Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 22-ος: Για την πίστη και την τελειότητα των αρετών.

Για την πίστη. Και διδασκαλία γι’ αυτούς που λένε ότι δεν είναι δυνατό να φθάσει κανείς την τελειότητα των αρετών, ζώντας μέσα στις βιοτικές μέριμνες. Και από την αρχή ωφέλιμη διήγηση.

Αδελφοί και πατέρες, είναι καλό να διακηρύττουμε σε όλους το έλεος του Θεού και να κάνουμε γνωστή στους πλησίον μας την ευσπλαχνία του και την ανείπωτη αγαθότητά του προς εμάς. «Εγώ λοιπόν, όπως βλέπετε, δεν νήστεψα, δεν αγρύπνησα, δεν κοιμήθηκα καταγής, αλλά ταπεινώθηκα και αμέσως με έσωσε ο Κύριος»,1 λέει ο θείος Δαβίδ. Και για να μιλήσω πολύ συντομότερα: «Μόνο πίστεψα και με δέχθηκε ο Κύριος». Διότι είναι πολλά εκείνα που μας εμποδίζουν να αποκτήσουμε την ταπείνωση, αλλά τίποτε δεν μας εμποδίζει να βρούμε την πίστη. Διότι, αν θελήσουμε μέσα από τα βάθη της ψυχής μας, αμέσως ενεργεί και η πίστη, επειδή είναι δώρο του Δεσπότη και φυσικό προτέρημα, αν και υποτάσσεται και η ίδια στο αυτεξούσιο της προαίρεσής μας˙ και διότι ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι εμπιστεύονται στους μεταξύ τους λόγους. Αλλά, για να σας δείξω πραγματικά την ενέργεια της έμφυτης πίστης, ακούστε και θα σας διηγηθώ μία διήγηση, που την έχω ακούσει από αξιόπιστο στόμα, ώστε να βεβαιωθούν τα λόγια μου.
Κάποιος, που ονομαζόταν Γεώργιος,2 που ήταν νέος στην ηλικία και είκοσι ετών περίπου και κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη, στα δικά μας χρόνια, ωραίος στην όψη και με εντυπωσιακή ενδυμασία και συμπεριφορά και περπάτημα, ώστε απ’ αυτά κάποιοι, που βλέπουν μόνο την εξωτερική περιβολή και κρίνουν αλόγιστα τις υποθέσεις των άλλων, να έχουν και κακές υποψίες γι’ αυτόν, γνωρίσθηκε με κάποιον άγιο μοναχό, που ζούσε σε ένα από τα μοναστήρια της πόλης. Και αφού εμπιστεύθηκε σ’ αυτόν τα ζητήματα της ψυχής του, έλαβε επ’ αυτόν ένα μικρό κανόνα για υπενθύμιση μόνο. Ο νέος αυτός λοιπόν ζήτησε να λάβει απ’ αυτόν και ένα βιβλίο, που να περιέχει τις διηγήσεις της βιοτής των μοναχών και της πρακτικής τους άσκησης, και ο γέροντας του έδωσε το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου, που διδάσκει για τον πνευματικό νόμο.3 Αυτό μάλιστα, επειδή το δέχθηκε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο τον Θεό και έλπιζε να αποκομίσει απ’ αυτό κάποια μεγάλη ωφέλεια, το διάβασε ολόκληρο με πολύ πόθο και προσευχή. Και ενώ ωφελήθηκε από όλα, τρία μόνο κεφάλαια, μπορώ να πω, τα έβαλε βαθιά μέσα στην καρδιά του. Το πρώτο κεφάλαιο ήταν κατά λέξη το εξής: «Αν ζητάς θεραπεία, φρόντισε τη συνείδησή σου και κάνε όσα λέει αυτή και θα βρεις ωφέλεια». Το δεύτερο ήταν: «Εκείνος που ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος πριν από την εργασία των εντολών, μοιάζει με δούλο αγορασμένο, που ζητά μαζί με την αγορά του να του δώσουν και το έγγραφο της ελευθερίας του». Το τρίτο κεφάλαιο ήταν: «Είναι τυφλός εκείνος που κραυγάζει και λέει, ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησέ με¨4˙ εκείνος δηλαδή που προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη πνευματική γνώση˙ εκείνος όμως που κάποτε ήταν τυφλός, όταν απέκτησε το φως του και είδε τον Κύριο, τον προσκύνησε, ομολογώντας τον, όχι πια υιό του Δαβίδ, αλλά Υιό του Θεού».5
