Για τη μνησικακία (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Ο Ευάγριος είπε ότι οι μοναχοί δεν πρέπει να οργίζονται ούτε να στενοχωρούν κανέναν. Και πάλι είπε: «Αν κάποιος χαλιναγωγήσει τον θυμό, χαλιναγωγεί τους δαίμονες. Αν όμως έχει νικηθεί απ’ αυτό το πάθος, είναι τελείως ξένος από τη μοναχική ζωή»1 και άλλα σχετικά. Τί λοιπόν πρέπει να πούμε εμείς για τον εαυτό μας, που δεν σταματάμε μόνο στο θυμό και στην οργή, αλλά πολλές φορές φθάνουμε και μέχρι τη μνησικακία; Τί άλλο, παρά το να πενθήσουμε γι’ αυτή την ελεεινή και απάνθρωπη κατάστασή μας; Ας κρατήσουμε λοιπόν άγρυπνα τα μάτια της ψυχής και του σώματος, αδελφοί μου, και ας βοηθήσουμε «μετά Θεόν» τους εαυτούς μας, για να γλυτώσουμε από την πίκρα αυτού του καταστρεπτικού πάθους. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές να βάζει κανείς μετάνοια στον αδελφό του – όταν φυσικά ψυχρανθούν ή στενοχωρηθούν μεταξύ τους – αλλά να παραμένει και μετά τη μετάνοια λυπημένος και έχοντας λογισμούς εναντίον του. Δεν πρέπει αυτός που πολεμείται από τους λογισμούς να αδιαφορήσει για το θέμα, αλλά αμέσως να τους σταματήσει.

Γιατί αυτό είναι μνησικακία. Και είναι ανάγκη να προσέξει, με άγρυπνη φροντίδα, να μετανοήσει, να αγωνιστεί, όπως είπα, για να μη μείνει πολύ καιρό μ’ αυτούς τους λογισμούς και κινδυνεύσει. Γιατί, με το να βάλει μετάνοια, απλώς συμμορφώνεται σε μια πρακτική εντολή και προσωρινά αντιμετωπίζει το θέμα της οργής, αλλά δεν κάνει κανέναν αγώνα εναντίον της μνησικακίας. Γι’ αυτό και παραμένει έχοντας τη λύπη εναντίον του αδελφού του. Γιατί είναι άλλο πράγμα η μνησικακία, άλλο η οργή, άλλο ο θυμός και άλλο η ταραχή.2

Και σας λέω ένα παράδειγμα, για να καταλάβετε. Αυτός που ανάβει φωτιά, στην αρχή έχει λίγη θράκα. Θράκα είναι ο πικρός λόγος του αδελφού που τον λύπησε. Δες, η θράκα έχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί είναι μια λεξούλα του αδελφού σου; Αν την υποφέρεις, έσβησες τη θράκα. Αν όμως αρχίσεις να σκέπτεσαι: «Γιατί μου το είπε; Και εγώ μπορώ να του απαντήσω. Αν δεν ήθελε να με στενοχωρήσει, δεν θα μου το έλεγε. Και, πιστέψτε με, θα τον κανονίσω εγώ»! Να, έτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ή κάποιο άλλο προσάναμμα, όπως ακριβώς κάνει αυτός που θέλει να ανάψει φωτιά, και γεμίζεις τον τόπο με καπνό, που είναι η ταραχή. Ταραχή είναι ο αναβρασμός εμπαθών και ατάκτων σκέψεων, που ξεσηκώνουν την καρδιά και την κάνουν επιθετική κατά του πλησίον. Αυτή δε η επιθετική διάθεση κατά του ανθρώπου που μας στενοχώρησε, πολλές φορές, παίρνει και χαρακτήρα απειλητικό, γιατί γίνετια και εκδικητική, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Μάρκος:

«Η κακία που γίνεται δεκτή με το λογισμό, κάνει την καρδιά θυμώδη και απειλητική, ενώ, όταν πολεμηθεί με την προσευχή και την ελπίδα, προκαλεί μετάνοια και συντριβή».3

