Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά-Φώτη τον Λαυριώτη (μέρος 6ον) – π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Τον ναό των αγίων αποστόλων που έκτισε ο παπά –Φώτης τον επισκέφθηκε ο αείμνηστος καθηγητής της Λειτουργικής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννης Φουντούλης. Σε μια επιστολή του προς τον παπά –Φώτη γράφει τα εξής: «Από τότε που ήρθα στον Τρίγωνα με τη μητέρα μου και τον Μιχάλη και είδα το θαύμα θαυμάτων, το έργο των χειρών και της ευλαβείας Σου, τους αγίους αποστόλους… ήθελα να Σου είπω μ’ όλη μου την καρδιά τα θερμά συγχαρητήρια για το έργο Σου. είναι καταπληκτικό, μνημείο πραγματικό τέχνης, γούστου, εμπνεύσεως. Ο Θεός να σ’ ευλογή. Τι άλλο να σου είπω; Έμεινα με ανοιχτό το στόμα και τότε κατάλαβα γιατί με τόση επιμονή ζητούσες να πάγω να το ιδώ». Αλλά και ο ίδιος ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης επισκέφθηκα και τον άγιο Λουκά όπου κι εκεί εθαύμασε τα έργα των χειρών του παπά – Φώτη.

Το έργο του κτισίματος του ναού του αγίου Λουκά δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Ξεκίνησε με το τίποτα. Τα έργα που έκανε κόστισαν πάρα πολλά χρήματα που ούτε η πιο ζωηρή φαντασία δεν διαννοείται! Σε κάποια τοπική εφημερίδα της Μυτιλήνης, τα «ΝΕΑ» έγραφε: «Δεν δέχεται ο παπά –Φώτης εύκολα τη βοήθεια που του προσφέρεις. Θέλει όλα να τα κάνει μόνος του. Στο καθημερινό του δρομολόγιο, στις παραλίες, στα λατομεία και τις οικοδομές του νησιού, για την εξεύρεση των υλικών που του χρειάζονται, αν και πολλοί οδηγοί Ι.Χ. αυτοκινήτων προθυμοποιούνται να τον εξυπηρετήσουν, σπάνια δέχεται».

Η ελεημοσύνη του παπά –Φώτη δεν είχε όριο. Και σε κάποιο δημοσίευμα της εφημερίδας «ΝΕΑ» σημειώνει ο πρόεδρος της κοινότητος Παμφίλων κ. Θεόδωρος Κατσαβέλλης: «Κάποτε αγόρασε πρόβατα και τα χάρισε σε μια άπορη οικογένεια. Δίνει ό,τι έχει. Λάδι, τυρί, χρήματα. Πηγαίνει οπουδήποτε τον καλέσουν. Σε βαφτίσεις, γάμους και κηδείες».

Ο ίδιος πρόεδρος του χωριού του κ. Κατσαβέλλης αναφέρει σε κάποια συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα τα «ΝΕΑ» ότι: «Ο παπά –Φώτης, χαρακτηρίζεται από τους πιστούς, ως «άγιος άνθρωπος», «ερημίτης», «αντάρτης», «τρελός» και όποιος χρειασθεί τη βοήθειά του, την έχει».

Ο παπά –Φώτης θλιβόταν για την αποστασία του κόσμου από το θέλημα και τις Εντολές του Θεού μας. Επειδή η πίστη των ανθρώπων εξέλιπε, όπως ακριβώς εκλείπει και σήμερα από τη ζωή κάποιων «χριστιανών βαπτισμένων», ο παπά –Φώτης έπασχε και προσεύχονταν για την επάνοδό των.

Ο παπά –Φώτης είχε αγάπη και για τα ασήμαντα μυρμηγκάκια. Πολλές φορές τα τάιζε και βλέποντάς τα να πηγαίνουν πέρα δώθε μεταφέροντας σπόρους έκανε το σταυρό του κι έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός». Σε κάποια πνευματική του θυγατέρα, τη Μ. Τ. από τη Μυτιλήνη που την είδε να τα σκοτώνει της έλεγε: «Εσύ μπορείς να φτιάξεις ένα τέτοιο μυρμήγκι; Γιατί τα σκοτώνεις;». Γενικώς μάλωνε όποιον έβλεπε να τυραννάει ή να σκοτώνει τα ζώα. Είχε απέραντη αγάπη για τη φύση!

