Για το ότι πρέπει να υποφέρουμε τους πειρασμούς ατάραχα και ευχάριστα (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Καλά είπε ο αββάς Ποιμένας ότι το μέτρο της αρετής του μοναχού φαίνεται στους πειρασμούς.1 «Ο μοναχός που προσέρχεται να δουλέψει για τον Θεό αληθινά, οφείλει να ετοιμάζει την ψυχή του», όπως λέει η Σοφία Σειράχ (Σοφ. Σειρ. 2, 1), «για να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς», ώστε να μην παραξενεύεται ούτε να ταράσσεται όταν έρθουν οι πειρασμοί, πιστεύοντας ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς την Πρόνοια του Θεού. Και όπου υπάρχει η Πρόνοια του Θεού, οπωσδήποτε αυτό που συμβαίνει θα είναι καλό και ωφέλιμο για την ψυχή. Γιατί, όσα κάνει για μας ο Θεός, τα κάνει για το συμφέρον μας και επειδή μας αγαπά και μας ευσπλαχνίζεται. Γι’ αυτό έχουμε καθήκον, όπως είπε και ο Απόστολος (Α’ Θεσ’. 5, 18), για καθετί να ευχαριστούμε την αγαθότητά Του. Και ποτέ να μη λυπόμαστε ούτε να μικροψυχούμε για ό,τι μας συμβαίνει, αλλά να δεχόμαστε ατάραχα τα γεγονότα με ταπεινοφροσύνη και με ελπίδα στον Θεό, πιστεύοντας, όπως είπα, ότι όσα κάνει για μας ο Θεός, τα κάνει από αγαθότητα και επειδή μας αγαπά και γι’ αυτό είναι καλοκαμωμένα.

Διότι ποτέ δεν είναι δυνατόν να πάρουν τα πράγματα την καλύτερη μορφή και εξέλιξή τους, παρά μόνο έτσι, όπως τα επιτρέπει ο Θεός μέσα στο έλεός Του.

Όταν έχει κανείς ένα φίλο και είναι βέβαιος ότι τον αγαπά, αν πάθει κάτι απ’ αυτόν, ακόμα και θλιβερό, πιστεύει ότι ο φίλος του το έκανε αυτό από αγάπη. Ποτέ δεν πιστεύει ότι ο φίλος του θέλει να του κάνει κακό. Πολύ περισσότερο εμείς πρέπει να αισθανόμαστε έτσι για τον Θεό, που μας έπλασε και μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και έγινε άνθρωπος και πέθανε για μας, ότι δηλαδή όσα κάνει για μας, τα κάνει από αγαθότητα και αγάπη. Και για μεν τον φίλο μπορεί να σκεφθεί κανείς: «Αυτό το κάνει, επειδή με αγαπά και με λυπάται. Οπωσδήποτε όμως δεν έχει τόση σύνεση, ώστε να ρυθμίσει όλα τα θέματά μου με διάκριση και σοφία. Γι’ αυτό φυσικά και χωρίς να θέλει, με βλάπτει». Για τον Θεό όμως δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Γιατί Αυτός είναι η πηγή της σοφίας και γνωρίζει όλα όσα συμφέρουν την ψυχή μας, φροντίζει για όλα όσα έχουν σχέση με μας, ακόμα και για τα παραμικρά. Μπορεί όμως πάλι να πει κανείς και για τον φίλο του:

«Με αγαπά και με λυπάται, είναι συνετός, και μπορεί να ρυθμίσει τα θέματά μου με επιτυχία. Όμως δεν έχει δύναμη, για να με βοηθήσει σε ό,τι νομίζω ότι με ωφελεί». Για τον Θεό όμως ούτε και αυτό δεν μπορούμε να το πούμε. Γιατί όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον και δεν υπάρχει γι’ Αυτόν τίποτε ακατόρθωτο.

Ώστε λοιπόν γνωρίζουμε για τον Θεό ότι και αγαπά και οικτείρει το πλάσμα Του, ότι Αυτός είναι η πηγή της σοφίας και γνωρίζει πώς να οικονομήσει τη ζωή μας, ότι δεν είναι γι’ Αυτόν τίποτε αδύνατον, αλλά τα πάντα υποτάσσονται στο θέλημά Του. Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι όσα κάνει, τα κάνει για το συμφέρον μας. Γι’ αυτό ας τα δεχόμαστε με ευχαριστία, όπως είπαμε πριν, ως από ευεργέτη και αγαθό Δεσπότη, έστω και αν ακόμα είναι θλιβερά. Γιατί όλα γίνονται με δίκαιη κρίση και δεν παραβλέπει ο Θεός, που είναι τόσο σπλαχνικός, ούτε την παραμικρή θλίψη μας.

