα γατάκι και κάποια μέρα έκανε μια ζημιά. Ο Γέροντας του για κανόνα το έδεσε και το άφησε νηστικό. Αυτό νιαούριζε συνέχεια και ο παπα-Εφραίμ το λυπόταν και παρακαλούσε τον Γέροντά του να το λύση, αλλά εκείνος αρνιόταν. Τότε του λέγει: «Αύριο δεν θα κοινωνήσεις», επειδή ήταν Πνευματικός του Γέροντός του, και ο Γέροντάς του τότε του είπε: «Και συ δεν θα λειτουργήσεις εις τον αιώνα τον άπαντα». Σαν Γέροντας είχε αυτή την εξουσία. Τότε ο παπα-Εφραίμ τα χρειάσθηκε. Ταπεινώθηκε και πήγε έβαλε μετάνοια στο Γέροντά του. Εκείνος του είπε: «Εντάξει, εντάξει και συ θα λειτουργήσεις, και εγώ θα κοινωνήσω».
Υπήρχε παλαιά ένας μοναχός Μάξιμος που όταν έψαλλε με το κατανυκτικό ύφος του, οι πατέρες έκλαιγαν και η Παναγία τρόπον τινά ανταμείβοντάς τον έκανε να κουνιούνται τα καντήλια. Και στη Λαύρα τον έβαλαν να ψάλλη στην Παναγία την Οικονόμισσα όπου πάλι κουνιόνταν τα καντήλια. Είχε φήμη Αγίου μοναχού και θέλησε ο παπα-Εφραίμ να τον συναντήση. Καθ’ οδόν είχε έναν εσωτερικό διάλογο:
– Ο γερο- Ιωσήφ σου άφησε κάποιο κενό που θα χρειασθή να το καλύψης με άλλον Γέροντα;
– Όχι βέβαια.
– Τότε γιατί πηγαίνεις στον π. Μάξιμο; Για να έχης μέσα σου συγκρίσεις με τον Γέροντα;
Αμέσως γύρισε στο Κελλί του και έλεγε: «Στον Γέροντα που σας ωδήγησε ο Θεός, σ’ αυτόν να κάνετε υπακοή και να ρωτάτε. Μη ζητάτε κάτι άλλο».
Ήταν πολύ βιαστής στα πνευματικά. Πίσω από την πόρτα του κελλιού του είχε γράψει: «Αδέκαστος κριτής», και κάθε βράδυ μισή ώρα με τρία τέταρτα έβαζε τον εαυτό του στο σκαμνί και έκρινε τις πράξεις του και προσπαθούσε να μην ξαναπέση στα ίδια σφάλματα.
Είχε μεγάλη ακρίβεια στη ζωή του. Τις ευλογίες που του πήγαιναν, τις υπολόγιζε σε χρήματα και τις ξεχρέωνε τραβώντας κομποσχοίνι. Είχε κανονίσει το 300άρι για 25 δραχμές κατά το 1985 περίπου. Αν π.χ. κάτι κόστιζε 250 δραχμές έκανε 10 τριακοσάριακομποσχοίνια και τους μνημόνευε στις Θείες Λειτουργίες που έκανε κάθε μέρα.
Διηγείτο ο παπα-Διονύσιος ο Μικραγιαννίτης ότι ο παπα-Εφραίμ, όταν σπανίως έβγαινε στον κόσμο, ύστερα έκανε τρεις και τέσσερις μήνες να βρη ξανά την κατάσταση που είχε. Κάποια φορά είχε στενοχωρηθή πολύ που έχασε την προτέρα κατάστασή του, και ζήτησε από τον παπα-Διονύσιο να του δώση στο Κελλί του για λίγο καιρό το λείψανο του Αγίου Νεκταρίου, για να τον παρακαλέση να τον βοηθήση.
Ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης κάποτε πήγαινε στο Κελλί του γέροντος Γερασίμου του Υμνογράφου. Οι πατέρες τον είδαν ξαφνικά να γυρίζη πίσω και να κατευθύνεται προς το εκκλησάκι των αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους. Μόλις ανέβηκε στο κελλί διηγήθηκε δακρυσμένος: «Ερχόμενος προς τα εδώ ξαφνικά άρρητος ευωδία με κτύπησε ερχόμενη από την σπηλιά και το Εκκλησάκι των Αγίων. Γι’ αυτό επέστρεψα πίσω για να πάω να προσκυνήσω τους Αγίους στην σπηλιά».
Είχε πολλά δάκρυα. Τον συνάντησε κάποιος μοναχός στον δρόμο να επιστρέφη από την Αγία Άννα και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια. Είχε ένα μαντιλάκι και τα σκούπιζε.
