Διακονία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Μυτιλήνη και την Έφεσο – Αθανασίου Μπιλιανού.

«Εν τη Επαρχία μας και εν τη Σμύρνη οι ιεροκήρυκες καταπολεμούμεν τον Παπισμόν και (τον)
Προτεσταντισμόν θαρραλέως, και ο Θεός ευλογεί το έργον μας…»

Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ο Χρυσόστομος προσλαμβάνεται από την Ιερά Μητρόπολη Μυτιλήνης ως αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κωνσταντίνου. Η διακονία του Χρυσοστόμου δίπλα στον σοφό και σεβάσμιο εκείνον ιεράρχη υπήρξε ευεργετική για τον νεαρό διάκονο.
Ο Κωνσταντίνος Βαλιάδης ήταν ο μοναδικός ίσως ιεράρχης της εποχής του που είχε βαθιά γνώση της πατρώας εκκλησιαστικής μουσικής, του τυπικού των ιερών ακολουθιών και της εκκλησιαστικής τάξης,1 ο οποίος αργότερα, ως Οικουμενικός Πατριάρχης, θα επιμεληθεί και θα προλογίσει την έκδοση βιβλίων Βυζαντινής Μουσικής.2 Ο διάκονος Χρυσόστομος διδάσκεται από τη σύνεση και τη θεολογική παιδεία του Μητροπολίτη Κωνσταντίνου, καλλιεργεί το χάρισμα της καλλιφωνίας και αποκτά την πρώτη εμπειρία στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Στη Λέσβο ο Χρυσόστομος έμεινε δύο χρόνια (1891 – 1893) και διακόνησε στον Ιερό Ναό του αγίου Θεράποντα Μυτιλήνης.3 Από την πρώτη στιγμή, ο άγιος ξεχώρισε για το ήθος και την ευγένεια που τον διέκρινε. Η παρουσία του φανέρωνε τα φυσικά και επίκτητα χαρίσματά του˙ επιβλητικό παράστημα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ως κληρικός ο Χρυσόστομος είχε στη μορφή του κάτι το ιεροπρεπές και αρχαιοπρεπές.4 Ταυτόχρονα, έχοντας το χάρισμα της ευγλωττίας διακρίθηκε ως άριστος κήρυκας του Θείου Λόγου, ενώ καλλιεργώντας το χάρισμα της καλλιφωνίας απέκτησε ικανή εκκλησιαστική και μουσική κατάρτιση. Αναμφισβήτητα, η διακονία του Χρυσοστόμου στη Μητρόπολη Μυτιλήνης στο πλευρό του ιεράρχη Κωνσταντίνου του έδωσε πολλά διδάγματα, που θα αξιοποιούσε αργότερα στην πολυεύθυνη ιερατική και αρχιερατική του διακονία.
Στις 30 Απριλίου 1893, δύο χρόνια μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου στη Μυτιλήνη, ο Κωνσταντίνος Βαλιάδης μετατίθεται στη Μητρόπολη Εφέσου,5 έχοντας συμπληρώσει στο νησί της Λέσβου δεκαεπτά χρόνια ευκλεούς ποιμαντορίας. Πνευματικό ανάστημά του Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ο Χρυσόστομος ακολουθεί τον πνευματικό του πατέρα και στην Έφεσο, την πρώτη Εκκλησία των επτά αστέρων (επισκόπων) της Αποκαλύψεως (Αποκ. β’ 1-7)
Την ίδια χρονιά, το 1893, μετά από σχετική αίτηση του Μητροπολίτη Εφέσου, ο Χρυσόστομος ενεγράφη στον κατάλογο των προς αρχιερατεία εκλεξίμων κληρικών του Οικουμενικού Θρόνου,6 γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος ήταν τότε είκοσι έξι χρονών και είχε αποφοιτήσει μόλις δύο χρόνια πριν από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Από την Έφεσο της Μικράς Ασίας ο Χρυσόστομος κάνει την πρώτη δυναμική εμφάνισή του στα εκκλησιαστικά δρώμενα της εποχής, δημοσιεύοντας μια σειρά από άρθρα στην εφημερίδα της Σμύρνης Αμάλθεια. Αφορμή στάθηκε ο ισχυρισμός καθολικών μοναχών της Μονής των Λαζαριστών7 ότι είχαν ανακαλύψει τον τάφο της Παναγίας στην Παλαιά Έφεσο.
