Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 2-ος: Να αποφεύγουμε τους ολέθριους και βλαπτικούς ανθρώπους.

Λόγος δεύτερος

Για το να αποφεύγουμε τους ολέθριους και βλαπτικούς ανθρώπους και να αποστρεφόμαστε τα λόγια τους και να αναλάβουμε την εργασία της αρετής. Και ακόμη για το ότι πρέπει να εξετάζουμε, αν έχουμε στους εαυτούς μας τις αρετές των μακαρισμών του Χριστού. Και για τα δάκρυα και την κατάνυξη.

Αδελφοί και πατέρες, καθένας που θέλει να βρει τον Θεό ας απαρνηθεί τον εαυτό του1 και ας μη λυπηθεί την ζωή του, αλλά ας βάλει έχθρα ανάμεσα στον εαυτό του και ανάμεσα σε όλους εκείνους που ζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας. Ας μη στρέψει την προσοχή του στα παρηγορητικά τάχα λόγια κάποιου απ’ αυτούς και ας μην καθίσει στη συντροφιά του, ούτε και να συζητά βλαβερά θέματα, με τα οποία δηλητηριάζεται η ψυχή και αναγκάζεται να ασχολείται με τους προηγούμενους κακούς λογισμούς και σκέψεις.
Άνθρωπε, φοβήσου το δόλωμα που είναι το αγκίστρι, και άκουσέ με, και απομακρύνσου απ’ αυτούς. Μην κατεβάσεις πάλι την ψυχή σου στον άδη. Σταθεροποίησε το λογισμό σου και μην τον αφήσεις να πλανάται στα μάταια ακούσματα. Μη στραφείς προς τα πίσω˙ μη διστάσεις, ούτε να υποχωρήσεις από ραθυμία˙ μην αφήσεις να σε πάρει ο ύπνος,2 ούτε να γλυκάνεις το φάρυγγά σου με την ευχαρίστηση κάποιου φαγητού ωσότου να δεις αυτό με το οποίο κλήθηκες, και για το οποίο κλήθηκες, και στο οποίο βιάζεσαι να φθάσεις, σύμφωνα με το σκοπό σου. Μη δεχθείς το λογισμό που σου υπαγορεύει λέγοντας: «Τί σου χρειάζεται ο πολύς κόπος και η άκαιρη ταλαιπωρία; Έχεις συμπληρώσει ένα και δύο και τρία χρόνια και δεν γνώρισες καμία ωφέλεια». Μη, αδελφέ μου, μην πιασθείς σ’ αυτή την παγίδα, ούτε να προδώσεις τη σωτηρία σου, αλλά να δείξεις ακόμη μεγαλύτερη προθυμία και ανδρεία στην εργασία των αρετών, χωρίς να απιστείς στα λόγια και στις διδασκαλίες των κατά Θεόν πατέρων σου. Βάλε λοιπόν στην ψυχή σου την απόφαση να πεθάνεις πρώτα παρά να απομακρυνθείς απ’ αυτή τη σωτήρια υπόθεση3˙ διότι, αν είχες κάνει αυτό χωρίς δισταγμό από την αρχή, ο αγαθός Θεός δεν θα σε παρέβλεπε, αλλά θα σου έδινε φανερά την απόλαυση αυτού που ποθείς.
Γι’ αυτό λοιπόν, αν θέλεις να επιτύχεις αυτά που επιθυμείς και ποθείς, εννοώ τα αγαθά του Θεού, και αν θέλεις από άνθρωπος να γίνεις επίγειος άγγελος, αγάπησε, αδελφέ, τη θλίψη του σώματος, δέξου την κακοπάθεια, και μάλιστα αγάπησε πολύ τους πειρασμούς, επειδή αυτοί πρόκειται να σου γίνουν πρόξενοι κάθε καλού. Πες μου, τι ωραιότερο υπάρχει από μία ψυχή που θλίβεται με επίγνωση, ότι κάνοντας υπομονή πρόκειται να κληρονομήσει τη χαρά όλων; Τί ανδρειότερο υπάρχει από μία καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη,4 που τρέπει σε φυγή χωρίς κόπο τις φάλαγγες των δαιμόνων και τις απομακρύνει ολότελα; Τί ενδοξότερο υπάρχει από την πνευματική πτωχεία5 που είναι πρόξενος της βασιλείας των ουρανών, αλλά και τί θα μπορούσε να είναι αντάξιο με την πνευματική πτωχεία, ή τώρα ή στο μέλλοντα αιώνα; Και ακόμη το να μη μεριμνά κανείς για τον εαυτό του, για να αποκτήσει δηλαδή κάτι από τα γήινα, αλλά να έχει στραμμένο ολόκληρο το νου του προς τον Χριστό, πόσα αιώνια αγαθά φαντάζεσαι ότι προξενεί, πόση αγγελική κατάσταση; Και ακόμη το να καταφρονεί κανείς όλα μαζί τα πρόσκαιρα και αυτές ακόμη τις απαραίτητες ανάγκες του σώματος, ώστε να μη φιλονικεί με κάποιον γι’ αυτά για να διατηρεί αμείωτη την ειρήνη και την αγάπη μέσα σε ατάραχη ψυχική κατάσταση, για ποιες αμοιβές και για ποια στεφάνια και βραβεία δεν είναι αντάξιο;
Πραγματικά, η εντολή ξεπερνά τη φύση και οι αμοιβές ξεπερνούν τη λογική˙ ο Χριστός θα γίνει γι’ αυτούς τα πάντα, αναπληρώνοντας τα πάντα. Όταν όμως ακούς το όνομα Χριστός, μην προσέχεις την απλότητα του λόγου και τη συνομιλία της λέξης, αλλά σκέψου τη δόξα της Θεότητας, που ξεπερνά το νου και τη σκέψη˙ σκέψου την ανέκφραστη δύναμή της, το αμέτρητο έλεός της, τον ακατανόητο πλούτο της, αυτά που ο Χριστός δίνει σ’ αυτούς με αφθονία και με γενναιοδωρία, και που αρκούν να αναπληρώσουν όλα, επειδή δέχθηκαν μέσα τους εκείνον τον ίδιο τον Χριστό, τον αίτιο και βραβευτή κάθε καλού˙ διότι αυτός που αξιώθηκε να δει και να αντικρύσει τον Χριστό, δεν επιθυμεί κάτι άλλο, ούτε αυτός που γέμισε από την αγάπη του Θεού, ανέχεται να αγαπήσει επάνω στη γη κάποιον άλλο περισσότερο από τον Χριστό.