Όταν λοιπόν εκείνος ο νέος διάβασε αυτά, θαύμασε, και επειδή θαύμασε, πίστεψε ότι με τη φροντίδα της συνείδησης θα βρει ωφέλεια, και με την εργασία των εντολών θα γνωρίσει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος θα αποκτήσει την όραση και θα δει τον Κύριο. Αφού λοιπόν ο νέος πληγώθηκε από την αγάπη και τον πόθο του Κυρίου, αναζητούσε με ελπίδα το πρωταρχικό κάλλος,6 και ας μην το έβλεπε. Δεν έκανε μάλιστα τίποτε άλλο, όπως με βεβαίωσε με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ τον μικρό κανόνα, που δόθηκε σ’ αυτόν από εκείνο τον άγιο γέροντα, και έπειτα έπεφτε στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, «Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες, και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερες φορές το Κύριε ελέησον, επειδή μπορείς να το κάνεις», έκανε υπακοή σ’ αυτή με προθυμία και χωρίς δισταγμό˙ τα έκανε όλα έτσι, σαν να λέγονταν από τον ίδιο τον Θεό. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέει: «Γιατί δεν το έκανες αυτό;»
Γι’ αυτό λοιπόν με το να ακολουθεί χωρίς παράλειψη τη συνείδησή του, και με το να προσθέτει αυτή κάθε μέρα τις υποδείξεις της, σε λίγες μέρες η βραδυνή προσευχή αυξήθηκε πολύ. Τη μέρα δηλαδή επιστατούσε στο αρχοντικό κάποιου από τους πατρίκιους,7 και πήγαινε καθημερινά στο παλάτι, φροντίζοντας γι’ αυτά που είναι απαραίτητα για τη ζωή, ώστε για το λόγο αυτό να μην είναι γνωστά σε κανένα άνθρωπο αυτά που έκανε. Γι’ αυτό και κάθε βράδυ κατέβαιναν δάκρυα από τα μάτια του, και έκανε συχνότερα μετάνοιες, πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, με κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα τα πόδια κατά τη διάρκεια της στάσης του στην προσευχή˙ διάβαζε προσευχές στη Θεοτόκο με πόνο και με στεναγμούς και με δάκρυα και, σαν να ήταν σωματικά παρών ο Κύριος, έπεφτε έτσι στα άχραντα πόδια του και ζητούσε σαν τυφλός να ελεηθεί και να ξαναβρεί ψυχικά το φως. Καθώς μάλιστα κάθε βράδυ αυξανόταν η προσευχή, διαρκούσε αυτή ως τα μεσάνυχτα, χωρίς διόλου ο ίδιος να κυριεύεται κατά τον καιρό της προσευχής από χαύνωση ή ραθυμία, και χωρίς γενικά να κινείται κάποιο από τα μέλη του σώματός του, ακόμη και χωρίς να στρέφει ή να κοιτάζει με τα μάτια του, αλλά στεκόταν έτσι ακίνητος, σαν μία κολόνα ή σαν ένας ασώματος.
Ενώ λοιπόν μία νύχτα στεκόταν ο ίδιος και έλεγε, πιο πολύ με το νου παρά με το στόμα, το «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»,8 φανερώθηκε ξαφνικά από τον ουρανό άφθονη η θεία έλλαμψη και γέμισε όλο τον τόπο με το φως της. Όταν μάλιστα έγινε αυτό, ο νέος δεν γνώριζε, αλλά και λησμόνησε, αν ήταν μέσα σε οίκο ή αν βρισκόταν κάτω από στέγη˙ διότι από παντού έβλεπε μόνο φως, και δεν γνώριζε, αν πατούσε επάνω στη γη. Ούτε υπήρχε μέσα του φόβος μήπως πέσει, ούτε φροντίδα για τον κόσμο, ούτε ενοχλούσε το λογισμό του εκείνη τη στιγμή κάτι απ’ αυτά που ενοχλούν τους ανθρώπους που έχουν σώμα, αλλά, με το να συνδεθεί ολοκληρωτικά με το άυλο φως και να νομίζει ότι έγινε ο ίδιος φως και να λησμονήσει όλο τον κόσμο, πλημμύρισε από δάκρυα και από ανείπωτη χαρά και αγαλλίαση. Στη συνέχεια ο νους του ανέβηκε στον ουρανό και είδε άλλο φως λαμπρότερο από το φως που ήταν κοντά του. Φάνηκε δηλαδή σ’ αυτόν με παράδοξο τρόπο ότι κοντά σ’ εκείνο το φως στεκόταν εκείνος ο άγιος και ισάγγελος γέροντας, που αναφέραμε, εκείνος δηλαδή που του παρέδωσε τον κανόνα και το βιβλίο.
