Ο αφορισμός του Πατριάρχη – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Σαν κεραυνός μέσα σε καλοκαιρινή μέρα έπεσε στην Κων/πολη η είδηση της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Η λύσσα των Τουρκαλάδων φούντωσε. Τα τζαμιά γέμισαν πιστούς που προ¬σεύχονταν για τη σωτηρία του Ισλάμ. Και η διαταγή του Σουλτάνου έλεγε: «Μικροί, μεγάλοι, γέροντες και νέοι, να οπλιστείτε και ν’ αγρυπνείτε νύχτα και μέρα».

Και ο πανικός και ο θρήνος άρχισε. Αρπαγή, βία, σφαγή ανε¬λέητη στους Έλληνες. Ο πατριάρχης, για να αποσοβήσει το κακό, ανεβαίνει στο σεράι του σουλτάνου. Είναι όμως απασχολημένος ο σουλτάνος σε συμβούλιο. Τον δέχεται ο κεχαγιάς του υπουρ¬γού, Τζανίπ εφέντης.

Πατριάρχη των Ρωμαίων, του λέει εκείνος, πώς σου φάνη¬κε η Επανάσταση του Έθνους σου;

Με μεγάλη απορία και λύπη άκουσα τις τοπικές αυτές τα¬ραχές. Είναι αντίθετες στην πίστη και την υπακοή που χρωστούν οι ραγιάδες στον κραταιό βασιλέα. Αντίθετες και στις εντολές της Εκκλησιάς και του Ευαγγελίου.

Σε λίγο τον δέχτηκε ο βεζύρης. Και σ’ αυτόν είπε τα ίδια ο Γρηγόριος.

— Όποιος από μας τους εκκλησιαστικούς, υψηλότατε, ση¬κώνει ανταρσία, η θρησκεία μας τον καθαιρεί απ’ το αξίωμα του…Ελπίζω πως η κραταιά βασιλεία σου θα καταβάλει τις αυθόρ¬μητες αυτές τοπικές ανταρσίες- και πως θα δείξει τη συνηθισμέ¬νη φιλανθρωπία σ’ όσους αμάρτησαν, άμα ομολογήσουν το αμάρ¬τημα τους.

— Ισαλάχ! (ο Θεός βοηθός), του απάντησε ο βεζύρης.

Στη διπλανή όμως αίθουσα γίνεται το μεγάλο συνέδριο. Έ¬χουν πάρει όλοι τις θέσεις τους μπροστά στο θρόνο του σουλτά¬νου. Ο μεγάλος βεζύρης υποκλίνεται στο σουλτάνο και λέει στους παριστάμενους:
— «Θεματοφύλακες της σοφίας, στύλοι της αυτοκρατορίας, σκεύη φωτός του κορανίου! Το λιοντάρι της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης, ο δοξασμένος και πολυχρονεμένος σουλτάνος, που μοιράζει τα στέμματα των βασιλιάδων… μάς κάλεσε εδώ να σκεφτούμε και να βγάλουμε σωστή βουλή: Σας είναι γνωστό, πως τα καταραμένα σκυλιά… σήκωσαν κεφάλι κατά του κυρίου μας και καταριώνται και βρίζουν τ’ άγια ονόματα του Αλλάχ και του Μωά¬μεθ. Απάνω στους αθλίους αυτούς κρέμεται τώρα το πύρινο σπα¬θί του προφήτη… Αυτό όμως δε φτάνει. Οι προδότες σχεδιάζουν να μας κάψουν εδώ στην Ισταμπούλ, ν’ αφανίσουνε τους πιστούς και τα τζαμιά μας… Σας ρωτάω: Ποιαν τιμωρία ταιριάζει στα άνα¬νδρα πλήθη των δούλων που επαναστατήσανε κατά της επίγειας σκιάς του Αλλάχ;… Ποια τιμωρία χρειάζεται στα άπιστα φίδια, που γυρεύουνε να δαγκάσουν τον ύψιστο αφέντη των Μουσουλμά¬νων Χαν;…

Θάνατος! φώναζαν όλοι με τη σειρά. Και πριν απ’ όλα συμφω¬νήθηκε να διαταχτεί ο πατριάρχης να καταδικάσει την Επανάστα¬ση και ν’ αφορίσει τον Υψηλάντη και όλους τους επαναστάτες.