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ας σπεύσουμε να βρούμε τον Χριστό και να τον δούμε τι λογής είναι ως προς την ωραιότητα και την τέρψη, επειδή και βλέπουμε πολλούς από τους ανθρώπους να υπομένουν από την επιθυμία κάποιων πρόσκαιρων αγαθών πολλούς κόπους και μόχθους, αλλά και να κάνουν μακρινά ταξίδια, και όχι μόνο αυτά, αλλά να καταφρονούν και γυναίκα και παιδιά και κάθε άλλη δόξα και απόλαυση, και να μην προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από το θέλημά τους, για να μην αποτύχουν στο σκοπό τους. Και αν μερικοί άνθρωποι κάνουν όλο τον αγώνα και θυσιάζουν την ίδια τη ζωή τους για πρόσκαιρα και φθαρτά πράγματα, εμείς δεν θα παραδώσουμε σε θάνατο τις ψυχές και τα σώματά μας για χάρη του Βασιλιά των βασιλευόντων και του Κυρίου των κυριευόντων,6 και του δημιουργού και εξουσιαστή των απάντων; Αλλά και πού να απομακρυνθούμε ή που να φύγουμε, αδελφοί, από την παρουσία του; Αν δηλαδή ανεβούμε στον ουρανό, θα τον βρούμε να είναι εκεί, αν κατεβούμε στον άδη, και εκεί είναι παρών˙ αν απομακρυνθούμε στις εσχατιές της θάλασσας, δεν θα αποφύγουμε το χέρι του, αλλά η δύναμη του χεριού του θα κρατά σφιχτά τις ψυχές και τα σώματά μας.7 Μην μπορώντας λοιπόν, αδελφοί, να σταθούμε απέναντί του ή να φύγουμε από την παρουσία του Κυρίου, ελάτε, ας προσφέρουμε τους εαυτούς μας δούλους στον Κύριο και Θεό, που έλαβε για χάρη μας σαν ένδυμα μορφή δούλου8 και πέθανε για τη σωτηρία μας˙ ελάτε, ας ταπεινωθούμε κάτω από τη δύναμη του χεριού του,9 που αναβλύζει για όλους σαν από πηγή την αιώνια ζωή και την προσφέρει πλούσια με το Άγιο Πνεύμα σ’ εκείνους που τη ζητούν.
Αδελφοί μου αγαπητοί, με πόση οδύνη και λύπη είναι γεμάτη η ψυχή μου, όταν εγώ θελήσω να διηγηθώ τα θαυμαστά έργα που έκανε το χέρι του Θεού και η ανέκφραστη ωραιότητα του χεριού του, για να δείτε και να μάθετε τη μεγαλοσύνη του και να ζητήσετε να λάβετε τον Θεό μέσα σας, αλλά δεν βλέπω κάποιους από σας να προσέχουν με πόθο και θέρμη στα λόγια μου ή να επιθυμούν να απολαύσουν μία τέτοια δόξα. Γι’ αυτό και μένω εντελώς άφωνος, χωρίς διόλου να μπορώ να πω ή να εξηγήσω σε κάποιον τη δόξα του Χριστού και Θεού μας, που τη χαρίζει σ’ εκείνους που με όλη τους την ψυχή τη ζητούν.
Αλλά πόση είναι η έκπληξή μου και η μεγαλοσύνη των δωρεών του Θεού! Διότι από πολλή και ανέκφραστη αγαθότητα άφησε τους σοφούς του κόσμου και τους ισχυρούς και τους πλούσιους, και διάλεξε τους αδύναμους και τους απλοϊκούς και τους φτωχούς.10 Και ρωτώ, ποιος είναι ικανός να ευχαριστήσει και γι’ αυτό μόνο, όπως αξίζει; Διότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι σιχαίνονται κατά κάποιο τρόπο τους αδύναμους και φτωχούς, και ο επίγειος βασιλιάς δεν ανέχεται να τους βλέπει˙ οι άρχοντες τους αποστρέφονται, οι πλούσιοι τους περιφρονούν και τους προσπερνούν, όταν τους συναντούν, σαν να μην είναι τίποτε, και κανείς δεν θεωρεί ευτύχημα τη συναναστροφή τους˙ ο Θεός όμως, που λατρεύεται από μύριες και αμέτρητες αγγελικές δυνάμεις,11 που όλα τα εξουσιάζει με το λόγο της δύναμής του,12 που η μεγαλοσύνη του είναι αβάσταχτη από όλα τα δημιουργήματα, όχι μόνο δεν αρνήθηκε να γίνει και πατέρας και φίλος και αδελφός αυτών των περιφρονημένων, αλλά και θέλησε να σαρκωθεί, ώστε να γίνει όμοιος μ’ εμάς σε όλα, εκτός από την αμαρτία,13 και να μας κάνει κοινωνούς της δόξας του και της βασιλείας του. Θαυμάζω τον πλούτο της πολλής του αγαθότητας! Θαυμάζω την ανείπωτη συγκατάβαση του Δεσπότη μας και Θεού!
