Οι Δεληγιανναίοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Οι Δεληγιανναίοι

Όταν στα 1820 έφτασε ο Παπαφλέσσας στα σπίτια των Δεληγιανναίων και τους παρακινούσε να ξεσηκωθούν σε επανάσταση, ο Κανέλλος τον πήρε από το χέρι και τούδειξε έναν τοίχο του σπιτιού.

— Βλέπεις αυτό το αίμα πάνω στον ασβέστη; Είναι το αίμα του πατέρα μας και το φυλάμε σαν τα άγια των αγίων. Απάνου σ’ αυτό ορκίζαμε τους Φιλικούς κι ορκιστήκαμε κι εμείς. Οι Τούρκοι στις 13 του Φλεβάρη του 1816 ήρθαν και σφάξαν τον πατέρα μας, Μωραγιάννη, (τότε γενικό δημογέροντα του Μοριά) και δε σεβάστηκαν τα βαθιά του τα γεράματα- τονέ σφάξανε στο στρώμα απάνω και το αίμα του έχρισε τον τοίχο και φωνάζει εκδίκηση.

Αρχές του 1821. Ο Θοδωράκης Δεληγιάννης ήταν φυλακισμένος στην Τριπολιτσά απ’ τους Τούρκους και φοβόταν πολύ μήπως τ’ άλλα του τ’ αδέρφια δεν πάρουν μέρος στην Επανάσταση από φόβο μήπως οι Τούρκοι σκοτώσουν αυτόν. Άμα ο Κανέλλος έμαθε αυτές τις ανησυχίες του αδερφού του, είπε:

— Οι Δεληγιανναίοι είναι τόσοι πολλοί, που και να σκοτώσουνε κάμποσους οι Τουρκαλάδες, πάλι θα μείνουν αρκετοί, για να πολεμάνε!

Άρχισε η Επανάσταση και ο Κανέλλος ξεσηκώθηκε. Τόμαθαν οι Τούρκοι και φοβέριζαν:

— Μάζωξε ο Κανέλλος Ντεληγιάννης, έλεγαν, τους Κλέφτες, τους τσοπάνηδες και τους ζευγολάτες και γυρεύει να χαλάσει την τουρκιά.

Κι ο Θοδωράκης που τ’ άκουσε αυτά απ’ τη φυλακή έλεγε στους άλλους φυλακισμένους:

— Ανέ βγω απ’ τη φυλακή, θα πάρω κοντά μου όσους μπορέσω και θα πάω να σμίξω τον Κανέλλο και θα βάλω ντουφέκι στους μουρτάτες.

Πριν όμως παρθεί η Τριπολιτσά, πέθανε απ’ τις κακουχίες.

Πηγές:

Φωτιάδη: «Ιστορία…» τόμ. 1 σελ. 358.
Περραιβού: «Απομνημονεύματα…» σελ. 21.
Φιλήμονα: «Δοκίμιον…» τόμ. Α’ σελ. 83.
Φιλήμονος: «Δοκίμιον ιστορικόν…» τόμ. Β’ σελ. 112.
Βλαχογιάννη: «Ιστορική ανθολογία» σελ. 9, 12, 154.
Φωτάκου: «Βίος του Παπαφλέσσα» σελ. 22.
Θ. Ζαφειροπούλου: «Οι αρχιερείς και προύχοντες της εν Τριπόλει φυλακής» σελ. 73.

Ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Ένα άσχημο χωριατόπαιδο προοδεύει…

Ήταν στα 1778. Κατακαλόκαιρο. Στη ρίζα ενός αιωνόβιου πλάτανου στην άκρη της Δημητσάνας χαιρόταν το παχύ ίσκιο, ξαπλωμένοσ σε ένα φτωχικό κουρέλι, ένα μικρό παιδάκι. Πιο κάτω οι γονείς του, ο Γιάννης Γκόζιας και η γυναίκα του Κανέλλα, ψήνονταν μέσ’ το λιοπύρι, θερίζοντας το παραγινομένο στάρι.

Άξαφνα ακούονται ξεφωνητά απ’ τη μεριά του μικρού. Τρέχουν αλαλιασμένοι κατακεί οι γονείς και τα χάνουν μ’ ό,τι βλέπουν: Ένα φαρμακερό θεόρατο φίδι είναι τυλιγμένο γύρω από τα χέρια του μικρού γιου τους κι αυτός με τη μικρή παλάμη του σφίγγει το κεφάλι του ερπετού.

