Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η διδασκαλία του για την αμφίεση (τα γένια) των κληρικών – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Ιστορικά στοιχεία περί γενίων.

Η καταγραφή των θρησκευτικών διαφορών ανατολικών και Δυτικών από τον Νικόλαο εντοπίζεται όχι μόνο σε θέματα βαθιάς θεολογίας αλλά και σε ιερούς κανόνες που στηρίζουν εν γένει τη χριστιανική ζωή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θεολόγος μοναχός μας προσέθεσε περί το 1225 ορισμένα θέματα αντιπαραθέσεως Ορθοδόξων και Λατίνων στα Συντάγματά του, τα οποία εκθέτει με σύντομο τρόπο. Στην πρώτη αναφορά του κάνει λόγο για το ζήτημα του ξυρίσματος των γενίων, όχι μόνο για τους κληρικούς αλλά και για τους λαϊκούς. Προτού, όμως, προχωρήσουμε στην παρουσίαση των θέσεών του, παραθέτουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ήδη από τους αρχαίους χρόνους το γένιο θεωρήθηκε ως κόσμημα στους άνδρες και αντικείμενο σεβασμού. Μάλιστα λογιζόταν ως ασέβεια η προσβολή αυτού.1 Γι’ αυτό το λόγο και οι αντίπαλοι έκοβαν τα γένια στους αιχμαλώτους προς εξευτελισμό τους.2 Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ο Μ. Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που διέταξε τους στρατιώτες του να κόψουν τα γένια τους για να μη δίνουν λαβή στους εχθρούς όταν πολεμούν,3 έκτοτε επικράτησε και στην υπόλοιπη Ελλάδα το ξύρισμα των γενίων. Στην αρχαία Ρώμη οι πρώτοι κουρείς εμφανίστηκαν το 300 π. Χ., όπου και εκεί πλέον υπερίσχυσε η συνήθεια του ξυρίσματος του γενίου,4 εκτός εάν πενθούσαν. Συνεπώς, τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γνωρίζουμε, κυρίως από προτομές των αυτοκρατόρων και εξεικονίσεις τους στα νομίσματα, ότι υπήρχε η συνήθεια του ξυρίσματος.
Τους επόμενους αιώνες αναλόγως τις επιρροές και κυρίως τις προτιμήσεις των αυτοκρατόρων επικρατούσε άλλοτε η γενιοφορία και άλλοτε το ξύρισμα του γενίου. Μάλιστα υπήρχαν και διαφωνίες ακόμα και για το σχήμα του γένιου ή για το μάκρος του.5 Αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα: Επί αυτοκράτορος Αδριανού (117- 138), ο οποίος για να καλύψει εκφύματα του προσώπου του έτρεφε γένιο, επικράτησε και πάλι η γενιοφορία6 μέχρι και την εποχή του Μ. Κων/νου (324- 337), οπότε ο τελευταίος επηρεασμένος από τους παλαιότερους Καίσαρες της Ρώμης, έκοβε τα γένια του. Κατά τα επόμενα έτη διατηρήθηκε το ίδιο έθιμο, με μόνη εξαίρεση του Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363), ο οποίος λόγω της λατρείας του προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, διατηρούσε γένια, για να ομοιάζει με τους φιλοσόφους.7 Ο αυτοκράτορας Κων/ντινος Δ’ (648- 685) επονομάστηκε «Πωωνάτος» διότι ενώ είχε αναχωρήσει από την Κων/πολη άνευ γενίου επέστρεψε από την εκστρατεία του στη Σικελία με γένια.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το παράδειγμα της Ρωσίας επί Μ. Πέτρου (1682- 1725) ,ο οποίος μόλις ανέλαβε την εξουσία της χώρας για να την εκπολιτίσει επέβαλε την τομή του γενίου επηρεασμένος σαφώς από τη δύση. Μάλιστα υποχρέωσε τους αμετάκλητους γενιοφόρους να πληρώνουν φόρο.8