Ο «γιαφτάς» που έγραψε την αιτία της θανάτωσης του πα¬τριάρχη Γρηγορίου του Ε; έλεγε ανάμεσα στα άλλα:

«…Αλλ’ ο άπιστος πατριάρχης των Ελλήνων, ο οποίος έδωκε άλλοτε δείγματα της προς την υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του, αδύνατον να θεωρηθεί αλλότριος των στάσεων του έθνους του, τας οποίας διάφοροι κακότροποι και αναίσθητοι, παρασυρόμενοι υπό χιμαιρικών και διαβολικών ελπίδων, διήγειραν, και χρέος του ήτο να διδάξει τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελεσφόρητον διότι τα κακά διαβούλια δεν ήτο δυνατόν ποτέ να ευδοκιμήσουν εναντίον της Μωαμεθανικής εξουσίας και θρη¬σκείας, αι οποίαι έλαβον την υπαρξίν των θεόθεν προ υπερχιλίων ετών και θα διατηρηθούν μέχρι της συντέλειας του αιώνος, κα¬θώς μας βεβαιούν άνωθεν αι αποκαλύψεις και τα θαύματα.

Αλλ’ εξαιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν, ούδ’ επαίδευσεν τους απατηθέντας. Αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και ο ίδιος αυτός ως αρχηγός, μυστικός συμ¬μέτοχος της Επαναστάσεως και αδύνατον να μην αφανισθεί και να μην πέσει εις την οργήν του Θεού όλον σχεδόν το έθνος των Ελλήνων, αν και εν αυτώ είναι πολλοί αθώοι… …αλλ’ αντί να δαμάσει τους αποστάτας και να δώσει πρώτος το παράδειγμα της επιστροφής εις τα καθήκοντα των, ο άπιστος αυ¬τός έγινε ο πρωταίτιος όλων των αναφυησών ταραχών. Είμαστε πληροφορημένοι… ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών, όσας οι αποπλανημένοι ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν των Καλαβρύτων.

Επειδή πανταχόθεν εβεβαιώθημεν περί της προδοσίας του όχι μόνον εις βλάβην της υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον του ιδίου έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψει ο άνθρωπος ούτος από του προσώπου της γης και δια τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων.

Εξεδόθη την 19 του μηνός Ρεδτσίβ 1230».

Ο αφορεσμός

Κυριακή 23 του Μάρτη 1821. Η εκκλησία του πατριαρχείου είναι γεμάτη από κόσμο. Από τον άμβωνα διαβάζεται σε τούρκικη γλώσσα ένα φιρμάνι του σουλτάνου που φοβέριζε και έταζε αμοι¬βές για να προλάβει την επανάσταση στο Μοριά! Και την ίδια ώρα ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και ο Πολύκαρ¬πος Ιεροσολύμων, καθώς και εικοσιένα άλλοι δεσποτάδες, μπή¬καν στο ιερό, όπου υπογράφτηκε ο συνοδικός αφορισμός και ύ¬στερα διαβάστηκε μεγαλόφωνα «φρικιώνταν των ακροατών» ό¬πως γράφει ο Φιλήμονας. Να μερικά αποσπάσματα απ’ τον αφορισμό αυτό:

«… Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά …
Η πρώτη βάσις της ηθικής, ότι είναι η προς τους ευεργετούντας ευγνωμοσύνη, είναι ηλίου λαμπρότερον και όστις ευεργε¬τούμενος αχαριστεί, είναι ο κάκιστος των ανθρώπων… Όταν δε η αχαριστία είναι συνοδευμένη με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, τότε εμφαίνει και τρόπο αντίθεον, επει¬δή ουκ έστι, βασιλεία και εξουσία, ειμή «υπό θεού τεταγμένη. Ό¬θεν και πας ο αντιταττόμενος αυτή, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε …»

«Εις όλους τους ομογενείς μας είναι γνωστά τα άπειρα ελέη, όσα η αέναος της εφ’ ημάς τεταγμένης κραταιάς βασιλείας πηγή εξέχεεν εις τον κακόβουλον αυτόν Μιχαήλ … που εφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας, και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, ό¬στις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς, ετόλμησε να έλ¬θει εις την Μολδαυίαν … εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν…

Με ραδιουργίας επιχείρησαν εις έργον μιαρού, θεοστυγούς και ασυνέτου, θέλοντες να διαταράξωσει την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουν … με τόσας ελευθερίας προνόμια και ζών¬τες ανενόχλητοι…

… Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημέ¬νους φυγάδας και αποστάτας ολέθριας να τους μισείτε και να τους αποστρέφεσθε καθότι η Εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους … Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονι¬κών διατάξεων, … αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και α¬συγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι και αυτοί και όσοι τοις ίχνεσι αυτών ηκολούθησαν …»

αωκά εν μηνί Μαρτίω

Πολλοί ιστορικοί κατηγόρησαν τον πατριάρχη γι’ αυτόν τον αφορισμό. Ανάμεσα τους ο Π. Πιπινέλης, Σπ. Τρικούπης, Φωτιά¬δης, ο άλλοτε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, κ.ά. Άλλοι δικαιολογούν αυτή την πράξη του, όπως ο Σπ. Με¬λάς, Κ. Παπαρρηγόπουλος κ.ά.

Εμείς πιστεύουμε πως ό,τι έκαμε δεν το έκαμε για να γλιτώσει τον εαυτό του, αλλά το ποίμνιο του. Τον εαυτό του τον είχε ξεγράψει από καιρό. Ούτε και οι Έλληνες σταμάτησαν τον ξεσηκωμό με τον αφορισμό του. Αντίθετα, φούντωσε περισσότερο η Επανάσταση. Κάποιες δυσάρεστες συνέπειες είχε μόνο στον Α¬λέξανδρο Υψηλάντη, που από τότε που έμαθε τον αφορισμό μια απογοήτευση άρχισε να τον κυριεύει.

Το τραγικό τέλος

Σ’ όλη την Πόλη αντηχούν οι αλαλαγμοί του ξέφρενου όχλου των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. Φτάνουν στο πατριαρχείο και κατευθύνονται στη μεσιανή πόρτα. Εκεί θα τον κρεμούσαν. Δεν είχε όμως το ύψος που χρειαζόταν το ανάστημα του κατάδι¬κου. Δεν άργησε να βρεθεί λύση. Τα τετραπέρατα μυαλά των Ουλεμάδων τη βρήκαν. Και άρχισαν να μπήγουν μπροστά στην πόρ¬τα ένα ψηλό ξύλινο δοκάρι. Μια ώρα κράτησε αυτή η ετοιμασία που γινόταν μπροστά στα μάτια του Πατριάρχη. Ο Γρηγόριος έ¬βλεπε ατάραχος τη φοβερή παγίδα του θανάτου. Δεν έδειξε την παραμικρή συγκίνηση. Σε κάποια στιγμή ο αρχηγός της φρουράς στέκεται μπροστά του και με λόγια σκληρά τον βρίζει:

— «Κακούργε! Δεν είσαι συ που διέφθειρες τους λόγους του σουλτάνου, του καταφυγίου του κόσμου; Εσύ δεν ξεσήκωσες τους άπιστους ραγιάδες σε αποστασία; Σκύλε, ακάθαρτε, εσύ δεν έκανες όλες τις προδοσίες;».

Γαλήνιος τον κοίταξε ο Πατριάρχης και δε μιλούσε. Αυτό τους ερέθιζε περισσότερο. Πλησιάζει τώρα ο δήμιος. Τον σπρώχνει με κλωτσιές προς την κρεμάλα. Ένας μεγαλόσωμος αράπης τον ανέβασε στη θηλειά. Πριν ό¬μως του την περάσουν στο λαιμό, ο μελλοθάνατος σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε με φωνή τρεμάμενη:

— Κύριε, δέξου το πνεύμα μου!

Και ύστερα ο δήμιος αφού του πέρασε το βρόχο, τον άφησε ε¬λεύθερο. Σε λίγα δευτερόλεπτα πέρασε στην αθανασία. Φωνές, βλαστήμιες, αλαλαγμοί ακούονταν απ’ τον οργισμένο όχλο.

Ο δήμιος συνέχισε ήρεμος τη δουλειά του. Κάρφωσε στο στή¬θος του Πατριάρχη το «γιαφτά», το σουλτανικό έγγραφο που έγραφε την καταδίκη του. Και ύστερα απομακρύνθηκε.

Πλήθος κόσμου περνούσε νύχτα και μέρα κάτω απ’ το λείψανο του. Άλλοι τον βλαστημούσαν, άλλοι του πετούσαν λάσπες και άλλοι τον τρυπούσαν με μαχαίρια.