Γιατί, αν υπέφερες τον ασήμαντο λόγο του αδελφού σου, θα έσβηνες, όπως είπα, και αυτή τη λίγη θράκα, πριν ξεσηκωθεί η ταραχή. Όμως και αυτή, αν θέλεις, μπορείς εύκολα να τη σβήσεις, όσο είναι καιρός, με τη σιωπή, με την προσευχή, με μια μετάνοια ολόκαρδη. Αν όμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αυτό τον τρόπο αποθρασύνεις και ξεσηκώνεις την καρδιά σου, στριφογυρίζοντας στο νου σου: «Γιατί μου το είπε; Μπορώ να του απαντήσω και εγώ». Απ’ όλο αυτό το βράσιμο και τη δύναμη των λογισμών, με τους οποίους η καρδιά ανάβει και ξεσηκώνεται με εμπάθεια, ανάβει το πάθος του θυμού. Γιατί θυμός είναι το ξάναμμα του αίματος, που βρίσκεται γύρω από την καρδιά, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.4 Να, έτσι ανάβει ο θυμός, έτσι βρισκόμαστε στην κατάσταση που τη λέμε οξυχολία. Αν λοιπόν θέλεις, μπορείς να τον σβήσεις και αυτόν, πριν φέρει την οργή. Αν όμως συνεχίσεις να ταράζεις και να ταράζεσαι, μοιάζεις σαν κι αυτόν που ρίχνει ξύλα στη φωτιά και μεγαλώνει τη φλόγα. Και έτσι γίνεται τα αναμμένα κάρβουνα, που είναι η οργή.

Και αυτό είναι εκείνο που είπε ο αββάς Ζωσιμάς, όταν τον ρώτησαν τι σημαίνει η φράση: «Όπου δεν υπάρχει θυμός, σταματά η διαμάχη». Γιατί, αν στην αρχή της ταραχής, μόλις αρχίσει, όπως είπαμε, κάποιος να βγάζει καπνό και να πετάει μερικές σπίθες, προλάβει να κατηγορήσει τον εαυτό του και βάλει μετάνοια, πριν ακόμα ξεσηκωθεί η ταραχή και γίνει θυμός, τότε μένει ειρηνικός. Πάλι αφού ανάψει ο θυμός, αν δεν ησυχάσει, αλλά αφήσει στην ψυχή του την ταραχή και την εκδικητικότητα, μοιάζει, όπως είπαμε, μ’ αυτόν που ρίχνει ξύλα στη φωτιά και παραμένει ξαναμμένος μέχρι να φτιάξει μεγάλα κάρβουνα. Όπως ακριβώς λοιπόν η θράκα γίνεται κάρβουνα που αποθηκεύονται και μένουν πολλά χρόνια χωρίς να καταστρέφονται και αν τους ρίξει κανείς νερό δεν σαπίζουν, έτσι και η οργή. Αν μείνει πολύ καιρό στην ψυχή γίνεται μνησικακία. Και τότε, αν δεν χύσει κανείς το αίμα του, δεν απαλλάσσεται απ’ αυτή.

Να λοιπόν, σας είπα τη διαφορά, καταλάβατε. Ακούσατε τι είναι η πρώτη ταραχή, τι ο θυμός, τι η οργή και τι η μνησικακία. Βλέπετε πως από μια κουβέντα φθάνουμε σε τόσο μεγάλο κακό; Γιατί, αν από την αρχή ο άνθρωπος αυτός κατηγορούσε τον εαυτό του και υπέμενε το λόγο του αδελφού του και δεν κοίταζε να πάρει εκδίκηση και, αντί για ένα λόγο, να πει δύο ή πέντε λόγους και να ανταποδώσει κακό αντί κακού, θα γλύτωνε απ’ όλα αυτά τα κακά. Γι’ αυτό πάντοτε σας λέω: Όσο ακόμα είναι στην αρχή τα πάθη, κόψτε τα, πριν δυναμώσουν εναντίον σας και σας ταλαιπωρήσουν. Γιατί είναι άλλο πράγμα να βγάζεις μικρό χορταράκι και άλλο να ξεριζώνεις μεγάλο δέντρο.