Στο εργόχειρο είχε ένα πανί και τα σκούπιζε. Φορούσε μαύρα γυαλιά για να κρύβεται.
Κάθε μέρα είχαν ενάτη. Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο το πρωί, όποιος ήθελε έπινε μόνο καφέ. Πολλές ημέρες νηστείας δεν έκανε, αλλά στην τράπεζα το φαγητό ήταν λιγοστό και δεν χόρταινε. Το μεσημέρι σκεφτόταν να κρατήση κανένα παξιμάδι για το βράδυ. Γι’ αυτό προσβλήθηκε από φυματίωση. Μια φορά που πήγαινε στην Αγία Άννα βρήκε μια συκιά και πήρε ένα σύκο. Μόλις το έφαγε σκέφτηκε: «Τι έκανες; Οι παππούδες τρώνε πάνω τέτοια ώρα;» και έβαλε το δάκτυλό του και έκανε εμετό.
Έλεγε ο παπα-Εφραίμ: «Είδες καλόγερο να μη ρωτά; Θα πλανηθή. Για να γλυτώση κανείς την πλάνη πρέπει να ρωτά.»
«Οι Πατέρες την καλογερική την θεμελίωσαν στην υπακοή».
«Ο καλόγερος όταν δεν κάνη τον κανόνα του αφοπλίζεται».
«Λέω στα καλογέρια μου: «Μέσα στην περιοχή μας έχετε ευλογία να κινήσθε ελεύθερα. Άμα βγήτε όμως έξω από το πορτόνι, πρέπει να πάρετε ευχή»».
«Είδες μοναχό να μη λέη «ευλόγησον», μην περιμένης προκοπή».
«Ξέρεις τι δύναμη έχει το «ευλόγησον»; Συντρίβει τα κέρατα του διαβόλου».
«Θέλεις δάκρυα; Από την υπακοή θα τα βρεις, όχι από την προσευχή».
«Πάτερ μου, δεν θέλω την προσευχή σου, ούτε την διακονία σου. Την υπακοή σου θέλω».
«Βάση της ευχής είναι η υπακοή».
«Η υπακοή είναι το παν. Στο Μοναστήρι πάμε για υπακοή. Με την αληθινή υπακοή μαθαίνουμε την αληθινή προσευχή».
«Δεν μας σώζει ούτε η ευλάβεια ούτε τίποτε άλλο, παρά μόνο η υπακοή».
«Από πείρα το λέω. Μην κοιτάς εργόχειρο, μην κοιτάς προσευχή. Αυτό σας παραδίδω, το «νάναι ευλογημένο» να κρατήσετε. Αυτό θα σας αγιάσει. Τότε και ο Θεός «νάναι ευλογημένο» είπε στον πατέρα Του, δεν ήλθα να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του πέμψαντός μου. Αλλά και ο Παράκλητος δεν λέει ό,τι θέλει αλλά ό,τι του πει ο Άλλος. Είδατε από πού ξεκινάει η υπακοή;»
«Αυστηρός Γέροντας, άγια καλογέρια».
«Γέροντας ασκητής από την έρημο έστειλε κάποτε τον υποτακτικό του στη Λαύρα για μια υπόθεση, με τη ρητή εντολή το βράδυ να γυρίση στο Καλύβι τους. Ο γερο-Σπυρίδων ο Καμπανάος, ο γιατρός, είδε τον καιρό βροχερό και κράτησε το καλογέρι για να μη βραχή. Ο Γέροντάς του έβαλε κανόνα στον Καμπανάο ακοινωνησία ένα μήνα».
«Θέλετε να αγιάσετε; Θέλετε να ευωδιάσετε; Σου λέει κάτι ο Γέροντας. «Ναναι ευλογημένο». Μην κάνεις διάκριση αν σου αρέσει ή δεν σου αρέσει αυτό που σου λέει ο Γέροντας ή ο αδελφός σου. «Ναναι ευλογημένο».
«Έγινε παπάς κάποιος μοναχός και μετά από ένα χρόνο παράτησε την Ιερωσύνη. Όταν εκοιμήθη και του έκαναν ανακομιδή, πήγαν την κάρα του στον αγιογράφο να γράψη το όνομά του, όπως συνηθίζεται. Όταν έγραφε Αβέρκιος Ιερομόναχος εκ της Καλύβης… βγήκε μια ευωδία, ένα άρωμα από την κάρα και φώναξε ο αγιογράφος: «Πατέρες, τρεχάτε, ο Γέροντάς σας ευωδίασε». Όταν ευωδιάζει κάποιος τότε σημαίνει ότι όχι μόνο εσώθη αλλά προσέγγισε και την αγιότητα».
