Η χήρα Σουλιώτισσα.

Ο γέρο – αγωνιστής τελείωσε τη διήγησή του για του κάστρου την παράδοση.
-Βγήκαμε με όλες τις τιμές, έλεγε. Με τ’ άρματα και με τα πράματά μας. Η συμφωνία φυλάχτηκε πιστή από τους Τούρκους. Μα δεν ήταν γραμμένο να τελειώση έτσι αυτή η σκηνή της πολιορκίας. Γιατί, κοντά στη συμφωνία την γραφτή, έγινε κι άλλη, πιο παράξενη από την πρώτη.
Και την έκανε μια απλή γυναίκα. Η Μάρω η Σουλιώτισσα, νιόνυφη και χηρεμένη. Όσο ζούσε ο άντρας της, την σεβόταν η φρουρά. Μα και χήρα τώρα δεν χωράτευε. Νομίζεις είχε πάρει τον αέρα εκείνου του παλληκαριού, που ήταν το πρώτο ανάμεσά μας. Και η παρθενική της ντροπή μονάχα δεν άφηνε τη χήρα να δράξη τ’ άρματα.
Και τώρα βγαίνοντας από το κάστρο η Μάρω ακολουθούσε αμίλητη, άκλαυτη, άσκημη, γιατί είχε σβήσει η πείνα κάθε ανθό στην όψη της, όπως είχε κάμει να στερέψη και το στερνό της δάκρυ. Άξαφνα η Μάρω, εκεί που πήγαινε σκυφτή, έβαλε μια φωνή. Και είχαμε αδειάσει πια το κάστρο και οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να μπουν. Γύρισε η Μάρω πίσω τρέχοντας και στάθηκε στη σιδερόπορτα του κάστρου ολόρθη με την παρδαλή μαντίλα της (τα μαύρα τότε που να τα ‘βρισκε; Ύστερα η ζωή της πέρασε μαυροντυμένη).
-Σταθήτε πίσω! Είπε. κανένας δεν θα μπη!
Παραξένεψε πολύ και η όψη και η φωνή της. οι Αρβανίτες την επήραν με το καλό.
-Σύρε! Της είπαν. Σκλάβα θα κρατηθής, αν μείνης. Τί ζητάς;
-Στο κάστρο μέσα λησμονήθηκε άνθρωπος. Μπέσα για μπέσα;1
-Μπέσα, είπε ένας Αρβανίτης.
Η Μάρω χάθηκε και ξαναφάνηκε σε λίγο κρατώντας στην ποδιά της κρυμμένο κάτι. Και προχώρησε να περάση.
Οι Τούρκοι τώρα την κύκλωσαν στενά, θέλοντας να δουν τι είχε και να της το αρπάξουν.
Η ίδια η Μάρω είδε τον κίνδυνο. Τράβηξε το χαντζάρι από τον κόρφο της, που το είχε πάντα σύντροφό της.
-Πίσω, φώναξε. Την μπέσα μην πατάτε!
Με το αριστερό της χέρι βαστώντας την ποδιά της ανοιχτή έδειχνε τα κόκκαλα (λιβανισμένα κόκκαλα του αντρός της). Και φοβέριζε με το μαχαίρι. Και προχώρησε και πέρασε.
Όταν από στόμα σε στόμα σπάρθηκε της Μάρως η αποκοτιά,2 δεν έμεινε όψη να μη γλυκαθή και χείλι να μη γελάση. Και ήταν ένα ξαλάφρωμα στην πικραμένη συνοδεία μας, που προχωρούσε βαρυκίνητα… Νου και καρδιά ποιός είχε πια την Μάρω να θαυμάση!
«Μεγάλα Χρόνια», 1930 Γιάννης Βλαχογιάννης.

Υποσημειώσεις.

1. Πίστη στο λόγο.
2. Τόλμη.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.