Πολλές φορές όμως αμφιβάλλει κανείς μέσα του, λέγοντας: «Εφόσον στις συμφορές που τον βρίσκουν αμαρτάνει κανείς από τη θλίψη του, πώς μπορεί να πιστεύει ότι όσα του συμβαίνουν είναι για το συμφέρον του»; Δεν θα αμαρτάναμε στις συμφορές που μας συμβαίνουν, αδελφοί μου, αν δεν μας έλειπε τόσο η υπομονή και αν δεν αρνούμασταν να υποφέρουμε μια μικρή θλίψη ή να πάθουμε κάτι απροσδόκητο. Γιατί ο Θεός ποτέ δεν επιτρέπει να μας συμβεί κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μας, όπως είπε και ο Απόστολος: «Είναι αξιόπιστος ο Θεός και δεν θα επιτρέψει πειρασμό μεγαλύτερο από τις δυνάμεις σας» (Α’ Κορ. 10, 13). Αλλά εμείς είμαστε που δεν έχουμε υπομονή, που δεν θέλουμε λίγο να κοπιάσουμε και που δεν δεχόμαστε τίποτα με ταπείνωση. Γι’ αυτό συντριβόμαστε και, όσο φροντίζουμε να ξεφύγουμε τους πειρασμούς, τόσο φορτωνόμαστε απ’ αυτούς, χάνουμε την υπομονή μας και δεν μπορούμε να λυτρωθούμε απ’ αυτούς.

Πολλοί άνθρωποι για πολλούς λόγους κολυμπούν στη θάλασσα. Μερικοί απ’ αυτούς ξέρουν πραγματικά καλό κολύμπι και όταν έρχεται καταπάνω τους το κύμα, σκύβουν και λουφάζουν από κάτω του μέχρι να περάσει. Έτσι εξακολουθούν να κολυμπούν ακίνδυνα. Αν όμως θελήσουν να αντισταθούν, το κύμα τους σπρώχνει έξω και τους εκσφενδονίζει πολύ μακριά. Πάλι, μόλις αρχίσουν να κολυμπούν, έρχεται καταπάνω τους άλλο κύμα. Αν πάλι αντισταθούν, πάλι το κύμα θα τους σπρώξει και θα τους πετάξει έξω. Και έτσι το μόνο που κατορθώνουν είναι να συντρίβονται, χωρίς καθόλου να προχωρούν. Αν όμως, όπως είπα, σκύψουν και ταπεινωθούν κάτω από το κύμα, αυτό περνάει χωρίς να τους κάνει κακό. Εξακολουθούν τότε να κολυμπούν όσο θέλουν και τελειώνουν τη δουλειά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πειρασμούς. Αν κανείς βαστάξει τον πειρασμό με υπομονή και ταπείνωση, τον ξεπερνάει χωρίς να πάθει κακό. Αν όμως παραμένει με την καρδιά γεμάτη λύπη και ταραχή, θεωρώντας καθέναν αίτιο του κακού και του συμβαίνει, κολάζει τον εαυτό του, φορτώνοντας
πάνω του τον πειρασμό. Έτσι, όχι μόνο δεν ωφελείται απ’ αυτόν, αλλά και βλάπτεται.

Διότι ωφελούν πάρα πολύ οι πειρασμοί αυτόν που τους υπομένει ατάραχα. Και πάθος ακόμα αν μας ενοχλήσει, δεν πρέπει ούτε γι’ αυτό να ταραζόμαστε. Γιατί, το να ταραχθεί κανείς, όταν ενοχλείται από κάποιο πάθος, είναι σημάδι αγνωσίας και υπερηφάνειας και προέρχεται από την άγνοια της καταστάσεώς του και από τη φυγοπονία του, όπως είπαν οι Πατέρες: «Γι’ αυτό δεν προκόβουμε, επειδή δεν ξέρουμε τα μέτρα μας, ούτε έχουμε υπομονή να τελειώσουμε το έργο που αρχίσαμε, αλλά θέλουμε να αποκτήσουμε την αρετή άκοπα». Γιατί λοιπόν παραξενεύεται ο κυριευμένος από τα πάθη όταν ενοχλείται από ένα απ’ αυτά; Γιατί ταράζεται που το έκανε πράξη; Έχεις το πάθος και ταράζεσαι; Είσαι δεμένος μαζί του και λες «γιατί με ενοχλεί»; Καλύτερα έχε υπομονή, αγωνίσου, παρακάλεσε τον Θεό. Γιατί είναι αδύνατον να μην έχει τη θλίψη του πάθους εκείνος που το έκανε πράξη. «Τα εργαλεία του είναι μέσα σου», όπως είπε ο αββάς Σισώης, «δος τους πίσω τον αρραβώνα και φεύγουν».2 Με εργαλεία παρομοίασε τα αίτια.