Μόλις λοιπόν εγώ άκουσα αυτά, σκέφθηκα ότι πολύ βοήθησε τον ίδιο και η πρεσβεία αυτού του αγίου, αλλά ότι και ο Θεός επίσης οικονόμησε να δείξει στο νέο ποιο ύψος αρετής είχε αυτός ο άγιος. Όταν όμως πέρασε αυτή η θέαση, και ο νέος όπως έλεγε, ήρθε πάλι στον εαυτό του, κυριεύθηκε από χαρά και κατάπληξη, και έχυσε μέσα από την καρδιά του δάκρυα, και ακολουθούσε τα δάκρυα η γλυκύτητα. Στο τέλος έγειρε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, και την ίδια ώρα λάλησε ο πετεινός και έδειξε ότι ήταν μεσάνυχτα. Και οι εκκλησίες μετά από λίγο σήμαναν τον Όρθρο και ο ίδιος σηκώθηκε να απαγγείλει τους Ψαλμούς, όπως συνήθιζε, χωρίς να κοιμηθεί διόλου εκείνη τη νύχτα.
Αυτά έγιναν, όπως γνωρίζει ο Θεός, ο οποίος και έκανε αυτά με τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει, χωρίς ο νέος εκείνος να προσθέσει τίποτε περισσότερο παρά μόνο όσα ακούσατε ότι πρόσθεσε με ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Ας μην πει λοιπόν κάποιος ότι εκείνος ο νέος έκανε αυτά για να δοκιμάσει τον Θεό, διότι ούτε που ήρθε στο λογισμό του να το πει αυτό ή να το σκεφθεί – επειδή εκείνος που δοκιμάζει και πειράζει τον Θεό δεν έχει πίστη -,αλλά, αφού εκείνος ο νέος απέρριψε κάθε άλλη εμπαθή και φιλήδονη σκέψη, φρόντιζε τόσο πολύ αυτά που του έλεγε η συνείδησή του, όπως ο ίδιος βεβαίωνε με όρκο, ώστε να αδιαφορεί για όλα τα άλλα αισθητά πράγματα της ζωής και να μη δέχεται με φιλήδονη διάθεση ή και συχνά, ούτε και το ίδιο το φαγητό που τρώει και το νερό που πίνει.