Ειδικότερα, το 1894 Λαζαριστές μοναχοί της Σμύρνης αγόρασαν ένα κτήμα στο Μπουλμπούλ Ντάγ, όρος των Αηδονιών, δεκαπέντε χιλιόμετρα νότιας της Εφέσου, στο οποίο υπήρχε μικρός ερειπωμένος ναός αφιερωμένος στην Παναγία την Πορταΐτισσα.8 Στον χώρο αυτόν, που οι Τούρκοι ονόμαζαν Καπουλή – Παναγία, από τη λέξη καπού, που στα τουρκικά σημαίνει πόρτα, οι καθολικοί ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν τον τάφο της Παναγίας. Οι Λαζαριστές υποστήριζαν ότι εφόσον ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μετά τη Σταύρωση του Κυρίου παρέλαβε την Παναγία 9εις τα ίδια» ως αληθινή μητέρα του,9 τότε η Θεοτόκος τον ακολούθησε και στην Έφεσο, όταν η ηγαπημένος μαθητής του Ιησού περιόδευε στην περιοχή και κήρυττε το μήνυμα του Ευαγγελίου. Έτσι, οι Λαζαριστές μοναχοί κατέληγαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η Παναγία τερμάτισε εκεί τον επίγειο βίο Της.
Επιφανείς τότε Ορθόδοξοι κληρικοί, όπως ο λόγιος Μητροπολίτης Σμύρνης Βασίλειος Αστερίου (1834 – 1910), με ιστορικά και εκκλησιαστικά στοιχεία αντέκρουσαν τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς των καθολικών. Ο Αρχιδιάκονος Χρυσόστομος ευρισκόμενος την εποχή εκείνη στην Έφεσο, διανύοντας τα πρώτα βήματα στην ιερατική διακονία του, έλαβε μέρος στη δημόσια επιστημονική και διαχριστιανική συζήτηση για το επίμαχο θέμα, καρπός της οποίας ήταν η έκδοση εμπεριστατωμένης μελέτης υπό τον τίτλο «Καπουλή – Παναγία».10
Ο Χρυσόστομος, με πλήθος ιστορικών και αρχαιολογικών αναφορών, ανέτρεψε τους ανυπόστατους ισχυρισμούς των Λαζαριστών αποδεικνύοντας πως η Θεοτόκος ουδέποτε στη ζωή της εξήλθε των ορίων της Ιερουσαλήμ (με εξαίρεση τη φυγή στην Αίγυπτο, για την προστασία του Ιησού στη σφαγή των νηπίων) και προφανώς ουδέποτε επισκέφθηκε την Έφεσο. Ο άγιος τόνιζε ακόμα ότι από τους αποστολικούς χρόνους όλος ο χριστιανικός κόσμος, συμπεριλαμβανομένων των ρωμαιοκαθολικών, τιμούσε και προσκυνούσε τον τάφο της Παναγίας που βρίσκεται «Γεθσημανή τω χωρίω».11 Οι Λαζαριστές μοναχοί αναγκάστηκαν τότε να αναδιπλωθούν και να εμφανίσουν στη θέση αυτή όχι τον τάφο αλλά τον οίκο της Παναγίας,12 ο οποίος έκτοτε γίνεται πόλος έλξης για χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο.
Αναμφίβολα, η δράση των καθολικών μοναχών στην περιοχή και η στάση τους στο ζήτημα του τάφου της Παναγίας είχαν έναν βαθύτατα προσηλυτιστικό στόχο, που εκτεινόταν σε όλη την επαρχία Σμύρνης και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Σε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία που παρέπαιε, η παπική εκκλησία προσπαθούσε να εδραιώσει την παρουσία της σε περιοχές με έντονο το ευρωπαϊκό και πολυπολιτισμικό στοιχείο. Ο νεαρός αρχιδιάκονος της Ιεράς μητροπόλεως Εφέσου, με την πλούσια εκκλησιαστική και θεολογική παιδεία, επέκρινε τις κακοδοξίες και τις πλάνες των αιρετικών, κυρίως όμως την προπαγάνδα των καθολικών που άπλωνε τα δίχτυα της σε όλες τις ακμάζουσες και πολυπληθείς τότε ελληνικές πόλεις της Ιωνίας.