Εφόσον λοιπόν αγαπήσαμε τα πάθη μας και τα κάναμε πράξη, δεν είναι δυνατόν να μην αιχμαλωτιζόμαστε από τους εμπαθείς λογισμούς, που μας εκβιάζουν και μη θέλοντας να τα ενεργήσουμε, αφού με τη θέλησή μας προδοτικά εγκαταλείψαμε στα χέρια τους τους εαυτούς μας.

Αυτό σημαίνει εκείνο που λέει ο Προφήτης για τον Εφραίμ που «καταδυνάστευσε τον αντίπαλό του» (Ωσηέ 5, 11), δηλαδή τη συνείδησή του και που «καταπάτησε κάθε δικαιοσύνη, γιατί επιθύμησε την Αίγυπτο και αιχμαλωτίστηκε από τους Ασσύριους» (Ωσηέ 7, 11). Αίγυπτο ονομάζουν οι Πατέρες το σαρκικό θέλημα, αυτό που μας στρέφει στη σωματική ανάπαυση και διδάσκει το νου μας να αγαπά την ηδονή.3 Ασσύριους δε ονομάζει τους εμπαθείς λογισμούς, που θολώνουν και συγχέουν το νου και τον γεμίζουν ακάθαρτες φαντασιώσεις και που τον παρασύρουν με τη βία, χωρίς να θέλει, στη διάπραξη της αμαρτίας. Αν λοιπόν παραδώσει κανείς με τη θέλησή του τον εαυτό του στη σαρκολατρεία, αναγκάζεται, και χωρίς να το θέλει, να οδηγηθεί με τη βία στους Ασσύριους και να δουλέψει στον Ναβουχοδονόσορα. Γνωρίζοντας αυτό ο Προφήτης, με πολύ πόνο τους έλεγε: «Μην κατεβαίνετε στην Αίγυπτο (Ιερ. 49, 19). Τί κάνετε, ταλαίπωροι ταπεινωθείτε λίγο. Σκύψτε τις πλάτες σας και υπηρετήστε τον βασιλιά της Βαβυλώνας και παραμείνετε στη γη των Πατέρων σας».

Πάλι τους ενισχύει, λέγοντας: «Μη φοβηθείτε το πρόσωπο του βασιλιά, γιατί είναι μαζί μας ο Θεός, για να μας λυτρώσει από τα χέρια του» (Ιερ. 49, 11). Μετά τους προλέγει τη θλίψη που τους περίμενε, αν δεν πειθαρχούσαν στον Θεό: «Γιατί αν», λέει, «μπείτε στην Αίγυπτο, θα βρεθείτε σε αδιέξοδο και θα δουλωθείτε στην κατάρα και στον ονειδισμό». Και του λένε εκείνοι: «Δεν θα παραμείνουμε σ’ αυτή τη γη, αλλά θα πάμε στην Αίγυπτο, και δεν θα δουν τα μάτια μας πόλεμο, και δεν θα ακούσουμε τη φωνή της πολεμικής σάλπιγγας, και δεν θα στερηθούμε το ψωμί (Ιερ. 49, 13-14). Κατέβηκαν λοιπόν και υπηρέτησαν με τη θέλησή τους τον Φαραώ. Μετά οδηγήθηκαν με τη βία στους Ασσύριους και τους υπηρέτησαν, χωρίς να το θέλουν.

Σκεφτείτε καλά αυτό που σας λέω. Πριν να κάνει κανείς ένα πάθος πράξη, και αν ακόμα επιστρατευθούν εναντίον του οι λογισμοί, όμως βρίσκεται ακόμα στην πόλη του (είναι κύριος του εαυτού του),4 είναι ελεύθερος και έχει και τον Θεό βοηθό του. Αν λοιπόν ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού, υπομείνει με ευχαριστία το ζυγό της θλίψεως και του πειρασμού και αν αγωνιστεί λίγο, η βοήθεια του Θεού θα τον γλυτώσει. Αν όμως αποφύγει τον κόπο και υποχωρήσει στην ηδονή του σώματος, τότε τον σέρνουν με τη βία στη γη των Ασσυρίων και τους υπηρετεί και χωρίς να το θέλει.