Ακούσατε, αδελφοί μου, πόσα πράγματα κατορθώνει η πίστη στον Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Αντιληφθήκατε ότι ούτε η νεότητα είναι άχρηστη, ούτε τα γηρατειά ωφέλιμα, αν δεν υπάρχει σύνεση και φόβος Θεού; Μάθατε ότι ούτε η ζωή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαζόμαστε τις εντολές του Θεού, αν είμαστε πρόθυμοι και άγρυπνοι, ούτε η ερημία ή η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελεί, αν ραθυμούμε και αδιαφορούμε;
Ακούμε οπωσδήποτε όλοι για τον Δαβίδ, και θαυμάζουμε και λέμε ότι ένας ήταν ο Δαβίδ, και δεν υπήρχε άλλος, αλλά, να, εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο και από τον Δαβίδ. Διότι ο Δαβίδ, και πήρε τη μαρτυρία από τον Θεό9 και χρίσθηκε προφήτης και βασιλιάς10 και έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, αλλά και είχε πολλές αποδείξεις, που προέρχονταν από τον Θεό˙ όταν όμως αμάρτησε, και στερήθηκε τη χάρη του Πνεύματος, και έχασε το χάρισμα της προφητείας, και αποξενώθηκε από τη συνηθισμένη συνομιλία με τον Θεό, τί παράξενο, αν ζήτησε πάλι αυτά,11 αφού θυμήθηκε τη χάρη που έχασε;
Αυτός όμως ο νέος, χωρίς ποτέ να σκεφθεί με το νου του κάτι τέτοιο, και παρ’ όλο που ήταν προσκολλημένος μόνο στα πράγματα του κόσμου και έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και ποτέ δεν φαντάσθηκε η σκέψη του τίποτε ανώτερο από τα γήινα – πόσο θαυμάζω τις βουλές σου, Κύριε! – μόνο άκουσε γι’ αυτά και αμέσως πίστεψε˙ ώστε να παρουσιάσει και έργα, που αρμόζουν στην πίστη, με τα οποία η σκέψη του, αποκτώντας φτερά, έφτασε στους ουρανούς και προσέλκυσε σε συμπάθεια τη Μητέρα του Χριστού και εξιλέωσε μέσω της πρεσβείας της τον Θεό και κατέβασε ως τον ίδιο τη χάρη του Πνεύματος, και αυτή η χάρη τον ενίσχυσε να φθάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει το φως, που όλοι επιθυμούν να δουν, αλλά πολύ λίγοι κατορθώνουν.
Αυτός ο νέος, που ούτε νήστεψε πολλά χρόνια, ούτε κοιμήθηκε ποτέ καταγής, ούτε ντύθηκε τρίχινα ενδύματα, ούτε δέχθηκε τη μοναχική κουρά, ούτε απομακρύνθηκε από τον κόσμο σωματικά, αλλά πνευματικά, αφού αγρύπνησε λίγο μόνο, παρουσιάσθηκε ανώτερος και από τον Λώτ, που ήταν φημισμένος στα Σόδομα. Και μάλλον να πω, αυτός ο νέος παρουσιάσθηκε άγγελος με σώμα, ψηλαφητός και αψηλάφητος, ορατός αλλά όχι αντιληπτός, άνθρωπος δηλαδή ως προς την ορατή εμφάνιση και άσαρκος ως προς την νοητή, ορατός σε όλους ως προς όλα, αλλά και όντας μόνος με μόνο τον Θεό, που όλα τα γνωρίζει. Γι’ αυτό και με τη δύση του ορατού ήλιου τον φώτιζε το γλυκό φως του νοητού ήλιου, προαναγγέλλοντας και βεβαιώνοντας για το ατέλειωτο φως, που πρόκειται να τον φωτίσει. Και είναι φυσικό˙ διότι η αγάπη του γι’ αυτό που ζητούσε τον απομάκρυνε και από τον κόσμο και από τη φύση και από όλα τα πράγματα, και τον έκανε ολόκληρο άνθρωπο του Πνεύματος και φως. Και αυτά έγιναν παρ’ όλο που κατοικούσε μέσα στην πόλη και είχε τη διαχείριση σε αρχοντικό οίκο και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και πραγματοποιούσε όσα χρειάζονταν γι’ αυτή τη ζωή.
Αλλά αυτά που είπα είναι αρκετά, και για να επαινέσουμε τον νέο και για να σας παρακινήσουν να τον αγαπήσετε και να τον μιμηθείτε, ή μήπως θέλετε να πω ακόμη και άλλα σημαντικότερα, που ίσως ούτε η ακοή σας θα μπορέσει να τα δεχθεί; Άλλωστε, ποιο πράγμα θα βρεθεί σημαντικότερο ή και τελειότερο απ’ αυτό; Κανένα άλλο οπωσδήποτε δεν είναι ανώτερο, όπως είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου.12 Διότι, όπου υπάρχει φόβος του Κυρίου, υπάρχει τήρηση των εντολών˙ και όπου υπάρχει τήρηση των εντολών, υπάρχει κάθαρση της σάρκας από το νέφος, που σκιάζει την ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη θεία ακτίνα˙ και όπου υπάρχει κάθαρση, υπάρχει έλλαμψη˙ και η έλλαμψη είναι η εκπλήρωση του πόθου σ’ εκείνους που επιθυμούν τα μέγιστα, ή το μέγιστο, ή αυτό που είναι ανώτερο από το μέγα».13 Ώστε, κάθε αρετής,14 που δεν έχει τέλος, που όποιος τον απέκτησε, έφθασε, από τη μία, στο σκοπό και στο τέρμα όλων των ορατών πραγμάτων, βρήκε, από την άλλη, την αρχή της γνώσης των πνευματικών.
