Οἱ πιτσιρίκοι – Δημήτρη Ψαθὰ.

«Οἱ πιτσιρίκοι» εἶναι αὐτοτελὲς τμῆμα ἀπὸ τὸ μεγάλο ὁμότιτλο σπονδυλωτὸ ἀφήγημα τοῦ Δημήτρη Ψαθᾶ, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στην Εθνικὴ ἀντίσταση, καὶ ἰδιαίτερα στὴ συμμετοχὴ τῶν παιδιῶν σ’ αὐτή. Στὸ ἀπόσπασμα μία παρέα παιδιῶν κάνει σαμποτὰζ σὲ γερμανικὸ φορτηγό.

Γενάρης τοῦ ’42. Σκελετωμένοι οἱ ἄνθρωποι γυρίζουνε στοὺς δρόμους. Νομίζεις πώς τὸ κρύο, ἡ πείνα καὶ ὁ φόβος ἀγωνίζονται ποιὸ ἀπ’ τὰ τρία αὐτὰ κακὰ θὰ καταφέρει νὰ γονατίσει μία ὢρ’ ἀρχύτερα τὸν ἀναιδέστατον αὐτὸ λαό, ποὺ σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ ὑπάρχει. Κι ὄχι μονάχα αὐτό, παρὰ καὶ ν’ ἀστειεύεται.

Ὁ πιτσιρίκος προπάντων ἔχει κέφι. Γελᾶ. Φλυαρεῖ. Πειράζει. Κλείνει τὸ μάτι καὶ χαιρετᾶ φασιστικά τους Ἰταλούς, ξεροβήχει ὅταν περνᾶνε Γερμανοί, κορδώνεται και κάνει την περπατησιά τους. O φόβος τοῦ εἶναι πράγμα ἄγνωστο, τὸ ἀστεῖο ἡ ζωή του.

… Βραδάκι. Στὸ Ζάππειο. Ἕνα τεράστιο γερμανικὸ φορτηγὸ εἶναι σταματημένο κι ἔχει τὰ φῶτα του ἀναμμένα. Ο γερμανὸς σκοπὸς ἔχει ὀργανώσει τὴν ἄμυνά του γιὰ τὴν περίπτωση ἐπιδρομῆς των σαλταδόρων. Ἔχει τὰ μάτια δεκατέσσερα. Γιατί ἐκεῖνοι χυμοῦν σὰν ἀετοὶ ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τοὺς περιμένεις καὶ οἱ ρεζέρβες κάνουν φτερά. Μία ἀδιάκοπη ἀπειλὴ εἶναι τὸ τραγούδι τους:

Νὰ σαλτάρω, νὰ σαλτάρω,
τὴ ρεζέρβα νὰ τοῦ πάρω!

Τὰ ξέρει αὐτὰ ὁ κάθε Γερμανὸς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκαν αὐτοκίνητο, γιατί πολλὰ εἶδαν καὶ πάθαν ὅλοι τους ἀπὸ τοὺς σαλταδόρους. Ἀλλὰ κι ὁ κίνδυνος τῶν πιτσιρίκων δὲν εἶναι μικρός. Ἕνας ἀκήρυκτος πόλεμος ὑπάρχει ἀνάμεσα στὰ θηρία καὶ τὰ πεινασμένα ἀλητάκια τῆς Ἀθήνας. Ἡ πονηριὰ εἶναι τὸ ὅπλο τους. Ὅταν δὲ βάζουν σ’ ἐνέργεια αὐτὴ καὶ κάνουν τὸν πόλεμο ἀνοιχτά, πᾶνε χαμένα. Οἱ Γερμανοὶ δὲ χωρατεύουν. Στὶς ἀρχὲς ποὺ πρωτομπῆκαν, παιδιὰ πετροβόλησαν ἕνα αὐτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε καὶ κατέβηκε ὁ Γερμανός. Ἔπιασε ἕνα. Ἄδραξε τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ, τὸ ’φερε στὸ γόνατό του καὶ τὸ ’σπασε, ὅπως σπάζεις ἕνα ξύλο. Οὔρλιαξε τὸ παιδὶ κι ἔπεσε λιπόθυμο. Κι ὁ Γερμανὸς τὸ παράτησε ἐκεῖ, ξανανέβηκε στὸ αὐτοκίνητό του κι ἔφυγε. Ἡ ἀνθρωπιὰ εἶναι πολυτέλεια περιττή, εἶπε ὁ χιτλερισμός, καὶ πῆραν σκληρὴ πείρα ὡς καὶ τὰ μωρά.

