Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 5-ος: Για τη μετάνοια (μέρος Γ’).

Άραγε, αδελφοί μου αγαπητοί, καταλάβατε τί είπα; Άραγε γνωρίζετε ποιά ντροπή θα νιώσουμε εμείς τότε; Άραγε το βάλατε καλά στο νου σας; Συναισθανθήκατε την ώρα εκείνη, ή να επαναλάβω τα ίδια, για την ωφέλεια τη δική μου και των ομοίων μ’ εμένα αμελών; Γι’ αυτό λοιπόν θα συμβεί εκείνη τη φοβερή μέρα το ίδιο και στους εαυτούς μας, και θα βρεθούν πολλοί από τους αδελφούς μας να στέκονται με δόξα στα δεξιά του Θεού, αλλά πολλοί θα βρεθούν στ’ αριστερά να κατακρίνονται απ’ αυτούς. Και πώς να μη συμβεί αυτό, όταν δύο, που απαρνήθηκαν συγχρόνως τον κόσμο, συντεχνίτες, ίσως μαρμαράδες ή κτίστες, που οι δύο τους ήταν νέοι και καθαροί από κάθε σωματική αμαρτία και κατάγονταν από φτωχούς γονείς, ο ένας βλέπουμε να γίνεται εργάτης κάθε κακίας και πονηρίας; Ή μήπως δεν βλέπουμε να γίνεται αυτό ανάμεσά μας καθημερινά; Και βλέπουμε τον ένα απ’ αυτούς τους δύο να είναι ταπεινός, πειθαρχικός, υπάκουος, να συναναστρέφεται μ’ εμάς σαν δούλος Θεού και όχι σαν δούλος ανθρώπων και να υπηρετεί τους αδελφούς με όλη την πίστη˙ να έχει το φρόνημά του ταπεινό και συντριμμένο και να σκέφτεται κάπως έτσι μέσα του και να λέει – αυτό το έχω μάθει από την καθημερινή του εξομολόγηση και απ’ αυτούς που συχνά τον ρωτούν και τους απαντά έτσι-, «Εγώ, τίμιε πάτερ, και όταν ήμουν στον κόσμο, μόλις και με δυσκολία μπορούσα να εξασφαλίζω με πολύ κόπο την τροφή μου. Και εδώ που ήρθα, πώς μπορώ να αδιαφορήσω για την εργασία μου και να φάω το ψωμί του μοναστηριού χωρίς κόπο και να μου ζητηθεί αυτό το ψωμί τη μέρα της κρίσης; Αλλά, επειδή ήρθα να υπηρετώ τον Θεό, να αγωνισθώ, όσο μπορώ, ώστε η εργασία να είναι πολύ περισσότερη από την τροφή μου, και θα υποταχθώ στον ηγούμενο και σε όλους τους αδελφούς μου αγόγγυστα ως το θάνατο, σαν να υποτάσσομαι στον ίδιο τον Χριστό, χωρίς καμία εντελώς παρακοή σ’ αυτούς».
Βλέπουμε απεναντίας τον άλλο να είναι κενόδοξος, ανυπάκουος, απείθαρχος, και να σκέφτεται και αυτός έτσι μέσα του, αντίθετα δηλαδή από εκείνον, και να λέει: «Να, λοιπόν, μου έστειλε ο Θεός κατοικία, ψωμί και κρασί και άφθονες τροφές. Συγκαταλέχθηκα με τους πρώτους και έγινα πρώτος σ’ αυτούς που ακολουθούν μετά από μένα και είμαι αδελφός όλων αυτών, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν. Από εδώ και πέρα θα τρώω και θα πίνω και θα κοιμάμαι χορταστικά. Διότι, ποιά ανάγκη έχω να εργάζομαι από εδώ και πέρα, ώστε να κοπιάζω εγώ και να ωφελούνται από τον κόπο μου άλλοι; Και αν λοιπόν μου αναθέσουν κάποιες εργασίες, θα προφασισθώ από την αρχή αδυναμία˙ και αν πάλι με αναγκάσουν, θα πω σ’ αυτούς, ¨Και αν δεν μπορώ να κάνω αυτό, θα φθάσετε να με πνίξετε, θα φθάσετε να με διώξετε, αν δεν έχω τη δύναμη να το κάνω!