Αυτά, αδελφοί μου είναι τα θαυμάσια του Θεού. Γι’ αυτό ο Θεός φανερώνει τους αγίους του, αν και κρύβονται, ώστε άλλοι να τους μιμούνται με ζήλο και άλλοι να είναι αναπολόγητοι. Και εκείνοι που θέλουν να είναι μέσα σε θορύβους και εκείνοι που είναι μέσα σε κοινόβια και σε όρη και σε σπήλαια, αν ζουν με τρόπο άξιο, σώζονται και αξιώνονται από τον Θεό να απολαύσουν μεγάλα καλά για μόνη την πίστη τους σ’ αυτόν, έτσι ώστε εκείνοι, που αποτυγχάνουν εξαιτίας της ραθυμίας τους, να μην έχουν να απολογηθούν τίποτε κατά τη μέρα της κρίσης. Διότι, αδελφοί μου, είναι αψευδής εκείνος που υποσχέθηκε ότι σώζει με μόνη την πίστη σ’ αυτόν.15
Σπλαχνισθείτε λοιπόν τους εαυτούς σας, αλλά και εμάς, που σας αγαπούμε και που συχνά θρηνούμε για σας και χύνουμε δάκρυα, διότι ο συμπονετικός και σπλαχνικός Θεός μας προτρέπει να είμαστε τέτοιοι. Και αφού πιστέψετε ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη και όλα όσα είναι πρόσκαιρα, και πάτε σ’ αυτόν, και ενωθείτε μαζί του, διότι ακόμη λίγο και ο ουρανός και η γη θα παρέλθει16˙ και διότι δεν υπάρχει έξω από τον Θεό τόπος, για να σταθεί κάποιος, ούτε υπάρχει τέλος, ούτε στάση της πτώσης των αμαρτωλών. Ο Θεός δηλαδή είναι αχώρητος και ακατανόητος˙ ποιός λοιπόν θα είναι ο τόπος εκείνων, που διώχνονται έξω από τη βασιλεία του;
Μου έρχεται να θρηνώ, και φθείρω την καρδιά μου και λειώνω για χάρη σας, όταν σκεφτώ ότι, ενώ έχουμε τέτοιοι γενναιόδωρο και φιλάνθρωπο Δεσπότη, ώστε να μας χαρίζει για μόνη την πίστη σ’ αυτόν τέτοια καλά, που ξεπερνούν και το νου και την ακοή και τη σκέψη, και δεν τα συνέλαβε ποτέ ο νους του ανθρώπου17, εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και αυτά που βλαστάνουν για μας από τη γη, χάρη στην πολλή ευσπλαχνία του, για την ικανοποίηση της ανάγκης του σώματος, ώστε, όταν τρεφόμαστε απ’ αυτά με μέτρο, να πραγματοποιεί ανεμπόδιστα και η ψυχή μας την ανοδική της πορεία, με το να τρέφεται δηλαδή και η ίδια με τη νοερή τροφή, που προέρχεται από το Πνεύμα, ανάλογα με το μέτρο της κάθαρσης και της ανάβασής της.
Αυτό δηλαδή είναι ο άνθρωπος και γι’ αυτό δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στη ζωή, ώστε, αφού εδώ ευεργετηθούμε λίγο, να απολαύσουμε εκεί με την ευχαριστία και την αγάπη στον Θεό τα μεγαλύτερα και τα αιώνια. Αλλά αλίμονο, διότι, ενώ δεν φροντίζουμε διόλου για τα μελλοντικά, δείχνουμε αχαριστία ακόμη και γι’ αυτά που είναι μέσα στα ίδια μας τα χέρια, και γινόμαστε ίσοι με τους δαίμονες, ή και χειρότεροι απ’ αυτούς, αν πρέπει να πούμε την αλήθεια. Και γι’ αυτό μας χρειάζεται και περισσότερη τιμωρία, όσο και περισσότερο ευεργετηθήκαμε και γνωρίζουμε ότι ο Θεός έγινε για μας όπως είμαστε εμείς, εκτός μόνο από την αμαρτία,18 για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία.