Νὰ τὸ βάλουν κάτω;

Ὄχι δά! Εἶδαν ὅτι ἄνισος πόλεμος δίχως πονηριὰ δὲ γίνεται. Κι ἀπὸ τότε τὸ μυαλουδάκι τῆς μαρίδας δὲν ἀσχολεῖται μονάχα πῶς θὰ ἐξοικονομήσει ἕνα ξεροκόμματο, ἀλλὰ καὶ πῶς θὰ στραβώσει αὐτὸν τὸ φοβερὸ Κύκλωπα, ποὺ τρέμει ὅλος ὁ κόσμος.

Παίρνει τὰ μέτρα του ὁ Πολυφημος. Κοιτᾶ γύρω. Κι ἀκριβῶς γιὰ ν’ ἀποφύγει κανένα ἀναπάντεχο, ἔχει ἀνάψει καὶ τὰ φῶτα τοῦ αὐτοκινήτου. Κι ἀκόμα, γιὰ νὰ ’ναι σίγουρος ἑκατὸ τὰ ἑκατό, δὲ στέκεται σ’ ἕνα μέρος, παρὰ φέρνει βόλτες γύρω γύρω τὸ φορτηγό. Αν κοτᾶς, Ὀδυσσέα, ἔλα! Κι ἔρχεται ὁ Ὀδυσσέας. Πατρίδα του εἶναι τὸ χῶμα ποὺ πατᾶ ὁ Κύκλωπας, κι ἂν ζωντάνεψε αὐτὸς σὲ τοῦτα τὰ χώματα, δὲν πέθανε ὅμως ποτὲ τὸ πολυμήχανο πνεῦμα τοῦ πολύμητι. Μόνο που ὁ ὁμηρικὸς ἥρωας τούτη τὴ φορὰ εἶναι ἕνα παιδάκι δέκα χρόνων. Πεινασμένο. Κουρελίδικο. Εὔθυμο ὡστόσο καὶ παμπόνηρο. Κρατᾶ ἕνα τσιγάρο καὶ πλησιάζει στὸ παλιὸ φανάρι τοῦ αὐτοκινήτου. Σταματᾶ ὁ Γερμανὸς καὶ τὸ κοιτᾶ. Τί θέλει νὰ κάνει; Σκύβει ὁ μικρὸς ν’ ἀνάψει τὸ τσιγάρο του ἀπ’ τὸ ἠλεκτρικό. Κι ὁ Κύκλωπας ἀπορεῖ.

— Τί κάνει;

— Καμαράτ, ἀνάψει σιγαρέτ.

— Ἠλεκτρικός;

— Γιά!

Ξεκαρδίζεται ὁ Κύκλωπας. Τί κουτοὶ ποὺ εἶναι οἱ πιτσιρίκοι στὴν Ἑλλάδα! Ἂν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀνάψει τὸ τσιγάρο του ἀπ’ τὸ ἠλεκτρικὸ φανάρι! Καὶ τὸν κάνει χάζι.

— Ἀνάψει.

— Ἀνάψει, καμαράτ.

— Νίχτς ανάψει.

— Γιά, γιά. Ἐγώ σου λέω ἀνάψει σιγαρέτ. Βάζουμε στοίχημα;

— Στοίκημα;

Δὲ νιώθει.

— Νίχτς καταλαβαίνει.

— Τὸ λοιπόν, ἄκου νὰ δεῖς, μάγκα. Ἂν ἐγὼ νὶξ ἀνάψει τὸ τσιγάρο ἀπ’ τὸ φανάρι, ἐσὺ ἐμένα καρπαζά. Κλάπ! Ἂν ἐγὼ ἀνάψει τὸ τσιγάρο ἀπ’ τὸ φανάρι, ἐγὼ ἐσένα καρπαζά. Κλάπ!

Μὲ παραστατικὲς χειρονομίες ἐξηγεῖ ὁ πιτσιρίκος τὴν πρότασή του στὸν Κύκλωπα. Κι ἐκεῖνος τὸν κοιτᾶ καὶ διασκεδάζει.

— Ντὲν καταλαβαίνει.

— Νίξ;

— Νίξ.

— Εἶσαι μάπας.