¨ Και έτσι, θα προσποιηθώ ότι κλαίω˙ θα κραυγάσω, θα προβάλω σαν δικαιολογία την παράλυση των γονάτων μου, θα προφασισθώ ότι ζαλίζομαι, θα πω ότι το κεφάλι μου υποφέρει από τη χολή˙ και για το λόγο αυτό, θα μπορέσω εύλογα τάχα και να τρώω από το πρωί. Θα αρχίσω να καταριέμαι και να βλαστημώ, και θα φέρνω αντιρρήσεις και θα γογγύζω για όλα όσα με προστάζουν να κάνω. Και, οπωσδήποτε, αφού βρεθούν σε αδιέξοδο, θα με αφήσουν και χωρίς να το θέλουν. Αν μάλιστα μου αναθέσουν κάποτε κάποια άσημα έργα και άσημο διακόνημα, θα το καταφρονήσω κατά τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα˙ αν θα με προστάξουν να φροντίζω τα μουλάρια, θα προφασισθώ ότι δεν γνωρίζω από τη φροντίδα τους και θα τα αφήσω απεριποίητα και αφρόντιστα με όλα τα σαγίσματά τους˙ και ή θα με αφήσουν αναγκαστικά, ή θα μου δώσουν κάποιον άλλο για βοηθό μου˙ και καθώς εκείνος θα κάνει όλα τα απαραίτητα, και εγώ κάτι λίγο, θα αναπαύομαι. Αν πάλι θα με προστάξουν να γίνω αρτοποιός, θα διαμαρτυρηθώ με υποκρισία, για να μην κατηγορηθώ σαν ανυπάκουος, λέγοντάς τους˙ ¨Εγώ, πατέρες, ποτέ δεν είδα πώς γίνεται το ψωμί¨. Και έπειτα θα πάω και θα τους κάνω το ψωμί σαν λάσπη˙ και αυτοί, επειδή δεν θα μπορούν να το φάνε, δεν θα με αναγκάσουν πια να κάνω αυτό το διακόνημα». Αν πάλι τον ορίσουν να υπηρετεί στο μαγειρείο, δεν γνωρίζει να ταπεινωθεί στον ηγούμενό του και να βάλει μετάνοια, αλλά λέει με αυθάδεια: «Κύριε ελέησον! Πάτερ, από όλους μόνο εμένα διάλεξες για τις ανάξιες εργασίες; Δεν υπάρχουν και άλλοι αδελφοί στο μοναστήρι;» Και αυτά βέβαια τα λέει, για να αποφύγει το διακόνημα που του ανατίθεται˙ αν όμως δει την επιμονή του ηγουμένου ,τότε, εκείνη τη στιγμή πηγαίνει όχι για τον Θεό, αλλά επειδή φοβάται την τιμωρία και τα μαστίγια˙ πηγαίνοντας όμως και γογγύζοντας λέει μέσα του: «Τέλεια και καλά θα φάνε απ’ αυτά που θα μαγειρέψω εγώ! Αν δεν τους κάνω, ή να σηκωθούν νηστικοί από την τράπεζα, ή να κάνουν εμετό αυτό που θα φάνε, δεν θα είμαι τίποτε!» Και μ’ ένα λόγο, κάνει όλα έτσι ο άθλιος με πολλή οργή. Τα μαγειρεμένα μάλιστα φαγητά των αδελφών, όπως και τα όσπριά τους, τα καπνίζει και τα καίει, βάζοντάς τα στις χύτρες όλα άπλυτα και ακαθάριστα, και ρίχνει σ’ αυτά πάρα πολύ αλάτι, κάνοντάς τα αλμύρα, και το θερμό1 τους το αφήνει χλιαρό, για να αηδιάσουν και να ταραχθεί το στομάχι τους και να κάνουν εμετό αυτά που έφαγαν. Και αν πει σ’ αυτόν κάποιος αδελφός, ή και στείλει κάτι, να του το μαγειρέψει ή να του το ετοιμάσει, λέει με αδιαντροπιά: «Δεν διστάζει; Κάποιος αφέντης διατάζει τον δούλο του! Ούχα˙ να μείνει ως τότε νηστικός, ώσπου δηλαδή να τα αγγίξω και να τα ετοιμάσω εγώ!» Και αυτός, κάνοντας σε όλα έτσι, φαίνεται να δείχνει προτίμηση και να επιδιώκει μόνο εκείνα τα διακονήματα και εκείνες τις εργασίες, όπου γνωρίζει ότι θα έχει τον τρόπο να κλέψει ή να κάνει κάτι δικό του˙ και αν δεν προτιμηθεί αυτός από όλους, λυπάται φανερά και γογγύζει κρυφά από τη θλίψη στους ομοίους του˙ όταν όμως προσταχθεί για εκείνες τις εργασίες που προτιμά, σηκώνεται επάνω σαν να ανασταίνεται από τους νεκρούς και από τον άδη, και ευθύς λάμπει το πρόσωπό του και τα μάτια του γίνονται χαρωπά. Και αν θελήσει από την πολλή πανουργία να υποκριθεί, για να μην τον κατηγορήσουν, δεν μπορεί ούτε έτσι να μείνει απαρατήρητος απ’ αυτούς που τον βλέπουν˙ διότι, όταν δεν γίνεται αντιληπτός από πουθενά αλλού, γίνεται ολοφάνερα αντιληπτός από το ότι δεν γογγύζει ή δεν αναβάλλει ούτε λίγο, όπως αυτός συνήθιζε να κάνει σε όλα τα διακονήματα. Διότι φοβάται πάρα πολύ να πει κάτι για το διακόνημα αυτό, για να μην το αναλάβει άλλος αντί για εκείνον και ο ίδιος μείνει άπρακτος.