Σε ό, τι αφορά την εκκλησιαστική παράδοση περί γενίων γνωρίζουμε ο΄τι οι Εβραίοι διατηρούσαν γένια καθώς αυτό το όριζε ειδική ιερατική διάταξη: «και την όψιν του πώγωνος ουξυρήσονται» (Λευϊτ. 21, 5). Προκειμένου, όμως, οι Λευίτες να υπηρετήσουν στο Ναό, όφειλαν να ξυρίσουν ολόκληρο το σώμα τους. Η πράξη αυτή συμβόλιζε τον απόλυτο ψυχικό καθαρμό: «Λαβέ τους Λευίτας εκ μέσου υιών Ισραήλ και αφαγνιείς αυτούς. Και ούτω ποιήσεις αυτοίς τον αγνισμόν αυτών˙ περιρρανείς αυτούς ύδωρ αγνισμού, και επελεύσεται ξυρόν επί παν το σώμα αυτών, και πλυνούσι τα ιμάτια αυτών και καθαροί έσονται» (Αριθμ. 8, 67). Και οι λεπροί επίσης για να καταστούν και νομικά καθαροί, μετά τη θεραπεία τους, όφειλαν να αποκόψουν «πάσαν την τρίχαν» (Λευϊτ. 14, 89). Επομένως, η αποτρίχωση ολοκλήρου του σώματος επιβαλλόταν μόνο στις παραπάνω ειδικές περιπτώσεις, ενώ η μεμονωμένη αποκοπή των γενίων απαγορευόταν.
Στην ανατολική εκκλησία επικράτησε η συνήθεια της διατηρήσεως του γενίου των κληρικών της συνεχίζοντας την Ιουδαϊκή παράδοση.9
Στο δυτικό κλήρο δεν τηρήθηκε σταθερή στάση απέναντι στο θέμα αυτό. Κατά τα πρώτα χρόνια της συμπορεύσεως του χριστιανισμού η παράδοση υπήρξε κοινή. Γνωρίζουμε από τις εικονογραφίες παπών ότι αυτοί έφεραν γένιο. Κατά τον 8ο αιώνα άρχισαν οι πρώτες αντιδράσεις κατά της διατηρήσεως γενίου στον κλήρο. Επανήλθε όμως σύντομα στην κοινή θέση, λόγω της επαφής και της επιρροής των σταυροφόρων από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν γενιοφόροι. Κατά τον 12ο αιώνα, όμως, η δυτική εκκλησία τάχθηκε οριστικά κατά της διατηρήσεως του γενίου, όχι μόνο στους κληρικούς αλλά και στους λαϊκούς. Χωρίς, βέβαια, να επιτύχει να υπαγορεύσει τη συνήθεια αυτή στους λαϊκούς, την επέβαλε στους κληρικούς της, για να μπορεί να διακρίνει τους δικαίους από τους αμαρτωλούς.10 Μάλιστα, ο Νικόλαος στο κείμενό του αναφέρει τον εισηγητή της συνήθειας αυτής στη δυτική εκκλησία, τον Ανάκητο εξ Ηρακλείας της Θράκης,11 ο οποίος προσέταξε να κουρεύονται και να ξυρίζονται οι πιστοί.12 Ο μοναχός μας εκφράζει, βέβαια, την άποψη ότι η διαταγή αυτή πιθανότατα δεν δόθηκε εσκεμμένα ενάντια στην πίστη αλλά από συνήθεια ή επιπόλαιη εκτίμηση της παραδόσεως.13 Έκτοτε υπάρχει διάσταση απόψεων και σε αυτό το πρακτικό θέμα μεταξύ των δύο εκκλησιών.
Από τις πρώτες γραμμές του έργου του Νικολάου διαπιστώνουμε την πεποίθηση του συγγραφέα μας πως οποιοσδήποτε λόγος σχετικά με την αντικανονικότητα του ξυρίσματος των γενίων είναι περιττός, καθώς ήδη έχουν αποφανθεί σύνοδοι και μεγάλοι θεολόγοι της πίστεώς μας. Χαρακτηριστικά τονίζει: «ουκ εστίν ημίν ανάγκη γράψαι ή συντιθέναι εν τοις συντάγμασιν».14
