Για το ότι πρέπει να φροντίζουμε να κόβουμε γρήγορα τα πάθη πριν εξοικειωθεί μαζί τους η ψυχή (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, με τη σύμφωνη γνώμη των γερόντων, μ’ έκανε ο ηγούμενος ξενοδόχο. Βρισκόμουνα δε σε ανάρρωση από μια μεγάλη αρρώστια. Έρχονταν λοιπόν ξένοι και αγρυπνούσα μαζί τους και πάλι καμηλιέρηδες και τους υπηρετούσα. Και πολλές φορές ενώ, μετά απ’ όλα αυτά, πήγαινα να κοιμηθώ, πάλι παρουσιαζόταν ανάγκη και με ξαναξυπνούσαν. Ωστόσο έφθανε η ώρα της αγρυπνίας και, πριν προλάβει να με πάρει λίγο ο ύπνος, ερχόταν ο κανονάρχης να με ξυπνήσει. Τότε λοιπόν, είτε από την κούραση, είτε από την αρρώστια – γιατί με βασάνιζαν ακόμα τα δέκατα – αισθανόμουν τελείως εξαντλημένος, σαν να μην ήξερα που βρισκόμουν. Του απαντούσα λοιπόν μισοκοιμισμένος: «Ευλογημένο, γέροντα, ο Θεός να θυμηθεί την αγάπη σου και να σε ανταμείψει. Με φώναξες, έρχομαι, γέροντα». Μετά, μόλις έφευγε, μ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος. Στενοχωριόμουνα δε πάρα πολύ όταν αργούσα να σηκωθώ για την αγρυπνία. Και επειδή δεν μπορούσε εκείνος να με περιμένει ώσπου να σηκωθώ, ζήτησα δυο άλλους αδελφούς, τον ένα για να με ξυπνάει και τον άλλο για να
μη με αφήνει να νυστάζω την ώρα της ακολουθίας. Και πιστέψτε με, αδελφοί μου, ότι τους θεωρούσα σαν όργανα της σωτηρίας μου και έτρεφα μεγάλο σεβασμό γι’ αυτούς. Έτσι λοιπόν και σεις πρέπει να νιώθετε εκείνους που σας ξυπνάνε για την ακολουθία και σας παρακινούν σε καθετί καλό.

Όπως λοιπόν λέγαμε, έχει χρέος να εξετάζει κανείς πως πέρασε την ημέρα και πως πέρασε την νύχτα. Αν στάθηκε με προσοχή κατά την ώρα της ψαλμωδίας και της ευχής. Μήπως αιχμαλωτίσθηκε από εμπαθείς λογισμούς ή μήπως δεν παρακολούθησε τα αναγνώσματα με προσοχή. Μήπως άφησε την ακολουθία και βγήκε έξω, σκορπίζοντας το νου του εδώ και εκεί. Αν έτσι εξετάζει κανείς καθημερινά τον εαυτό του και φροντίζει να μετανοεί για όσα αμάρτησε και να διορθώνεται, αρχίζει να λιγοστεύει την κακία. Και αν έπεφτε εννέα φορές σε λάθη, τώρα πέφτει οκτώ. Και έτσι, με τη Χάρη του Θεού, προκόβοντας λίγο – λίγο, δεν αφήνει τα πάθη να στερεώσουν μέσα του. Γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος να αφήσει κανείς το πάθος να ριζώσει μέσα του. Γιατί τότε, όπως είπαμε, ούτε και αν ακόμα θέλει, δεν μπορεί μόνος του να νικήσει το πάθος, αν δεν έχει και τη βοήθεια μερικών αγίων.