Βρήκε τον εαυτό του ο τρομαγμένος πατέρας, όρμησε και απάλλαξε το γιο του απ’ το βέβαιο κίνδυνο. Τέτοια, σαν σωστό μυθιστόρημα, στάθηκε ολόκληρη η ζωή του μικρού Γκόζια, του Γιώργη, που από φτωχό και ασήμαντο χωριατόπουλο, χωμένο μέσα σε μια απόμερη γωνιά της σκλαβωμένης ελληνικής γης, αναδείχτηκε ένας σοφός κληρικός κι ένας σημαντικός αρχηγός στο μεγάλο ξεσηκωμό. Έγινε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Ήταν ένα κακοφτιαγμένο και άσχημο παιδί. Μεγάλο κεφάλι, πόδια κοντά, χέρια λεπτά και δέρμα γύφτου. Γι’ αυτό οι συνομήλικοι του ή τον κορόιδευαν για την ασκήμια του, ή τον απόφευγαν.

Και ο μικρός Γιώργης κλεινόταν στο σπίτι του, ή στο εργαστήρι του πατέρα του και αμίλητος, φρόνιμος, περνούσε τις μέρες του. Τον έλεγαν γέρο για τη φρονιμάδα του και τα καλοζυγιασμένα λόγια του.

Όταν έγινε εννιά χρονών ο Γιώργης και ήρθε στη Δημητσάνα ένας φωτισμένος καλόγηρος, ο Αγάπιος, οι γονείς του, ύστερα από κλάματα και θερμά παρακάλια του μικρού, τον άφησαν να πάει κοντά του και να μάθει γράμματα.

Μόλις τελείωνε το μάθημα ο Γιώργης χανόταν. Κλεινόταν στο σπίτι του και φανερωνόταν το άλλο πρωί. Διάβαζε ασταμάτητα. Στερήθηκε όλες τις χαρές της παιδικής ζωής. Αυτό τον βοήθησε ν’ ανεβεί γρήγορα τα σκαλοπάτια της προόδου. Διάκος στην αρχή στη μητρόπολη Αργολίδας και ύστερα κοντά στον Πατριάρχη Γρηγόριο, βοηθός και σύμβουλος του, ώσπου έγινε ο δεσπότης Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Ήταν τέτοια η φήμη του, που, όταν έφτασε στην Πάτρα σαν δεσπότης της, «όλη η πόλη κατέβηκε στην παραλία, για να ιδεί τον ιεράρχη της. Πολλά χρυστοστόλιστα άλογα μεγιστάνων Οθωμανών τον περίμεναν στην αποβάθρα. Ευτυχής λογιζόταν ο ιπποκόμος εκείνος που θα του προτιμούσε το άλογο ο Γερμανός… Αλαλαγμός χαράς αντηχούσε σ’ όλη την πόλη, χωρίς να εξαιρούνται και αυτά τα σπίτια των Οθωμανών ακόμα…»

Πώς έγινε Φιλικός

Εκείνο τον καιρό, έρχεται στην Πάτρα ο Φιλικός Αντώνης Πελοπίδας, σταλμένος απ’ τη Φιλική Εταιρεία, για να κατηχήσει και να μυήσει σ’ αυτήν μερικούς σημαντικούς ανθρώπους της Αχαϊας και προπαντός τον πλούσιο νοικοκύρη Αντρέα Καλαμογδάρτη. Τον πλησίασε κατάλληλα ο Πελοπίδας και άρχισε να τον κατηχεί. Ο Καλαμογδάρτης δεχόταν το μυστικό με ενθουσιασμό στην αρχή. Όταν όμως έφτασαν στο σημείο να ορκιστεί πώς θα αναλάβαινε το χρέος να θυσιάσει, αν χρειαστεί, ό,τι πολύτιμο είχε, για να αναστηθεί η πατρίδα, ο Καλαμογδάρτης δειλιάζει και αρνιέται τον όρκο.

Η θέση του Πελοπίδα είναι δύσκολη. Το καταστατικό της Εταιρείας, σε τέτοια περίπτωση, πρόβλεπε το θάνατο σ’ όποιον κατηχούμενο αρνιέται να ορκιστεί, γιατί κινδυνεύει να προδοθεί η Εταιρεία. Να τον σκοτώσει, λοιπόν, του φαινόταν βαρύ. Πώς όμως να τον πιέσει να ορκιστεί; Ποιος μπορούσε να τον βοηθήσει; Σκέφτηκε το μητροπολίτη Γερμανό. Μα η Εταιρεία δεν είχε και πολλή εμπιστοσύνη στους ιεράρχες.