Αλλά, τι πρέπει να πω; Σε όλα αυτά πιστεύουμε αληθινά μόνο με τα λόγια, αλλά αρνούμαστε με τα έργα. Σε ρωτώ, δεν είναι δεκτός ο Χριστός και το όνομά του παντού, στις πόλεις, στα χωριά, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, αν θέλεις, και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές του˙ και τότε με δυσκολία θα βρεις αληθινά έναν, ανάμεσα στις χιλιάδες και τις μυριάδες, να είναι Χριστιανός στα έργα και στα λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός, με το άγιο Ευαγγέλιο: «Όποιος πίστεψε σ’ εμένα, θα κάνει και εκείνος τα έργα που εγώ κάνω, αλλά και μεγαλύτερα απ’ αυτά»;19 Ποιός λοιπόν από μας τολμά να πει: «Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στον Χριστό»; Δεν βλέπετε, αδελφοί, πως μπορούμε να βρεθούμε άπιστοι κατά τη μέρα της κρίσης κα να υποστούμε χειρότερη ανάγκη, ή να κατακριθούμε εμείς σαν άπιστοι, ή ο Χριστός να αποδειχθεί ψεύτης. Κάτι, αδελφοί μου, που είναι αδύνατο, αδύνατο!
Αυτά τα έγγραφα όμως, όχι εμποδίζοντας την αναχώρηση από τον κόσμο και προτρέποντας μάλλον για την παραμονή μέσα στον κόσμο, αλλά πληροφορώντας όλους αυτούς, που θα διαβάσουν αυτήν εδώ τη διήγηση, ότι εκείνος που θέλει να κάνει το καλό σε κάθε τόπο λαμβάνει τη δύναμη από τον Θεό˙ άλλωστε και η υπόθεση αυτή είναι περισσότερο προτρεπτική για την αναχώρηση από τον κόσμο. Διότι, αν εκείνος, που αναστρέφεται μέσα στον κόσμο και δεν σκέφθηκε διόλου ποτέ για την απάρνηση του κόσμου ή για την ακτημοσύνη ή την υπακοή, ελεήθηκε τόσο πολύ, επειδή πίστεψε από τα βάθη της ψυχής του και επικαλέσθηκε τον Θεό, πόσα καλά πρέπει να ελπίζουν μάλλον ότι θα επιτύχουν αυτοί που εγκαταλείπουν όλα τα πράγματα του κόσμου και όλους τους συγγενείς τους, και παραδίδουν για τον Θεό στο θάνατο την ίδια τους τη ζωή, όπως ο ίδιος ο Θεός παρήγγειλε;20 Και διότι εκείνος, που άρχισε να κάνει τα καλά έργα και να αντιλαμβάνεται με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη διάθεση την ωφέλεια, που προέρχεται απ’ αυτά, θα γνωρίσει ο ίδιος από μόνος του ότι μεγάλο εμπόδιο σ’ αυτούς που προτίμησαν να ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού είναι η φροντίδα για τον κόσμο και η παραμονή στον κόσμο. Διότι η υπόθεση που διηγηθήκαμε για τον νέο αυτό και θαυμαστή είναι και παράδοξη, αλλά και δεν ακούσαμε, αν έχει συμβεί, ας γνωρίζουν αυτοί ότι, αν δεν απομακρυνθούν σύντομα από τον κόσμο, θα χάσουν αυτό το καλό˙ επειδή και αυτό έχω μάθει με ακρίβεια από εκείνον τον νέο.
