Υπηρεσία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στην πατριαρχική «αυλή» – Αθανασίου Μπιλιανού.

Ο Χρυσόστομος Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1897 – 1902)

Ένα γεγονός που καθόρισε την περαιτέρω ιερατική διακονία του Χρυσοστόμου ήταν η εκλογή του πνευματικού του πατέρα στον Οικουμενικό θρόνο.
Στις 29 Ιανουαρίου 1897 ο οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζ’ υπέβαλε την παραίτησή του και την ίδια μέρα η Ιερά Σύνοδος και το Διαρκές εθνικό μικτό Συμβούλιο1 εξέλεξαν τοποτηρητή του Πατριαρχικού Θρόνου τον πρώτο τη τάξει Συνοδικό ιεράρχη, Μητροπολίτη Εφέσου Κωνσταντίνο.2 Στις 2 Απριλίου 1897 η συγκληθείσα στο Φανάρι Γενική εκλογική συνέλευση, ανέδειξε νέο οικουμενικό Πατριάρχη τον από Εφέσου Κωνσταντίνο Ε’.3
Αναμφίβολα, η εκλογή νέου Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη αποτελούσε ανέκαθεν ένα μείζον γεγονός τους ορθόδοξους πληθυσμούς που κατοικούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο πρόσωπο του εκάστοτε Πατριάρχη, οι υπόδουλοι Ρωμηοί εναπέθεταν τις ελπίδες και τους πόθους του Γένους για ευημερία και προκοπή. Στη σεβάσμια μορφή του έβλεπαν τον εκπρόσωπο και υπερασπιστή των δικαίων τους, σε ένα περιβάλλον ασταθές και ενίοτε εχθρικό και επικίνδυνο.
Ιδιαίτερα όμως η ανάδειξη του Κωνσταντίνου Ε’ στον οικουμενικό θρόνο γέμιζε με ανέκφραστη χαρά τον Αρχιδιάκονό του Χρυσόστομο, ο οποίος λίγες μέρες προ της πατριαρχική εκλογής είχε αφιχθεί από την Έφεσο στην Κωνσταντινούπολη4. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο νεαρός φοιτητής της Θεολογικής σχολής της Χάλκης είχε γνωρίσει τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης (1887). Ο Χρυσόστομος ζούσε από κοντά την ανέλιξη του πνευματικού του πατέρα και θαύμαζε. Έβλεπε τον γέροντα επίσκοπό του να ανέρχεται με ταπείνωση τις βαθμίδες του περίπυστου και πρώτου πατριαρχικού θρόνου της ορθοδοξίας και γέμιζε με συγκίνηση.
Ταυτόχρονα, ο χαρισματικός διάκονος γνώριζε ότι η εκλογή του μητροπολίτη Κωνσταντίνου στον οικουμενικό θρόνο θα σήμαινε και για τον ίδιο νέα καθήκοντα και ανάληψη νέων ευθυνών. Πράγματι, λίγο αργότερα ο νέος Πατριάρχης εισηγήθηκε στην ιερά σύνοδο την τοποθέτηση του Χρυσοστόμου στη θέση του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου.5
Στις 18 Μαΐου 1897, Κυριακή του Τυφλού, σε πατριαρχική και συνοδική θεία λειτουργία που τελέστηκε στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε’, ο πανοσιολογιώτατος ιεροδιάκονος Χρυσόστομος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και την ίδια μέρα χειροτονήθηκε μέγας Πρωτοσύγκελλος του οικουμενικού πατριαρχείου.6