Ενώ λοιπόν αυτοί οι δύο είναι σε τέτοια κατάσταση, και ο ένας από τη μία υποτάσσεται με υπακοή αγαθής ψυχής και με ταπεινωμένη καρδιά, χωρίς δισταγμό, χωρίς γογγυσμό, χωρίς δόλο, χωρίς να παρασύρεται, χωρίς να σκανδαλίζει, ο άλλος από την άλλη κάνει, όπως έχει γραφεί, τα αντίθετα απ’ αυτά, αν έρθει ο θάνατος και αρπάξει και τους δύο, και αν εκείνη τη φοβερή μέρα, ενώ στέκεται γυμνός και ντροπιασμένος στα αριστερά, εκείνος ο πανούργος στρέψει το βλέμμα του και δει στα δεξιά αυτόν, που κάποτε δέχθηκε μαζί του τη μοναχική κουρά, και που έτρωγε και έπινε μαζί του, τον συνομήλικο, τον συντεχνίτη, να βρίσκεται όλος μέσα σε μεγάλη δόξα, όπως ο ίδιος ο Χριστός, τί θα μπορέσει αλήθεια να πει ή να προφέρει τότε; Πραγματικά, αδελφοί μου, δεν θα μπορέσει να πει τίποτε! Αλλά, στενάζοντας και τρέμοντας και τρίζοντας τα δόντια του, θα απέλθει στην αιώνια φωτιά. Έτσι λοιπόν καθένας από μας τους αμαρτωλούς θα κατακριθεί από καθένα από τους αγίους, όπως δηλαδή οι άπιστοι από τους πιστούς, και εκείνοι που αμάρτησαν, αλλά δεν μετανόησαν, από εκείνους που ίσως αμάρτησαν περισσότερο αλλά μετανόησαν θερμά.
Γι’ αυτό προτρέπω και παρακαλώ όλους εσάς, ώστε, αν γνωρίζετε ότι κάνετε κάτι κακό και αμαρτάνετε, και πληγώνετε και φθείρετε τις ψυχές σας, να διορθωθείτε, έστω και από τώρα, και να δείξετε ο καθένας από σας μετάνοια ανάλογη με τα αμαρτήματά σας, και να φροντίσετε με κάθε τρόπο να σταθείτε στα δεξιά του Σωτήρα μας και Θεού. Όσοι ωστόσο συνειδητοποιείτε μέσα σας ότι κάνετε κάποια μικρά σφάλματα, απορρίψτε τα και αυτά από τους εαυτούς σας με μεγάλη βιασύνη, για να μη σταθείτε και εσείς γι’ αυτά τα μικρά στα αριστερά,2 όπως βεβαιώνει και λέει η Γραφή, και μην τα παίρνετε και τα λογαριάζετε σαν μηδαμινά και μικρά, αλλά σαν μεγάλα. Διότι αυτός που πέφτει με τη θέλησή του στα μικρά αμαρτήματα, αλλά αποφεύγει τα μεγάλα, θα κατακριθεί περισσότερο, διότι, αν και νίκησε στα μεγαλύτερα, εξουσιάσθηκε από τα μικρότερα. Διότι είναι αρκετό για την απώλειά μας και ένα μόνο πάθος, όπως πιο επάνω είπα και ανέφερα σαν μάρτυρες για τα λόγια μου τους ίδιους τους αγίους αποστόλους, εννοώ τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο.