Λίγο αργότερα, το 1896, ο Χρυσόστομος εξέδωσε περισπούδαστο έργο με τίτλο «Περί Εκκλησίας». Το ογκωδέστατο δίτομο σύγγραμμα του αγίου αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος είχε τίτλο «Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Προτεσταντισμός, ήτοι τις εκ των τριών αληθής του Χριστού Εκκλησία και ποίον το προς εύρεσιν αυτής υγιές και αλάθητον κριτήριον». Το δεύτερο μέρος «Η Ομολογία Πέτρου του Μογίλα, ήτοι έκθεσις Ορθοδόξου πίστεως της Ανατολικής Εκκλησίας». Το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου έφερε τίτλο «Ο Προτεσταντισμός ελεγχόμενος υπό της ιστορίας και της Αγίας Γραφής» και το τελευταίο μέρος «Αι πλάναι του ρωμαϊκού Καθολικισμού κατά την πατριαρχικήν και Συνοδικήν εγκύκλιον».13
Στη μελέτη αυτή, ο Χρυσόστομος φανέρωσε το βάθος της θεολογικής και επιστημονικής του συγκρότησης, καθώς και τον ζήλο για την προβολή της ορθόδοξης πίστης, όπως το είχε πράξει στην επί πτυχίω εργασία του στη Σχολή της Χάλκης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το εν λόγω έργο του αγίου έτυχε δύο φορές ευμενούς παρουσίασης και βιβλιοκρισίας από το επίσημο περιοδικό του Οικουμενικού πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Σε αυτό ο ιερολογιώτατος Αρχιδιάκονος Χρυσόστομος αποκαλείτο μύστης της θεολογικής επιστήμης,14 το δε πόνημά του κρίθηκε ως ένα απαραίτητο εφόδιο των ορθοδόξων έναντι των προσηλυτιστικών παγίδων Λατίνων και Διαμαρτυρομένων ιεραποστόλων.15
Η προσήλωση του αγίου στην ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία και το ενδιαφέρον για τη διαφύλαξή της στον τόπο της διακονίας του εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς στη ζωή του. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα επιστολής που συνοδεύει απεσταλμένα αντίτυπα του ανωτέρω έργου στα Κοτύωρα, πόλη στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ο Χρυσόστομος έγραφε με αγωνιστικό φρόνημα».16
«…ανέγνων μετά περισσής θλίψεως την θραύσιν, ην εν Κοτυώροις ποιείται η ιησουϊτική αλλά προ πάντων η προτεσταντική προπαγάνδα. Θρόμβους αίματος έχυσεν η καρδία μου επί τη εθνική και θρησκευτική συμφορά ταύτη, θέλων δε καγώ εν τω μέτρω των ασθενών μου δυνάμεων να έλθω επίκουρος των εν τη πίστει αγωνιζομένων εκεί ορθοδόξων αδελφών μας, προθύμως προσφέρομαι να αποστείλω εκείσε 50 σώματα εκ του προ 25 μόλις ημερών εκδοθέντος διτόμου «Περί Εκκλησίας» έργου μου, ούτινος σκοπός είναι να προασπίση τας συνειδήσεις των ομοδόξων μας. Τα βιβλία ταύτα τίθημι εις την διάθεσιν του Συλλόγου των Μικρασιατών από της σήμερον και σημειώσατέ μοι προς ποίον να διευθύνω ταύτα εις Κοτύωρα. Εννοώ τα βιβλία να διανεμηθώσιν εκεί δωρεάν. Επειδή δε εν τοις προλεγομένοις των «Αντιπαπικών» είδον ότι ο Σύλλογος προτίθεται να εκδώση και βιβλίον, εν ω ν’ ανακρίνωνται και συγκρίνωνται αι διδασκαλίαι των τριών μεγάλων εκκλησιών, ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Προτεσταντισμού, και να κατοχυρώται κατά πάσης ψευδοδιδασκαλίας το δόγμα το ορθόδοξον, και επειδή και το εμόν έργον δια τοιούτον συνετάχθη και εποιήθη σκοπόν, δια τούτο αποστέλλων αντίτυπον αυτού παρακαλώ να εξετασθή, και αν ευρεθή ικανοποιούν τας υμετέρας απαιτήσεις, τότε συμφωνούμεν να εκδοθή εις περισσότερα αντίτυπα και αντί μικρού τιμήματος να διαδοθή εις χείρας του διψώντας λαού μας. Εγώ εν τη επαρχία Εφέσου και της Σμύρνης διέθηκα αρκετά σώματα, άλλ’ εν Ελλάδι, Θράκη, Μακεδονία, Πόντω κ.λ.π., σχεδόν ουδέν. Εν τη Επαρχία μας και εν τη Σμύρνη οι ιεροκήρυκες καταπολεμούμεν τον Παπισμόν και (τον) Προτεσταντισμόν θαρραλέως, και ο Θεός ευλογεί το έργον μας…»
Επί τούτοις διατελώ μετ’ αγάπης και σεβασμού.