Γιατί, αδελφοί, δεν τρέχουμε στον εύσπλαχνο Θεό, που μας αγάπησε τόσο πολύ; Γιατί δεν παραδίδουμε σε θάνατο τις ψυχές μας για χάρη του Χριστού και Θεού, που πέθανε για μας; Γιατί είμαστε δειλοί και φοβόμαστε την έξοδό μας από το σώμα; Μήπως ο άδης πρόκειται να λαμβάνει ή να κρατά τις ψυχές εκείνων που έχουν ελπίσει στον Χριστό; Μήπως ο θάνατος εξουσιάζει τις ψυχές που είναι σφραγισμένες με τη χάρη του παναγίου Πνεύματος και με το αίμα του Χριστού; Μήπως ο νοητός λύκος14 τολμά να αντικρύσει τη σφραγίδα15 του αρχιποιμένα Χριστού, με την οποία ο Χριστός σφραγίζει τα πρόβατά του; Όχι βέβαια, πιστοί και ευσεβείς αδελφοί! Όσοι λοιπόν είστε ασφράγιστοι, τρέξτε˙ όσοι είστε ασημάδευτοι, σπεύστε να σημαδευτείτε με το σημάδι του Αγίου Πνεύματος. Αλλά, ποιός είναι ο ασφράγιστος; Είναι εκείνος που φοβάται το θάνατο. Ποιός είναι ο ασημάδευτος; Είναι εκείνος που δεν γνωρίζει ακριβώς το είδος της σφραγίδας˙ διότι εκείνος που γνώρισε το θείο σφράγισμα αποκτά αδιάψευστη ελπίδα, με το να στηρίζεται στην πίστη.
Γι’ αυτό λοιπόν, ας αναζητήσουμε τον Χριστό, που ντυθήυκαμε με το θείο βάπτισμα,16 αλλά αποβάλλαμε με τις κακές πράξεις˙ επειδή, αν και αγιασθήκαμε χωρίς συναίσθηση, όταν ήμασταν ακόμα νήπιοι και στο μυαλό και στην ηλικία, μολύναμε τους εαυτούς μας στα χρόνια της νεότητας, για να μην πω ότι καθημερινά μολύνουμε τις ψυχές μας και τα σώματα με την παράβαση των εντολών. Γι’ αυτό λοιπόν ας ανακαλέσουμε πάλι τους εαυτούς μας με τη σωτήρια μετάνοια, εκτελώντας και κάνοντας όλα όσα είναι ευάρεστα στον Χριστό, ώστε, αφού σφραγισθούμε απ’ αυτόν, να ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας χωρίς φόβο˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και να λάβουμε από το χέρι του έλεος και να αξιωθούμε να μυηθούμε στη γνώση των μυστηρίων του Χριστού˙ εννοώ όχι στη γνώση εκείνη που μας προσφέρεται με το λόγο μόνο και την ακοή, αλλά εκείνη που τη βλέπει κανείς στα έργα και στην πράξη. Αλλά, πώς βλέπει σ’ εμάς κάποιος τη γνώση των μυστηρίων του Χριστού στα έργα και στην πράξη; Άκουσε με προσοχή!
Ο Χριστός μας και Θεός καθημερινά φωνάζει με το Ευαγγέλιό του έτσι απερίφραστα: «Είναι μακάριοι οι ταπεινοί στο φρόνημα, διότι η βασιλεία των ουρανών είναι δική τους».17 Όταν λοιπόν εμείς ακούμε αυτό το λόγο, πρέπει να σκεφτόμαστε και να εξετάζουμε τους εαυτούς μας με ακρίβεια, αν είμαστε αληθινά έτσι ταπεινοί, για να είναι και η βασιλεία των ουρανών τόσο δική μας, ώστε να έχουμε με αίσθηση ψυχής βέβαιη την απόκτησή της, και να κατέχουμε τόσο πολύ τον πλούτο της, ώστε να αισθανόμαστε χωρίς δισταγμό ότι είμαστε μέσα σ’ αυτή και ότι ευφραινόμαστε απολαμβάνοντας τα καλά που υπάρχουν εκεί. Διότι ο ίδιος ο Κύριος αποκάλυψε ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας18˙ σημεία και αποδείξεις μάλιστα, ότι κάποιος βρίσκεται μέσα στη βασιλεία των ουρανών, είναι το να μην επιθυμεί ο ταπεινός άνθρωπος διόλου τα ορατά και τα φθαρτά, εννοώ τα πράγματα και τις χαρές αυτού του κόσμου, ούτε τον πλούτο, ούτε τη δόξα, ούτε τη φιληδονία, ούτε κάποια άλλη βιοτική ή σωματική απόλαυση, αλλά να απομακρύνεται τόσο πολύ από όλα αυτά και να αισθάνεται στην ψυχή και στην προαίρεσή του τόση πολλή αηδία γι’ αυτά, όση αηδία αισθάνονται εκείνοι που διαπρέπουν στη βασιλική εξουσία και τιμή γι’ αυτούς που ζουν σε πορνικό κατάλυμα, και όση αηδία αισθάνονται εκείνοι που φορούν καθαρά ενδύματα και αλείφοντα με ευωδιαστά αρώματα για τη δυσωδία και το βούρκο. Διότι εκείνος που στρέφει την προσοχή του σε κάποιο απ’ αυτά τα ορατά, ούτε είδε εκείνη τη βασιλεία των ουρανών, ούτε την οσφράνθηκε, ούτε γεύθηκε την ψυχική χαρά και γλυκύτητά της.