«Η Χάρις δεν πληρώνεται. Η πίστις που έχεις στον Γέροντα, αυτή πληρώνεται».
«Από πείρα φαρμακερή σας λέω, μόνο το «νάναι ευλογημένο» θα σας αγιάση και θα σας σώσει. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει αυτό που μας λέει ο Γέροντας, εμείς να πούμε «ναναι ευλογημένο»».
«Όταν κάποιος πει «ευλόγησον» για ένα σφάλμα αυτό είναι η τιμωρία του, ο κανόνας του. Κανόνα άλλον βάζουμε όταν δεν πει το «ευλόγησον». Όταν δεν έχει ειλικρινή μετάνοια».
«Ρώτησα κάποτε τον Γέροντα, τον Δάσκαλο (γερο-Ιωσήφ): «Γέροντα, τι το ιδιαίτερο έκανες ώστε η Παναγία να σε φιλήση τρεις φορές στο στόμα;» και μου απάντησε: «Εμβάθυνα πολύ στο γνώθι σαυτόν»».
«Μου είπε κάποτε ο γερο-Ιωσήφ: «Εσύ, παιδί μου, έτσι όπως αγωνίζεσαι και μόνος σου θα εύρισκες τη Χάρι αλλά δεν θα ήξερες πώς να την κρατήσης». Εγώ τότε δεν τον ρώτησα πώς κρατιέται η Χάρις. Αργότερα κατάλαβα ότι την χάρι την κρατάμε με την ταπείνωση και την ευχαριστία».
Τον ρώτησε κάποιος πώς οράται η θεία Χάρις, και απάντησε: «Στους αρχαρίους σαν νεφέλη, στους προχωρημένους (μεσαίους) σαν πυρ και στους τέλειους σαν φως».
«Δικαιούσαι τόση χάρι, όσο μέγεθος πειρασμού μπορείς να βαστάσεις με ευχαριστία».
Έλεγε συχνά: «Χριστέ μου, τα κουλούρια σου είναι πολύ νόστιμα, αλλά τα πουλάς πολύ ακριβά», εννοώντας την απόκτηση της χάριτος.
«Ανάλογα με την πίστη και την ευλάβεια που έχεις σε κάποιον, ωφελείσαι και παίρνεις χάρι».
«Μέχρι τρεις ώρες έρχεται και παραμένει η χάρις. Ύστερα υποβιβάζεται».
«Η Χάρη δεν στηρίζεται στα γέλια και στις χαρές. Στις θλίψεις και στις δοκιμασίες στηρίζεται η Χάρις».
«Όλος ο κόπος είναι να μη λυπήσουμε την Χάρι που πήραμε στο βάπτισμα είτε με το κρυφό είτε με την αμέλεια, όταν δεν κάνουμε τα καθήκοντά μας. Τότε ελαττώνεται η θερμότης, ο ζήλος στα πνευματικά, οπότε κατόπιν αφοπλιζόμαστε».
«Ο λόγος που βγαίνει από την χάρι και την πείρα, έχει δύναμη».
«Να μην εισέλθη ο υποτακτικός εις κρίσιν της εντολής (του Γέροντός του)».
«Όταν ήμουν υποτακτικός ήμουν αετός, τώρα (που έγινα Γέροντας με συνοδεία) έγινα χελώνα».
«Ο υποτακτικός είναι άγραφο χαρτί. Όταν κάνη υπακοή, δεν δίνει λόγο αυτός στο Θεό, αλλά απολογείται γι’ αυτόν ο Γέροντάς του».
«Ο διάβολος ξέρει τι είναι υποτακτικός. Τον καλό υποτακτικό τον φοβάται».
«Δεν πρέπει ο υποτακτικός να εξαναγκάζει το Γέροντά του να του δώσει ευλογία να κάνει το θέλημά του».
«Η σχέση μεταξύ υποτακτικών και Γέροντος είναι ιερή και ο υποτακτικός δύσκολα την καταλαβαίνει. Ο υποτακτικός δεν μπορεί να αγαπήσει το Γέροντα, όσο αγαπά ο Γέροντας τον υποτακτικό. Είναι μεγάλη η αγάπη του Γέροντος προς τον υποτακτικό, αλλά ο υποτακτικός δεν την νιώθει πάντα».
«Αν εσύ κρίνεις τον Γέροντα, τότε δεν είσαι υποτακτικός».