Θέλετε να σας διηγηθώ για κάποιον που είχε αφήσει το πάθος να ριζώσει μέσα του; Ακούστε μια αξιοθρήνητη ιστορία. Όταν βρισκόμουν στο Κοινόβιο, δεν ξέρω πως οι αδελφοί γελάστηκαν να μου αναφέρουν τους λογισμούς τους. Μου ανέθεσε δε και ο ηγούμενος, με τη σύμφωνη γνώμη των γερόντων, να έχω αυτή τη φροντίδα. Μια μέρα λοιπόν έρχεται ένας αδελφός και μου λέει: «Συγχώρεσέ με, γέροντα, και προσευχήσου για μένα, γιατί κλέβω και τρώω». Του λέω: «Γιατί; Πεινάς;» Μου λέει: «Ναι! Δεν μου φθάνει αυτό που έχουν στην τράπεζα για τους αδελφούς και δεν μπορώ να ζητήσω». Του λέω: «Γιατί δεν πας να το πεις στον ηγούμενο»; Λέει: «Ντρέπομαι». Του λέω: «Θέλεις να πάω εγώ να το πώ»; Μου λέει: «Ας γίνει όπως νομίζεις, γέροντα».

Πήγα λοιπόν και το είπα στον ηγούμενο και μου είπε: «Κάνε αγάπη και φρόντισέ τον, όπως κρίνεις καλύτερα». Τότε τον παίρνω και πηγαίνω στον κελλαρίτη και λέω: «Κάνε αγάπη, και όποια ώρα έρχεται εδώ αυτός ο αδελφός, να του δίνεις όσα θέλει και να μην του στερήσεις τίποτα». Αφού το άκουσε αυτό ο κελλαρίτης, μου λέει: «Όπως ευλογείτε». Περνάει έτσι λίγες ημέρες ο αδελφός εκείνος και έρχεται και μου λέει: «Συγχώρεσέ με, γέροντα, γιατί άρχισα πάλι να κλέβω». Του λέω: «Γιατί; Δεν σου δίνει ο κελλαρίτης ό,τι θέλεις»; Μου λέει: «Ναι, συγχώρεσέ με, γιατί μου δίνει όσα θέλω, αλλά εγώ τον ντρέπομαι». Του λέω: «Εμένα με ντρέπεσαι»; Μου λέει: «Όχι». Του λέω: «Λοιπόν, αν θέλεις τίποτε, να έρχεσαι να το παίρνεις από εμένα και να μην ξανακλέψεις»1 – γιατί τότε διαχειριζόμουν τρόφιμα, επειδή είχα τη διακονία του νοσοκομείου. Ερχόταν λοιπόν εκεί σ’ εμένα, και έπαιρνε όσα ήθελε. Μετά από λίγες μέρες άρχισε πάλι να κλέβει και έρχεται λυπημένος και μου λέει: «Να, πάλι κλέβω». Του λέω: «Γιατί, αδελφέ μου, δεν σου δίνω ό,τι
θέλεις»; Μου λέει: «Ναι». Του λέω: «Μήπως ντρέπεσαι να παίρνεις από εμένα;» Μου λέει: «Όχι». Του λέω: «Και τότε, γιατί κλέβεις»; Μου λέει: «Συγχώρεσέ με, δεν ξέρω γιατί, αλλά να που κλέβω». Τότε του λέω: «Πες μου, ειλικρινά, τί τα κάνεις όσα κλέβεις»; Μου λέει: «Τα δίνω στο γαϊδούρι»!

Και αποδείχθηκε ότι έκλεβε ο αδελφός εκείνος παξιμάδια, χουρμάδες, σύκα, κρεμμύδια, οτιδήποτε εύρισκε μπροστά του. Όλα αυτά τα έκρυβε, άλλα μεν κάτω από το στρώμα του, άλλα δε αλλού. Και στο τέλος, επειδή δεν ήξερε τι να τα κάνει, μόλις έβλεπε ότι άρχιζαν να χαλάνε, πήγαινε και τα πέταγε ή τα έδινε στα ζώα.

Βλέπετε τι σημαίνει το να ριζώνουν τα πάθη μέσα μας; Βλέπετε πόσο μας κάνουν άθλιους; Πόσο μας ταλαιπωρούν; Είχε συνείδηση ότι είναι κακό, ήξερε ότι αμάρτανε, στενοχωριόταν, έκλαιγε, κα όμως παρασυρόταν ο δυστυχής από την κακή συνήθεια που απόκτησε από την προηγούμενη αμέλεια. Καλά έλεγε ο αββάς Νισθερώ ότι, αν κάποιος νικηθεί από ένα πάθος, έγινε δούλος του πάθους εκείνου. Ο καλός Θεός να μας φυλάει από την κακή συνήθεια, για να μην πεικαι σε μας: «Τί ωφελεί και αν έχυσα το Αίμα μου, και αν κατέβηκα για χατήρι σας στον Άδη»; (Ψαλμ. 29, 10).