Αλλά, για να δείξω και με παράδειγμα την αξιοπιστία του λόγου μου, θα σας ρωτήσω αυτό: «Εκείνος, αδελφοί μου, που έχει να δώσει μάχη με δέκα ή με δώδεκα εχθρούς, όταν συνάψει πόλεμο μαζί τους, αν τρέψει ξαφνικά σε φυγή και τραυματίσει θανάσιμα, στην πρώτη επίθεση, αυτούς που μάχονται μπροστά και είναι ανδρειότεροι, αλλά δεν θα σπεύσει να συλλάβει και δεν θα δέσει οπισθάγκωνα, ή και δεν θα κατασφάξει έναν ή και δύο απ’ αυτούς, τους πιο ταλαίπωρους και αδύνατους, που τους είδε να έχουν μείνει πίσω και να έρχονται από μακριά προς αυτόν με φόβο και κολακεία, δεν θα φονευθεί με αγριότητα απ’ αυτούς; Αν από υπερηφάνεια και αλαζονεία, δηλαδή, ρίχνοντας κάτω τα όπλα, ξαπλώσει και πέσει να κοιμηθεί καταφρονώντας τους, δεν σημαίνει ότι παραδόθηκε με τη θέλησή του στην εξουσία εκείνων των ταλαίπωρων; Δεν θα επιτεθούν οι δύο, ή και ο ένας απ’ αυτούς, δένοντάς τον; Δεν θα τον αιχμαλωτίσει, και παίρνοντάς τον σαν δούλο, δεν θα φύγει, ή και φονεύοντάς τον με το σπαθί του, δεν θα τον γελοιοποιήσει σε όλους τους ανθρώπους; Αλλά και δεν θα πουν όλοι ότι ήταν δίκαιη η σφαγή εκείνου του αμελή και υπερήφανου ή, καλύτερα, του ανόητου και αναίσθητου;» Διότι αυτός, οπωσδήποτε, δεν θα είναι αξιέπαινος τόσο για την πάλη και τη νίκη του ενάντια στους ισχυρότερους, όσο θα είναι αξιοκατάκριτος και σιχαμερός και απόβλητος, για να μην πω θα είναι και δούλος ή νεκρός, για την ήττα που έχει υποστεί από εκείνον τον ένα.
Έτσι λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν θα μας ωφελήσει διόλου, που νικήσαμε τα μεγάλα πάθη, αν εξουσιαζόμαστε από τα μικρότερα. Τί εννοώ μ’ αυτά που λέω; Θα πω και πάλι τα ίδια, και δεν θα σταματήσω να λέω. Αν αποφύγουμε δηλαδή το μολυσμό της σάρκας, αν απόσχουμε από το φθόνο και τη μεγάλη οργή και την κλοπή, αν νικήσουμε την αρσενοκοιτία, την παιδοφθορία, την κιναιδεία και την κάθε ασέλγεια, αλλά υποτασσόμαστε σαν δούλοι και ελεεινοί στη γαστριμαργία ή στο πολύ κρασί ή στον ύπνο ή στην οκνηρία ή στην ραθυμία, στην αντιλογία και στην ανυπακοή και στον γογγυσμό, ποιά θα είναι η ωφέλειά μας με την αποχή από τα κακά και μόνο έργα; Και αν αρπάζουμε κρυφά και τρώμε κομμάτια ψωμιού, ή παίρνουμε από κάπου κάτι άλλο, και μάλιστα χωρίς την ευχή του ηγουμένου μας, ποιός θα μπορούσε να πει ότι είμαστε ελεύθεροι από την αμαρτία; Και αν απουσιάζουμε με τη θέλησή μας από τις συνάξεις, χωρίς μεγάλη ασθένεια ή χωρίς κάποια σοβαρή ανάγκη, και αν έχουμε τη φύλαξη των καρπών και δεν κρατιόμαστε να μη φάμε απ’ αυτούς – και, πραγματικά, τί άλλο ήταν αυτό που εξόρισε τον Αδάμ από τον παράδεισο και τον παρέδωσε στο θάνατο; – τί θα κερδίσουμε από την αποφυγή των αμαρτιών, που έχουν ειπωθεί; Διότι ούτε αν έχει κάποιος πληγή σε όλο του το σώμα και έπειτα τη θεραπεύσει σχεδόν όλη με πολλά φάρμακα, θα μπορεί να ονομάζεται υγιής, αν έχει επάνω στο σώμα του μικρό άνοιγμα από το τραύμα, ίσο με βελόνα, αλλά θα ονομασθεί λογικά από όλους υγιής αυτός που εξαφάνισε, αν είναι δυνατόν, και τα σημάδια από το τραύμα.