Και ακόμη ο Χριστός λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν».19 Ας δούμε λοιπόν πάλι και ας εξετάσουμε τους εαυτούς μας, αν έχουμε μέσα μας το πένθος˙ αλλά και ποια εννοεί παρηγοριά, που ακολουθεί το πένθος. Πρώτα δηλαδή ο Χριστός είπε ότι είναι μακάριοι οι ταπεινοί στο φρόνημα, επειδή σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Άλλωστε οι ταπεινοί στο φρόνημα, όπως ειπώθηκε, δεν έχουν καμία προσκόλληση στα παρόντα, ούτε αφήνουν τον λογισμό τους να ασχολείται σ’ αυτά με πάθος, ακόμη και για απλή ευχαρίστηση. Πώς λοιπόν και γιατί θα πενθήσει αυτός που σιχάθηκε όλο τον κόσμο και που πιο πολύ απομακρύνθηκε απ’ αυτόν με τη διάθεση του λογισμού από όσο τον πλησιάζει με το σώμα; Αυτός που δεν έχει στραμμένη την επιθυμία του σε κάποιο από τα ορατά πράγματα, για ποιο άραγε πράγμα θα λυπηθεί ή θα χαρεί, και πώς θα πενθήσει, εφόσον έχει τη βασιλεία των ουρανών και ευφραίνεται καθημερινά μέσα σ’ αυτή, διότι ο Χριστός είπε ότι εκείνοι που πενθούν βρίσκουν την παρηγοριά; Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, στα λόγια μου, και θα καταλάβετε το νόημα και το περιεχόμενο του λόγου.
Ο πιστός άνθρωπος, που προσέχει πάντοτε με ακρίβεια στις εντολές του Θεού, όταν εκτελέσει όλα τα προστάγματα των θείων εντολών και ανυψώσει το νου του στο ύψος τους, στην άμεμπτη βιοτή και καθαρότητα, εξετάζοντας τότε την πνευματική του κατάσταση, θα βρει τον εαυτό του να είναι ασθενής και να μην έχει τη δύναμη να φθάσει σ’ εκείνο το ύψος των εντολών, αλλά θα βρει να είναι και πολύ φτωχός, ανάξιος δηλαδή να υποδεχθεί τον Θεό και να τον ευχαριστήσει και να τον δοξάσει, διότι δεν απέκτησε ακόμη κανένα δικό του αγαθό˙ αυτό όμως που με αίσθηση ψυχής σκέφτεται για τον εαυτό του αυτά, θα βιώσει οπωσδήποτε ένα πένθος, που είναι αληθινά μακαριότατο, και που και την παρηγοριά βρίσκει και την ψυχή κάνει να έχει πραότητα.
Η παρηγοριά, που προέρχεται από το πένθος, είναι αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών. Διότι, από τη μία, όπως λέει ο απόστολος, η πίστη είναι βεβαιότητα γι’ αυτά που ελπίζουμε,20 από την άλλη, η παρηγοριά είναι η έλευση του Θεού που γίνεται στις ψυχές, που πενθούν, από την έλλαμψη του Αγίου Πνεύματος, χαρίζοντας σ’ αυτές ταπεινοφροσύνη, που ονομάζεται σπόρος και τάλαντο. Καθώς δηλαδή η ταπεινοφροσύνη αυξάνει και πληθύνει στις ψυχές εκείνων που αγωνίζονται, καρποφορεί για τον Θεό τον άγιο καρπό των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο.21 Διότι όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, εκεί υπάρχει και βαθιά ταπεινοφροσύνη, και όπου υπάρχει ταπεινοφροσύνη, εκεί υπάρχουν και ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος. Όπου μάλιστα υπάρχουν ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος, εκεί υπάρχει η φωτοχυσία του Θεού και ο Θεός, μέσα στη σοφία και στη γνώση των μυστηρίων του. Και όπου υπάρχουν αυτά, εκεί υπάρχει η βασιλεία των ουρανών και η επίγνωσή της και οι κρυμμένοι θησαυροί της γνώσης του Θεού, ανάμεσα στους οποίους είναι και η φανέρωση της πνευματικής πτωχείας.22 Όπου ωστόσο υπάρχει η αίσθηση της πνευματικής πτωχείας, εκεί υπάρχει και το χαροποιό πένθος, εκεί υπάρχουν και τα δάκρυα που κυλούν αδιάκοπα, τα οποία καθαρίζουν την ψυχή που τα αγαπά και την κάνουν ολοφώτεινη.
Όταν λοιπόν η ψυχή ανανεύσει με τα δάκρυα και αναγνωρίσει τον Δεσπότη της, αρχίζει να αποκομίζει με ζήλο σαν καρπό για τον εαυτό της και για τον Χριστό και τις άλλες αρετές. Και είναι φυσικό. Διότι, καθώς η ψυχή ποτίζεται και λιπαίνεται με τα δάκρυα και σβήνει εντελώς τις παρορμήσεις του θυμικού της, γίνεται από τη μία εντελώς ήσυχη και ακίνητη προς την οργή, επιθυμεί από την άλλη και λαχταρά με πείνα και με δίψα23 να μάθει τις εντολές του Θεού˙ μέσα σ’ αυτά άλλωστε γίνεται και σπλαχνική24 και συμπονετική, ώστε από όλα αυτά, που ζει, να καθαρίζεται η καρδιά της και να φθάνει στην οπτασία του Θεού και να βλέπει καθαρά τη δόξα του, όπως λέει η υπόσχεσή του.25 Αυτοί λοιπόν που έκαναν τις ψυχές τους τέτοιες είναι αληθινά ειρηνοποιοί και ονομάζονται υιοί του Υψίστου.26 Αυτοί φθάνουν να γνωρίσουν συνειδητά τον Πατέρα τους και Δεσπότη, και τον αγαπούν με όλη τους την ψυχή, υπομένοντας δηλαδή για χάρη του κάθε πόνο και κάθε θλίψη, με το να υβρίζονται, να χλευάζονται, να πιέζονται για τη δίκαιη εντολή του, που παρήγγειλε σ’ εμάς να τηρούμε, με το να ονειδίζονται και να διώκονται και να υπομένουν με χαρά για το όνομα του Χριστού κάθε κακό λόγο που λέγεται άδικα εναντίον τους, νιώθοντας αγαλλίαση,27 διότι αξιώθηκαν οπωσδήποτε να ατιμασθούν από τους ανθρώπους για την αγάπη του.28
Κοιτάξτε προσεκτικά, αδελφοί, το αληθινό αποτύπωμα της σφραγίδας του Χριστού. Γνωρίστε οι πιστοί τα χαρακτηριστικά του αποτυπώματός της. Υπάρχει αληθινά μια σφραγίδα, η έλλαμψη του Αγίου Πνεύματος, αν και είναι πολλές οι μορφές των ενεργειών της και πολλά τα γνωρίσματα των αρετών της. Απ’ αυτά πρώτο και πιο απαραίτητο είναι η ταπείνωση, επειδή αυτή είναι η αρχή και το θεμέλιο˙ «διότι σε ποιόν», λέει, «να ρίξω το βλέμμα μου, παρά στον πράο και ήσυχο, και σ’ εκείνον που τρέμει τα λόγια μου»;29˙ δεύτερο γνώρισμα είναι το πένθος και η πηγή των δακρύων, για τα οποία θέλω να πω πολλά, αλλά δεν βρίσκω τα λόγια, με τα οποία θα επιθυμούσα να μιλήσω γι’ αυτά. Είναι θαύμα απερίγραπτο ότι τα δάκρυα, κυλώντας από τα ορατά μάτια, πλύνουν νοερά την ψυχή από το βούρκο των αμαρτημάτων, και ότι, πέφτοντας στη γη, καίνε και συντρίβουν τους δαίμονες και ελευθερώνουν την ψυχή από τα αόρατα δεσμά της αμαρτίας.