Όμως, ο Νικόλαος πιστεύει ότι θεολογώντας ορθά, πραγματώνει το θέλημα του Θεού, δοξάζει το όνομά Του και γίνεται αρεστό μέλος της εκκλησίας.15 Και αποφαίνεται ρητά: «ου δει ξυράσθαι πιστούς»16 και σε έτερο σημείο: «περισσόν είη ωήθημεν γράφειν».17 Η κατηγορηματικότητα αυτή πηγάζει σαφώς από τη γνώση των ιερών κανόνων και από την αδιάλειπτη σύνταξή του προς αυτούς. Δεν παραλείπει, λοιπόν, να σημειώσει ότι η προσθήκη περί γενίων φαίνεται «εν παρέργω» και πως προτίθεται να γράψει «μικρόν τι» μόνο περί τούτων.18
Υποσημειώσεις.
1. Βλ. ΜΠΟΝΗΣ, Γένειον, ΘΗΕ 4, 262.
2. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην Παλαιά Διαθήκη: «και έλαβεν Αννών τους παίδας Δαβίδ και εξύρησε τους πώγωνας αυτών» (Β’ Βασ’. 10, 4).
3. Διαβάζουμε στον Πλούταρχο: «Αλέξανδρον τον Μακεδόνα εννοήσαντά φασί προστάξαι τοις στρατηγοίς ξυρείν τα γένεια των Μακεδόνων, ως λαβήν ταύτην εν ταις μάχαις ούσαν προχειροτάτην» Πλούταρχος, Θησέας, έκδ. Κ. ZIEGLEER, Plutarchi uitae parallelae, vol. 1.1. Teubner, Leipzig 1969, σελ. 5.
4. Βλ. ΠΛΙΝΙΟΣ, Φυσική ιστορία, VII, sel. 52.
5. Βλ. ΜΠΟΝΗΣ, γένειον, ΘΗΕ 4, 263.
6. Βλ. Αδριανός, ΕΠΛΜ 2, 362.
7. Μάλιστα ο Ιουλιανός συνέγραψε και τον «Μισοπώγωνα», βλ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, Εκκλησιαστική ιστορία Γ’, 17, έκδ. W. BRIGHT, Socrates, ecclesiastical history, Clarendon Press Oxford 1893.
8. Βλ. Πέτρος Α’ ο Μέγας, ΕΠΛΜ 49, 134.
9. Σχετικά βλ. το κεφάλαιον προς τους καλλωπιζομένους των ανδρών, στο έργο Παιδαγωγός, του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, SC P 158, 38-58 ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πανάριον, ΡG. 42, 765- 768.
10. Βλ. ΜΠΟΝΗΣ, γένειον, ΘΗΕ, 4, 265.
11. Ίσως πρόκειται για τον αντιπάπα Ρώμης Ανάκλητο Β’ (1130- 1138), αλλά δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε με ακρίβεια, περί αυτού βλ. ΘΗΕ 2, 484 ΚΑΙ ΜΕΕ 4, 510- 511.
12. «Τις δε ο τούτο κατά των αποστόλων παραδόσεως δογματίσας, ει και άνευ συνόδου οίδαμεν πάντως. Το δε διατί ου λέγομεν˙ Ανάκλητος γαρ ην ο εξ Ηρακλείας της Θράκης γεγενώς˙ ως εν τω χρονικώ της των αποστολικών Ρώμης γενεαλογίας γέγραπται. Και ημείς εν ταις βίβλοις ημών πολλάκις ανέγνωμεν˙ ως ότι Ανάκλητος όστις κείρασθαι προσέταξε και ξυράσθαι τους πώγωνας, τη γενέσει Γραικός ην αφ’ Ηρακλείας της Θράκης» Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 8r.
13. «Επεί ου κατά της πίστεως ίσως πέφυκε, διο και περισσόν είη ωήθημεν γράφειν», Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 8r.
14. Προσθήκες, Cod. Paris, Suppl. Gr. 1232 f. 12r
15. «ει τι ποιούμεν εις δόξαν Θεού ποιήσωμεν, απρόσκοποι γενόμενοι τη του Θεού εκκλησία», Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 8r
16. Προσθήκες, Cod. Paris, Suppl gr. 1232 f. 12r
17. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 8r
Βλ. προσθήκες, Cod. Paris. Suppl gr. 1232 f. 12r.