Παρ’ όλα αυτά αποφασίζει και επισκέπτεται το Γερμανό. Εκείνος τον ακούει με προσοχή. Χαίρεται για όσα ακούει και ενθουσιάζεται. Καλεί τον Καλαμογδάρτη και τον πείθει να ορκιστεί. Γίνεται και ο ίδιος μέλος της Φιλικής Εταιρείας και κατηχεί και άλλους δεσποτάδες και προύχοντες.

Ο Γερμανός δεν μπαίνει στο σακί των Τούρκων

Απ’ όλο το Μοριά έφταναν πληροφορίες στην Τριπολιτσά πως οι ραγιάδες ετοιμάζουν ξεσηκωμό. Κι ο Τούρκος ο καϊμακάμης, για νάχει το κεφάλι του ήσυχο, καλεί εκεί όλους τους δεσποτάδες και τους προεστούς με την πρόφαση πως τάχα έχουνε να σκεφτούνε για σπουδαίες δουλειές. Μερικοί τον πίστεψαν και πήγαν. Τον πανέξυπνο όμως δεσπότη Γερμανό δεν ήταν εύκολο να τον βάλουν οι Τουρκαλάδες στο σακί. Μόλις πήρε τη διαταγή του καϊμακάμη, καμώθηκε πως δεν ανησύχησε. Και πρόσταξε το προσωπικό του ν’ αρχίσει τις ετοιμασίες. Έκανε, μάλιστα, πως βιαζόταν κι όταν παραβρίσκονταν Τούρκοι στη μητρόπολη, φώναζε τους ανθρώπους του τεμπέληδες και ανίκανους, γιατί αργούσαν τις ετοιμασίες.

Και καθυστερούσε σκόπιμα όσο μπορούσε το ταξίδι του, γιατί δεν ήταν εύκολο τάχα να βρει πλούσια δώρα για τον καϊμακάμη και τους Τούρκους μεγιστάνες της Τριπολιτσάς και άφθονα μπαχτσίσια που έπρεπε να μοιράσει στο προσωπικό του κάθε Τούρκου επίσημου. Ύστερα ώσπου να διαλέξει την ακολουθία του χρειαζόταν καιρός. Έπρεπε να τον συνοδέψει ένα πολυπρόσωπο καραβάνι από αναγνώστες, διάκους, πρωτοσύγκελους, καφετζήδες, μάγειρους, τσιμποξήδες, σεΐζηδες, άλογα που θα καβαλίκευε, μουλάρια για τα πράγματα του, όπως ταίριαζε τότε σ’ έναν δεσπότη.

Δεν έπαιρνε όμως άλλη αναβολή το ταξίδι και στις 27 του Φλεβάρη, μέρα Κυριακή, ξεκινά μ’ όλη την ακολουθία του. Λίγα χιλιόμετρα όξω από την Πάτρα, πετιέται ένας λαγός μπροστά τους. Οι Τούρκοι της συνοδείας το θεώρησαν γρουσουζιά και γεμάτοι ανησυχία προχωρούσαν. Σταματάνε σ’ ένα χάνι να φάνε. Μετά το φαΐ ο Γερμανός τυλίγεται σε μια γούνα και κοιμάται. Μόλις ξυπνά, κάνει πως έχει κρυάδες και πως τον πονεί φοβερά το μεγάλο δάχτυλο απ’ τ’ αριστερό του ποδάρι. Όλοι, Τούρκοι κι Έλληνες τον προτρέπουν να γυρίσει πίσω μέχρι να γειάνει. Αυτός όμως πεισματικά, τάχα, αρνιέται:

— Αφού μας προσκάλεσε η σεβαστή Διοίκηση, τους λέει, πρέπει να πάμε, έστω και αν υποφέρουμε.

Διατάζει να κόψουν το παπούτσι του στο πονεμένο δάχτυλο του και η ακολουθία προχωρεί. Φτάνει στα Καλάβρυτα. Ο Γερμανός βογγάει ασταμάτητα. Τον ξαπλώνουν σ’ ένα κρεβάτι, όπου κάθεται κάμποσες μέρες. Εκεί βρίσκει την ευκαιρία και συσκέπτεται με τους Φιλικούς της περιφέρειας. Ως πότε όμως να μείνει εκεί; Στις εννιά του Μάρτη το ταξίδι για την Τριπολιτσά συνεχίζεται. Το μυαλό του Γερμανού δουλεύει τώρα εντατικά, ώσπου βρίσκει την πρόφαση να μην φτάσει στον προορισμό του:

Φτιάνει ένα γράμμα πλαστό από κάποιο, τάχα, Τούρκο της Τρίπολης προς το Γερμανό, που ανάμεσα στα άλλα έγραφε:

«…μερικοί πρόκριτοι αγάδες…από πολιτικά πάθη κινούμενοι, διέσπειραν όσα λέγονται περί επανάστασης των ραγιάδων και έπεισαν τη Διοίκηση, για να θανατώσει παραλόγως τους σημαντικότερους Έλληνες του Μοριά…Όθεν, ως φίλος και θεοφοβούμενος σάς δίνω την είδηση να λοξοδρομήσετε, διότι αφεύκτως θανατώνεστε, αν έμβετε στην Τριπολιτζά…»

Έδωσε το γράμμα αυτό σ’ έναν πιστό του και αφού τον καθοδήγησε, τον έστειλε στην Τρίπολη. Εκεί ντύθηκε ταχυδρόμος και γύρισε και συνάντησε την ακολουθία του Γερμανού που προχωρούσε. Τη σταμάτησε και μπροστά σ’ όλους έδωσε το γράμμα, που, δήθεν, έφερνε από την Τρίπολη, στο Γερμανό. Εκείνος το διάβασε και με τέχνη άφησε να του διαφύγει, σ’ όσους τον κοίταζαν, το περιεχόμενο. Αγανάχτησε, τάχα, κι καμώθηκε πως δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη λύπη του. Και μπροστά στους Τούρκους πήρε την απόφαση να μην προχωρήσει, αφού Τούρκος αγάς τον πληροφορούσε τι θα πάθαινε στην Τρίπολη. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στην απόφαση του. Το κόλπο του έπιασε.

Αποτραβήχτηκε με τη συνοδεία του στο χωριό Καρνέσι και από κει με τους άλλους προεστούς, έγραψε στους αγάδες της Τρίπολης όσα έγραφε το γράμμα και τους ζητούσε να τον συγχωρήσουν που δεν θα τους επισκεφτεί: «Εκεί αποφάσισαν με τους άλλους πρόκριτους να μείνουν, μέχρι να ιδούν τα πράγματα. Και αν οι Τούρκοι θελήσουν να τους κατατρέξουν, να φύγουν απ’ το Μοριά…για να μη βάλουν σε κίνδυνο τους λοιπούς ομογενείς. Αν όμως οι Τούρκοι μεταχειριστούν τα όπλα και τη βία, γενικά, ενάντια στους ομογενείς, τότε από ανάγκη να πάρουν και αυτοί τα όπλα και να κινήσουν και τους λοιπούς ομογενείς για την υπεράσπιση τους…» Και έγινε το δεύτερο.

Αγωνίζεται για το μόνιασμα…

Από νωρίς ο Γερμανός μπήκε στην προσωρινή διοίκηση της Επανάστασης στο Μοριά. Και προσπαθούσε πάντα να σβήσει τη φωτιά της φαγωμάρας, που είχε ανάψει ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τους κοτσαμπάσηδες. Συμβούλευε και ενεργούσε πάντα για το μόνιασμα και την εθνική ενότητα. Όταν έβραζε το καζάνι του αλληλοσπαραγμού, αφήνει την Πάτρα και πάει στα Βέρβενα, όπου βρισκόταν ο Δημήτριος Υψηλάντης με τους προεστούς, για να τους αποτρέψει απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Γράφει ο Φιλήμονας σχετικά:

«Τελευταία ο πατριώτης και αρχιερέας κλίνει γόνατο θερμού ικέτου ενώπιον του Υψηλάντου. Παρακαλεί να εισακουστεί και κλαίοντας ζητεί να φιλήσει το χέρι του, που θα υπογράψει υπέρ της πατρίδας, την διάλυση των διενέξεων, τον δεσμόν των προκρίτων και στρατιωτικών, την αγαθοποιό ειρήνη. Η σκηνή ήταν ζωγραφικότατη και συγκινητικότατη. Ο μεγαλοπρεπής Γερμανός ταπεινώθηκε, για να υψώσει την πατρίδα…»

Δυστυχώς, παρασύρθηκε από το πάθος του εγωισμού κάποτε και δε φέρθηκε καλά απέναντι στον Κολοκοτρώνη. Ήταν τότε που επρόκειτο να πάρουν οι Έλληνες την Τρίπολη. Πρόβλεπε ο Γερμανός τη δόξα και τη δύναμη που θα αποχτούσε ο Γέρος, αλλά και το μεγαλύτερο μερίδιο στα λάφυρα, γιατί αυτουνού ήταν το σχέδιο. Και έκαμε την πρόταση να φύγει ο Γέρος απ’ την πολιορκία και να πάει αλλού. Ο Κολοκοτρώνης έγινε μπαρούτι απ’ το θυμό του. Δεν κρατήθηκε και οργισμένος του λέει:

— Μου κάνεις τη χάρη, να τηράς την Εκκλησιά σου, τις αγιαστούρες σου και τα ψαλτήρια σου!…

Στις 26 Οκτώβρη του 1822 φεύγει με άλλους στην Ιταλία, για να φροντίσει για κανένα δάνειο από ξένα κράτη. Αυτό αποφάσισε η συνέλευση της Επιδαύρου. «Μετά θαλασσοπορίαν πενήντα ημερών… φθάσαμε», θα γράψει ο ίδιος στα απομνημονεύματα του.