Ο Γερμανὸς βγάζει τὸν ἀναπτήρα. Τὸν ἀνάβει καὶ δίνει φωτιὰ στὸν πιτσιρίκο. Ἀλλὰ ὁ πιτσιρίκος τοῦ κάνει χωρατά. Φοὺ καὶ σβήνει τὸν ἀναπτήρα. Γελᾶ ὁ Κύκλωπας. Τί παιχνιδιάρηδες πού εἶναι οἱ πιτσιρίκοι στὴν Ἑλλάδα! Ξανανάβει τὸν ἀναπτήρα. Τὸν ἁπλώνει. Πλησιάζει τὸ μοῦτρο του ὁ πιτσιρίκος, φέρνει κοντὰ τὸ τσιγάρο του, κάνει τάχα πὼς ἀνάβει, ὕστερα ἀπότομα πάλι φοὺ καὶ ξανασβήνει τὸν ἀναπτήρα. Ξεκαρδίζεται ὁ Γερμανός:

— Χὸ-χὸ-χό!

Κουτοὶ καὶ πεισματάρηδες ποὺ εἶναι οἱ πιτσιρίκοι στὴν Ἑλλάδα! Ἕνας πελώριος Γερμανὸς νιώθει τὴν ἀπέραντη ὑπεροχὴ του ἀπέναντι σ’ αὐτὸ τὸ μικροσκοπικὸ χαζόπραμα καὶ καθὼς τὸ βλέπει νὰ τραβάει πάλι στὸ φανάρι γιὰ ν’ ἀνάψει, βρίσκει πὼς ἔχει δίκιο ὁ Χίτλερ νὰ βραχνιάζει πὼς οἱ Γερμανοὶ εἶναι ἔξυπνος καὶ περιούσιος λαός, ποὺ προορίστηκε ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια νὰ καβαλήσει ὅλους τους λαοὺς ποὺ εἶναι κουτοί. Ἀλλὰ τὸ ἀστεῖο παρακρατᾶ κι ὁ μικρὸς ἀνάβει ἐπιτέλους ἀπ’ τὸν ἀναπτήρα:

— Τάκενσεν!

— Ἐν-τὰ-ξει!

— Μπράβο, ρὲ Χιτλερία. Τὰ ’μαθες τά ρωμέικα. Αφίτερζεν.

— Ἀφίτερζεν.

Κι ὁ Κύκλωπας μὲ τὸ χαμόγελο στὸ κρύο του πρόσωπο κοιτᾶ τὸν πιτσιρίκο ποὺ χάνεται μὲς στὸ σκοτάδι. Ὕστερα ἑτοιμάζεται πάλι νὰ ξαναρχίσει τὶς βόλτες τοῦ γύρω ἀπ’ τὸ αὐτοκίνητο.

Αλλὰ ὅταν φτάνει στὸ πίσω μέρος, γουρλώνει τὰ μάτια. Κομμάτια ξεβιδωμένα, λάστιχα κατατρυπημένα, κομμάτια ποὺ λείπουν, σωστὴ καταστροφή. Καὶ τότε μόνο καταλαβαίνει:

— Αχ ζοοοοο!…

Λυσσᾶ. Γαβγίζει. Τραβᾶ τὸ πιστόλι. Ἀλλὰ οἱ πιτσιρίκοι –γιατί ἦταν ὁλόκληρη παρέα ποὺ μοίρασε τὴ δουλειὰ τοῦ σαμποτάζ– ἔγιναν ἄφαντοι.

*κάνει: μιμεῖται, κοροϊδεύει

*σαλταδόροι: οἱ νέοι ποὺ πηδοῦσαν πάνω στὰ γερμανικὰ αὐτοκίνητα καὶ ἅρπαζαν τρόφιμα ἢ ἄλλα χρήσιμα ἀντικείμενα

*ἂν κοτᾶς: ἂν τολμᾶς

*πολύμητις: ἔξυπνος

*καμαράτ: συνάδελφος

*γιά: ναὶ

*νίχτς: ὄχι

*Τάνκενσεν: εὐχαριστῶ

*Ἀφίτερζεν: γειά σου, στὸ ἐπανιδεὶν

*Ἂχ ζοοοοο!: ὥστε ἔτσι!

Από το: Ἀνθολογία ἑλληνικοῦ παιδικοῦ διηγήματος.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 31 Οκτωβρίου 2022

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.