Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς – Πρωτ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου.

Όταν κάποιος φθάση στην θέωσι, ξαναζή όλες τις φάσεις της Αποκαλύψεως (Μεταμόρφωσι -Πεντηκοστή), που σημαίνει ότι ο θεούμενος ξαναζή όλες τις αλήθειες που απεκαλύφθησαν στους Αποστόλους. Τότε διαπιστώνει εμπειρικά ότι η Ορθόδοξη Θεολογία έχει χαρακτήρα κυκλικό και ότι ο κύκλος έχει ως πυρήνα την Ενσάρκωσι. Ο πυρήνας είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Αυτό είναι ένα κυκλικό φαινόμενο, που έχει έναν πυρήνα ή, αν θέλετε, ένα ελικοειδές φαινόμενο, που έχει έναν άξονα και αυτός ο άξονας είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε την Εκκλησία. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε την Κοινωνία των Αγίων. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

Χωρίς την θεωρία αυτού του πυρήνα δεν βλέπει κανείς σωστά τα πράγματα. Όταν ο άνθρωπος φθάση σ’ αυτόν τον πυρήνα κατά την εμπειρία της θεώσεως, τότε, επειδή φθάνει να του έχη αποκαλυφθή πάσα η αλήθεια, γίνεται απλανής περί τα θεία . Και επειδή η αποκάλυψις περί των θείων Μυστηρίων είναι η ίδια σε όλους τους θεουμένους, γι’ αυτό υπάρχει ταυτότης διδασκαλίας σε όλους τους θεουμένους. Αυτή είναι η Πατερική παράδοσι, στην οποία όλοι οι Ορθόδοξοι αναφέρονται.

Όταν κάποιος αποκοπή από αυτόν τον πυρήνα της εμπειρίας και από αυτήν την διδασκαλία, ακόμη και από την ιστορία αυτής της διδασκαλίας, είναι αδύνατο να μην πέση σε αίρεσι, εάν προσπαθήση να θεολογήση. Το ότι θα πέση είναι αναπόφευκτο. Αν όχι σε αίρεσι, τουλάχιστον σε παρερμηνεία, είτε της Αγίας Γραφής είτε της Ιεράς Παραδόσεως.

Έτσι οι Πατέρες, που είχαν αυτήν την εμπειρία της θεώσεως, ήξεραν ότι δι’ αυτής έγιναν κατά χάριν θεοί. Όχι κατά φύσιν. Ο Χριστός όμως, που είναι ο σαρκωμένος Λόγος, είναι κατά χάριν Θεός ή κατά φύσιν;

Ο Άρειος έλεγε ότι ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά χάριν Θεός. Οι Πατέρες έλεγαν: Όχι, ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός. Ο Άρειος υπεστήριζε ότι ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά χάριν η πηγή της ακτίστου δόξης του Πατρός. Ο Άρειος ναι μεν δεν ηρνείτο ότι ο Χριστός είναι η πηγή της ακτίστου δόξης, υπεστήριζε όμως ότι ο Χριστός δεν είναι η φυσική πηγή της ακτίστου δόξης, αλλά η κατά χάριν πηγή της ακτίστου δόξης. Έλεγε ότι, αφού η ανθρωπίνη φύσις είναι κτίσμα, άρα ο Χριστός είναι κατά χάριν Θεός.

Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς.

Ο Άρειος τόνιζε ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός προ των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά κατηγορείται, από τον Μέγα Αθανάσιο ότι υπεστήριζε την εν χρόνω γέννηση του Λόγου. Γιατί όμως; Διότι προσέθετε το «ην ποτε ότε ουκ ην». Το «ποτέ» και το «ότε» είναι όμως χρονικά επιρρήματα. Διότι, όταν λέγη κανείς το «ην ποτε ότε ουκ ην», σημαίνει ότι υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν υπήρχε ο Λόγος. Γλωσσικά αυτό σημαίνει. Αλλά μέσα στα πλαίσια της Αποφατικής θεολογίας ό,τι και να πη κανείς για τον Θεό, περιορίζεται στα χρονικά κατηγορήματα. Οποιαδήποτε λέξι και αν χρησιμοποίηση κανείς για τον Θεό, δεν μπορεί να αποφύγη τις διαστάσεις του χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός. Γλωσσικά, εξ επόψεως νοήματος αυτό το γεννάται εκ του Πατρός μπορεί να σημαίνει είτε ότι κάποτε γεννήθηκε εκ του Πατρός ή ότι αενάως γεννάται εκ του Πατρός ή ότι εν χρόνω γεννάται εκ του Πατρός. Το ίδιο συμβαίνει και όταν λέγη κάποιος ότι: Ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός.