Ώ δάκρυα, που αναβλύζετε από τη θεία έλλαμψη και ανοίγετε διάπλατα τον ίδιο τον ουρανό και προξενείτε σ’ εμένα θεία παρηγοριά! Διότι πάλι και πολλές φορές από την ηδονή και από τον πόθο, που αισθάνομαι, λέω τα ίδια. Όπου, αδελφοί, υπάρχουν άφθονα δάκρυα, που συνοδεύονται από αληθινή γνώση, εκεί υπάρχει και λάμψη θείου φωτός˙ και όπου υπάρχει λάμψη θείου φωτός, εκεί υπάρχει η χορηγία όλων των καλών, αλλά και η σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, που είναι φυτευμένη μέσα στην καρδιά, από όπου προέρχονται και όλοι οι καρποί της ζωής. Από εδώ βγαίνει, ως καρπός για τον Χριστό, η πραότητα, η ειρήνη, η ελεημοσύνη, η συμπόνια, η καλοσύνη, η αγαθοσύνη, η πίστη, η εγκράτεια30˙ από εδώ βγαίνει, ως καρπός, το να αγαπά κάποιος τους εχθρούς του και να προσεύχεται γι’ αυτούς31˙ το να χαίρεται μέσα στους πειρασμούς32˙ το να καυχιέται μέσα στις θλίψεις33˙ το να λογαριάζει τα ξένα αμαρτήματα ως δικά του και να κλαίει γι’ αυτά˙ το να θυσιάζει με προθυμία τη ζωή του για τους αδελφούς του.34
Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί, ας δούμε και ας εξετάσουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας, και ας προσέξουμε τις ψυχές μας, αν υπάρχει μέσα μας αυτή η σφραγίδα. Ας βεβαιωθούμε από τα σημάδια, που αναφέραμε, αν ο Χριστός είναι μέσα μας. Ακούστε, παρακαλώ, χριστιανοί αδελφοί, και ανακτήστε τις αισθήσεις σας και σκεφθείτε, αν το φως έλαμψε στις καρδιές σας,35 αν είδατε το μέγα φως της επίγνωσης, αν μας επισκέφθηκε η ανατολή από τον ουρανό, φωτίζοντας εμάς, που είμαστε καθηλωμένοι στο σκότος και στη σκιά του θανάτου36˙ και ας αναπέμπουμε αδιάκοπα δοξολογία με ευχαριστία στον αγαθό Δεσπότη, που μας χάρισε αυτή την ανατολή˙ και ας αγωνισθούμε να δυναμώσουμε περισσότερο μέσα μας με την εργασία των εντολών τη θεία φωτιά, με την οποία συνηθίζει να φέγγει ακόμα περισσότερο το θείο φως και να δυναμώνει.
Αν όμως δεν λάβαμε ακόμη τον Χριστό και τη σφραγίδα του, και δεν διακρίνουμε μέσα μας τα σημάδια, που προηγουμένως αναφέραμε, αλλά ζει μέσα μας περισσότερο ο απατηλός κόσμος και εμείς ζούμε δυστυχώς μέσα σ’ αυτό τον απατηλό κόσμο, επειδή νομίζουμε ότι τα πρόσκαιρα είναι κάτι σπουδαίο, και αποθαρρυνόμαστε μέσα στις θλίψεις και λυπούμαστε για τις βλάβες και ευφραινόμαστε με τη φιληδονία και τον πλούτο, αλίμονο για τη βλάβη, αλίμονο για την άγνοια και το σκοτισμό, αλίμονο για την αθλιότητα και την αναισθησία μας, από τις οποίες είμαστε κυριευμένοι και συρόμαστε προς τα γήινα! Είμαστε πραγματικά ελεεινοί και πανάθλιοι και ξένοι και από την ίδια την αιώνια ζωή και από τη βασιλεία των ουρανών, αφού δεν αποκτήσαμε ακόμη τον Χριστό, αλλά και έχουμε μέσα μας ζωντανό τον κόσμο, διότι ζούμε μέσα σ’ αυτόν και φρονούμε τα γήινα.37 Εκείνος άλλωστε που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση είναι πραγματικός εχθρός του Θεού˙ διότι η προσκόλληση στον κόσμο είναι έχθρα προς τον Θεό, όπως λέει ο θείος απόστολος: «Μην αγαπάτε τον κόσμο, ούτε τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο».38 Διότι κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος στον Θεό και συγχρόνως να ζει όπως ο κοσμικός άνθρωπος˙ επειδή όλα τα πράγματα του κόσμου εμποδίζουν την αγάπη προς τον Θεό και την ευαρέστησή του.