Από τη θέση αυτή ο Χρυσόστομος, σε ηλικία τριάντα ετών και μη φειδόμενος κόπων και μόχθων, εργάστηκε με προθυμία και ζήλο για την Εκκλησία, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στα περισσότερα ζητήματα που απασχολούσαν την εποχή εκείνη το οικουμενικό πατριαρχείο.
Αρχικά, με συχνές εγκυκλίους του ο άγιος μερίμνησε για θέματα του ενοριακού κλήρου και λαού, δίνοντας έμφαση στην εκλογή και σύσταση των εκκλησιαστικών επιτροπών, την οργάνωση και απόδοση των φιλόπτωχων ταμείων, την αναγκαιότητα τακτικής και συστηματικής τέλεσης του επ’ εκκλησίαις κηρύγματος του Θείου λόγου,7 τη μέριμνα για την ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής κάθε Κυριακής μέσω μικρών φυλλαδίων και τη διανομή τους στο εκκλησίασμα κατά την έξοδο από τον ιερό ναό, την έγκαιρη προσέλευση στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως και την απαγόρευσης τελέσεώς του κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας,9 τη σύσταση ιερατικού ταμείου υπέρ των απόρων και αναξιοπαθούντων ιερέων και διακόνων,10 καθώς και συστάσεις αφ’ ενός μεν για την πιστή εφαρμογή του προγράμματος των ιερών ακολουθιών, αφ’ ετέρου δε για την απαρέγκλιτη τήρηση της εκκλησιαστικής τάξης και ευπρέπειας των ιερών ναών της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως11.
Επίσης, ως πρόεδρος της Εφορείας της εν Φαναρίω πατριαρχικής αστικής σχολής,12 εξασφάλισε δωρεά από τον Έλληνα ομογενή στην Οδησσό Γρηγόριο Μαρασλή, με στόχο την ανέγερση νέου κτιρίου της Σχολής,13 ενώ ως μέλος της πατριαρχικής κεντρικής εκπαιδευτικής επιτροπής,14 συνέβαλε με δεκάδες εγκυκλίους του στην ομαλή λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων της Κωνσταντινούπολης.
Στη διάρκεια της πατριαρχίας Κωνσταντίνου Ε’ το οικουμενικό πατριαρχείο επιμελήθηκε πολλές νέες εκδόσεις βιβλίων, τα οποία ενσωματώθηκαν έπειτα στη ζωή της εκκλησίας, ειδικότερα, το 1898 ελήφθη απόφαση για την έκδοση του αυθεντικού κειμένου της Καινής Διαθήκης επί τη βάσει των Ευαγγελιαρίων της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας.15 Η πρωτοβουλία για την έκδοση της Καινής Διαθήκης την εποχή εκείνη δεν ήταν τυχαία, καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα τα κύματα των καθολικών και προτεσταντών μισιοναρίων που λυμαίνονταν την καθ’ ημάς Ανατολή, χρησιμοποιούσαν το αρχαιότερο κείμενο της εκκλησιαστικής, παράδοσης νοθευμένο. Η Καινή Διαθήκη τυπώθηκε το 1904 στην Κωνσταντινούπολη, δαπάναις του πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε’16 και αποτέλεσε έκτοτε την επίσημη πατριαρχική έκδοση της Καινής Διαθήκης στον ορθόδοξο κόσμο.
Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοψις, το προσευχητάριον, το ιερατικόν17 και το πρωτότυπο για την εποχή λειτουργικό βιβλίο Ωρολόγιον το Μέγα, την έκδοση του οποίου ανήγγειλε ο ίδιος ο Χρυσόστομος, ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος, με σχετική εγκύκλιό του στις 14 Μαρτίου 190018.

Υποσημειώσεις.
1. Το Διαρκές εθνικόν μικτόν συμβούλιον υπήρξε για εξήντα και πλέον χρόνια (1862 – 1923) το δεύτερο μετά την ιερά σύνοδο του οικουμενικού πατριαρχείου διοικητικό σώμα της Εκκλησίας στην Κων/πολη. Όπως και η ιερά σύνοδος, ήταν δωδεκαμελές όργανο, αποτελούμενο από τέσσερις αρχιερείς, οι οποίοι εκλέγονταν από τη σύνοδο του πατριαρχείου και οκτώ λαϊκούς, επιφανή μέλη της ελληνικής κοινότητας, που εκλέγονταν από τις ενορίες της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Το διαρκές εθνικό μικτό συμβούλιο είχε ως κύριο έργο την επιμέλεια της εκπαίδευσης, τη λειτουργία των ευαγών ιδρυμάτων και τη διαχείριση των εισοδημάτων από την εκμετάλλευση της περιουσίας του Πατριαρχείου. Επιπλέον, είχε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του εκάστοτε Πατριάρχη του Οικουμενικού θρόνου, βλ. Γενικοί κανονισμοί περί διευθετήσεως των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων των υπό τον Οικουμενικόν θρόνον διατελούντων ορθόδοξων χριστιανών, υπηκόων της Αυτού Μεγαλειότητος του Σουλτάνου, εκ του Πατριαρχικού τυπογραφείου, Εν Κωνσταντινουπόλει 1862.
2. ΕΑ ΙΣΤ (1896 – 1897) 393
3. ΕΑ ΙΖ (1897) 41-45
4. ΕΑ ΙΖ (1897)9
5. ΕΑ ΙΖ (1897) 90
6. ΕΑ ΙΖ (1897) 97
7. ΕΑ ΚΒ (1902) 91 – 92
8. ΕΑ ΚΒ (1902 ) 30
9. ΕΑ ΙΖ (1897) 186
10. ΕΑ ΙΖ (1897) 210 – 211, 282, 302, 304.
11. ΕΑ ΙΗ (1898) 157
12. ΕΑ ΙΖ (1898) 106
13. ΕΑ Κ (1900) 164 – 165 και ΕΑ ΚΑ (1901) 111.
14. Μεικτή κληρικολαϊκή επιτροπή του οικουμενικού πατριαρχείου. Συστάθηκε το 1873 στο πλαίσιο λειτουργίας των γενικών κανονισμών και αφορούσε θέματα εκπαίδευσης των ελληνορθόδοξων όλων των επαρχιών του οικουμενικού θρόνου. Ωστόσο, από το 1892 η δικαιοδοσία της επιτροπής περιορίστηκε στα ελληνικά σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
15. Βλ. Βασιλείου Αντωνιάδου, εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Εν τη κατά Χάλκην Θεολογική σχολή, τη 22 Φεβρουαρίου 1904. – Πρβλ. Λοβέρδος ό. π. σ’. 49)
16. ΕΑ ΚΔ (1904) 479 & ΕΑ ΚΕ (1905) 220, 313, 371, 458 – 461)
17. ΕΑ Κ (1900) 165
18. ΕΑ Κ (1900) 115.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.