Ο γιος του βασιλέως που έγινε μοναχός και, Η διόρθωση του ασεβούς Μοναχού από τον Άγιο Σίμωνα τον Αθωνείτη.

Ο γιος του βασιλέως που έγινε μοναχός.

Εις τον καιρόν τούτου του βασιλέως Ιωάννου Ούγγλεσι, είχον οι Τούρκοι την καθέδραν της εξουσίας τους εις το Ικόνιον, πόλιν της Ανατολής, και έκαμναν εις τους τόπους των Ρωμαίων βασιλέων μεγάλους αφανισμούς˙ αφ’ ου δε έκαμαν αγάπην με αυτούς, ήλθον και εις τα μέρη της Σερβίας, και ηφάνιζαν και εκείνους τους τόπους και ώρμησαν να πολεμήσουν τούτον τον Ιωάννην˙ και λοιπόν εξ ανάγκης εκινήθη, και αυτός εναντίον τους, ομού με τον αυτάδελφόν του Κράλην, και εις μεν την αρχήν τους ενίκησαν, ύστερον δε λαβόντες θάρρος από την προτέραν νίκην αμερίμνησαν, και τούτο παρατηρήσαντες οι Τούρκοι, ώρμησαν έξαφνα κατ’ αυτών μίαν νύκτα, και άλλους μεν εφόνευσαν, άλλοι δε από την σάστισίν τους έπεσαν μέσα εις τον ποταμόν Ταίναρον, τον νυν λεγόμενον Τούντζαν, και αθλίως επνίγησαν. Μετά δε των άλλων εθανατώθη και ο ίδιος ο βασιλεύς Ιωάννης, και εις το εξής ώρμησαν πλέον ανεμποδίστως οι Τούρκοι εις τους τόπους της Σερβίας, και έκαμαν ανεκδιήγητα κακά.

Ο δε υιός του βασιλέως Ιωάννου, ή από τους μεγάλους φόβους, ή από την καλήν του γνώμην δια την σωτηρίαν του, άφησε τα βασίλεια, και επήγεν ως εις λιμένα σωτήριον εις το Άγιον Όρος, και προσκυνήσας αγνώριστος τα εκεί μοναστήρια και ασκητήρια, ήλθε τέλος πάντων και εις το εδικόν του μοναστήριον του αγίου Σίμωνος˙ εκεί δε ελθών έστειλε τον πορτάρην προς τον ηγούμενον, να του φανερώση πως έχει να του ειπή λόγον˙ και απελθών εκείνος ανήγγειλεν εις τον ηγούμενον ότι ένας νεανίας, την όψιν ωραίος, το σχήμα φοβερός, κατά τα φορέματα πτωχός, κατά τον λόγον εύτακτος, κατά τας αποκρίσεις φρόνιμος, και κατά το φαινόμενον θεοφοβούμενος και δούλος Χριστού, ζητεί να συνομιλήση με την αγιωσύνην σου˙ ο δε ηγούμενος είπεν εις τον πορτάρην, ας έλθη˙ και εισελθών και ειπών εκείνο που ήθελεν, έμεινεν εις το μοναστήριον ικανάς ημέρας˙ και ιδών την ευταξίαν των μοναχών, την ταπείνωσιν, την ευτέλειαν των φορεμάτων, την υπακοήν κατά πάντα εις τον ηγούμενον, την προθυμίαν εις τας ακολουθίας, την σιωπήν, την τάξιν της Εκκλησίας και τα λοιπά, εδόξασε τον Θεόν˙ και τότε προσκαλεσθείς από τον ηγούμενον ερωτάται, εάν τον αρέση το μοναστήριον και οι τάξεις του˙

Ο δε νέος απεκρίθη, πολλά καλά μου αρέσουν, πάτερ. Λοιπόν (τον ερωτά πάλιν), μένεις και εσύ εδώ, ως και οι λοιποί, δια την ελπιζομένην βασιλείαν του Χριστού; Ναι, απεκρίθη, μένω με την αγίαν σου ευχήν. Τον ερωτά πάλιν ο ηγούμενος˙ ποίον εργόχειρον ηξεύρεις να κάμνης, τέκνον; Ο δε απεκρίθη, κηπουρός είμαι, πάτερ˙ και λοιπόν μένεις έως τέλους της ζωής σου, να σκάπτης, να φυτεύης, να ποτίζης και κοπιάζης χειμώνα και καλοκαίρι εις τον κήπον δια την αδελφότητα, ή μάλλον ειπείν δια τον Χριστόν; Υπόσχομαι, του απεκρίθη, όλα αυτά να τα κάμνω˙ και βαλών μετάνοιαν, εδιωρίσθη εις τον κήπον˙ μετά δε τριών χρόνων δοκιμασίαν, έγινε μοναχός, προκόπτων καθ’ εκάστην, και αναβάσεις τιθέμενος εν τη καρδία αυτού, κατά τον Δαβίδ, ταπεινούμενος και υπακούων εις όλους τους αδελφούς.