Τότε λοιπόν τους λέει ο Προφήτης: «Να προσευχόμαστε για τη ζωή του Ναβουχοδονόσορα, γιατί στη ζωή του βρίσκεται η σωτηρία σας» (Βαρ. 1, 11-12). Ναβουχοδονόσορ5 σημαίνει το να μη φέρεται κανείς με ανυπομονησία στη θλίψη του πειρασμού που του συμβαίνει, ούτε να τον αποφεύγει, αλλά να τον υπομένει με ταπείνωση, σαν να είναι υποχρεωμένος να δεινοπαθήσει. Να πιστεύει δε ότι είναι ανάξιος να απαλλαγεί από το βάρος και ότι ο πειρασμός πρέπει να παραμένει για πολύ καιρό και να ζήσει και να ενταθεί εναντίον του. Και αν ακόμα δεν βρίσκει μέσα του την αιτία, και αν προς το παρόν δεν την καταλαβαίνει, να πιστεύει ότι τίποτα δεν είναι έξω από την κρίση και τη δικαιοσύνη του Θεού. Όπως ακριβώς έλεγε και εκείνος ο αδελφός με λύπη και κλαίγοντας, επειδή ο Θεός πήρε από πάνω του τον πειρασμό: «Κύριε δεν είμαι άξιος να θλιβώ λίγο»; Πάλι είναι γραμμένο ότι κάποιος μαθητής ενός μεγάλου Γέροντα πολεμήθηκε κάποτε από την πορνεία. Και βλέποντάς τον ο γέροντα να κοπιάζει, του λέει:

«Θέλεις να παρακαλέσω τον Θεό να σε ανακουφίσει από τον πόλεμο»; Αυτός όμως απάντησε: «Αν και κοπιάζω», γέροντα, όμως βλέπω καρπό από τον κόπο μου. Αυτό να παρακαλέσεις καλύτερα τον Θεό: Να μου δώσει υπομονή».

Να, αυτοί ακριβώς είναι εκείνοι που θέλουν να σωθούν: Αυτό σημαίνει το να βαστάζεις με ταπεινοφροσύνη το ζυγό και να εύχεσαι για τη ζωή του Ναβουχοδονόσορα. Γι’ αυτό λέει ο Προφήτης: «Στη ζωή του βρίσκεται η σωτηρία σας». Αυτό που είπε ο αδελφός, «βλέπω πάνω μου καρπό από τον κόπο μου», είναι το ίδιο μ’ αυτό που λέει ο Προφήτης: «Στη ζωή του Ναβουχοδονόσορα βρίσκεται η σωτηρία μου». Αυτό φανερώνει και ο γέροντας, λέγοντάς του: «Σήμερα κατάλαβα ότι προόδευσες και με ξεπερνάς».

Γιατί, όταν αγωνιστεί κανείς εναντίον της έμπρακτης αμαρτίας και αρχίσει να πολεμά και τους νοερούς εμπαθείς λογισμούς, ταπεινώνεται, συντρίβεται, αγωνίζεται και με τις θλίψεις των αγώνων λίγο – λίγο καθαρίζεται και επανέρχεται στο «κατά φύσιν». Ώστε, όταν ενοχλείται κανείς, όπως είπαμε, από ένα πάθος και ταράσσεται, πρέπει να ξέρει ότι αυτό του συμβαίνει από αγνωσία και υπερηφάνεια. Το καλύτερο λοιπόν είναι, έχοντας συναίσθηση της καταστάσεώς του, να υπομένει προσευχόμενος με ταπείνωση, μέχρις ότου ο Θεός τον ελεήσει. Γιατί, αν δεν πειραστεί κανείς και δεν γνωρίσει τη θλίψη που προξενούν τα πάθη, δεν αγωνίζεται ποτέ για να καθαριστεί. Λέει γι’ αυτό ο Ψαλμός: «Όταν οι αμαρτωλοί φυτρώνουν σαν χορτάρια και προβάλλουν περήφανα όλοι όσοι κάνουν το κακό, αυτό γίνεται για να εξολοθρευθούν για πάντα» (Ψαλμ. 91, 8). Οι αμαρτωλοί που φυτρώνουν σαν χορτάρια είναι οι εμπαθείς λογισμοί. Γιατί το χορτάρι είναι ασθενικό και δεν έχει δύναμη.

Όταν λοιπόν ξεφυτρώσουν οι εμπαθείς λογισμοί στην ψυχή, τότε εμφανίζονται, δηλαδή ξεσκεπάζονται, όλοι όσοι δουλεύουν στην αμαρτία, που είναι τα πάθη, για να αφανισθούν τότε μια για πάντα. Γιατί, όταν εμφανισθούν τα πάθη σε όσους αγωνίζονται, τότε αυτοί τα εξαλείφουν.