Δεν παραξενεύομαι για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το ότι δεν καταλαβαίνουμε τι ψάλλουμε. Καθημερινά ψάλλουμε και καταριόμαστε έτσι τους εαυτούς μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Δεν έχουμε υποχρέωση να ξέρουμε τί ψάλλουμε; Διότι ψάλλοντας λέμε: «Αν σ’ αυτούς που μου ανταπέδωσαν αντί των ευεργεσιών θλίψεις, έκανα και εγώ το ίδιο, τότε ας πέσω έρημος και αβοήθητος στα χέρια των εχθρών μου» (Ψαλμ. 7, 5). Τί σημαίνει όμως να πέσω; Όσο κανείς στέκεται όρθιος έχει τη δύναμη να αμυνθεί κατά των εχθρών του, κτυπάει, κτυπιέται, νικάει, νικιέται. Διότι είναι ακόμα όρθιος. Αν όμως πέσει, πώς μπορεί να συνεχίσει την πάλη με τον εχθρό, αφού βρίσκεται πεσμένος καταγής; Και καταριόμαστε τους εαυτούς μας, όχι μόνο να πέσουμε στα χέρια των εχθρών μας, αλλά να πέσουμε και αβοήθητοι. Τί σημαίνει να πέσει κανείς αβοήθητος στα χέρια των εχθρών του; Είπαμε ότι το να πέσει κανείς σημαίνει ότι δεν έχει πια τη δύναμη να αντισταθεί, σημαίνει ότι βρίσκεται πεσμένος καταγής.

Το δε έρημος και αβοήθητος σημαίνει, να μην έχει ποτέ τίποτα καλό που να του δώσει τη δύναμη να σηκωθεί. Γιατί εκείνος που σηκώνεται μπορεί πάλι να φροντίσει τον εαυτό του και, όποια στιγμή χρειαστεί, να ξαναπαλέψει με τον εχθρό.

Μετά λέμε: «Ας καταδιώξει τότε ο εχθρός την ψυχή μου και ας με συλλάβει αιχμάλωτο». Όχι μόνο να μας καταδιώξει, αλλά και να μας συλλάβει, ώστε να είμαστε αιχμάλωτοι σ’ αυτόν πάντα, να μας νικάει και σε καθετί να μας καταβάλλει, αν ανταποδίδουμε το κακό σ’ όσους μας εκδικούνται.

Και δεν ευχόμαστε μόνο αυτό, αλλά και να ποδοπατήσει τη ζωή μας (Ψαλμ. 7, 6). Τί είναι η ζωή μας; Η ζωή μας είναι οι αρετές. Και παρακαλούμε να ποδοπατηθεί η ζωή μας το χώμα, για να γίνουμε εντελώς χωμάτινοι, έχοντας στραμμένο όλο το λογισμό μας στη γη. «Και τη δόξα μας ας τη θάψει βαθιά στο χώμα». Τί άλλο είναι η δόξα μας, παρά η γνώση που γεννιέται στην ψυχή που τηρεί τις άγιες εντολές; Αυτό λοιπόν λέμε. Δηλαδή να μας δοξάσει, όπως λέει ο Απόστολος (Φιλ. 3, 19) μέσα στην αισχύνη μας. Να ποδοπατήσει στο χώμα τη ζωή μας και να κάνει τη ζωή και τη δόξα μας γήινα, ώστε τίποτα να μη λογαριάζουμε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αντίθετα να σκεπτόμαστε πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά, σαν αυτούς για τους οποίος λέει ο Θεός: «Δεν θα παραμείνει για πολύ το πνεύμα μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους, επειδή φρονούν και ζουν σαρκικά» (Γεν. 6, 3).

Έτσι λοιπόν ψέλνοντας όλα αυτά, καταριόμαστε τους εαυτούς μας, αν αποδίδουμε κακό αντί κακού. Και όμως πόσα κακά αντί κακών αποδίδουμε και δεν μας ενδιαφέρει καθόλου, αλλά αδιαφορούμε; …

Περί μνησικακίας. Μέρος πρώτον.