Τον συνάντησα δηλαδή αργότερα, όταν έγινε μοναχός, καθώς διάνυε το τρίτο ή το τέταρτο έτος στη μοναχική πολιτεία και βρισκόταν στο τριακοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του. Διότι τον γνώριζα καλά, επειδή ήταν φίλος μου και σύντροφος, γι’ αυτό και κάθισε και μου διηγήθηκε αυτά, λέγοντας ότι «ύστερα από εκείνη τη θαυμαστή αλλοίωση και βοήθεια που έγινε σ’ εμένα και που ξεπερνά την ανθρώπινη δυνατότητα, δεν πέρασαν», είπε, «πολλές μέρες, και έπεσαν επάνω μου συνεχείς πειρασμοί της ζωής, που εξαιτίας τους έβλεπα και τον εαυτό μου να εμποδίζεται στις κρυφές εργασίες,21 αλλά και να στερείται λίγο λίγο από το καλό, και επιθυμούσα πολύ να βρεθώ έξω από όλο τον κόσμο και να αναζητώ στη μοναξιά εκείνον που φανερώθηκε σ’ εμένα – γι’ αυτό λοιπόν το λόγο και είμαι βέβαιος, αδελφέ, ότι ευδόκησε να φανερωθεί αυτός σ’ εμένα, για να ελκύσει δηλαδή στον εαυτό του εμένα τον ανάξιο και να με απομακρύνει από όλο τον κόσμο -, επειδή όμως δεν μπόρεσα να το κάνω σύντομα αυτό, κατάντησα σε τέλειο σκοτισμό, καθώς λησμόνησα λίγο λίγο όλα αυτά, που ειπώθηκαν πριν, ώστε να μη θυμάμαι τίποτα, ούτε μικρό ούτε μεγάλο, ως και την απλή κάποτε σκέψη απ’ αυτά που ανέφερα πριν. Έπεσα άλλωστε σε περισσότερα κακά από εκείνα που μου συνέβησαν προηγουμένως και βρισκόμουν σε τέτοια κατάσταση, σαν να μην σκέφθηκα διόλου κάποτε και να μην άκουσα τα άγια λόγια του Χριστού. Αλλά και εκείνον τον άγιο, που με σπλαχνίσθηκε τότε και μου όρισε τον μικρό κανόνα και μου έστειλε το βιβλίο που ανέφερα, τον έβλεπα σαν έναν από τους συνηθισμένους ανθρώπους, και δεν μου περνούσε ούτε απλή σκέψη για τα οράματα που είδα χάρη σ’ αυτόν. Αυτά μάλιστα σου τα λέω», είπε, «για να μάθεις με ακρίβεια σε ποιο βυθό απώλειας έπεσα εγώ ο άθλιος από ραθυμία, και να θαυμάσεις και να εκπλαγείς για την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού, που και ύστερα απ’ αυτά φανερώθηκε σ’ εμένα».
Και μάλιστα δεν γνωρίζω πώς να το πω, η αγάπη και η πίστη στον άγιο γέροντα παρέμενε με κάποιον άγνωστο τρόπο μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου. Γι’ αυτή την αγάπη και πίστη, όπως νομίζω, ύστερα από το πέρασμα τόσων χρόνων, αφού ο φιλάνθρωπος Θεός με σπλαχνίσθηκε με τις προσευχές εκείνου, με άρπαξε ξανά με τη μεσιτεία του από την πολλή πλάνη και από τον βυθό των κακών και με έσωσε. Διότι εγώ ο ανάξιος δεν απομακρύνθηκα εντελώς απ’ αυτόν, αλλά και εξομολογούμουν αυτά, που γίνονταν, και πήγαινα συχνότερα στο κελλί του, όταν τύχαινα στην πόλη, αν και εγώ ο ασυνείδητος δεν τηρούσα τις εντολές του. Τώρα όμως, όπως βλέπεις, ο εύσπλαχνος Κύριος παρέβλεψε τις παρά πολλές αμαρτίες μου και οικονόμησε να γίνω μοναχός από τον ίδιο τον άγιο γέροντα και αξίωσε να βρίσκομαι διαρκώς μαζί του, εγώ, που αληθινά είμαι ανάξιος. Βαδίζοντας λοιπόν εγώ τον ασταμάτητο και επίμονο δρόμο με πολύ κόπο και πολλά δάκρυα, και με απόλυτη ξενιτεία και τέλεια υπακοή και ολότελη εκκοπή του θελήματός μου, αλλά και με πολλά άλλα έργα και πράξεις, αξιώθηκα να δω και πάλι κάπως αμυδρά κάποια μικρή και αδύνατη ακτίνα από εκείνο το γλυκύτατο και θείο φως, αλλά τέτοια θέαση, όποια είδα τότε, δεν αξιώθηκα να ξαναδώ ακόμη ως τώρα».