Οι Πατέρες, για να πλαισιώσουν την διδασκαλία τους και για να περιφράξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν διάφορες ορολογίες. Βέβαια και οι Πατέρες λένε ότι ο Λόγος προ των αιώνων εγεννήθη εκ του Πατρός. Αλλά εκείνο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι η ανθρωπίνη σκέψις ανταποκρίνεται μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία. Οπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχική σύλληψις του ανθρώπου ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες καθημερινές εμπειρίες και μόνον. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διασπάση τους περιορισμούς της κτιστής του φύσεως, ώστε να μπορέση να συλλάβη το άκτιστο. Αυτό κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι απολύτως αδύνατο. Ο άνθρωπος μπορεί να σκέπτεται για το άκτιστο ότι υπάρχει. Ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχει κτισθή, το οποίο υπάρχει πάντοτε και το οποίο δεν μοιάζει μα τα κτίσματα. Αλλά όλα αυτά τα κατηγορήματα, δεν είναι θετικά. Είναι πλήρως αρνητικά. Αυτές δεν είναι θέσεις, αλλά αρνήσεις. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι άκτιστος, δεν λέμε τι είναι ο Θεός, αλλά απλώς λέμε τι δεν είναι ο
Θεός.

Η λέξις άκτιστος σημαίνει απλώς ότι ο Θεός δεν είναι κτίσμα. Αυτό όμως λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι τι είναι ο Θεός. Είπαμε λοιπόν τι δεν είναι ο Θεός.

Ας πούμε τώρα τι είναι ο Θεός. Δεν υπάρχει όμως κανένα όνομα που να προσδιορίζη το τι είναι ο Θεός, διότι ο άνθρωπος από την φύσι του δεν μπορεί ποτέ να συλλάβη τον Θεό. Η βασική αιτία αυτού του γεγονότος είναι ότι ο άνθρωπος είναι κτίσμα. Έχει δημιουργηθή για να γνωρίση τον Θεόν, αλλά ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίση τον Θεόν. Όταν ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, τότε μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεόν. Και αυτό γίνεται δια του Φωτός, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό οι Πατέρες πάρα πολλές φορές ασχολούνται με την φράσι: «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Δηλαδή μέσα στο Φως του Θεού θα δούμε το Φως του Θεού. Μόνον, όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως. Ακριβώς, όπως γίνεται και στον φυσικό χώρο. Όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, δεν βλέπει απολύτως τίποτε. Εάν όμως βρεθή μέσα στο φως, τότε βλέπει το φως.

Αυτή λοιπόν η γνωσιολογική αρχή είναι μία δεσπόζουσα αρχή στους Πατέρες της Εκκλησίας. Το φαινομενικά παράξενο όμως είναι ότι οι Πατέρες παίρνουν αυτό το Φως του Θεού και το ταυτίζουν με το Σκότος (Γνόφος) και χρησιμοποιούν εναλλακτικά το Φως και το Σκότος. Οπότε το «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» και το «εν τω σκότει σου οψόμεθα σκότος» σημαίνει για τους Πατέρες το ίδιο πράγμα. Διότι ο Θεός ούτε Φως είναι ούτε Σκότος είναι• και τούτο, επειδή ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να μοιάζη με κάτι κτιστό, όπως είναι το φως ή το σκότος.

Εφ’ όσον λοιπόν οι γνωσιολογικές μας δυνάμεις αναλογούν στα κτιστά και δεν επεκτείνονται στα άκτιστα, γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο τα κτιστά. Επομένως οποιαδήποτε ορολογία χρησιμοποιήσωμε για τον Θεό, η ορολογία αυτή θα είναι παρμένη από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου και όχι από κάποια δυνατότητα του ανθρώπου να περιγράψη το άκτιστο. Αυτή η Πατερική αντίληψις περί γνωσιολογίας εμπίπτει απολύτως μέσα στα πλαίσια της μοντέρνας έρευνας, η οποία γίνεται επάνω στα γνωσιολογικά θέματα και η οποία σήμερα γίνεται από νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ανθρωπολόγους και λίγο από ψυχιάτρους.

Όλες οι επιστήμες, που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, συμφωνούν ως προς την γνωσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όλα στον άνθρωπο είναι παρμένα, απ’ ότι ξέρομε μέχρι τώρα, από τις καθημερινές εμπειρίες του ανθρώπου. Ακόμη και οι αφηρημένες σκέψεις που κάνει ο άνθρωπος και οι μαθηματικοί υπολογισμοί, όλα αυτά πλέον έχει γίνει αποδεκτό ότι είναι διαστάσεις της υλικής υπάρξεως του κόσμου και καμμιάς πνευματικής αΰλου υπάρξεως.