Σας είπα με πολλούς τρόπους το πώς κανείς πέφτει σε μια κακή συνήθεια. Γιατί, όποιος θυμώσει μια φορά, δεν λέγεται κιόλας θυμώδης. Ούτε όποιος πόρνευσε μια φορά, λέγεται πόρνος. Ούτε όποιος έδωσε μια φορά ελεημοσύνη, λέγεται ελεήμονας, αλλά και η αρετή και η κακία, με το να ασκείται συνεχώς, γίνεται αναφαίρετη συνήθεια στην ψυχή. Και τελικά, αυτή η συνήθεια ή την κολάζει ή την αναπαύει. Για το πώς δε αναπαύει την ψυχή η αρετή και το πώς την κολάζει η κακία είπαμε με πολλούς τρόπους. Γιατί η αρετή είναι φυσική και έμφυτη στην ψυχή, αφού είναι άφθαρτος ο σπόρος της αρετής.2 Είπα λοιπόν ότι, όσο ασκούμαστε στην αρετή, ταυτιζόμαστε μ’ αυτή. Δηλαδή ξαναβρίσκουμε την ίδια την φύση μας, ξαναβρίσκουμε την υγεία μας, όπως ακριβώς, μετά από μια αρρώστια του ματιού, ξαναβρίσκουμε το φως μας ή από οποιαδήποτε άλλη αρρώστια επανερχόμαστε στη φυσική κατάσταση της υγείας μας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την κακία. Τότε, στην περίπτωση της κακίας, αποκτούμε ξένη και «παρά φύση» συνήθεια με τη διάπραξη του κακού. Σ
αν να συνηθίζουμε μια λοιμώδη αρρώστια, ώστε να μην μπορούμε πια να γιατρευθούμε χωρίς πολλή βοήθεια και πολλές προσευχές και πολλά δάκρυα, που θα ελκύσουν πάνω μας τους οικτιρμούς του Χριστού.

Το ίδιο συναντάμε και στα σωματικά. Υπάρχουν π. χ. μερικά φαγητά που προξενούν, ας υποθέσουμε, υπερβολική έκκριση της χολής. Να, τι θέλω να πω. Το λάχανο μπορεί να προκαλέσει πάθηση της χολής. Επίσης και η φακή με μερικά άλλα παρόμοια. Δεν βλάπτει βέβαια κανείς τη χολή του τρώγοντας μια ή δυο φορές λάχανο ή φακή ή κάτι παρόμοιο, αλλά αν τρώει συνεχώς. Έτσι, με την υπερβολή αυτή, προξενούνται πυρετοί και κυριολεκτικά καίγονται όσοι πάσχουν απ’ αυτούς. Μερικά μάλιστα οδηγούν και σε πολλές άλλες δυσάρεστες καταστάσεις. Έτσι συμβαίνει και με την ψυχή. Αν παραμείνει κανείς στην αμαρτία, δημιουργείται κακή συνήθεια στην ψυχή και αυτή την κολάζει.

Πρέπει να ξέρετε και αυτό, ότι δηλαδή μερικές φορές η ψυχή έχει τάση να πέφτει σε κάποιο πάθος. Και αν μόνο μια φορά πέσει σ’ εκείνο το πάθος, κινδυνεύει αμέσως να γίνει ένα μαζί του. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σωματικά. Γιατί μπορεί κάποιου η χολή από προηγούμενη αμέλεια να είναι περισσότερο ευαίσθητη. Έτσι μπορεί και ένα μόνο ακατάλληλο γεύμα αμέσως να τον ερεθίσει και να του προκαλέσει έκκριση περισσότερου χολικού υγρού.