Ποιός άνθρωπος λοιπόν, που αγαπά τη δόξα και την τιμή, που προσφέρουν οι άνθρωποι, θα θεωρήσει ποτέ τον εαυτό του τελευταίο και κατώτερο από όλους και θα γίνει ταπεινός στο φρόνημα ή συντετριμμένος στην καρδιά ή θα μπορέσει να πενθήσει ποτέ έστω και λίγο; Ποιός άνθρωπος επίσης, που αγαπά τον πλούτο και είναι κυριευμένος από τη φιλαργυρία και τη φιλοκτημοσύνη, θα γίνει ελεήμων και συμπονετικός και δεν θα είναι αγριότερος και σκληρότερος από κάθε θηρίο; Ποιός άνθρωπος, που είναι κυριευμένος από την κενοδοξία και κατέχεται από την αλαζονεία, θα απαλλαγεί ποτέ από το φθόνο ή από την κακολογία; Εκείνος μάλιστα που υποχωρεί στα σαρκικά πάθη και κυλιέται στο βούρκο των ηδονών, πότε άραγε θα γίνει καθαρός στην καρδιά ή πότε και πώς θα δει τον Θεό, που τον δημιούργησε;
Πώς επίσης θα είναι ειρηνοποιός εκείνος που αποξένωσε τον εαυτό του από τον Θεό και δεν ακούει τον απόστολο που λέει: «Είμαστε πρεσβευτές, για χάρη του Χριστού, επειδή ο Θεός προτρέπει με το στόμα μας, λέγοντας, ¨Συμφιλιωθείτε με τον Θεό¨»;39 Διότι καθένας που με την παράβαση των εντολών εναντιώνεται και πολεμά τον Θεό, και αν ακόμη κάνει να ειρηνεύσουν όλοι μεταξύ τους, αυτός είναι εχθρός του Θεού, επειδή ούτε αυτούς, που κάνει να ειρηνεύσουν μεταξύ τους, τους ειρηνεύει, όπως αρέσει στον Θεό. Διότι, με το να είναι πρώτα αυτός εχθρός του εαυτού του και του Θεού, και αυτοί που ειρηνεύουν με τη μεσολάβηση τέτοιων ανθρώπων είναι εχθροί του Θεού. Διότι αυτός, που έχει εχθρική διάθεση προς κάποιον, δεν γνωρίζει οπωσδήποτε να συμβουλεύει σωστά τους άλλους αυτά που φαίνονται καλά και αρεστά στον εχθρό του, αλλά και δεν γνωρίζει να τους διδάσκει να κάνουν τα θελήματα του εχθρού του˙ επειδή αυτό το ίδιο πράγμα, το ότι δηλαδή ζει αποχωρισμένος από τον εχθρό του, προξενεί άγνοια των επιθυμιών εκείνου˙ αλλά και επειδή εκτός απ’ αυτό έχει εμπαθή και εχθρική διάθεση προς τον εχθρό του, και διαρκή έγνοια να βαδίζει ενάντια στα θελήματά του, αποκτά κάποια συνήθεια, ώστε, και αν ακόμη θελήσει να πει κάποτε σε άλλους εκείνα, που γίνονται για την εξυπηρέτηση του εχθρού, να μην μπορεί να τα πει εύκολα. Και αυτό είναι φυσικό˙ διότι η αφώτιστη ψυχή, όταν κυριευθεί από τα πάθη, και μάλιστα από το φθόνο, και σκεφτεί να φθονήσει κάποιον, δεν ανέχεται ούτε να ακούσει κάποιον άλλο να υπερασπίζεται αυτόν που φθονεί, και πολύ περισσότερο δεν ανέχεται να πράξει κάτι ή και να πει οπωσδήποτε κάτι για την εξυπηρέτηση του εχθρού της. Διότι το πάθος που έγινε παλαιό, αλλά και η έγνοια του κακού, που χρόνισε μέσα στην ψυχή, αποκτά φυσική δύναμη, ώστε να μην μπορεί ποτέ να θεραπευθεί. Οι άνθρωποι αυτοί δηλαδή γίνονται από φως σκότος και, πέφτοντας από την αγαθότητα στην κακία, νοσούν αθεράπευτα. Αυτός όμως, που ενώθηκε με τον Θεό με την πίστη και που γνώρισε τον Θεό με την πράξη, αξιώνεται οπωσδήποτε και να βλέπει τον Θεό με θέαση40˙ αλλά βλέπει αυτά που δεν μπορώ να περιγράψω, διότι ο νους βλέπει κάποια παράδοξα οράματα και φωτίζεται ολόκληρος και γίνεται φωτόμορφος, αλλά δεν μπορεί να τα κατανοήσει και να μιλήσει γι’ αυτά. Διότι ο ίδιος ο νους είναι φως και βλέπει τα πάντα ως φως, και το φως είναι ζωντανό και δίνει ζωή σ’ αυτόν που το βλέπει. Βλέπει τον εαυτό του ενωμένο εντελώς με το φως, και βλέποντας τον εαυτό του, συστέλλεται και γίνεται όπως ήταν και πριν. Αισθάνεται το φως μέσα στην ψυχή του και μένει εκστατικός, και μένοντας εκστατικός, βλέπει το φως να είναι μακριά, και επιστρέφοντας στον εαυτό του, βρίσκεται πάλι μέσα στο φως. Και έτσι δεν βρίσκει διόλου ούτε λόγια, ούτε νοήματα, ώστε να εκφράσει και να εξηγήσει αυτό που βλέπει.