Η κατηγορία πάντως του Μεγάλου Αθανασίου εναντίον του Αρείου, ότι διδάσκει την «εν χρόνω» γέννησι του Λόγου, προέρχεται από την ίδια την έκφρασι του Αρείου, την οποία εξεμεταλλεύθησαν οι Ορθόδοξοι και συνέχεια βομβάρδιζαν τους Αρειανούς επάνω στο θέμα αυτό. Τόσο δε πολύ τους βομβάρδιζαν, ώστε οι Αρειανοί αναγκάσθηκαν και απάντησαν. Με την απώλεια όμως, που συνέβη, των πολλών συγγραμμάτων των αιρετικών, χάθηκαν και οι απαντήσεις αυτές.

Οι Πατέρες κατηγορούσαν τον Άρειο ότι διδάσκει την εν χρόνω γέννησι του Λόγου. Απόδειξις δε για τους Πατέρες είναι ότι ο Άρειος αναφέρει το «ποτέ» (κάποτε) και το «ότε». Ναι, αλλά σώζονται όμως αποσπάσματα των λεχθέντων του Αρείου και των Αρειανών, στα οποία οι Αρειανοί διαμαρτύρονται γι’ αυτήν την καταγγελία των Ορθοδόξων, ότι δηλαδή διδάσκουν την εν χρόνω γέννησι του Λόγου και υποστηρίζουν ότι συκοφαντούνται, καθ’ όσον οι ίδιοι διδάσκουν ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός «προ των αιώνων».

Αυτό το προ των αιώνων έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα οι αιώνες και ο χρόνος. Οι Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξύ αιώνων και χρόνου, αν και δεν ήξεραν μοντέρνα Φυσική. Στην Φυσική δεν έχομε πια τον χρόνο που είχαμε στο παρελθόν. Ο χρόνος του παρελθόντος εμετράτο από την σχετική κίνησι της γης ως προς τον ήλιο και την σελήνη. Τώρα όμως οι αντιλήψεις περί χρόνου έχουν αλλάξει πάρα πολύ.

Εκείνο που έχει για μας σημασία, είναι ότι οι Πατέρες διακρίνουν σαφώς μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, λένε οι Πατέρες, πρώτα δημιούργησε τους αιώνες, μετά τους αγγέλους, και μετά τον κόσμο αυτόν, καθώς και τον χρόνο. Δηλαδή οι Πατέρες ήξεραν ότι ο χρόνος είναι μία διάστασις ωρισμένου μέρους του κτιστού σύμπαντος. Διότι το πρώτο κτίσμα που κτίσθηκε είναι οι αιώνες και όχι ο χρόνος. Ο χρόνος δημιουργείται αργότερα από τον Θεόν.

Οπότε η κυρία διαφοροποίησις μεταξύ αιώνων και χρόνου είναι ότι στον χρόνο έχομε αλληλοδιαδοχή στα γεγονότα, ενώ στους αιώνες δεν έχομε αναγκαστικά αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, αλλά μία συνύπαρξη γεγονότων σε μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς αναγκαστικά να εμπλέκωνται τα γεγονότα με την αλληλοδιαδοχή. Ο άνθρωπος είναι περιωρισμένος στην αλληλοδιαδοχική εμπειρία των καταστάσεων, επειδή είναι μέσα στον χρόνο. Ο άνθρωπος δεν έχει εμπειρία μιας υπάρξεως χωρίς αλληλοδιαδοχή. Την αποκτά όμως μόνο στην εμπειρία της θεώσεως, διότι τότε καταργείται ο χρόνος.

Μόνον εκείνος ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι έχει εμπειρία εκείνου του τρόπου της υπάρξεως που υπερβαίνει την ύπαρξι, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χρόνο, υπάρξεως που υπερβαίνει τον αιώνα, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χώρο, υπάρξεως που υπερβαίνει την λογική κλπ. Έχει δηλαδή ο θεούμενος την εμπειρία του ακτίστου, χωρίς όμως να γνωρίζη γνωσιολογικώς τι είναι αυτό το άκτιστο. Επειδή γνωσιολογικώς το άκτιστο για τον θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδή και ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται στον θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, αν και υποπίπτη στην αντίληψι του νοός και της λογικής και των αισθήσεων και του σώματος του ανθρώπου, παρά ταύτα ο Θεός παραμένει Μυστήριο, επειδή ξεφεύγει από τα όρια και τον τρόπο γνώσεως του ανθρώπου.