Περί του αταράχως και ευχαρίστως υποφέρειν τους πειρασμούς. Μέρος πρώτον.

Καλώς είπεν ο αββάς Ποιμήν ότι το σημείον του μοναχού εν τοις πειρασμοίς φαίνεται. Οφείλει ο μοναχός ο μετά αληθείας προσερχόμενος δουλεύσαι τω Θεώ, ετοιμάσαι κατά την Σοφίαν την ψυχήν αυτού εις πειρασμούς, ίνα μη ξενίζηταί ποτέ μηδέ ταράσσηται εν τοις συμβαίνουσι, πιστεύων ότι ουδέν άνευ της προνοίας του Θεού γίνεται. Όπου δε Θεού πρόνοια, πάντως καλόν εστί και εις ωφέλειαν ψυχής το γινόμενον˙ πάντα γαρ όσα ποιεί μεθ’ ημών ο Θεός, υπέρ του συμφέροντος ποιεί, και αγαπών ημάς και φειδόμενος ημών. Και οφείλομεν, ως είπεν ο Απόστολος, εν παντί ευχαριστείν τη αγαθότητι αυτού, και μηδέποτε αθυμείν ή μικροψυχείν επί τοις συμβαίνουσιν ημίν, αλλά δέχεσθαι αταράχως τα επερχόμενα μετά ταπεινοφροσύνης και της εις Θεόν ελπίδος, πεπεισμένοι, καθώς είπον, ότι πάντα όσα ποιεί μεθ’ ημών ο Θεός, αγαθότητι ποιεί και αγαπών ημάς ποιεί και καλώς ποιεί. Και ουκ ενδέχεται αυτά άλλως καλώς γενέσθαι, ει μη ούτως ως ελεήση ο Θεός.

Φίλον εάν έχη τις και πληροφορείται ότι αγαπά αυτόν, ει τι ο αν πάθη παρ’ αυτού, καν θλιβερόν η, έχει ότι αγαπών εποίησε, και ουδέποτε πιστεύει περί του φίλου αυτού ότι βλάψαι αυτόν θέλει˙ πόσω μάλλον ημείς οφείλομεν έχειν περί του Θεού του και πλάσαντος ημάς και εκ το υμη όντος ει το είναι παραγαγόντος και δι’ ημάς ενανθρωπήσαντος και υπέρ ημών αποθανόντος, ότι πάντα αγαθότητι ποιεί μεθ’ ημών και αγαπών ποιεί; Και επί μεν του φίλου έστι λογίσασθαί τινά ότι αγαπών με ποιεί και φειδόμενός μου, άλλ’ ου πάντως και τοσαύτην έχει σύνεσιν, ώστε διοικείσαι τα κατ’ εμέ, και δια τούτο, ως εικός, και μη θέλων βλάπτει με. Επί δε του Θεού ου δυνάμεθα τούτο ειπείν. Αυτός γαρ εστίν η πηγή της σοφίας, και οίδε πάντα τα συμφέροντα ημίον και προς αυτό διοικεί τα καθ’ ημάς μέχρι και των ευτελεστάτων. Έστι δε πάλιν ειπείν περί του φίλου ότι αγαπά και φείδεται και συνετός εστίν εις το διοικήσαι τα κατ’ εμέ, ου μην και δύναμιν έχει εις το βοηθήσαί μοι εν οις νομίζει με ωφελείσθαι. Ουδέ τούτο δυνάμεθα περί του Θεού ειπείν.

Πάντα γαρ δυνατά αυτώ έστι, και ουδέν αδυνατεί ενώπιον αυτού.

Ώστε ουν οίδαμεν περί του Θεού ότι και αγαπά και φείδεται του ιδίου πλάσματος, και αυτός εστίν η πηγή της σοφίας, και οίδε πως διοικήσαι τα καθ’ ημάς, και ότι ουδέν αδυνατεί αυτώ, αλλά πάντα υπουργεί τω θελήματι αυτού, και οφείλομεν ειδέναι ότι πάντα όσα ποιεί, υπέρ του συμφέροντος ποιεί, και δέχεσθαι αυτά μετά ευχαριστίας, καθώς προείπομεν, ως παρά ευεργέτου και αγαθού Δεσπότου, καν θλιβερά ώσι˙ πάντα γαρ δικαία κρίσει γίνονται, και ου παραβλέπει ο Θεός ο ούτως ελεήμων ουδέ την τυχούσαν ημών θλίψιν.