Θεμελίωση της απαγορεύσεως ξυρίσματος των γενίων.

Η «προσθήκη» του Νικολάου περί γενίων, σε συνδυασμό με τα προηγηθέντα Συντάγματά του, αποσκοπεί να καταδείξει την παρέκκλιση των Λατίνων από την καθεστηκυία εκκλησιαστική κατάσταση.

Ως αντικειμενικός πάντως μελετητής αναφέρει ένα επιχείρημα της αντίθετης πλευράς, δηλαδή των Λατίνων, για να το αναιρέσει κατόπιν επικαλούμενος ιερούς κανόνες και πατερικά χωρία. Παρουσιάζει, λοιπόν, τη λατινική θέση ότι τα γένια πρέπει να κόβονται σε ανάμνηση του μαρτυρικού θανάτου του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος υπέστη προηγουμένως το εξευτελιστικό κόψιμο των γενίων του. Αν και οι ίδιοι οι Λατίνοι θεωρούν αυτό ύβρη, πιστεύουν ότι είναι αναγκαίο να ακολουθήσουν καθ’ όλα τα βήματα του αποστόλου, προκειμένου να τηρήσουν ορθά την πίστη.1 Η παραπάνω θέση, όμως, δεν έχει ερείσματα, καθώς φανερώνουν οι ορθόδοξοι σε σχετικούς διαλόγους λέγοντας πως είναι κατά της αποστολικής παραδόσεως και πως θεσπίστηκε αυθαίρετα χωρίς να συγκληθεί σύνοδος.2

Καθώς ο Νικόλαος εξ Υδρούντος ξεδιπλώνει τη σκέψη του, διαπιστώνουμε πως η τεκμηρίωση των θέσεών του στηρίζεται πρωτίστως στην παράδοση των αποστόλων και των αγίων πατέρων της εκκλησίας μας. Εύλογα, επομένως, παραθέτει απόσπασμα των αποστολικών διαταγών για την απαγόρευση στους πιστούς να κόβουν τα γένια τους: «Ου χρη φησί τους πιστούς γενείου τρίχας διαφθείρειν και την μορφήν του ανθρώπου παρά φύσιν εξαλλάσσειν».3 Και σχολιάζει αμέσως: «ουκ απομαδαρώσετε γαρ φησίν ο νόμος τους πώγωνας υμών».4 Χρησιμοποιώντας τη λέξη «νόμος» δείχνει τη βαρύτητα με την οποία αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο θέμα. Μάλιστα θεωρεί ότι ο Δημιουργός Θεός έδωσε την κατευθυντήρια γραμμή στην περίπτωση αυτή ρυθμίζοντας τα των γυναικών και ανδρών: «Τούτο γαρ γυναιξίν απρεπές, ο κτίσας εποίησε Θεός. Ανδράσι το ανάρμοστον εδικαίωσε».5

Είναι πεπεισμένος, λοιπόν, πως το ξύρισμα των γενίων από τους πιστούς γίνεται καθαρά για λόγους φιλαρέσκειας, την οποία επιτιμά. Πιστεύει πως αδιαφορώντας ο πιστός για τη διάταξη αυτή, εναντιώνεται φανερά στο θείο θέλημα. Ο Υδρουντινός συγγραφέας συνεχίζει τη διαδασκαλία και την επιχειρηματολογία του επισημαίνοντας ότι, επειδή οι άνθρωποι είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, οφείλουν να παραμείνουν όπως ακριβώς η φύση επιτάσσει.6 Άρα, κάθε παρέκκλιση από τη φυσική τους κατάσταση είναι αντίθετη προς το Θεό, ακόμα και αν πρόκειται για την εξωτερική τους εμφάνιση.7

Επίσης, επικαλείται την απαγόρευση των αποστολικών διατάξεων σχετικά με τον καλλωπισμό των γενίων εκ μέρους των πιστών: «Περί του ξυράσθαι το γένιον και τούτων περί των διατάξεων των αγίων αποστόλων κεκώλυται˙ ου μόνον το ξυράσθαι, αλλά και το περικουρίως χράσθαι. Τοσαύτην σπουδήν και ακρίβειαν περί του μη τους του πώγωνος διαφθείρειν τρίχας τους πιστούς οι άγιοι κανόνες έχουσιν».8

Διακρίνουμε, συνεπώς, ότι κατά τον Νικόλαο εξ Υδρούντος, πρέπει να επιδιώκεται η μίμηση του προτύπου του Χριστού για να αποβληθεί η φιλαυτία, η οποία αντιμετωπίζεται από τους ιερούς κανόνες ως ασθένεια που χρειάζεται παιδαγωγία και κατάλληλη διδαχή, για να θεραπευθεί. Οι χριστιανοί πρέπει να φροντίζουν να κοσμούν τον εσωτερικό τους κόσμο με αρετές παρά την εξωτερική τους εμφάνιση, κάτι που υποδηλώνει μόνο φιλαρέσκεια και ματαιότητα,9

