Ποιά η προσφορά και η επιβίωση του βυζαντίου στην τέχνη; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Προσαρμοστικότητα σε κάθε ξένο περιβάλλον, αλλά και ζωογόνο ισχυρή επίδραση της βυζαντινής τέχνης σου διακρίνουν κορυφαίοι επιστήμονες: π.χ. Ο Jorga σου λέγει πως «προσαρμόστηκε στο Βλαχικό και Μολδαβικό περιβάλλο, και όλη η τέχνη, που δημιουργήθηκε μεταξύ των θεωρητικών ορίων της αυτοκρατορίας, δυτικά μέχρι την Αδριατική και ανατολικά μέχρι το Δούναβη είναι Βυζαντινή. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στα σλαβικά και λατινικά κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, βυζαντινές μορφές και παραδόσεις συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εθνικής ζωής. Το κύριο όργανο σ’ αυτό το έργο ήταν η Εκκλησία» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 463 κ.ε.). Και δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις με την άποψη ότι, επειδή όλη η βυζαντινή κοινωνία ήταν εμποτισμένη από το πνεύμα του χριστιανισμού, η βυζαντινή τέχνη ήταν εμποτισμένη και εμπνευσμένη από το πνεύμα του χριστιανισμού. Γι’ αυτό «έδωσε στον κόσμο θρησκευτική τέχνη, την οποία σήμερα η δυτική Ευρώπη μαθαίνει να εκτιμά με περισσότερη συμπάθεια και ευρύτερη κατανόηση» (Baynes Moss , βυζάντιο, σελ. 37).
Ο Delvoye (βυζαντινή τέχνη, τ. Α’, σελ. 168) σου τονίζει την επιρροή στη δύση: «Έστρεφαν το βλέμμα στην Κων/πολη, όπου άκμαζε ένας ιδιαίτερος έντονος πνευματικός, θρησκευτικός και καλλιτεχνικός βίος. Στην εικονογραφία ναών, όπως της Γαλατίας του 5ου, 6ου αι., της Ωβέρνης, του Κλερμόν, του αγίου Μαρτίνου της Tours (470 μ. Χ.) της μητροπόλεως Νάντης (567 μ. Χ.) και της Τουλούζης, στην Αγγλοσαξωνική αναγέννηση της Νορθουμβρίας, από το β’ μισό του 7ου αι. συνέβαλε η εισαγωγή βυζαντινών καλλιτεχνημάτων. Οι επιρροές από την Κων/πολη διατήρησαν και τροφοδότησαν την ρεαλιστική και ανθρωπιστική αντίδραση προς την πληθωρική διακοσμητική αφαίρεση των Ιρλανδών.
Αλλά το βυζάντιο πρόσφερε στις διάφορες μορφές της τέχνης πιο συγκεκριμένα τα εξής: «Η αρχιτεκτονική πρόσφερε τον τόπο λατρείας και εξέφρασε θρησκευτικούς στοχασμούς και συγκινήσεις. Η ζωγραφική και η γλυπτική κατέστησαν ορατό το αόρατο και, με τη συνεργασία της αρχιτεκτονικής ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα διακοσμήσεως, που αναδύθηκε από το δόγμα και τη λειτουργία της εκκλησίας και διατυπώθηκε ουσιαστικά κατά τη βυζαντινή περίοδο. Η μουσική δημιούργησε μία μυστική ατμόσφαιρα, που ήταν απαραίτητη για την πραγμάτωση της παρουσίας του Θεού. Ο χορός τέλος, ήταν ένας τρόπος εκφράσεως της ανθρώπινης στάσεως και των συναισθημάτων απέναντι το θείο με τις χειρονομίες και την κίνηση… Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες έντυναν τους τοίχους, τους θόλους και τους τρούλλους της εκκλησίας. Οι παραστάσεις και οι διακοσμήσεις, οι ιερές μορφές και τα σχέδια εκμηδένιζαν περισσότερα τη στερεότητα των τοίχων και δημιουργούσαν νέα στοιχεία χώρου που αναπτύχθηκαν… Εξπρεσσιονιστική η βυζαντινή τέχνη… προβάλλει την εσωτερική ζωή του ανθρώπου… Ενότητα βυζαντινής τέχνης… μοναδικότητα και μεγαλείο… συνειδητή επίγνωση της ελληνορρωμαϊκής κληρονομίας… μαθηματική προσέγγιση προς την έννοια του ωραίου, εκφρασμένη με μέτρο και ρυθμό… προσοχή στο φως ως ασώματο στοιχείο και «χρυσός κάμπος» των συνθέσεων» (Εκδοτικής Αθηνών, ιστορ. Του ελλην. Έθν., τόμ. Ζ’, σελ. 357 – 359).