Υπάρχει λοιπόν ανάγκη από πολλή επαγρύπνηση, προσοχή και φόβο, για να μην αποκτήσει κάποιος κακές συνήθειες. Πιστέψτε με, αδελφοί μου, ότι αν έχει υποδουλωθεί κανείς σ ‘ ένα πάθος, θα κολασθεί. Και συμβαίνει να κάνει κάποιος δέκα καλά έργα και να έχει υποδουλωθεί σ’ ένα πάθος και να νικάει αυτό το ένα, που έχει προέλθει από κακή συνήθεια, τα δέκα καλά. Όπως ακριβώς ο αετός, αν ξεφύγει ολόκληρος από την παγίδα και πιασθεί μόνο το νύχι του, απ’ αυτό το μικρό κομμάτι νικιέται ολόκληρος. Γιατί μήπως δεν είναι στην παγίδα, έστω και αν ακόμα βρεθεί ολόκληρος έξω, παραμείνει όμως μόνο το νύχι του πιασμένο; Δεν τον πιάνει όποια ώρα θέλει αυτός που του έστησε την παγίδα; Έτσι είναι και η ψυχή. Αν έχει δεθεί και μ’ ένα μόνο πάθος, όποια ώρα θέλει ο εχθρός τη νικά. Διότι την έχει κάνει υποχείριό του ο εχθρός με το πάθος εκείνο. Γι’ αυτό σας λέω πάντοτε: Μην αφήσετε κανένα πάθος μέσα σας να ριζώσει, αλλά να αγωνιζόμαστε, παρακαλώντας τον θεό, νύχτα – μέρα, να μην πέσουμε σε πειρασμό. Και αν, ως άνθρωποι,
νικηθούμε και πέσουμε στην αμαρτία, ας φροντίσουμε να σηκωθούμε αμέσως. Ας μετανοήσουμε γι’ αυτό, ας κλάψουμε μπροστά στην αγαθότητα του Θεού, ας αγρυπνήσουμε, ας αγωνισθούμε. Και ο Θεός, βλέποντας την προαίρεσή μας και την ταπείνωση και τη συντριβή μας, θα μας δώσει χέρι βοηθείας και θα μας χαρίσει το έλεός Του. Αμήν.

Περί του σπουδάζειν ταχέως εκκοπτείν τα πάθη προ του εν έξει κακή γενέσθαι την ψυχήν. Μέρος δεύτερον.

Ότε ήμην εν τω κοινοβίω, εποίησέ με ο αββάς ξενοδόχον κατά γνώμην των γερόντων. Ήμην δε και από μεγάλης αρρωστίας. Ήρχοντο ουν ξένοι, και εσπέριζον μετ’ αυτών, και πάλιν καμηλάριοι, και εποίουν την χρείαν αυτών˙ πολλάκις δε και μεθ’ ο απηρχόμην κοιμηθήναι, πάλιν άλλη χρεία απήντα και εξύπνιζόν με. εν τοσούτω ουν έφθασεν η ώρα της αγρυπνίας, και ως μόνον ήρπαζον μικρόν, ιδού ο κανονάρχης εξυπνίζων με˙ λοιπόν ηυρισκόμην υπό λειπτοπυρετίων) διαλελυμένος ως μη έχων εμαυτόν. Απεκρινόμην ουν αυτώ καταφερόμενος ύπνω˙ Καλώς, κύρι, μνησθείη η αγάπη, ο Θεός δώη σοι τον μισθόν, εκέλευσας, έρχομαι, κύρι. Είτα ως απήρχετο, πάλιν απεκοιμώμην˙ πάνυ δε εθλιβόμην ότε εβράδυνον αναστήναι εις την αγρυπνίαν, και επειδή ουχ υπήντα εκείνω προσκαρτερήσαί μοι, ήτησα δύο τινάς των αδελφών, τον μεν ένα ίνα εξυπνίζη με, τον δε άλλον ίνα μη αφή με νυστάξαι εις την αγρυπνίαν. Και πιστεύσατέ μοι, αδελφοί, ούτως είχον αυτούς ως ότι δι’ αυτών ην η σωτηρία μου, και σχεδόν εσεβόμην αυτούς. Ούτως ουν και ημείς οφείλετε διακείσθαι προς
τους διεγείροντας υμάς εις τον κανόνα της εκκλησίας και εις παν πράγμα αγαθόν.