Ο συγγραφέας μας παρατηρεί, επιπλέον, πως το ξύρισμα των γενίων είναι ελληνικό νεκρικό έθιμο προς τιμήν των τελευτηκότων διαχωρίζοντας την ελληνική εθιμοτυπία από τα χρηστά ήθη των χριστιανών.10

Αν και η αναφορά του Νικολάου Υδρούντος στο ζήτημα της κοπής των τριχών του προσώπου των ανδρών είναι πολύ σύντομη, όπως προείπαμε, προκαλεί εντύπωση η απολυτότητα των θέσεών του, που την αιτιολογούμε, βέβαια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τα έτη δράσεως του Νικολάου.11 Ορμώμενος, φυσικά, από την εκκλησιαστική παράδοση εμμένει στη διατήρηση της φυσικής εξωτερικής εμφανίσεως των πιστών δίχως περιθώρια τροποποιήσεως των κανόνων. Ωστόσο πιστεύουμε ότι οι κανόνες περί γενίων ναι μεν σηματοδοτούν σαφώς την πρακτική διάσταση της πίστεώς μας αλλά δεν αποτελούν θέσφατα. Θεσπίζονται από τις αγίες συνόδους για την ομαλή εν Χριστώ ζωή, δεν είναι, όμως, οπωσδήποτε καίρια στοιχεία της πίστεώς μας.

Ο μοναχός Νικόλαος δείχνει, κατά τη γνώμη μας, υπερβάλλοντα ζήλο στο εν λόγω θέμα,12 ο οποίος πηγάζει κυρίως από την αυτοσυνειδησία του ως ευσεβούς χριστιανού, βαθύ γνώστη της παραδόσεως και συνεπή ηγουμένου μονής με ακτινοβόλο φήμη. Ακριβώς η ενασχόλησή του ακόμα και με δευτερεύοντα ζητήματα δείχνει την αγωνία και τη σπουδή του να διατηρηθούν ανόθευτα τα στοιχεία της εκκλησίας του Χριστού, ειδικά σε μία εποχή νοθεύσεως του ορθοδόξου ήθους. Άλλωστε η αυστηρότητα και η ασκητικότητα, που διαπνέουν τα λόγια του, συμφωνούν απόλυτα με τη μοναχική βιοτή του.

Υποσημειώσεις.