Πολλάκις δε αμφιβάλλει τις εν εαυτώ λέγων˙ Και εάν εν ταις επιφοραίς αμαρτάνη τις από θλίψεως, πώς δύναται έχει ότι υπέρ του συμφέροντός εισίν; Ουχ αμαρτάνομεν εν ταις επιφοραίς, ει μη εκ του είναι ημάς αφερεπόνους και μη θέλειν βαστάσαι μικράν θλίψιν ή παθείν τι παρά σκοπόν, επεί ου συγχωρεί ο Θεός επενεχθήναι ημίν πράγμα παρά την δύναμιν ημών, ως είπεν ο Απόστολος Πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε. Άλλ’ ημείς εσμέν οι μη έχοντες υπομονήν, μηδέν θέλοντες πονήσαι μικρόν, μηδέ ανεχόμενοι δέξασθαι τι ποτέ μετά ταπεινώσεως δια τούτο συντριβόμεθα, και όσον σπουδάζομεν εκφυγείν τους πειρασμούς, τοσούτον βαρούμεθα εν αυτοίς και ολιγωρούμεν και ουδέ εξειλλήσαι δυνάμεθα.

Εισί τινές κολυμβούντες δια χρείαν εις την θάλασσαν, και εάν ειδώσι την τέχνην του κολυμβήσαι, ότε έρχεται το κύμα κατ’ αυτών, υποκύπτουσιν αυτώ και χαλώσιν εαυτούς υποκάτω αυτού έως ου παρέλθη, και ούτως λοιπόν μένουσι αβλαβώς κολυμβούντες. Εάν δε θελήσωσιν εναντιωθήναι τω κύματι, ωθεί αυτούς έξω και ακοντίζει πολύ διάστημα. Πάλιν ως άρχονται κολυμβάν, έρχεται άλλο κύμα επάνω αυτών˙ εάν πάλιν εναντιωθώσι, πάλιν ωθεί αυτούς και ρίπτει έξω, και μόνον συντρίβονται μηδέν ανύοντες. Εάν δε, ως είπον, υποκύψωσι τω κύματι και ταπεινωθώσιν υποκάτω αυτού, παρέρχεται μηδέν βλάπτον αυτούς και μένουσι κολυμβώντες όσον θέλουσι, και ποιούντες το έργον αυτών˙ ούτως και επί των πειρασμών, εάν τις βαστάση τον πειρασμόν μεθ’ υπομονής και ταπεινώσεως, παρέρχεται αυτόν αβλαβώς˙ εάν δε μένη θλιβόμενος, ταρασσόμενος, αιτιώμενος έκαστον, εαυτόν κολάζει, βαρύνων καθ’ εαυτού τον πειρασμόν, και εκ τούτου ουκ ωφελείται, αλλά και βλάπτεται.

Πάνυ γαρ ωφελούσιν οι πειρασμοί τον αταράχως υπομένοντα αυτούς. Και πάθος δε εάν οχλήση ημίν, ουκ οφείλομεν ουδέ εν τούτω ταράσσεθαι˙ το γαρ ταραχθήναί τινά οχλούμενον υπό πάθους, αγνωσίας εστί και υπερηφανίας, και εκ του μη ειδέναι την ιδίαν κατάστασιν, και εκ του φεύγειν τον κόπον, καθώς είπον οι Πατέρες˙ Δια τούτο ου προκόπτομεν ότι ουκ επιστάμεθα τα μέτρα εαυτών, ουδέ έχομεν υπομονήν εν ω αρχόμεθα έργω, αλλά απόνως θέλομεν αρετήν κτήσασθαι. Δια τι γαρ ξενίζεται ο εμπαθής οχλούμενος υπό πάθους; Δια τί ταράσσεται ενεργήσας αυτό; Έχεις αυτό και ταράσση; Τους αρραβώνας αυτού έχεις και λέγεις˙ Δια τί οχλεί μοι; Μάλλον υπόμεινον, αγώνισαι, παρακάλεσον τον Θεόν. Αδύνατον γαρ εστί μη έχειν την θλίψιν του πάθους τον εμπεσόντα εις την ενέργειαν αυτού. Τα σκεύη αυτών, ως είπεν ο αββάς Σισώης, ένδοθέν σου εισί˙ δος αυτοίς τον αρραβώνα αυτών, και υπάγουσι. Τα σκεύη είπε τα αίτια. Εφ’ όσον ουν ταύτα ηγαπήσαμεν και ενηργήσαμεν, ου δυνατόν μη αιχμαλωτίζεσθαι ημάς υπό των εμπαθών λογισμών, εκβιαζομένων ημάς και μη
θέλοντας ενεργήσαι τα πάθη, επειδή εκόντες εαυτούς προεδώκαμεν εις τας χείρας αυτών.