Ποιός άνθρωπος λοιπόν, ακούγοντας αυτά τα μυστήρια, δεν θα θαυμάσει, και θαυμάζοντας δεν θα τρέξει προς τον Χριστό; Ποιός άνθρωπος δεν θα ποθήσει να δει τις θαυματουργίες του Θεού και δεν θα αγαπήσει αυτόν που δίνει χαριστικά αυτά τα δώρα και αυτά τα παράδοξα χαρίσματα; Πραγματικά, αδελφέ, δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο στον κόσμο, ώστε είναι το να μην έχει κάποιος τίποτε από τον κόσμο, ούτε να θέλει να έχει τίποτε περισσότερο από τα απαραίτητα για το σώμα. Και απαραίτητα για το σώμα θεωρούνται αυτά: το ψωμί και το νερό, το ένδυμα και το σκέπασμα, όπως λέει ο απόστολος, «Αν έχουμε τροφές και σκεπάσματα, θα αρκεσθούμε σ’ αυτά».41 Αν όμως χρειαζόμαστε και κάτι περισσότερο απ’ αυτά, τότε οπωσδήποτε ο Θεός, που μας χάρισε τα μεγαλύτερα και που χορταίνει κάθε ζωντανή ύπαρξη μ’ αυτό που την ευχαριστεί,42 θα μας το δώσει αυτό, όταν ελπίζουμε και πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Ας αφήσουμε μόνο όλα τα άλλα της πρόσκαιρης ζωής˙ εννοώ τη μάταιη δόξα, το φθόνο, τη μεταξύ μας φιλονεικία, το δόλο, το γογγυσμό, τη ραδιουργία, και όλα όσα είναι μισητά στον Θεό και κάνουν την ψυχή να κινδυνεύει. Ας ποθήσουμε μάλιστα με την ψυχή μας όσα ο Θεός μας παραγγέλλει να αποδεχόμαστε˙ την πνευματική πτωχεία43 δηλαδή, που συνήθως την ονομάζουμε ταπείνωση, και το αδιάκοπο πένθος, νύχτα και μέρα, από το οποίο πηγάζει κάθε ώρα η χαρά της ψυχής και η παρηγοριά σ’ εκείνους που αγαπούν τον Θεό. Διότι από το πένθος κατορθώνεται και η πραότητα από όλους εκείνους που αγωνίζονται αληθινά˙ από εκείνους δηλαδή που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, και ζητούν διαρκώς τη βασιλεία του Θεού, που ξεπερνά κάθε ανθρώπινο νου. Όμως, όχι μόνο αυτό, αλλά και το να γίνει κάποιος ελεήμων, καθαρός στην καρδιά, γεμάτος από ειρήνη, και ειρηνοποιός, και ανδρείος στους πειρασμούς, προέρχεται από εδώ, από το να πενθεί δηλαδή κάποιος κάθε μέρα. Από εδώ προστίθεται σ’ εμάς και το να μισούμε τα κακά˙ από εδώ ανάβει στην ψυχή ο θείος ζήλος, που δεν την αφήνει διόλου υνα αδρανήσει ή να παρασυρθεί μαζί με τους κακούς στα κακά, αλλά τη γεμίζει από ανδρεία και δύναμη, ώστε να κάνει υπομονή στα δεινά ως το τέλος.
Ας αποφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, τον κόσμο και αυτά που είναι στον κόσμο. Διότι ποιά σχέση υπάρχει ανάμεσα σ’ εμάς και στον κόσμο και στους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο; Ας τρέξουμε ας καταδιώξουμε, ωσότου να αρπάξουμε κάποιο από τα μόνιμα και βέβαια. Διότι όλα φθείρονται και παρέρχονται σαν όνειρο και τίποτε από τα ορατά δεν είναι μόνιμο ή βέβαιο. Ο ήλιος, τα άστρα, ο ουρανός και η γη, παρέρχονται όλα, μόνος ωστόσο από όλα μένει ο άνθρωπος. Ποιό λοιπόν από τα ορατά μπορεί να μας ωφελήσει στον δύσκολο καιρό του θανάτου, όταν εμείς θα αναχωρήσουμε από εδώ στην εκεί ανάπαυση, στην ανάπαυση δηλαδή του αιώνα εκείνου, όταν τα ορατά θα αφήνονται πίσω μας; Αν όμως τα ορατά θα παρέλθουν έτσι, ποιό το κέρδος μας, εφόσον θα αναχωρήσουμε και θα αφήσουμε νεκρό το σώμα; Αφότου δηλαδή η ψυχή αφήσει το σώμα της, δεν μπορεί ούτε να βλέπει με το σώμα, ούτε να βλέπεται από άλλον˙ αλλά από τη στιγμή εκείνη στρέφεται μόνο προς τα αόρατα και δεν φροντίζει διόλου για τα εδώ, επειδή εκεί κρίνεται προκειμένου να λάβει ένα βίο από τους δύο, ή το βίο της βασιλείας των ουρανών και της αιώνιας δόξας, ή το βίο της γέεννας και της τιμωρίας του πυρός˙ διότι η ψυχή απολαμβάνει από τον Θεό, ως αιώνια κληρονομία, ένα απ’ αυτά, όπως της αξίζει για όσα εδώ έπραξε.