Και τούτο συμβαίνει, επειδή το θεμέλιο των ανθρωπίνων γνώσεων είναι η ομοιότητα και η διαφορά. Μεταξύ δε κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης.

Βλέπομε π.χ. έναν ελέφαντα, που για έναν, που δεν ξέρει τίποτε από ελέφαντες, δεν μοιάζει με τίποτε άλλο. Αλλά απλώς διαφέρει από τα άλλα ζώα. Μετά βλέπομε δύο ελέφαντες και λέμε α, αυτοί οι δύο μοιάζουν. Αν, όμως, τους εξετάσωμε ποιο προσεκτικά, στην περίπτωση που ο ένας είναι αρσενικός και ο άλλος θηλυκός, βλέπομε ότι διαφέρουν μεταξύ τους σε ωρισμένα μέρη του σώματος. Αλλά, παρά τις διαφορές τους, υπάρχει μία γενικώτερη ομοιότητα μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε μιλάμε πάλι για ελέφαντες και τους βάζομε στην ίδια κατηγορία των άλλων ελεφάντων.

Όταν όμως έχη κάποιος την εμπειρία της θεώσεως, κάνει τότε μία διαφοροποίησι, αλλά δεν μπορεί να διακρίνη ομοιότητα, να βρη δηλαδή ομοιότητα μεταξύ του ακτίστου με κάποιο κτιστό. Η διαφοροποίησις όμως υπάρχει. Βλέπει δηλαδή κάτι, που δεν έχει ξαναδεί ποτέ στην ζωή του. Δεν υπάρχει όμως καμμία ομοιότης εκείνου που του αποκαλύπτεται με κάτι που ήδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει εκείνο που υποπίπτει στη αντίληψι του θεουμένου από όλα τα κτιστά. Διαφέρει, αλλά δεν μοιάζει με τίποτα, με κανένα γνωστό κτίσμα. Γιατί δεν μοιάζει; Διότι δεν έχει ούτε χρώμα ούτε διαστάσεις ούτε φως είναι ούτε σκότος είναι ούτε μεγάλο είναι ούτε μικρό είναι, δεν έχει σχήμα, δεν έχει είδος (μορφή).

Γι’ αυτό οι Πατέρες, όταν μιλάνε για την δόξα του Θεού, μιλάνε σαν να είναι κάτι το ασχημάτιστο και ανείδεο. Βέβαια αυτό το ανείδεο είναι επιχείρημα επιθέσεως εναντίων Πλατωνικών. Διότι οι Πλατωνικοί πίστευαν ότι υπάρχει ένας κόσμος των ιδεών. Όταν όμως οι Πατέρες λένε ότι η δόξα του Θεού είναι ανείδεος, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καμμία σχέσι με τον νοητό κόσμο του Πλάτωνος. Και κάθε φορά που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την δόξα του Θεού ως ανίδεο και ασχημάτιστο, κάθε φορά που το αναφέρουν αυτό, κάνουν κατ’ ευθείαν επίθεσι εναντίων των δοξασιών του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και γενικά εναντίον της φιλοσοφίας. Αυτό σημαίνει ότι η Θεολογία των Πατέρων ξεφεύγει από όλα τα κατηγορήματα του φιλοσοφικού τρόπου σκέψεως.

Το να ασχοληθή βέβαια κάποιος με την φιλοσοφία, αυτό δεν είναι κακό, διότι γυμνάζεται το μυαλό του ανθρώπου. Αρκεί όμως να μη δεχθή την διδασκαλία της φιλοσοφίας προκειμένου περί της υπάρξεως και φύσεως του Θεού. Αυτό λένε όλοι οι Ησυχαστές πατέρες. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος μάλιστα είναι ο κατ’ εξοχήν φιλοσοφών Πατέρας της Εκκλησίας. Ακόμη, αν διαβάση κανείς τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, θα δη ότι υπάρχει η ίδια γραμμή και σ’ αυτόν. Οπότε συμπεραίνομε ότι για τον εκγυμνασμό του ανθρωπίνου πνεύματος δεν είναι κακό το να ασχολήται κάποιος με την φιλοσοφία, είναι όμως ανοησία το να παραδέχεται την διδασκαλία της προκειμένου περί θεολογικών θεμάτων.

Από το βιβλίο του αειμνήστου Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†) Καθηγητού του Α.Π.Θ. Πανεπιστημίου: Πατερική Θεολογία
Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Θεσσαλονίκη 2004

Κατηγορίες: Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.