Ο Ευάγριος είπεν ότι˙ Ξένον μοναχοίς το οργίζεσθαι, ομοίως και το λυπείν τινά. Και πάλιν˙ Ει τις θυμού κεκράτηκεν, ούτος δαιμόνων κεκράτηκεν˙ ει δε τις τω πάθει τούτω ήττηται, παντάπασι του μοναδικού βίου εστίν αλλότριος, και τα εξής. Τί ουν οφείλομεν ημείς ειπείν περί εαυτών, μηδέ μέχρι θυμού και οργής ισταμένων, αλλά και εις μνησικακίαν εαυτούς έσθ’ ότε συνελαυνόντων; Τί άλλο, ει μη πενθήσαι την τοιαύτην ημών ελεεινήν και απάνθρωπον κατάστασιν; Νήψωμεν ούν, αδελφοί, και βοηθήσωμεν εαυτοίς μετά Θεόν, ίνα ρυσθώμεν από της πικρίας τούτου του ολεθρίου πάθους.

Έστι γαρ ότε βάλλει τις μετάνοιαν τω αδελφώ αυτού, ταραχής, ως εικός, ή θλίψεως μεταξύ αυτών εμπεσούσης, και μένει και μετά την μετάνοιαν λυπούμενος και έχων λογισμούς κατ’ αυτού. Ουκ οφείλει ο τοιούτος καταφρονήσαι, αλλά κόψαι αυτούς ταχέως. Μνησικακία γαρ εστί, και χρεία νήψεως πολλής, ως είπον, χρεία μετανοίας, χρεία αγώνος, ίνα μη χρονίση εν τούτοις και κινδυνεύση. Βαλών γαρ μετάνοιαν ως δια την εντολήν έβαλε, και την μεν οργήν προς το παρόν εθεράπευσε, προς δε την μνησικακίαν ούπω ηγωνίσατο˙ και δια τούτο έμεινεν έχων την λύπην κατά του αδελφού. Άλλο γαρ εστί μνησικακία και άλλο οργή και άλλο θυμός και άλλο ταραχή.

Και λέγω υμίν υπόδειγμα, ίνα νοήσητε. Ο ανάπτων ιστίαν πρώτον μεν έχει μικράν ανθρακιάν, όπερ εστί ρήμα αδελφού θλίψαντος ιδού ακμήν μικρά ανθρακιά εστί˙ τί γαρ εστί το ρήμα του αδελφού σου; εάν βαστάσης αυτό, έσβεσας την ανθρακιάν. Ει δε μείνεις λογιζόμενος ότι˙ Δια τι ειπέ μοι; Και έχω ειπείν αυτώ˙ και ει μη ήθελε θλίψαί με, ουκ έλεγε˙ και πίστευσον έχω καγώ θλίψαι αυτόν. Ιδού έβαλες μικρά ξυλάρια ή ει τι δήποτε, ώσπερ ο ανάπτων, και εποίησας καπνόν, όπερ εστίν η ταραχή. Ταραχή δε εστίν αύτη η κίνησις και συμβολή των λογισμών, ήτις διεγείρει και θρασύνει την καρδίαν. Θρασύτης δε εστίν η ανταποδοτική έγερσις κατά του λυπήσαντος, ήτις και τολμηρία γίνεται, ως είπεν ο αββάς Μάρκος˙ Κακία εν λογισμοίς μελετωμένη θρασύνει καρδίαν, αναιρουμένη δε δια προσευχής και ελπίδος συντρίβει αυτήν.

Ει γαρ εβάστασας το μικρόν ρήμα του αδελφού σου, είχες σβέσαι, ως είπον, και αυτήν την μικράν ανθρακιάν, πριν γένηται η ταραχή. Όμως και ταύτην εάν θέλης, δύνασαι ευχερώς σβέσαι, ως εστί ταχύ, δια σιωπής, δια προσευχής, δια μιας μετανοίας από καρδίας εάν δε μείνης καπνίζων, οιονεί θρασύνων και διεγείρων την καρδίαν σου δια του ενθυμηθήναι˙ Δια τί ειπέ μοι; Και έχω ειπείν αυτώ˙ εξ αυτής, ως αν τις είποι,της συμβολής και του συγκρουσμού των λογισμών, εκτριβομένης οιονεί και περιθερμαινομένης της καρδίας, γίνεται έξαψις του θυμού. Θυμός γαρ εστί ζέσις του περικαρδίου αίματος, ως λέγει ο άγιος Βασίλειος. Ιδού γέγονε θυμός, αύτη εστίν ην λέγουσιν οξυχολίαν. Εάν ουν θέλης, δύνασαι σβέσαι και αυτόν, πριν γένηται οργή˙ ει δε μείνεις ταράσσων και ταρασσόμενος, ευρίσκη ως ο βαλών ξύλα εις την ιστίαν και πλείον εκκαίων το πυρ, και ούτως λοιπόν γίνονται άνθρακες, όπερ εστίν η οργή.