Τί το εντεύθεν; Δεν υπέφερεν ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων διάβολος, να βλέπη του βασιλέως τον υιόν κηπουρόν, με τόσους κόπους και με τόσην ταπείνωσιν˙ λοιπόν αρματώνεται κατ’ αυτού με όλη του την πανοπλίαν˙ και πρώτον μεν έσπειρεν εις αυτόν πονηρούς λογισμούς, και άρχισε να μετανοή δια το έργον οπού εκαταπιάσθη, και να συλλογίζεται, ότι δεν τελειώνει ογλήγορα, αλλά έχει να απεράση με αυτό όλη του η ζωή˙ έπειτα και εις μίσος των αδελφών τον ενίκησε, και εις αμέλειαν της προσευχής και των άλλων της ασκήσεως έργων τον έφερε, και άλλα πολλά του επροξένησεν˙ όμως δεν ευχαριστείται να τον πολεμή από ένα μέρος μόνον, αλλά κινεί και από το άλλο μέρος τους αδελφούς να οργίζωνται και να θυμώνουν κατ’ αυτού, και να τον υβρίζουν, πως είναι ανάξιος του έργου οπού υπεσχέθη, πως εν αμελεία εργάζεται τους κήπους, πως έγινε προς αυτούς αίτιος σκανδάλων και ταραχών˙ και ταύτα μεν ο εχθρός, ο δε μακάριος εις μεν τους αδελφούς άλλον λόγον δεν έλεγε, παρά τούτον μόνον, συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, και θέλω βάλω τώρα αρχήν καλήν του έργου˙ προς δε τον διάβολον αρματώθη με το ανίκητον άρμα του Χριστού, το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με˙ με τούτο το βέλος επλήγωνε κάθε ώραν τον σατανάν, και εδίωχνεν εις όλας τας ημέρας της ζωής του πάσαν την δύναμιν του εχθρού˙ και τοιουτοτρόπως αγωνιζόμενος, ενίκησε κατά κράτος τον αντίπαλον διάβολον, και έγινεν εις όλον το ύστερον δοχείον των αρετών και σκεύος εκλεκτόν του αγίου Πνεύματος˙ τόσον που ηξιώθη και αποκαλύψεως θείας περί του τέλους και της προς Θεόν εκδημίας του.

Διότι εφάνη εις αυτόν ο Κύριος ημών, και τον επροσκάλεσε να υπάγη να κληρονομήση την ουράνιον βασιλείαν, αντί της προσκαίρου βασιλείας οπού εκαταφρόνησεν.
Όθεν ασθενήσας ολίγον, απέστειλεν ένα των αδελφών, να ειπή εις τον ηγούμενον να του ειπή λόγον μυστικόν˙ ο δε ελθών προς αυτόν είπε˙ τι έχεις τέκνον; Δια τι με επροσκάλεσες; Σε επροσκάλεσα, πάτερ, απεκρίθη, ότι ο Χριστός με προσκαλεί να υπάγω προς αυτόν μετά ολίγην ώραν, να απολαύσω τον μισθόν μου κατά τα έργα μου˙ ήξευρε λοιπόν, πάτερ, ότι εγώ είμαι ο βασιλεύς και κτίτωρ ταύτης της ιεράς μονής˙ εγώ είμαι ο υιός του βασιλέως Ιωάννου. Και ταύτα ακούσας ο ηγούμενος κατεπλάγη, και εθαύμασε την τελείαν αυτού υπακοήν και ταπείνωσιν˙ και πώς, τέκνον μου, του λέγει, δεν μας το εφανέρωσας, μόνον το απεσιώπησας; Πώς δεν μου το ανήγγειλας κατά μυστικόν τρόπον, ότι εσύ είσαι εκείνος, οπού δια μέσου σου κατοικούμεν ημείς εδώ; Ο δε απεκρίθη, και ανίσως σας το έλεγα, ότι είμαι ο βασιλεύς, δεν ήθελα κερδίσω τον Κύριον και Θεόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δια μέσου της τιμής οπού ηθέλετε μου αποδίδετε, εκινδύνευα να χάσω την σωτηρίαν μου˙ και ταύτα ειπών, εκοιμήθη.