Μια πνευματική του θυγατέρα η Μ. Τ. από τη Μυτιλήνη μας ανέφερε ότι την ορφάνια της την πέρασε μαζί με τον παπά –Φώτη. «Ο παπά –Φώτης μου στάθηκε όχι μόνον ως ιερέας που ήταν σαν πνευματικός πατέρας, αλλά σαν αληθινός φυσικός πατέρας. Είχε μεγάλη αγιότητα βίου. Πολλές φορές που του ανέφερα ότι αισθάνομαι μεγάλη ορφάνια και εγκατάλειψη, εκείνος μου έλεγε: «Κι εγώ μεγάλωσα ορφανός. Αλλά μη στενοχωριέσαι». Να σημειώσω ότι είχε προαισθανθεί την κοίμησή του. «Με το που θα κοιμηθώ όταν θα ανέβω στον ουρανό, στον Χριστό μας θα μπορώ να σε βοηθώ καλύτερα. Θα έρχεσαι στον τάφο μου και θα μου λες όλα τα προβλήματά σου κι εγώ θα σε βοηθώ». Επειδή πολλές φορές με συναντούσε και μ’ εύρισκε σε χάλια κατάσταση κάποια φορά μου είπε και τα εξής προφητικά λόγια του: «Μέσα από εμένα και συ θα δοξασθείς από το Θεό. Στο τέλος θα φύγουν όλα τα προβλήματα και θα δικαιωθείς. Ο Θεός θα σου ανοίξει τόσες πόρτες που δεν το φαντάζεσαι». Όταν τον συνάντησα για τελευταία φορά μου είπε τα ακόλουθα: «Άντε και καλή αντάμωση. Χαιρετισμούς. Άντε και καλή επιτυχία στη ζωή σου! Και θα τα ξαναπούμε στη Μυτιλήνη!». Και αλήθεια τα πράγματα έγιναν όπως μου τα είπε ο παπά –Φώτης και όντως τον συνάντησα στο νησί, όμως μετά την ταφή του. Όταν ακόμη ζούσε πολλές φορές που τον σκεπτόμουν ή τον είχα μεγάλη ανάγκη με τηλεφωνούσε απρόοπτα και ξαφνικά, κάποιες άλλες φορές μου παρουσιαζόταν μπροστά μου. Άλλες πάλι φορές μπροστά σε αδιέξοδα της ζωής προσευχόμουν και ζητούσα προσευχητικά να με βοηθήσει ο παπά –Φώτης. Όταν κατόπιν τον συναντούσα μου έλεγε επακριβώς πως είχαν τα πράγματά μου. Σαν να ήταν παρών στις προσευχές μου! Άλλη πάλι φορά δεν είχα εργασία και στενοχωριόμουν πολύ. Με ρώτησε τι ακριβώς με ενδιαφέρει. Του είπα ότι μπορώ να μαγειρεύω. «Μη στενοχωριέσαι» μου έλεγε «και έχει κανονιστεί». Όταν βγήκα από το σπιτάκι του παπά –Φώτη αμέσως μου τηλεφώνησαν για δουλειά σε παιδικό σταθμό ως μαγείρισσα, ενώ με επέλεξαν μέσα από 28 άλλες. Μέσα στον τορβά του κουβαλούσε πολλές φορές σύκα, αχλάδια και διάφορα άλλα πράγματα. Ήμουν παιδί και δεν είχα μέτρο όταν έτρωγα. Άλλωστε σαν παιδί και μάλιστα ορφανό πεινούσα συνεχώς. Εκείνος μου έδινε ένα φρούτο. Όταν πήγαινα από μόνη μου να ξαναπάρω κι άλλο φρούτο εκείνος μου έλεγε επιτιμητικά αλλά πάντοτε διδακτικά: «Μη γίνεσαι γουρούνι!». Από μικρό παιδί με έπαιρνε μαζί του από το χέρι στα διάφορα ξωκκλήσια. Συνήθιζε όταν έβγαινε από το σπιτάκι του να στέκεται στην πλατεία του χωριού ή σε όποιο σημείο βρισκόμασταν και να κάνει το σημείο του σταυρού του, να υψώνει τα χέρια του επάνω στον ουρανό, σαν κάτι να περίμενε να πάρει απάντηση από τον ουρανό. Τον άκουγα να λέει κάποια φορά: «Του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του αγίου Ευσταθίου και του Χριστού, εκεί θα πάμε να ανάψουμε τα κανδήλια, τα άλλα ανάβουν». Σημειωτέον ότι το χωριό Ίππειος έχει πολλά ξωκκλήσια. Τον φώτιζε και τον κατηύθυνε ο ίδιος ο Θεός που πρέπει να πάει. Και συνέβαινε να περνούμε μπροστά από άλλα ξωκκλήσια που τα προσπερνούσαμε και ο παπά –Φώτης δεν έμπαινε μέσα σ’ αυτά λόγω του ότι ήξερε εκείνος από την πληροφορία που έπαιρνε από τον ουρανό, αλλά εγώ ως παιδάκι έμπαινα στον πειρασμό να μπαίνω στα ξωκκλήσια αυτά για να διαπιστώσω αμέσως ότι όντως τα κανδήλια τους ήταν αναμμένα! Συνήθως ξεκινούσαμε πολύ νωρίς το πρωί όταν ακόμη ήταν έξω νύχτα. Καθώς πηγαίναμε από διάφορα μονοπάτια που μόνο ο παπά –Φώτης γνώριζε, μου έλεγε: «Κοίταζε τον ουρανό και πάμε γρήγορα στο Χριστό γιατί σβήνουν τα