Καθώς ουν ελέγομεν, οφείλει τις ερευνάν πως παρήλθεν την ημέραν και την νύκτα˙ ει μετά νήψεως ίστατο εις την ψαλμωδίαν και εις την ευχήν ει μη ηχμαλωτίσθη υπό λογισμών εμπαθών ή νουνεχώς ήκουσε των θείων αναγνωσμάτων˙ ει μη αφήκε την ψαλμωδίαν και εξήλθεν έξω της εκκλησίας μετεωριζόμενος εάν ούτως ερευνά τις εαυτόν καθ’ εκάστην και σπουδάζη μετανοείν υπέρ ων ήμαρτε, και διορθούσθαι εαυτόν, άρχεται μειούν την κακίαν, και ει εποίει εννέα, ποιεί οκτώ, και ούτως συν Θεώ κατά μικρόν προκόπτων, ουκ εά τα πάθη στερεωθήναι κατ’ αυτού. Μέγας γαρ κίνδυνος το εμπεσείν τινά εις έξιν πάθους επειδή, καθώς είπομεν, ούτε εάν θέλη ο τοιούτος, δύναται έτι μόνος περιγενέσθαι του πάθους, εάν μη σχη και βοήθειαν παρά τινών αγίων.

Θέλετε διηγήσωμαι υμίν περί τινός έχοντος πάθος εν έξει; Ακούσατε πράγμα άξιον πολλού κλαυθμού. Ότε ήμην εις το κοινόβιον, ούκ οίδα πως εχλευάζοντο οι αδλεοί αναθέσθαι μοι τους λογισμούς αυτών. Φησίν δε και ο αββάς επέτρεπέ μοι κατά γνώμην των γερόντων την φροντίδα τούτου ποιείσθαι του μέρους. Εν μια ουν των ημερών, έρχεταί τις των αδελφών και λέγει μοι˙ Συγχώρησόν μοι, κύρι, και εύξαι υπέρ εμού, ότι κλέπτω και τρώγω. Λέγω αυτώ˙ Δια τι; Πεινάς; Λέγει μοι˙ Ναι, ουκ αρκούμαι τη τραπέζη των αδελφών και ου δύναμαι αιτήσαι. Λέγω αυτώ˙ Δια τι μη υπάγης ανατιθή τω αββά; Λέγει˙ Αισχύνομαι. Λέγω αυτώ˙ Και θέλεις απέρχωμαι εγώ και λέγω; Λέγοι μοι˙ Ωε κελεύεις, κύρι.

Απήλθον ουν και είπον τω αββά, και λέγει μοι˙ Ποίησον αγάπην και φρόντισον αυτού, ως οίδας. Τότε λαμβάνω αυτόν και λέγω τω κελλαρίτη επί αυτού˙ Ποίησον αγάπην, και οία ώρα έρχεται ούτος ο αδελφός προς σε, δος αυτώ όσα θέλει, και μηδέν κωλύσης απ’ αυτού. Ακούσας ο κελλαρίτης λέγει μοι˙ Εκέλευσας. Ποιεί ούτως ολίγας ημέρας ο αδελφός εκείνος και έρχεται λέγων μοι˙ Συγχώρησόν μοι, κύρι, ότι ηρξάμην πάλιν κλέπτειν. Λέγω αυτώ˙ Δια τί; Ου παρέχει σοι ο κελλαρίτης ει τι θέλεις; Λέγει μοι˙ Ναι˙ συγχώρησον ότι όσα θέλω παρέχει μοι˙ άλλ’ εγώ αισχύνομαι αυτόν. Λέγω αυτώ˙ Μη εμέ αισχύνη; Λέγει μοι˙ Ου. Λέγω αυτώ˙ Ουκούν ει τί θέλεις, έρχου και λάμβανε παρ’ εμού, και μηκέτι κλέψης .Είχον γαρ τότε την διακονίαν του νοσοκομείου. Ήρχετο ουν εκεί προς με και ελάμβανεν ότι ήθελεν. Είτα ήρξατο μετά ημέρας πάλιν κλέπτειν, και έρχεται θλιβόμενος και λέγει μοι˙ Ιδού πάλιν κλέπτω. Λέγω αυτώ˙ Δια τί, αδελφέ μου; ου παρέχω σοι ει τι θέλεις; Λέγει μοι˙ Ναι. Λέγω αυτώ˙ Και μη αισχύνη λαβείν απ’ εμού; Λέγει μοι˙ Ου. Λέγω αυτώ˙ Και
δια τί κλέπτεις; Λέγει μοι˙ Συγχώρησόν μοι, ουκ οίδα δια τι˙ αλλά ούτως απλώς κλέπτω. Τότε λέγω αυτώ˙ Το όντως συ ειπέ μοι καν τι ποιείς α κλέπτεις. Λέγει μοι˙ Τω όνω παρέχω αυτά.