Ποιήσαντες δε αγρυπνίαν ολονύκτιον οι αδελφοί, έθαψαν το πρωί εκείνο το πολύαθλον σώμα του βασιλέως μεν πρότερον, ύστερον δε του κηπουρού γενομένου δια τον Κύριον, μετά υμνωδιών, θυμιαμάτων τε και φωτοχυσίας μεγάλης, εν τω κοιμητηρίω των αδελφών, καθώς αυτός παρήγγειλε, δοξάζοντες τον Θεόν οπού τον ενεδυνάμωσεν ούτω καλώς να αγωνισθή, και αντί της επιγείου βασιλείας οπού άφησε, να γένη κληρονόμος της ουρανίου βασιλείας.

Και τα μεν περί του υιού του βασιλέως Ιωάννου τοιαύτα, ακούσατε δε και ολίγα τινά θαυμάσια του οσίου Σίμωνος από τα πολλά οπού ετέλεσε μετά ταύτα, δια να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν έχει προς Θεόν ο Άγιος, και έπειτα θέλομεν τελειώσωμεν την διήγησιν.

Η διόρθωση του ασεβούς μοναχού.

Ένας από τους αδελφούς της ιεράς του Οσίου μονής, ανευλαβής ων και δύσπιστος, εξερνούσεν από την δυσώδη κοιλίαν του βλάσφημα λόγια κατά του Οσίου, λέγοντάς τον πλανεμένον και κολασμένον, και δεν ήθελε να συνεορτάζη μαζί με τους λοιπούς την ετήσιον εορτήν του Αγίου˙ όθεν μίαν φοράν οπού εώρταζον όλοι οι πατέρες την μνήμην του Οσίου, φεύγοντας αυτός από τον ναόν και από την ιεράν εκείνην ακολουθίαν, επήγε εις το κελλίον του και εκοιμάτο, και εκεί φαίνεται εις τον ύπνον του ο Άγιος όλος αστραπόμορφος, με πρόσωπον δεδοξασμένον και έκλαμπρον, έχων μαζί του και άλλους δύο από τους πρώτους και ηγιασμένους μαθητάς του, και του λέγει˙ δεν σου αρέσει αύτη η δόξα, ώ μιαρέ; Ου δεδόξασται το δεδοξασμένον; Και παρευθύς νεύοντας εις τους μαθητάς του λέγει˙ βάλλετε κάτω αυτόν τον άπιστον, αυτόν τον βλάσφημον˙ και βάνοντές τον εκείνοι κάτω, του εφάνη, ότι του εκτύπησεν εις τους πόδας με την ράβδον του μερικές ραβδιές, και από τους πόνους και τον υπέρμετρον φόβον εξυπνήσας, βλέπει τους πόδας του ωσάν να τον επονούσαν˙ και εγερθείς ευθύς τρέχει έντρομος εις την εκκλησίαν, και πίπτοντας κατά γης, βάνει μετάνοιαν εις τον ηγούμενον, όλος ηλλοιωμένος και, συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, φωνάζει˙ τώρα εγνώρισα ότι ο Θεός εν αληθεία μεγάλως εδόξασε τον όσιον πατέρα ημών Σίμωνα˙ τώρα, τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ίσα με τους παλαιούς οσίους Αντώνιον, Ευθύμιον, Σάββαν και τους λοιπούς˙ ευχαριστώ σοι, άγιε του Θεού, οπού με ελύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνην μου, και με έβγαλες από την κόλασιν, τον ταλαίπωρον. Ταύτα βοών μετά δακρύων, εδιηγήθη εν μέσω της εκκλησίας την φοβεράν εκείνην δόξα του Οσίου, και τα εξής εις πλάτος, και όλοι εδόξασαν τον Θεόν, τον μη θέλοντα τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν.

Από το βιβλίο: ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΙΚΑ 1. Ο Βίος του Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου. Έκδοση Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2013

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.