κανδήλια». Από τα ξωκκλήσια συνήθως έπαιρνε τα λάδια που πήγαιναν οι προσκυνητές και τα πήγαινε στα σπίτια των φτωχών. Εγώ ως μικρούλα που ήμουν τον ρωτούσα: «Γιατί παπά –Φώτη παίρνεις τα λάδια;». Κι εκείνος μου απαντούσε: «Μη μιλάς. Μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι φτωχοί». Άφηνε όμως λίγο λάδι για τα ανάμματα των κανδηλιών. Ποτέ μου δεν τον είδα να καταλύει λάδι. Κάποιες φορές περνούσε από το σπίτι μου και χτυπούσε την πόρτα να του ανοίξω. Αμέσως χωρίς άλλη κουβέντα με ρωτούσε: «Έχ’ς ανάλαδο;». συνήθως επειδή μαγείρευα για την οικογένειά μου πάντα λαδερό παρόλο που ήταν Τετάρτες και Παρασκευές, του απαντούσα, όχι. Τότε μου έλεγε: «Να το φας εσύ» κι έφευγε! Κάποια άλλη φορά ξημέρωνε εορτή των Ταξιαρχών. Ο παπά –Φώτης διέμενε τότε στο σπίτι μου. Επειδή οδηγούσα μου είπε: «Αύριο θα πάρ’ς τον αραμπά (ενν. το αυτοκίνητο) να με πας εκεί στον Παπάδος Γέρας στην εκκλησιά στον Ταξιάρχη;». Του απάντησε μετά χαράς. Πάντοτε ήθελα την παρέα του αλλά και για τον λόγο ότι κατά τον χρόνο που θα διαρκούσε το μικρό ταξίδι μας με το αυτοκίνητο θα είχα την χαρά να τον ακούσω και να τον συμβουλεύομαι για διάφορα θέματα. Όταν τον οδηγούσα ένοιωθα σα να μεταφέρω κάποιον σπουδαίο άνθρωπο. Κάπως έτσι βίωνα την παρουσία του στη ζωή μου. Το πρωί ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Σα φθάσαμε στην Γέρα έβλεπε ότι τα καφενεία ήταν ανοικτά και μέσα να παίζουν κάποιοι πρωί –πρωί χαρτιά ενώ το χωριό γιόρταζε και πανηγύριζε. Χωρίς να μου πει ότι θέλει να κατέβει από το αυτοκίνητο εκεί μπροστά στα καφενεία, ευτυχώς που πήγαινα σιγά, ανοίγει την πόρτα απότομα και κατέβηκε αστραπιαία χωρίς να τον καταλάβω και άρχισε να βρίζει όλους τους θαμώνες του καφενείου. Συνέλαβα μετά πολλής εκπλήξεως να τους επιπλήττει και να τους λέει ότι: «Όλοι σας θα πάτε στην κόλαση». Έρριχνε τις καρέκλες του καφενείου. Κάποιος από τους θαμώνες εκνευρίστηκε κι ετοιμάσθηκε να τον χτυπήσει με την καρέκλα. Ευτυχώς κάποιος άλλος τον συγκράτησε και δεν έγινε το χτύπημα. Έπειτα πήγε ατάραχος και λειτούργησε στο εορτάζοντα ναό του χωριού σα να μην συνέβαινε τίποτα. Κάποια άλλη φορά τον επισκέφθηκα στο σπιτάκι του στα Πάμφιλα με το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή εκεί που μιλούσαμε μου λέει: « Πήγαινε ν’ ανάψ’ς τα κανδήλια του άη –Λουκά. Πρόσιξι να μην πας με τον αραμπά σ’ (δηλ. με το αυτοκίνητο!)». Αμέσως σηκώθηκα και πήγα να ανάψω τα κανδήλια. Όμως βγαίνοντας του έκανα ανυπακοή και πήρα το αυτοκίνητό μου. Αφού ξεκίνησα μετά από λίγο έπεσα με το αυτοκίνητο σε μια γωνία σ’ έναν τοίχο. Όταν επέστρεψα, αφού άναψα τα κανδήλια στον άγιο Λουκά και του το είπα άρχισε να με μαλώνει και να μου λέει: «Άμυαλη, αχμάκσα. Καλά ν πάθ’ς αφού δεν με κάν’ς υπακοή». Μετά την κοίμησή του με εμφανιζόταν συνεχώς στον ύπνο μου. Ξέρω ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε στα όνειρα γι’ αυτό και δεν έδιδα σημασία. Όμως με ξαναεμφανιζόταν και μου έλεγε συνεχώς: «Πρόσεξε Μ. στις σαράντα ημέρες εμφανίζομαι στον Κύριο. Θέλω ανήμερα κόλλυβο. Πάντως σ’ ευχαριστώ για τα τσουρέκια που μ’ έκανες. Ακόμη τα τρώω!!! Μ. δεν σε εγκαταλείπω!». Όντως κατά την κοίμησή του που δυστυχώς δεν μπόρεσα να είμαι εκεί στον Τρίγωνα, έστω και από μακρυά του έκανα 300 τσουρεκάκια για τη μνήμη του και τα μοίρασα σε διάφορους ανθρώπους. Αυτός ήταν ο παπά –Φώτης στη ζωή μου. Τώρα νοιώθω πιο ασφαλής γιατί από εκεί επάνω που είναι θα πρεσβεύει για μένα και για όλους.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.