Ο Lous Reau (ιστορία της τέχνης, τόμ. 2ος, σελ. 391) συγκρίνοντας τη βυζαντινή με την αρχαία ελληνική τέχνη αναγνωρίζει την οικουμενικότητά της: «Την εποχή του Περικλή ο ελληνικός πολιτισμός δεν απλώνεται κατά τα δυτικά περ’ απ’ την κάτω Ιταλία, που έγιν’ η Μεγάλη Ελλάδα, και κατά τ’ ανατολικά περ’ από τα μικρασιατικά παράλια. Ύστερα απ’ τις καταχτήσεις του Μεγ. Αλεξάνδρου φτάνει ως τη Νουβία και τις Ινδίες. Μα η βυζ. τέχνη κάνει ακόμα μεγαλύτερες καταχτήσεις, καταφέρνει να προσαρτήσει όλη τη βαλκανική χερσόνησο και την απέραντη Ρωσία ίσαμε τη βαλτική. Στη δύση καταχτάει όλη την Ιταλία, χωρίς να εξαιρεθεί ούτ’ η Ρώμη, ούτε η Ραβέννα, ούτε η Βενετία. Λίγο – λίγο απλώνεται στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Γερμανία. Μπορούμε να πούμε ότι το 12ο αιώνα στην περιοχή του βυζαντινού πολιτισμού ανήκει όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Ανανεωτική ικανότητα της τέχνης αυτής και απόδειξη της ζωτικότητάς της είναι η δύναμη που έχει ν’ απλώνεται».
Πάντως η Μαρξιστική ιστοριογραφία, έστω και με επιφυλάξεις, ομολογεί την προσφορά του βυζαντίου στην τέχνη: «Πρέπει να απορριφθεί η ιδέα που έφτασε ως την εποχή μας πως ο πολιτισμός στο βυζάντιο ξέπεσε ολότελα και ότι η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, οι διακοσμητικές τέχνες βρίσκονταν σε παρακμή. Το βυζάντιο παρασταίνεται γενικά σαν μία χώρα, όπου βασίλευε η καλογερική στασιμότητα, που δεν είχε καμιά πολιτιστικο – πνευματική ζωή και δεν παρουσίαζε καμιά εξέλιξη. Η τέτοια θεωρία πρέπει να γίνει δεκτή με απόλυτη επιφύλαξη και να υποβληθεί σε αυστηρή κριτική» (Levtchenko. Ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Σελ. 132). Και όμως «η βυζαντινή συνεισφορά στην τέχνη ήταν ουσιαστικά πρωτότυπη και έφθασε σ’ ένα βαθμό εκφραστικότητας, που σπάνια μπορεί να συγκριθεί με άλλη. Η βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα η ζωγραφική, είναι πολυσυζητημένη σήμερα, κύρια γιατί έχει αφηρημένο χαρακτήρα και πλούσια χρώματα… δύναμη… μυστικισμό» (Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, βυζ. ανατολή και λατινική δύση, σελ. 79).
Όχι μόνον στους χριστιανικούς λαούς επιβίωση της βυζαντινής τέχνης, αλλά και στους μουσουλμάνους προσφορά, έχεις να επικαλεσθείς. «Ο Χαλίφης Βαλίντ, Α’ (705 – 715 μ. Χ.) παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα της Κων/πόλεως να του στείλει μερικούς Έλληνες τεχνίτες, για να διακοσμήσουν με ψηφιδωτά τα τζαμιά της Δαμασκού, της Μεδίνας και της Ιερουσαλήμ. Τον 10ον αι. μ. Χ. ο Άλ Χακίμ, Ομμεϋάδης Χαλίφης της Κόρδοβας ζήτησε τεχνίτη ψηφιδωτών και όταν ήλθε του έθεσε πολλούς σκλάβους, ώστε μετά την αναχώρησή του ο Αλ Χακίμ είχε τη δική του ομάδα τεχνιτών ψηφιδωτών» (Βaunes – Moss, βυζάντιο, σελ. 441 και Ch. Delvoye, βυζ. τέχνη, Α’ κεφ. 180).
