Ο Θεός μας υπομένει – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Σήμερα ο Θεός ανέχεται την κατάσταση. Ανέχεται, ανέχεται, για να είναι αναπολόγητος ο κακός. Είναι πε¬ριπτώσεις πού ο Θεός επεμβαίνει άμεσα και αμέσως, ενώ σε άλλες περιπτώσεις περιμένει• δεν δίνει αμέσως την λύση και περιμένει την υπομονή των ανθρώπων, την προσευχή, τον αγώνα. Τι αρχοντιά έχει ο Θεός!

Ένας, πόσους είχε σφάξει τότε με τον πόλεμο και ακόμη ζει. Θα τού πει στην άλλη ζωή ο Θεός: «Σ’ άφησα να ζήσης περισσότερο και από τους καλούς». Δεν θα έχει ελαφρυντικά.

– Γέροντα, μερικοί τέτοιοι άνθρωποι, ενώ είναι βαριά άρρωστοι, πώς δεν πεθαίνουν;

– Φαίνεται έχουν βαρείες αμαρτίες, γι’ αυτό δεν πεθαίνουν. Περιμένει ο Θεός μήπως μετανοήσουν.

– Και τον κόσμο πού παιδεύουν;

– Αυτοί πού παιδεύονται και δεν φταίνε, αποταμιεύουν. Αυτοί πού φταίνε, εξοφλούν.

– Γέροντα, τι θα πει «Πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί τό χείρον, πλανώντες καί πλανώμενοι»;

– Κοίταξε• υπάρχουν άνθρωποι πού έχουν κάποιον εγω¬ισμό και ο Θεός τους δίνει ένα σκαμπίλι να πάνε παρα¬κάτω. Άλλοι έχουν λίγο παραπάνω εγωισμό και ο Θεός τους δίνει ένα σκαμπίλι και πάνε ακόμη παρακάτω. Αυτούς όμως πού έχουν εωσφορική υπερηφάνεια, ο Θεός τους αφήνει. Μπορεί να φαίνεται ότι κάνουν προκοπή, άλλα τι προκοπή είναι αυτή; Μαύρη προκοπή. Και μετά δεν πέφτουν απλώς κάτω, αλλά πέφτουν κατ’ευθείαν στο βάραθρο. ο Θεός να φυλάει!

η υπεράσπιση τον δικαίου

– Γέροντα, λέει σε ένα τροπάριο: «Θυμόν κινήσαντες τον δικαιότατον». Ποιος θυμός είναι δικαιότατος;

– Όταν αδικούνται άλλοι και φωνάζει κανείς και θυμώνει από πόνο πραγματικό, τότε είναι «δικαιότατος ο θυμός». Όταν αδικείται ο ίδιος και θυμώνει, τότε δεν είναι ¬ καθαρός ο θυμός. Όταν βλέπεις έναν να υποφέρει για Ιερά πράγματα, αυτός έχει θειο ζήλο. Από αυτό μπορείς να καταλάβεις και τον διά Χριστόν σαλό. Αν πάρεις λ.χ. μια εικόνα και την βάλεις μπροστά του ανάποδα, θα τιναχθεί επάνω ο διά Χριστόν σαλός• έτσι τού κάνεις τεστ. Υπάρχει δηλαδή και δικαία, θεία αγανάκτηση, και μόνον αυτή η αγανάκτηση δικαιολογείται στον άνθρωπο. ο Μωυσής, όταν είδε τον λαό να θυσιάζει στο χρυσό μοσχάρι, αγανάκτησε και πέταξε κάτω τις πλάκες με τις εντολές πού τού έδωσε ο Θεός, και έσπασαν. ο Φινεές, ο εγγονός τού αρχιερέα Ααρών, δύο φόνους έκανε και ο Θεός έδωσε εντολή από την γενιά του να βγαίνουν οι ιερείς τού Ισραήλ!

Όταν είδε τον Ισραηλίτη Ζαμβρί να αμαρτάνει με την Μαδιανίτιδα Χασβί μπροστά στον Μωυσή και σε όλους τους Ισραηλίτες, δεν κρατήθηκε• σηκώθηκε από την συ¬ναγωγή και τους φόνευσε, και έτσι σταμάτησε η οργή του Θεού. Αν δεν τους σκότωνε και τους δύο, θα έπεφτε οργή Θεού σε όλον τον λαό του Ισραήλ. Φοβερό! Εγώ, όταν διαβάζω στο Ψαλτήρι τον στίχο «Και εστη Φινεές και έξιλάσατο, και έκόπασεν η θραυσις», ασπάζομαι πολλές φορές το όνομα του. Άλλα και ο Χριστός, όταν είδε να πουλούν μέσα στον περίβολο του Ναού βόδια, πρόβατα, περιστέρια, και τους κερματιστές να ανταλλάσσουν χρή¬ματα, πήρε τό φραγγέλιο και τους έδιωξε.

Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν πάει με αγανά¬κτηση να υπεράσπιση τον εαυτό του για ένα ατομικό του θέμα, αυτό είναι καθαρά εγωιστικό, είναι ενέργεια του πειρασμού. Δέχεται επιδράσεις δαιμονικές εξωτερικές. Αν κάποιον τον αδικούν η τον κοροϊδεύουν, αυτόν πρέ¬πει οι άλλοι να τον υπερασπίζονται, για το δίκιο, όχι για προσωπικό τους συμφέρον. Δεν ταιριάζει να μαλώνεις για τον εαυτό σου. Άλλο το να αντίδρασης, για να υπερασπισθείς σοβαρά πνευματικά θέματα, θέματα πού αφορούν την πίστη μας, την Ορθοδοξία. Αυτό είναι καθήκον σου. Όταν σκέφτεσαι τους άλλους και αντιδράς, για να τους βοηθήσεις, τότε αυτό είναι καθαρό, γιατί γίνεται από αγάπη. Όταν πήγα στο Σινά, κατέβαινα στο μοναστήρι κάθε εβδομάδα, κάθε δεκαπέντε μέρες, για να κοινωνήσω. Μία φορά μού λέει ένας πολύ απλός δίκαιος πού ήταν εκεί: «Α, όχι κάθε εβδομάδα- τέσσερις φορές τον χρόνο πρέπει να κοινωνούν οι καλόγεροι». Τότε είχαν τυπικό να μην κοινωνούν συχνά. Φορούσα και το έπανωκαλύμμαυχο. «Ούτε έπανωκαλύμμαυχο», λέει. Αυτοί το έβαζαν μόνο στις τελετές. «
Να’ ναι ευλογημένο», λέω. Και το είχα και εγώ ριγμένο στον ώμο σαν κασκόλ και δεν με απα¬σχόλησε ξανά. Τι; να μαλώσω; Ετοιμαζόμουν εν τω με¬ταξύ κάθε φορά για την Θεία Κοινωνία και πήγαινα στην Εκκλησία. Την ώρα πού ο παπάς έλεγε «Μετά φόβου Θεού…», έσκυβα το κεφάλι και έλεγα «Εσύ γνωρίζεις, Χριστέ μου, πόση ανάγκη έχω», και ένιωθα τέτοια αλλοί¬ωση, πού δεν ξέρω αν θα την ένιωθα, αν κοινωνούσα. Αφού πέρασαν κάμποσοι μήνες, ήρθαν στο μοναστήρι τέσσερα-πέντε παιδιά, πού από μένα παρακινήθηκαν να έρθουν στο Σινά. Είπαν λοιπόν και σ’ αυτά να μην κοι¬νωνούν. Έ, τότε μίλησα και τακτοποιήθηκε το θέμα.

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.