Και τούτό εστίν ο έλεγεν ο αββάς Ζωσιμάς ότε η ηρωτήθη τι εστί το ρητόν το λέγον˙ Όπου ουκ έστι θυμός, ησυχάζει μάχη. Εάν γαρ εν τη αρχή της ταραχής, όταν άρξηται, ως είπομεν, καπνίζειν και ποιείν σπινθήράς τινάς, προλαβών τις μέμψηται εαυτόν και βάλη μετάνοιαν πριν εξαφθή και γένηται θυμός, ειρηνεύει. Πάλιν μεθ’ ο γένηται θυμός εάν μη ησυχάση, αλλά μένη ταρασσόμενος και θρασυνόμενος, ευρίσκεται, ως είπομεν, όμοιος ως χορηγούντι ξύλα τω πυρί, και μένει καίων έως ου ποιήσει μεγάλους άνθρακας. Ώσπερ ουν οι άνθρακες γίνονται κάρβωνες και αποτίθενται και ποιούσι πόσα έτη μη φθειρόμενοι, και ουδέν εάν βάλη τις εις αυτούς ύδωρ, σήπονται˙ ούτως και η οργή ένα χρονίση, γίνεται μνησικακία, και λοιπόν εάν μη στάξη προς το αίμα αυτού, ουκ απαλλάσσεται αυτής.

Ιδού είπον ημίν την διαφοράν, εννοήσατε˙ ιδού ηκούσατε τι εστίν η πρώτη ταραχή και τι ο θυμός και τι η οργή και τι η μνησικακία. Βλέπετε πώς από ενός ρήματος εις τοσούτον κακόν έφθασεν; Ει γαρ εξ αρχής έβαλεν επάνω εαυτού την μέμψιν και εβάστασε το ρήμα του αδελφού αυτού και μη ηθέλησεν εκδικήσαι εαυτόν και αντί ενός λόγου ειπείν δύο ή και πέντε λόγους, κα αποδούναι κακόν αντί κακού, είχεν εξειλήσαι από όλων των κακών τούτων. Δια τούτο αεί λέγω υμίν˙ ως εισί νεαρά τα πάθη, εκκόψατε αυτά πριν στερεωθώσι καθ’ υμών κα μέλλετε ταλαιπωρείν. Άλλο γαρ εστί το ανασπάσαι μικράν βοτάνην και άλλο το εκριζώσαι μέγα δένδρον.

Ου ξενίζομαι άλλο ή ότι ούτε οίδαμεν τι ψάλλομεν˙ καθ’ εκάστην ψάλλομεν και καταρώμεθα εαυτούς και ου συνιούμεν. Ουκ οφείλομεν ειδέναι τί ψάλλομεν; Ότι αεί λέγομεν˙ Ει ανταπέδωκα τοις ανταποδιδούσί μοι κακά, αποπέση μοι άρα από των εχθρών μου κενός. Τί εστί, αποπέση μοι; Εν όσω τις ίσταται, έχει δύναμιν αντιστήναι τω εχθρώ αυτού, δέρει, δέρεται, νικά, ηττάται˙ ακμήν γαρ ίσταται. Εάν δε φθάση πεσείν, πώς έτι δύναται χαμαί κείμενος παλαίσαι προς τον εχθρόν αυτού; Και κατευχόμεθα εαυτών μη μόνον πεσείν από των εχθρών ημών, άλλ’ ίνα και κενοί πέσωμεν. Τί δε εστί το πεσείν τινά κενόν από των εχθρών αυτού; Είπομεν ότι το πεσείν εστί το μηκέτι έχειν δύναμιν αντιστήναι, το παρά χαμαί κείσθαι. Το δε κενόν εστί το μηδέ τι ποτέ αγαθόν έχειν, ίνα τέως καν αναστήναί τις δυνηθή. Ο γαρ ανιστάμενος δύναται πάλιν επιμελήσασθαι εαυτού, και ότε δήποτε πάλιν έρχεται εις συμβολήν.