Ήρθε και ο μεγάλος βεζύρης και στάθηκε αντίκρυ του. Ζήτησε σκαμνί και τσιμπούκι και τον κοίταζε κάμποση ώρα αμίλητος. Ύ¬στερα καβαλίκεψε τ’ άλογο του και χάθηκε. Και ο ίδιος ο σουλτάνος ντύθηκε δερβίσης και ήρθε να ιδεί το νεκρό που έμεινε εκεί κρεμασμένος ως την Τετάρτη της Λαμπρής.

Ύστερα οι φύλακες πήραν οχτακόσια γρόσια απ’ τους Ε¬βραίους και τους τον παράδωσαν. Εκείνοι τον έγδυσαν, του έδε¬σαν τα πόδια μ’ ένα σκοινί και τον έσερναν μπρούμητα μέσα στα σοκάκια της Πόλης. Έπειτα τον έφεραν στην παραλία. Ανέβηκε ένας σε μια βάρκα και έσυρε το πτώμα του νεκρού στ’ ανοιχτά της θάλασσας. Του έδεσε μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό και δυο μι¬κρότερες στα πόδια και αφού τον τρύπησε με το μαχαίρι του πολ¬λές φορές τον πέταξε στο νερό. Τέτοια ήταν η διαταγή του σουλτάνου, να μη μείνει δηλαδή το πτώμα του και τόχουν οι ραγιάδες για κειμήλιο.

Το σώμα του νεκρού παρασύρθηκε απ’ το νερό, κόπηκαν τα σκοινιά με τις πέτρες και το Σάββατο του Θωμά βρισκόταν στο Γαλατά. Από κει περνούσε κείνο το βράδυ, πηγαίνοντας για την Οδησσό, ο «Άγιος Νικόλαος», το κεφαλλονίτικο πλοίο του καπε¬τάν Νικόλα Σκλάβου. Κάποιος ναύτης του θέλησε μ’ ένα κουβά να σηκώσει λίγο νε¬ρό απ’ τη θάλασσα, για να πλύνει κάτι. Ο κουβάς όμως συνάντησε κάτι στερεό. Κοίταξε ο ναύτης και ξεχώρισε το νεκρό κουφάρι.

Στο ίδιο καράβι κρυβόταν, για να γλιτώσει τη σφαγή, ο πρωτοσύγκελος Σωφρόνιος. Μόλις ο ναύτης έβαλε τις φωνές, ο Σω¬φρόνιος έτρεξε κοντά στο πτώμα και το αναγνώρισε αμέσως, βάζοντας τα κλάματα.

Το ανασήκωσαν, το τοποθέτησαν με ευλάβεια μέσα στο καράβι και έφτασαν στην Οδησσό. Εκεί το έβαλαν σε μεγαλόπρεπο αμάξι και με πομπή από αξιωματούχους και πλήθη χριστιανών το πήγαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Πριν το κατεβάσουν στον τά¬φο, ανέβηκε στο βήμα ο ρήτορας Οικονόμου και μέσα σε δάκρυα και θρήνους του πλήθους μίλησε για τις αρετές του νεκρού για δυο ολόκληρες ώρες. Και κατέληξε:

«Φωνή θρηνούντος ακούστηκε για σένα και φωνή πονεμένου α¬νάγγειλε τον έπαινο σου…!»

Αργότερα βρέθηκε η διαθήκη του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ και υπάρχει σήμερα στο μοναστήρι Ιβήρων του Αγίου Όρους. Να τι γράφει ανάμεσα στα άλλα:

«…Επειδή η ώρα της τελετής υπάρχει αδιόριστος κατά θείαν απόφασιν, διά τούτο, καγώ αμαρτωλός καί ανάξιος τού Θεού δούλος διατίθημε τήν παρούσαν διαθήκην ζητών παρά πάντων συγχώρησιν… Τας οικονομίας μου έκ δύο χιλιάδων γροσιών κατα¬τεθειμένας εις τήν Ιεράν Κοινότητα, εξ’ ων τα χίλια γρόσια εις τό πτωχοκομεΐον Κων/πόλεως και τά χίλια εις πτωχούς. «Οσα δέ χρήματα βρεθούν επάνω μου νά δοθούν ε/ς Μοναχούς πτω¬χούς…»

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πώς κρίνεται ο αφορισμός του επαναστατικού κινήματος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.
10 Απριλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε’, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: Εκτενής Βίος, Ασματική Ακολουθία.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.