Ρώτησε Κοινοβιάτη που τον επισκέφθηκε:
-Πώς πάει ο αγώνας στο Μοναστήρι;
-Πώς να πάει, Γέροντα, τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε ούτε τον κανόνα μας να κάνουμε καλά-καλά.
-Μη στενοχωριέσαι γι’ αυτό. Έτσι πρέπει να είναι ο μοναχός. Να μην προλαβαίνει να προσευχηθεί όσο θέλει, ώστε, όταν πηγαίνει για προσευχή, να τρέχει σαν τη διψώσα έλαφο. Να προσεύχεται, να προσεύχεται και να μη χορταίνη τον Κύριο.
«Οι προσευχές ποτέ δεν πάνε χαμένες, αν και στην αρχή φαίνεται ότι δεν πιάνουν, ότι δεν μας ακούη ο Θεός».
«Ο γερο-Παΐσιος πρέπει να είχε ειδικό χάρισμα από τον Θεό. Εγώ μόλις αναλώνομαι στην ομιλία, η προσευχή μου είναι σε κατάσταση υφέσεως. Σίγουρα ο Θεός ευλογεί κάτι ιδιαίτερο σ’ αυτόν τον άνθρωπο».
Κάποιος ρώτησε τον παπα-Εφραίμ για τους κεκοιμημένους γονείς του, σε τι κατάσταση βρίσκονται. Έκανε προσευχή και του είπε: «Η μάνα σου σώθηκε. Ο πατέρας σου (Ιερέας) αγίασε».
Του ανέφερε Κοινοβιάτης ότι στο Μοναστήρι τους έρχονται πολλοί προσκυνητές, κάνουν θόρυβο και ο ίδιος αγανακτεί μερικές φορές. Ο Γέροντας απάντησε: «Να μην αγανακτείς, γιατί η δική σας γενεά από αυτό θα σωθεί. Σήμερα ο κόσμος τρέχει στα Μοναστήρια, γιατί δεν βρίσκει πουθενά αλλού ανάπαυση η ψυχή του. Έρχονται σε σας και αναπαύονται. Για κάθε ψυχή που αναπαύεται παίρνετε μισθό από τον Θεό. Και μπορεί να μην προλαβαίνετε να κάνετε πολλή προσευχή, αλλά τον λίγο αγώνα σας τον πολλαπλασιάζει ο Θεός. Μπορεί εσείς να βλέπετε ότι μερικοί έρχονται για τουρισμό, αλλά όλοι παίρνουν κάτι. Όπως λένε και οι Πατέρες, μία φορά να βάλης μύρο στο δοχείο, η μυρωδιά θα μείνει κι ας μην έχει μέσα τίποτε. Έτσι συμβαίνει και με αυτούς. Αυτό το λίγο που θα πάρουν από δω, όταν έρθη η ώρα, θα το χρησιμοποιήσει ο Θεός για να τους σώση και ο δικός σας μισθός θα είναι μεγάλος».
Κάποτε στη Μεγάλη Είσοδο είδε τον εαυτό του υπερυψωμένο και αισθανόταν ότι πατούσε πάνω σε φλόγες. Μόλις έφθασε κάτω από τον πολυέλεο είπε μέσα του, «Παναγία μου, Χριστέ μου», και σιγά-σιγά πάτησε και μπήκε από την Ωραία Πύλη. Τότε κατενόησε το ψαλμικό, «ο ποιών τους Αγγέλους Αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς Αυτού πυρός φλόγα» (Ψαλμ. Ργ’, 4).
Κάποτε είδε το άκτιστο φως και το περιγράφει ως εξής: «Αυτό το φως που έβλεπα μέσα μου μου έλυνε διάφορα προβλήματα, με κατηχούσε, με δίδασκε. Έβλεπα μέσα μου το συκώτι, τα έντερα, όλα τα έβλεπα. Ο γερο-Ιωσήφ μου είχε πει: «Παπά σε φοβάμαι». «Γιατί Γέροντα;». «Διότι είναι άνθρωποι που έχουν 30-40 χρόνια στην καλογερική και δεν έχουν φθάσει εκεί που έφθασες εσύ σε 3-4 χρόνια. Φοβάμαι μήπως σκοντάψης, πέσης και μείνεις εκεί».
«Και όπως είπε έτσι έγινε. Και έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν είδα πάλι αυτό το φως μέσα μου. Μόνο μία φορά στον ύπνο μου είδα αυτό το φως και αισθάνθηκα χαρά. Προσευχή που βρήκα τότε!».
Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση», εκδ. Ι. Ησυχ. «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.
Από το περιοδικό: Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 345, Μάρτιος 2022

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.