Τούτό εστίν ο λέγει ο προφήτης περί του Εφραίμ του καταδυναστεύσαντος τον αντίδικον αυτού, τούτό εστί την ιδίαν συνείδησιν, και καταπατήσαντος την κρίσιν, ότι εζήτησεν Αίγυπτον και βία ελήφθη εν Ασσυρίοις. Αίγυπτον λέγουσιν οι Πατέρες το θέλημα το σαρκικόν, το κλίνον ημάς εις την σωματικήν ανάπαυσιν και διδάσκον ηδυπαθέστερον τον νουν˙ Ασσυρίους δε, τους εμπαθείς λογισμούς, τους θολούντας και συγχέοντος τον νουν και πληρούντας αυτόν ειδώλων ακαθάρτων και φέροντας αυτόν βία και μη βουλόμενον εις την κατ’ ενέργειαν αμαρτίαν. Εάν ουν εκών εκδώ τις εαυτόν τη ηδυπαθεία του σώματος, αναγκάζεται και μη θέλων αχθήναι βία εις Ασσυρίους και δουλεύσαι τω Ναβουχοδονόσορ. Τούτο ειδώς ο προφήτης διεπονείτο και έλεγεν αυτοίς˙ Μη κατέλθητε εις Αίγυπτον τι ποιείτε, άθλιοι; Ταπεινώθητε μικρόν˙ κλίνατε τον ώμον υμών και εργάσασθε τω βασιλεί Βαβυλώνος και καθίσατε επί της γης των Πατέρων ημών. Πάλιν διεγείρει αυτούς λέγων˙ Μη φοβηθήτε από προσώπου αυτού, ο΄τι μεθ’ ημών εστίν ο Θεός του εξελέσθαι ημάς εκ της χειρός αυτού.

Είτα προλέγει και την επερχομένην αυτοίς θλίψιν, εάν απειθήσωσι τω Θεώ. Εάν γαρ, φησίν, εισέλθητε εις Αίγυπτον, έσεσθε εις άβατον και υποχείρισι και εις αράν και εις ονειδισμόν. Και λέγουσιν αυτώ κακείνοι˙ Ου μη καθίσωμεν εν τη γη ταύτη, ότι εις Αίγυπτον εισελευσόμεθα, και ου μη ίδωμεν πόλεμον, και φωνήν σάλπιγγος ουκ ακούσωμεν, και εν άρτοις ου μη πεινάσωμεν. Κατήλθον ουν και εδούλευσαν εκόντες τω Φαραώ. Είτα ήχθησαν βία εις Ασσυρίους και εδούλευσαν αυτοίς και μη θέλοντες.

Θέτε τον νουν υμών εις το λεγόμενον. Προ του ενεργήσαί τινά το πάθος, καν επιστρατεύσωσιν οι λογισμοί κατ’ αυτού, αλλά τέως εν τη ιδία πόλει εστίν, ελεύθερός εστίν˙ έχει δε και τον Θεόν βοηθούντα αυτώ. Εάν ουν ταπεινωθή τω Θεώ και βαστάξη τον ζυγόν της θλίψεως του πειρασμού μετά ευχαριστίας και αγωνίσηται μικρόν, η βοήθεια του Θεού εξαιρείται αυτόν. Εάν δε φύγη τον κόπον και κατέλθη εις την ηδυπάθειαν του σώματος, τότε άγεται βία και ανάγκη εις την γην των Ασσυρίων, και δουλεύει αυτοίς και μη θέλων.

Τότε λοιπόν λέγει αυτοίς ο προφήτης˙ Εύξασθε υπέρ της ζωής Ναβουχοδονόσορ, ότι εν τη ζωή αυτού εστίν η σωτηρία ημών. Ναβουχοδονόσορ, εστί το μη ολιγωρείν τινά προς την θλίψιν του συμβαίνοντος αυτώ πειρασμού μηδέ απολακτιάν απ’ αυτού, αλλά μετά ταπεινώσεως βαστάζειν, ως χρεωστών παθείν και έχειν ότι ουκ έτιν άξιος ουδέ του απαλλαγήναι του βάρους, αλλά και μάλλον του χρονίσαι και ζήσαι και στερεωθήναι κατ’ αυτού τον πειρασμόν, καν σύνοιδεν εαυτώ την αιτίαν, και προς το παρόν μη σύνοιδε, πιστεύων ότι ουδέν άκριτον, ουδέν άδικον παρά τω Θεώ. Ώσπερ έλεγεν εκείνος ο αδελφός λυπούμενος και κλαίων, επειδή επήρεν απ’ αυτού ο Θεός τον πειρασμόν˙ Κύριε, ουκ ειμί άξιος του θλιβήναι μικρόν; Πάλιν γέγραπται ότι μαθητής μεγάλου γέροντος επολεμήθη ποτέ εις πορνείαν. Και βλέπων αυτόν ο γέρων κοπιώντα, λέγει αυτώ˙ Θέλεις παρακαλέσω τον Θεόν, και κουφίζει από σου τον πόλεμον; Ο δε είπεν˙ Ει και κοπιώ, αββά, αλλά βλέπω εκ του κόπου καρπόν εις εμέ. Τούτο δε μάλλον παρακάλεσον τον Θεόν ίνα δώση μοι υπομονήν.