Εν Κορδελιώ (Σμύρνης) τη 29η Ιανουαρίου 1897.
Πρόθυμος
Ο της Α. Σ. του Μητροπολίτου Εφέσου
Αρχιδιάκονος Χρυσόστομος17

Υποσημειώσεις.
1. Σταυρίδου, 1977, σ’. 380
2. Ενδεικτικά βλ. Γεωργίου Βιολάκη, Δοξαστάριον, Νυν το πρώτον εγκρίσει και αδεία της Α. Θ. Π. του Οικουμ. Πατριάρχου Κυρίου κυρίου Κωνσταντίνου του Ε’, Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Εν Κωνσταντινουπόλει 1899. (Ακριβής ανατύπωσις της πρώτης εκδόσεως του έτους 1899, Εκδόσεις Βασ’. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1987).
3. Πρωτοπρ. Αθανασίου Γιουσμά, Ο τελευταίος άγγελος της Σμύρνης, Μυτιλήνη 2007, σσ’. 19,49
4. Σαράντος Ι. Καργάκος, ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος Μτηροπολίτης Σμύρνης ο «περίβλεπτος», εκκλησιαστική βιβλιοθήκη ιεράς μητροπόλεως Δημητριάδος, εκδόσεις Τροχαλία, Ν. Ιωνία – Βόλος 1996, σ’. 39
5. ΕΑ ΙΓ (1893) 65
6. ΕΑ ΙΓ (1893) 330
7. Καθολικό ιεραποστολικό τάγμα μοναχών, που ιδρύθηκε το 1625 από τον Βικέντιο του Παύλου (1581 – 1660) με σκοπό την παροχή βοήθειας σε φτωχούς και απόρους του Παρισιού. Η ονομασία του μοναχικού τάγματος προέρχεται από το γεγονός ότι οι μοναχοί αυτοί είχαν εγκατασταθεί στο προάστιο του Saint – Lazare (άγιος Λάζαρος) στο Παρίσι. Έδρασαν στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και σε χώρες της Βαλκανικής με έντονη προσηλυτιστική δράση.
8. Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου της επονομαζομένης Πορταΐτισσας, εφόρου και προστάτου της Ιεράς Μονής Ιβήρων αγίου Όρους. Για περισσότερα βλ. Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους Άθω, Οι θαυματουργές Εικόνες στο Περιβόλι της Παναγίας, εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες», άγιον Όρος 2013, σσ’. 106-113
9. Κατά τον αγιογραφικό λόγο «και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιωάν. ιθ’. 27).
10. Χρυσοστόμου Αρχιδιακόνου της Αυτού Σεβασμιότητος του μητροπολίτου Εφέσου, Καπουλή Παναγία ήτοι ο μακράν των ερειπίων της Εφέσου ανακαλυφθείς υπό των καθολικών οίκος της Θεομήτορος, εκδίδοται δαπάνη της εν Περαία (Κορδελιώ) Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος και πωλείται προς όφελος των σχολών Περαίας, εκκλησιαστικόν τυπογραφείον, Εν Αθήναις 1894.
11. Βλ. «Καπουλή Παναγία», ΕΑ ΙΖ (1897) 299-300, 307-309
12. Λοβέρδος, ό. π., σ’. 27
13. Χρυσοστόμου Αρχιδιακόνου της Α. Σ. του μητροπολίτου Εφέσου περί εκκλησίας, τόμος Α’ – Β’, Εκκλησιαστικόν τυπογραφείον, Εν Αθήναις 1896
14. ΕΑ ΙΣΤ (1896 – 1897) 408
15. ΕΑ ΙΖ (1897) 15-16
16. Κυριακής Μαμώνη, «Ανέκδοτος επιστολή μητροπολίτου Χρυσοστόμου Σμύρνης», Μικρασιατικά χρονικά 12 (1965) 409
17. Αντίστοιχες επιστολές συνόδευσαν το έργο του Χρυσοστόμου «Περί Εκκλησίας» κατά την αποστολή του στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, βλ. Τίτου Κ. Καράντζαλη Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως, Ανέκδοτοι επιστολαί μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου (1867 – 1922), Αθήνα 1990, σσ’. 13 – 18

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.