Αυτά λοιπόν μου έλεγε με δάκρυα, καθώς και άλλα περισσότερα απ’ αυτά. Αλλά εγώ ο ταλαίπωρος, όταν άκουσα εκείνα τα άγια λόγια και στοχάσθηκα ότι αυτός ολόκληρος είναι γεμάτος από τη θεία χάρη και αληθινά σοφός, αν και το στόμα του δεν είχε να πει λόγο κοσμικής σοφίας, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι είχε αποκτήσει από την πρακτική γνώση σωστή αντίληψη για τα πράγματα, τον παρακάλεσα να μου πει πως η πίστη έχει τη δύναμη να ενεργεί τέτοια θαυμάσια, και να μου τα εκθέσει γραπτά με διδακτικό τρόπο. Αυτός λοιπόν και άρχισε να μου τα λέει, και δεν απέφυγε να γράψει αυτά που έλεγε, που, για να μη μακρολογήσω, ανέφερα σε άλλο λόγο, για να είναι τράπεζα ευφροσύνης γι’ αυτούς που μελετούν με πίστη αυτά που είναι γραμμένα.
Γι’ αυτό σας παρακαλώ, αδελφοί εν Χριστώ, ας τρέξουμε και εμείς, κοπιάζοντας, το δρόμο των εντολών του Χριστού, και τότε δεν θα ντροπιαστούμε. Αλλά, όπως στον καθένα, που με επιμονή χτυπά,22 ανοίγει τις πύλες της βασιλείας του και δίνει σ’ εκείνον που ζητά Πνεύμα ευθές και πανάγιο,23 και όπως δεν είναι δυνατό αυτός που ζητά ολόψυχα να μην βρει24 και να μην πλουτίσει με τον πλούτο των χαρισμάτων του, έτσι και εσείς θα απολαύσετε τα απερίγραπτα αγαθά του, που ετοίμασε γι’ αυτούς που τον αγαπούν,25 τώρα βέβαια κατά ένα μέρος και με την πνευματική σοφία, στη μέλλουσα ζωή όμως ολοκληρωτικά μαζί με όλους τους αγίους, που έζησαν από την αρχή του κόσμου˙ στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Ψαλμ. 114, 6. Βλ. και Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ’, ιδ’, σ’. 269
2. Αναφέρεται στον εαυτό του. Βλ. Νικήτα Στηθάτου, Βίος Συμεών του Νέου Θεολόγου, κεφ. 3-6 ΕΠΕ 19Α
3. Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, Περί του πνευματικού νόμου και Περί αυτών που νομίζουν ότι δικαιώνονται από τα έργα τους. Φιλοκαλία Α’, σ’ 133, εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1984. Τα τρία κεφάλαια που αναφέρονται στη συνέχεια είναι τα: 69 (σ’. 133), 64 (σ’. 148) και 13-14 (σ’. 129).
4. Μάρκ. 10, 47
5. Ιω. 9, 35-38
6. Εννοεί τον Θεό.
7. Πατρίκιοι˙ ανώτατοι αυλικοί άρχοντες.
8. Πρβ. Λουκ. 18, 13 («Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό»).
9. Πρβ. Β’ Βασ’. 7, 8-12. Πράξ. 13, 22
10. Πρβ. Α’ Βασ’. 16, 12-13
11. Πρβ. Ψαλμ. 50, 11-13
12. Παροιμ. 1, 7
13. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος, 39, Εις τα άγια Φώτα, 8, PG 36, 344A
14. Τέλος˙ κατάληξη, αλλά και τελειότητα.
15. Πρβ. Ιω. 3, 15-16 και 36
16. Πρβ. Ματθ. 24,35
17. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 9
18. Πρβ. Εβρ. 4, 15
19. Ιω. 14, 12
20. Πρβ. Λουκ. 14, 26
21. Κρυφές εργασίες˙ η μυστική εργασία της νοεράς ή καρδιακής προσευχής.
22. Πρβ. Ματθ. 7, 8
23. Πρβ. Λουκ. 11, 13
24. Πρβ. Ματθ. 7, 7-8. Λουκ. 11, 9-10
25. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 9

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.