Ας μη λογαριάζουμε λοιπόν, ότι αυτά είναι μικρά, αλλά, καθώς ακούμε ότι άλλοι τιμωρήθηκαν γι’ αυτά και καταδικάσθηκαν αυστηρά, ας αποφύγουμε εμείς με όλη μας τη δύναμη τη βλάβη που προέρχεται απ’ αυτά. Και κανείς, αγαπητοί, να μη μείνει από εδώ και πέρα σε κάποιο απ’ αυτά ή και σε άλλο πάθος, αλλά από τώρα, απέχοντας απ’ αυτά, ας μετανοήσει, βάζοντας αρχή, και ας μην αποφύγει να διακηρύττει την ήττα του, ωσότου να ντροπιαστεί ο εχθρός, που τα υπαγορεύει, και να σταματήσει να τον πολεμά. Ας μη μας κυριεύσει ο φθόνος, ούτε η οργή ή ο θυμός και οι κραυγές, από τα οποία συνηθίζουν να προξενούνται οι αισχρολογίες και οι βρισιές˙ ας μη μας καταλάβει η κενοδοξία και η υπερηφάνεια και η οίηση, και μας σύρουν κάτω στο βυθό του άδη, αλλά, αφού απομακρύνουμε όλα αυτά από τους εαυτούς μας, ας αποκτήσουμε αντί γι’ αυτά τις αρετές.
Ίσως όμως θα πει κάποιος ότι, αφού τα πάθη, που αναφέραμε, είναι τόσα πολλά και σχεδόν αναρίθμητα, ποιος μπορεί να ερευνήσει όλα αυτά και να απέχει από όλα, ώστε να μην κυριευθεί από κανένα; Εγώ, με τη χάρη του Χριστού, θα σας διδάξω. Εκείνος, δηλαδή, που έχει πάντοτε στο νου του τις αμαρτίες του και που έχει συνεχώς μπροστά στα μάτια του τη μέλλουσα κρίση, και μετανοεί και κλαίει θερμά, αυτός υπερβαίνει και υπερνικά συγχρόνως όλα τα πάθη, καθώς υψώνεται από τη μετάνοια, για να μην μπορεί ούτε ένα και μόνο από τα πάθη, που αναφέραμε, να φθάσει και να αγγίξει την ψυχή του, που πετά στα ύψη. Αν όμως ο νους μας δεν αποκτήσει φτερά από τη μετάνοια και από τα δάκρυα και από την πνευματική ταπείνωση, που προξενείται μέσα μας απ’ αυτά, και δεν φθάσει σε ύψος απάθειας, δεν θα μπορέσουμε να ελευθερωθούμε από όλα τα πάθη, που αναφέραμε, αλλά και δεν θα σταματήσουμε να ενοχλούμαστε, άλλοτε απ’ αυτά σαν από άγρια θηρία, και μετά από τον θάνατο, αφού εξαιτίας των παθών χάσαμε τη βασιλεία των ουρανών, θα τιμωρηθούμε πάλι αιώνια απ’ αυτά.
Γι’ αυτό παρακαλώ, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, όλους εσάς, και δεν θα σταματήσω ποτέ να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσει ο καθένας για τη σωτηρία του, αλλά να φροντίσει με κάθε τρόπο να υψωθεί λίγο από τη γη. Διότι, αν γίνει αυτό το θαύμα και σας καταπλήξει, το να ανυψωθείτε δηλαδή από τη γη στον αέρα, δεν θα θελήσετε διόλου πια να κατεβείτε και να σταθείτε στη γη˙ και γη εννοώ το σαρκικό φρόνημα, ενώ αέρα εννοώ το πνευματικό. Διότι, αν ο νους ελευθερωθεί από τους κακούς λογισμούς και από τα πάθη και δούμε με το νου την ελευθερία, που ο Χριστός και Θεός χάρισε σ’ εμάς,3 δεν θα καταδεχθούμε ποτέ πια να κατεβούμε στην προηγούμενη δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, δεν θα σταματήσουμε να αγρυπνούμε και να προσευχόμαστε,4 ωσότου μεταβούμε στην εκεί μακαριότητα και επιτύχουμε τα υποσχεμένα αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Θερμό˙ ζεστό ρόφημα με κρασί και μυρωδικά.
2. Ματθ. 25, 31 – 45
3. Πρβ. Γαλ. 5, 1
4. Πρβ. Ματθ. 26, 41. Μάρκ. 14, 38

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 5-ος: Για τη μετάνοια (μέρος Α’).
Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 5-ος: Για τη μετάνοια (μέρος Β’).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.