Ιδού ούτοί εισίν οι ακριβώς θέλοντες σωθήναι˙ τούτο εστί το βαστάσαι μετά ταπεινοφροσύνης τον ζυγόν και εύξασθαι υπέρ της ζωής Ναβουχοδονόσορ. Δια τούτο λέγει ο προφήτης˙ Ότι εν τη ζωή αυτού εστίν η σωτηρία υμών. Όμοιόν εστίν το ειπείν τον αδελφόν˙ Βλέπω εκ του κόπου καρπόν εις εμέ, του ειπείν˙ εν τη ζωή αυτού εστίν η σωτηρία μου. Ως δηλοί και ο γέρων λέγων αυτώ˙ Σήμερον έγνω ότι εν προκοπή ει και υπερβαίνεις με.

Επάν γαρ αγωνίσηταί τις προς την κατ’ ενέργειαν αμαρτίαν και άρξηται πολεμείν και προς τους κατά διάνοιαν εμπαθείς λογισμούς, ταπεινούται, συντρίβεται, αγωνίζεται και δια της θλίψεως των αγώνων κατά μικρόν μικρόν καθαίρεται και επανέρχεται εις το κατά φύσιν. Ώστε, καθώς είπομεν, από αγνωσίας και υπερηφανίας ταράσσεταί τις όταν οχλήται υπό πάθους, αλλά μάλλον οφείλει μετά ταπεινώσεως ειδέναι τα ίδια μέτρα και υπομείναι ευχόμενος, έως ποιήσει μετ’ αυτού ο Θεός το έλεος. Εάν γαρ μη πειρασθή τις και ίδη την θλίψιν των παθών, ούτε αγωνίζεταί ποτέ καθαρθήναι. Λέγει και ο ψαλμός περί τούτου˙ εν τω ανατείλαι αμαρτωλούς ωσεί χόρτον, και διέκυψαν πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, όπως αν εξολοθρευθώσιν εις τον αιώνα του αιώνος. Αμαρτωλοί ανατέλλοντες ωσεί χόρτος εισίν οι εμπαθείς λογισμοί. Ασθενής γαρ εστίν ο χόρτος, και μη έχων δύναμιν. Όταν ουν ανατείλλωσιν οι εμπαθείς λογισμοί εν τη ψυχή, τότε διακύπτουσι, τούτ’ εστίν αναφαίνονται, πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, οίτινές εισί τα πάθη, όπως αν εξολοθρευθώσιν
εις τον αιώνα του αιώνος. Όταν γαρ αναφανώσι τα πάθη τοις αγωνιζομένοις, τότε εξολοθρεύονται υπ’ αυτών. …

Υποσημειώσεις.

1. «Το σημείον του μοναχού εν τοις πειρασμοίς φαίνεται». (Αββά Ποιμένος, P. G. 65, 325B, ιγ’).
2. Αββά Σισώη, P. G. 65, 393A στ’.
3. Αββά Ησαΐα, P. G. 40, 1117D Ιωάννου Κλίμακος, P. G. 88, 648 AB.
4. Η θέλησή του πολεμείται και πολιορκείται, μα ακόμη δεν έχει κυριευθεί και δεν έχει ενεργήσει το κακό.
5. Και πάλι ο λόγος είναι επηρεασμένος από την αλληγορική ερμηνεία της Γραφής. Όπως ο Θεός επέτρεπε την αιχμαλωσία των Ιουδαίων στον Ναβουχοδονόσορα, για να συντριβούν και να ταπεινωθούν, έτσι και ο άνθρωπος, που θεληματικά υποχωρεί στα πάθη του και ενεργεί την αμαρτία, πρέπει να υπομένει τις θλίψεις και τις οδυνηρές συνέπειες της αμαρτίας, σαν να είναι υποχρεωμένος να δουλεύει στον κατακτητή του, τον σατανά. Μέσα στην υπομονή των θλίψεων εργάζεται τις προϋποθέσεις της απολυτρώσεώς του.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.