Και ευρέθη ότι έκλεπτεν ο αδελφός εκείνος βουκκία, φοινίκια, συκίδια, κρόμμυα, ει τι δήποτε απλώς ηύρισκε, και έκρυβεν αυτά, τα μεν υποκάτω της στρώσεως αυτού, τα δε αλλαχού. Και τέλος μη ευρίσκων τι ποιήσαι αυτά, ως έβλεπεν αυτά αχρειούμενα, λοιπόν απήρχετο και έρριπτεν αυτά ή παρείχεν αυτά έμπροσθεν των αλόγων.

Ιδού βλέπετε τι εστί το έχειν πάθος εν έξει; Βλέπετε ποία αθλιότης, ποία ταλαιπωρία; Ήδει ότι κακόν εστίν, ήδει ο΄τι κακώς ποιεί, εθλίβετο, έκλαιε, και όμως είλκετο ο άθλιος υπό της κακής συνηθείας ην εποίησεν εαυτώ δια της προλαβούσης αμελείας. Και καλώς έλεγεν ο αββάς Νισθερώ˙ εάν τις κατασυρή υπό πάθους, γέγονε δούλος του πάθους. Ο Θεός ο αγαθός ρύσηται ημάς από κακής έξεως, ίνα μη και ημίν είπη˙ Τίς ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν;

Είπον δε υμίν διαφόρως και το πώς εμπίπτει τις εις έξιν. Ου γαρ ο άπαξ θυμούμενος ήδη λέγεται θυμώδης ουδέ ο άπαξ πορνεύων λέγεται πόρνος ουδέ ο άπαξ ελεών λέγεται ελεήμων αλλά και η αρετή και η κακία εκ του συνεχώς ενεργείσθαι έξιν τινά εμποιεί τη ψυχή, και λοιπόν αυτή η έξις ή κολάζει ή αναπαύει αυτήν. Το δε πως αναπαύει την ψυχήν η αρετή και πως κολάζει αυτήν η κακία, είπομεν διαφόρως. Ότι η μεν αρετή φυσική εστί και εν ημίν εστίν. Ανεξάλειπτα γαρ τα σπέρματα της αρετής. Είπον ουν ότι όσον ενεργούμεν τα καλά, εν έξει της αρετής γινόμεθα, τούτ’ έστι την ιδίαν έξιν αναλαμβάνομεν, εις την ιδίαν υγείαν επανερχόμεθα, ώσπερ από οφθαλμίας επί το οικείον φως, ή από άλλης οίας δήποτε αρρωστίας επί την ιδίαν και κατά φύσιν υγείαν. Επί δε της κακίας, ουχ ούτως αλλά ξένην τινά και παρά φύσιν λαμβάνομεν έξιν δια της ενεργείας του κακού˙ οιονεί, εν έξει λοιμώδους τινός αρρωστίας γινόμεθα, ίνα μήτε δυνάμεθα έτι υγιάναι άνευ πολλής βοηθείας και πολλών ευχών και πολλών δακρύων δυναμένων κινήσαι εφ’ ημάς τους
οικτιρμούς του Χριστού.