«Μοναδική θεωρείς την προσφορά της βυζαντινής τέχνης στη μουσική και διαρκέστερη την επιβίωσή της ως σήμερα. Πρώτα – πρώτα «η ζωηρή αντιφωνική ψαλμωδία ανάμεσα στον ιερέα και τους πιστούς έδινε διέξοδο στα συναισθήματα και έκφραση στη θρησκευτική τους εμπειρία» (K. Krumbacher, ιστορία της βυζ. λογ. Τόμ. Β’, σελ. 714). Εξάλλου «το όργανο, που σήμερα είναι τοποθετημένο στις καθεδρικές εκκλησίες, ήταν κατασκεύασμα των βυζαντινών και αυτοί πρώτοι το χρησιμοποίησαν» (Ν. Δ. Πάσσα, βυζ. διαμάχη εικονοφόβων και εικονοφίλων, σελ. 149). Θα είχες ν’ αναφέρεις πολλούς εκλεκτούς βυζαντινολόγους, όπως τον Diehl, τον Strenk, τον Wellesy και τον Tardo, που αναγνωρίζουν την υπεροχή της βυζαντινής μουσικής. Ως και ο πάπας το 1951 εώρταζε με επισημότητα τα 1200 χρόνια του υμνογράφου μελωδού και θεολόγου Ιωάννου Δαμασκηνού.
Την βυζαντινή Μουσική την ξεχωρίζεις «από σεμνότητα δια τα συναισθήματα της καρδίας και από μεγαλοπρέπεια δια την έκφρασιν της διανοίας». Έχει και αυτή τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, καθόσον «είναι απαύγασμα της αρχαίας Ελληνικής μουσικής – κληρονομία του αρχαίου Ελληνικού κλασσικού πολιτισμού εις τους τόνους, την κλίμακα, τα γένη και τα χρώματά της. το αρχαίον Διονυσιακόν στοιχείον αντικαθίσταται εις το βυζάντιον με το πνεύμα της καλοσύνης και αγιότητος, το δε Απολλώνιον φως με το πνεύμα του Χριστού και της αυτοθυσίας. Πράγματι η αρχαία Ελληνική μουσική… καθορίζει τα τρία γένη εις Διάτονον, Χρωματικόν και Εναρμόνιον, ακριβώς όπως ταύτα απαντώνται αργότερον εις την βυζ. μουσικήν, η οποία τα διακρίνει εις Διατονικόν, Χρωματικόν και Εναρμόνιον. Επίσης οι οκτώ ήχοι της βυζαντινής μουσικής συνδέονται αρρήκτως με τας οκτώ αρχαίας Ελληνικάς «χρόας». Και γενικώτερον όμως, η διαμόρφωσις της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής επήγασεν από την τεχνικήν διάρθρωσιν της αρχαίας Ελληνικής, αφού ως βάσιν έχει το ελληνικόν πεντάχορδον με τους τέσσαρας φθόγγους… και η εξωτερική μορφή αυτής αποδεικνύει ότι ετήρησε πιστώς την γραμμήν της αρχαίας Ελληνικής μουσικής. Το μονωδικόν είδος, το οποίον έχει θεσπισθεί από των πρώτων αποστολικών χρόνων εις την εκκλησιαστικήν υμνωδίαν, είναι το και μόνον κυριαρχούν εις τους χορούς των αρχαίων Ελλήνων». (Παν. Αντωνέλλη, η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, σελ. 11-12).
Και για την επιβίωση της ως σήμερα, έχεις να προσθέσεις την γνώμη του Δημ. Βερναρδάκη, που υποστήριξε στα 1873 ότι «η τουρκική μουσική δεν ήτο παρά ένα γνήσιο παρακλάδι της βυζαντινής μουσικής» (Παν. Αντωνέλλη, η βυζ. εκκλησιαστική μουσική, σελ. 17). Την επίδραση της βυζαντινής μουσικής στην νεοελληνική μουσική και στο δημοτικό τραγούδι, επανειλημμένα σου την βεβαιώνουν οι διακεκριμένοι νεοέλληνες μουσικοί Ντέμης Ρούσσος, Διονύσιος Σαββόπουλος και Μίκης Θεοδωράκης.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.