Γι’ αυτό λοιπόν ζητώ για τους λόγους αυτούς να αποφύγουμε τον κόσμο. Να αποφύγουμε την απάτη του βίου και την απατηλή χαρά του και να προστρέξουμε μόνο στον ψυχοσώστη Χριστό. Ας φροντίσουμε να βρούμε αυτόν που είναι πανταχού παρών, και αφού τον βρούμε, ας τον κρατήσουμε, πέφτοντας στα πόδια του, και ας τα ασπασθούμε με θέρμη ψυχής. Ναι, ας φροντίσουμε, παρακαλώ, όσο ζούμε, να τον δούμε και να τον αντικρύσουμε. Διότι, αν αξιωθούμε να τον δούμε μα αισθητό τρόπο σ’ αυτή τη ζωή, δεν θα πεθάνουμε˙ ο θάνατος δεν θα έχει εξουσία σ’ εμάς. Ας μην περιμένουμε να τον δούμε στο μέλλον, αλλά ας αγωνισθούμε να τον δούμε τώρα, επειδή και ο Ιωάννης ο Θεολόγος μιλά έτσι, λέγοντας: «Γνωρίζουμε άλλωστε ότι έχουμε μέσα στις καρδιές μας τον Θεό από το Πνεύμα που λάβαμε απ’ αυτόν».44
Όσοι λοιπόν δείξατε από τα έργα σας ακλόνητη και βέβαιη την πίστη σ’ αυτόν, εξετάζοντας με ακρίβεια και ορθότητα αυτά που προηγουμένως είπαμε, προσέχετε μήπως εξαπατηθείτε, νομίζοντας ότι έχετε μέσα σας τον Χριστό, χωρίς να έχετε τίποτε, και μήπως φύγετε από τη ζωή με αδειανά χέρια, και μήπως ακούσετε το λόγο, που δεν εύχομαι, εκείνη δηλαδή την ανεπιθύμητη φράση: «Αφαιρέστε αυτό που νομίζει ότι κατέχει ο πονηρός, και δώστε το σ’ αυτόν που έχει περισσότερα»45˙ και τότε θα κλάψετε και θα πενθήσετε και θα λυπάστε στον απέραντο αιώνα.
Αλλά δεν εύχομαι να ακούσουμε τέτοιο λόγο και να πάθουμε τέτοιο κακό, εμείς, που απαρνηθήκαμε όλο τον κόσμο και αυτά που υπάρχουν στον κόσμο, και τρέξαμε στον Χριστό˙ αλλά, αφού τηρήσουμε τις εντολές του Θεού, να καθαρίσουμε τις καρδιές μας με τα δάκρυα και τη μετάνοια, ώστε να δούμε απ’ αυτή τη ζωή και το θείο φως, τον ίδιο δηλαδή τον Χριστό, και να τον έχουμε μόνιμο ένοικο μέσα μας, και να τρέφει και να ζωογονεί τις ψυχές μας με το πανάγιό Του Πνεύμα, και να δίνει σ’ αυτές να γεύονται από τη γλυκειά απόλαυση εκείνων των αγαθών της βασιλείας του˙ που μακάρι να αξιωθούμε γι’ αυτή όλοι εμείς, στο όνομα του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ματθ. 16, 24. Μάρκ. 8, 34
2. Πρβ. Ψαλμ. 131, 4
3. Σωτήρια υπόθεση˙ εδώ, η μοναχική βιοτή.
4. Πρβ. Ψαλμ. 50, 19
5. Πνευματική πτωχεία˙ η ταπείνωση (Ματθ. 5, 3)
6. Πρβ. Α’ Τιμ. 6, 15
7. Πρβ. Ψαλμ. 138, 7-10
8. Φιλιπ. 2, 7
9. Α’ Πέτρ. 5, 6
10. Πρβ. Α’ Κορ. 1, 27
11. Πρβ. Δαν. 7, 10
12. Πρβ. Εβρ. 1, 3
13. Πρβ. Εβρ. 4, 15
14. Νοητός λύκος˙ ο διάβολος (πρβ. Ιω. 10, 12).
15. Η εικόνα από τη συνήθεια του σφραγίσματος των προβάτων.
16. Πρβ. Γαλ. 3, 27
17. Ματθ. 5, 3
18. Λουκ. 17, 21
19. Ματθ. 5, 4
20. Εβρ. 11, 1
21. Πρβ. Μάρκ. 4, 20
22. Πνευματική πτωχεία˙ η ταπείνωση (πρβ. Ματθ. 5, 3)
23. Πρβ. Ματθ. 5, 6
24. Πρβ. Ματθ. 5, 7
25. Πρβ. Ματθ. 5, 8
26. Πρβ. Ματθ. 5, 9
27. Πρβ. Ματθ. 5, 12
28. Πρβ. Πράξ. 5, 41
29. Ησ’. 66, 2
30. Πρβ. Γαλ. 5, 22-23
31. Πρβ. Ματθ. 5, 44
32. Πρβ. Ιακ. 1, 2
33. Πρβ. Ρωμ. 5, 3
34. Πρβ. Α’ Ιω. 3, 16
35. Πρβ. Β’ Πέτρ. 1, 19
36. Πρβ. Λουκ. 1, 78-79
37. Πρβ. Φιλιπ. 3, 19. Κολ. 3, 2
38. Α’ Ιω. 2, 15
39. Β’ Κορ. 5, 20
40. Στο αρχαίο κείμενο: θεωρία. Με τη λέξη αυτή, που στην κυριολεξία σημαίνει θέαση, οι πατέρες εννοούν την υψηλότερη κατάσταση της πνευματικής ζωής, κατά την οποία ο νους, κινούμενος από τη θεία χάρη, στρέφεται σε υψηλά διανοήματα γύρω από τα θεία και τον Θεό. Ο άγιος Συμεών όμως με τη λέξη θεωρία σχεδόν πάντοτε εννοεί τη θέαση του θείου φωτός. Γι’ αυτό και στη μετάφραση την αποδίδουμε με τη λέξη θέαση.
41. Α’ Τιμ. 6, 8
42. Ψαλμ. 144, 16
43. Σύντομη αναφορά στους Μακαρισμούς (Ματθ. 5, 3-8).
44. Α’ Ιω. 3, 24.
45. Ματθ. 25, 28-29. Λουκ 19, 24 – 26

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.