Ώσπερ και εν τοις σωματικοίς ευρίσκομεν. Εισί γαρ τινά βρώματα ποιούντα, υπόθου, μελαγχολικόν χυμόν, οίόν τι λέγω˙ Η κράμβη μελαγχολική εστί, και η φακή και άλλα τινά τοιαύτα˙ ου παρά το φαγείν ουν άπαξ ή δεύτερον κράμβην ή φακήν ή τι των τοιούτων, γίνεταί τις μελαγχολικός χυμός κατ’ αυτού˙ άλλ’ εάν συχνάση, και ούτως λοιπόν πλεονάζων, κινεί πυρετούς, και καίουσι τον έχοντα αυτούς φέρει δε τινά και εις άλλας μυρίας περιστάσεις. Ούτως και επί της ψυχής εάν τις μείνη αμαρτάνων, γίνεται έξις τις πονηρά εν τη ψυχή, και αύτη εστί κολάζουσα αυτήν.

Πλην ίνα ειδήτε και τούτο, ότι έστιν ότε ευρίσκεται επιρρεπώς έχουσα ψυχή περί πάθος, και εάν άπαξ μόνον εμπέση εις ενέργειαν εκείνου του πάθους, κινδυνεύει ευθέως εις έξιν ελθείν˙ το δ’ αυτό και εν τοις σώμασιν συμβαίνει ευρίσκεται γαρ τις μελαγχολικωτέρας κράσεως από προλαβούσης τινός αμελείας, και δύναται σχεδόν και μία βρώσις τοιαύτη ευθέως ερεθίσαι και εξάψαι κατ’ αυτού τον χυμόν.

Πολλής ουν νήψεως και σπουδής και φόβου χρεία, ίνα μη εμπέση τις εις κακήν έξιν˙ πιστεύσατέ μοι, αδελφοί, ότι εν πάθος εάν έχη τις έν έξει, υπόκειται τη κολάσει˙ και συμβαίνει ότι ποιεί τις δέκα καλά έργα και εν κακόν εν έξει, και περιγίνεται εκείνο το εν τω από κακής έξεως γινόμενον των δέκα καλών. Ώσπερ γαρ ο αετός εάν όλος εξειλήση της παγίδος, ευρεθή δε μόνος ο όνυξ αυτού δεδεμένος, δια του μικρού εκείνου καταβάλλεται όλη η δύναμις αυτού˙ καν γαρ όλος ευρεθή έξω, μόνος δε ο όνυξ αυτού δέδεται, μη ουκ έστιν υπό την παγίδα; Ουχ οίαν ώραν θέλει ο αγρεύσας καταβάλλει αυτόν; Ούτως εστίν και η ψυχή εν μόνον πάθος εάν έχη εν έξει, οίαν ώραν δόξη τω εχθρώ, καταβάλλει αυτήν. Έχει γαρ αυτήν υποχείριον αυτού δια του πάθους εκείνου. Δια τούτο αεί λέγω υμίν˙ Μη εάσητε πάθος ποιήσαι εν υμίν, έξιν άλλ’ ίνα αγωνιζώμεθα δεόμενοι του Θεού νυκτός και ημέρας μη εμπεσείν εις πειρασμόν. Εάν δε και ηττηθώμεν, ως άνθρωποι, και ολισθήσωμεν εις πταίσμα, σπουδάσωμεν ευθέως αναστήναι, μετανοήσωμεν υπέρ αυτού, κλαύσωμεν
ενώπιον της αγαθότητος του Θεού, γρηγορήσωμεν, αγωνισώμεθα˙ και ο Θεός βλέπων την προαίρεσιν ημών και την ταπείνωσιν και την συντριβήν ημών, παρέχει ημίν χείρα και ποιεί μεθ’ ημών το έλεος αυτού. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Αββά Δανιήλ, P. G. 65, 156B’, στ’.
2. Ευαγρίου P. G. 40, 1240.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για το ότι πρέπει να φροντίζουμε να κόβουμε γρήγορα τα πάθη πριν εξοικειωθεί μαζί τους η ψυχή (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.