Είτα λέγομεν˙ Καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι˙ μη μόνον καταδιώξαι, αλλά και καταλάβοι, ίνα εσμέν υποχείριοι αυτού, ίνα εις πάντα ηττώμεθα αυτώ και εν εκάστω πράγματι καταβάλλη ημάς, ει ανταποδώσομεν τοις ανταποδιδούσιν ημίν κακά.

Και ου μόνον τούτο ευχόμεθα, αλλά και καταπατήσαι εις γην την ζωήν ημών. Τί εστίν η ζωή ημών; Η ζωή ημών εστίν αι αρεταί, και ευχόμεθα καταπατηθήναι εις την την ζωήν ημών, ίνα γένηταί τις όλος γήινος, όλον το φρόνημα αυτού έχων κάτω εις την γην˙ Και την δόξάν μου εις χουν κατασκηνώσαι. Τί δε εστίν η δόξα ημών, ει μη η γνώσις η δια της φυλακής των αγίων εντολών εγγινομένη τη ψυχή; Τούτο ουν λέγομεν, ίνα ποιήση την δόξαν ημών, ως λέγει ο Απόστολος, εν τη αισχύνη ημών, ίνα εις τον χουν κατασκηνώση αυτήν και ποιήση την ζωήν ημών και την δόξαν ημών γηίνην, ίνα μηδέν κατά Θεόν φρονώμεν, αλλά πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά, ώσπερ εκείνοι περί ων έλεγεν ο Θεός˙ Ου μη καταμείνη το πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις δια οτ είναι αυτούς σάρκας.

Ιδού όλα ταύτα ψάλλοντες, εαυτούς καταρώμεθα, εάν αποδιδώμεν κακόν αντί κακού, και πόσα αποδιδούμεν κακά αντί κακών, και ου μέλλει ημίν, αλλά αδιαφορούμεν. …

Υποσημειώσεις.

1. «Ει τις θυμού κεκράτηκεν, ούτος δαιμόνων κεκράτηκεν, ει δε τις τούτω τω πάθει δεδούλωται, ούτος μοναδικού βίου εστί παντελώς αλλότριος, και ξένος των οδών του Σωτήρος ημών˙ είπερ αυτός ο Κύριος ημών λέγεται διδάσκειν τους πραείς τας οδούς αυτού˙ δια του δυσθήρατος γίνεται των αναχωρούντων ο νους, εις το της πραότητος φεύγων πεδίον˙ ουδεμία γαρ των αρετών σχεδόν ούτω δεδοίκασιν οι δαίμονες, ως πραΰτητα˙ τούτην γαρ και Μωυσής εκείνος εκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τους ανθρώπους κληθείς. Και ο άγιος δε Δαυίδ δξίαν ταύτην της του Θεού μνήμης απεφθέγξατο είναι˙ «Μνήσθητι Κύριε, λέγων του Δαυίδ, και πάσης της πραότητος αυτού». Αλλά και αυτός ο Σωτήρ μιμητάς ημάς εκέλευσε γενέσθαι της εκείνου πραότητος˙ «Μάθετε απ’ εμού, λέγων, ότι πράός ειμί, και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Ει δε τις βρωμάτων μεν, και πομάτων απέχοιτο, θυμόν δε λογισμοίς πονηροίς ερεθίζει, ούτος έκανε ποντοπορούση νηΐ, και εχούση δαίμονα κυβερνήτην, διο προσεκτέον, όση δύναμις, τω ημετέρω κυνί, και διδακτέον
αυτόν, τους λύκους μόνους διαφθείρειν, και μη τα πρόβατα κατεσθίειν, πάσαν ενδεικνύμενον πραότητα προς πάντας ανθρώπους» (Ευαγρίου P. G. 79M 1216 BD).

2. M. Βασιλείου, P.G. 31, 369
3. P. G. 65, 908C
4. Μ. Βασιλείου P. G. 30, 424Α Μ. Βασιλείου P. G.31, 356 C Γρηγορίου Νύσσης, P. G. 44, 160D Γρηγορίου Ναζιανζηνού, P. G. 37,948 Ευαγρίου P. G. 40, 1273 Γρηγορίου Νύσσης, P. G. 46,56 Ιωάννου Κλίμακος, P. G. 88, 836D

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.