Και από κει σκέπτεται την εσωτερική μας διχόνοια και γράφει στον Πετρόμπεη: «Αυτοί που διοικούν το Γένος έπρεπε να αγκαλιάσουν την αρετή, έπρεπε να συλλογιστούν ποια είναι τα αληθινά συμφέροντα της πατρίδος… Αλλιώς αν επικρατεί εκείνη η βδελυρή και αξιομίσητη διάθεση να ανατρέπει ο καθένας το καλό, γιατί το έκαμε κάποιος άλλος, δεν κατορθώνουμε τίποτε και θα πέσουμε σε ζυγό, ίσως χειρότερο απ’ τον προηγούμενο…»

Και στον Κολοκοτρώνη γράφει: «…Τίποτα δεν μας ωφελούν οι νίκες, τα κάστρα,…αν δεν απορρίψουμε όλοι τα ιδιαίτερα συμφέροντα μας και δεν προτιμήσουμε το κοινό συμφέρον της πατρίδος… Αλλιώς και όλη η Ευρώπη αν μας βοηθεί, τίποτε δεν μας ωφελεί…»

Και όταν πετυχαίνεται το μεγάλο αγγλικό δάνειο γράφει, παντού να το μεταχειριστούν για το καλό του Έθνους, «επείδεί τι ωφελούν τα χρήματα που δεν τα χειρίζονται καλά!» Συνιστά να καταθέσουν τα χρήματα σε τράπεζα στα Εφτάνησα και να τα δίνουν λίγα λίγα «στις πραγματικές ανάγκες της πατρίδας και όχι στα χέρια αρπάγων…»

Ο θάνατος του

Τον Ιούλιο του 1824 γυρίζει απ’ την Ιταλία. Άμα πάτησε το πόδι του στη Γαστούνη, τον πήρε ο σίφουνας του ματωμένου αδελφοκτόνου σπαραγμού. Έβαλε πάλι όλη τη δύναμη του να συμβιβάσει τα πράγματα. Κόπος όμως χαμένος.

Αηδιασμένος και καταστενοχωρημένος φεύγει και κλείνεται στο μοναστήρι της Χρυσοποδαρίτισσας στο Νεζερά. Ο Κωλέτης και ο Παπαφλέσσας φοβούνται τη δύναμη του και παρασύρονται με τους εχθρούς του Γερμανού στον κατατρεγμό του.

Το καταχείμωνο, μήνα Γενάρη, ένα απόσπασμα με αρχηγό το Σοφιανόπουλο σταλμένο από τον Γκούρα, χτυπάει την πόρτα του. Του παίρνουν ό,τι είχε και δεν είχε, ακόμα και τα άμφια του, και δεμένο και πεζό, από χωριό σε χωριό, τον φέρνουν στο στρατηγό. «Σ’ όλο το δρόμο έβρεχε απάνω μας χιονόνερο», θα γράψει ο ίδιος. Στη Γαστούνη έπαθε πολλά απ’ τους στρατιώτες. Ήθελαν να τους μαρτυρήσει, αν έχει και άλλα χρήματα. Και ο Γκούρας τον κακομεταχειρίστηκε.

Η τρίτη συνέλευση της Επιδαύρου έκαμε το Γερμανό ξανά πρόεδρο της συνέλευσης με πολλές αρμοδιότητες. Έτσι αρχίζει καινούρια δράση. Στο μεταξύ όμως εξαντλημένο απ’ τις κακουχίες τον πρόσβαλε εξανθηματικός τύφος, που θέριζε τότε το Ανάπλι, και δεν άντεξε. Τον βρήκε ο θάνατος από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου στις 30 του Μάη του 1825.

Πηγές:

Π. Πατρών Γερμανού: «Απομνημονεύματα» σελ. 1-8.
Σπ. Μελά: «Ματωμένα ράσα» σελ. 209, 218, 227, 232, 264, 274.
Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα» τόμ. Α’ σελ. 213.
Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία…» τόμ. Α’ σελ. 368.

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.