1. «Ο δε Λατίνος άλλ’ η εκκλησία Ρώμης τούτο παρέλαβε φησί επειδή όπερ οι ασεβείς εις ύβριν του αποστόλου εποίουν Πέτρου, τον εκείνου τίλλοντες πώγωνα, τούτο ημείς καν τούτω τιμήν την εκείνου ύβριν ηγούμενοι πράττομεν», προσθήκες, Cod. Paris, Suppl, gr. 1232 f. 13r . Είναι γνωστή εξάλλου η προσκόλληση των Λατίνων στο μαθητή του Χριστού Πέτρο, από τη ζωή του οποίου βασίζουν ασεβώς και θαρσώς τις αυθαιρεσίες τους (παπικό πρωτείο, αλάθητο, κοσμική εξουσία).
2. «Τις δε ο τούτο κατά των αποστόλων παραδόσεως δογματίσας, ει και άνευ συνόδου οίδαμεν πάντως» προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 8r
3. Προσθήκες Cod. Paris. Suppl. Gr. 1232 f. 12v πρβλ. ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Α’ ΙΙΙ σελ. 1, 565 Α – 568 Α.
4. Προσθήκες, Cod. Paris. Suppl. Gr. 1232 f. 12v πρβλ. Λευϊτ. 19, 27 και 21, 5.
5. Προσθήκες, Cod. Paris. Suppl. Gr. 1232 f. 12v
6. Βλ. Α’ Κορ. 11, 5-15.
7. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νικόλαος: «Συ ταύτα ποιών δι’ αρεσκείαν, εναντιούμενος τω νόμω, βδελλυκτός γενήση παρά Θεώ, τω κτήσαντι σε κατ’ εικόνα εαυτού. Εάν ουν θέλης Θεώ αρέσκειν, απόσχου πάντων ων μισεί αυτός και μηδέν πράσσε των αυτώ απαρεσκόντων», προσθήκες, Cod. Paris. Suppl. Gr. 1232 f. 12v
8. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr.5, 36, f. 8v. Σε ενίσχυση των απόψεων του Νικολάου παραθέτουμε τον ΣΤ’ κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου ο οποίος αναφέρεται στο αθέμιτο του καλλωπισμού της κεφαλής: «Οι τον Χριστόν δια του βαπτίσματος ενδυσάμενοι, την εν σαρκί αυτού πολιτείαν μιμείσθαι καθωμολόγησαν. Τους ουν τας εν τη κεφαλή τρίχας προς λύμην των ορώντων εν επινοίαις εμπλοκής ευθετίζοντας και διασκευάζοντας και δέλεαρ προτιθέντας ενεύθεν ταις αστηρίκτοις ψυχαίς, επιτιμίω προσφόρω πατρικώς θεραπεύομεν, παιδαγωγούντες αυτούς, και σωφρόνως βιούν εκδιδάσκοντες, προς το αφέντας την εκ της ύλης απάτην και ματαιότητα, προς την ανώλεθρον και μακαρίαν ζωήν τον νουν μετάγειν διηνεκώς, και εν φόβω αγνήν έχειν αναστροφήν, και Θεώ πλησιάζειν, κατά το εφικτόν, δια της εν βίω καθάρσεως, και τον ένδον, ή τον έξω άνθρωπον μάλλον κοσμείν αρεταίς και χρηστοίς και αμώμοις τοις ήθεσιν˙ ώστε μηδέν λείψανον φέρειν εν εαυτοίς της του εναντίου σκαιότητος. Ει δε τις παρά τον παρόντα κανόνα διαγίνοιτο αφοριζέσθω», ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Β’ , σελ. 533. Ο Αριστηνός επιδοκιμάζει την απόφαση της συνόδου τονίζοντας ότι ο άνθρωπος οφείλει να προσεγγίζει το Θεό με καθαρή καρδιά διακοσμημένη με ψυχικές αρετές παρά με εξωτερικούς διακόσμους: «Οι τας κόμας εν πλοκής επινοία προς λύμην εργαζόμενοι των ορώντων, αφορίζονται. Τους κομώντας την κεφαλήν, και τας τρίχας αυτών εν πλοκή διευθετίζοντας, προς βλάβην των απλουστέρων και ραθύμως βιούντων, αφορίζεσθαι η σύνοδος ώρισε˙ δει γαρ αγνήν την αναστροφήν ημών έχειν, και εν φόβω και Θεώ πλησιάζειν, κατά το δυνατόν ημίν, δια της εν τω βίω καθάρσεως, και αρεταίς κοσμείν τον ένδον και τον έξω άνθρωπον», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 536. Πρβλ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Περί της αγίας τριάδος, σελ. 28, 1642 Α.
9. Βλ. ΖΑΜΑΝΗ – ΚΟΛΛΙΑ, Το συναξάρι. Ανάλογη εντολή διαβάζουμε και στις ιουδαϊκές διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης: «ου ποιήσετε σισόην εκ της κόμης της κεφαλής υμών, ουδέ φθερείτε την όψιν του πώγωνος υμών»(Λευϊτ. 19, 27).
10. «το γουν ξεράσθαι το γένιον, επί τοις Έλλησιν, εις τι των τελευτηκότων τιμήν. Ετερόθι δε ουδαμού ούτε γαρ τη θεία γραφή, ούτε γαρ τοις θείοις πατράσιν», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 8v.
11. Προς εδραίωση της ανωτέρω γνώμης αναφέρουμε τα όσα σχετικά σχολιάζει ο Ιωάννης Ζωναράς, που έζησε στην Κων/πολη στις αρχές 12ου αιώνα, για τον ΣΤ’ κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου: «Οι δε νυν πατέρες, τους τα απηριθμημένα ποιούντας περί την κόμην τε και τον πώγωνα, και έτι μάλλον ασχημούντας, και ούτως εισιόντας εν ταις εκκλησίαις, ου μόνον ανεπιτιμήτους εώσιν, αλλά και ευλογούσι, και των αγιασμάτων αυτοίς, μεταλαβείν αυτών βουλομένοις, βαβαί της ατοπίας, μεταδιδόασι˙ και ο κωλύων ταύτα ουδείς˙ ου πατριάρχης ουκ άλλοι αρχιερείς, ου μοναχοί, οις ως πατράσι χρώνται πνευματικοίς οι ούτως ασχημονούντες», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 535.
12. Χρησιμοποιεί λέξεις όπως: νόμος, ανάρμοστος, απρεπές, βδελυκτός.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.