Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 23-ος: Για τη μετάνοια και το φόβο του Θεού.

Για τη μετάνοια και το φόβο του Θεού. Και ποιόν αγώνα της ψυχής και ποιόν πόνο της καρδιάς έχει εκείνος που μετανοεί με πνεύμα γεμάτο συντριβή. Και ποιά είναι αυτά που λέει και προσεύχεται στον φιλάνθρωπο Κύριο.

Ακούστε τα λόγια μου, υστερινοί μου γιοί, αγαπητοί μου, πολυπόθητοί μου˙ ακούστε τα λόγια μου, αν με ποθείτε αληθινά και αν με αποζητάτε σαν πατέρα σας. Ποιός δηλαδή από τους ανθρώπους, όταν η καρδιά του προσβληθεί από δηλητήριο και πονά και τα σπλάχνα του σφαδάζουν από δυνατό πόνο, θα φροντίσει για τις ασήμαντες αμυχές του δέρματός του ή θα νοιαστεί γι’ αυτές; Διότι ο κρυφός πόνος, που υπάρχει μέσα στην καρδιά του, θα καλύψει κάθε πόνο και κάθε κνησμό, που προκαλείται στην επιδερμίδα του, και δεν θα αφήνεται από τη δυσφορία της καρδιάς του να κοιτάξει και να δει αυτά που υπάρχουν στο σώμα του, αλλά από τον πόνο και από την αβάσταχτη οδύνη της καρδιάς του θα λησμονήσει τα τραύματα που έχει στο σώμα του, και θα ξεχάσει με τα χέρια του τα ενδύματά του, και θα κάνει με τα νύχια του να ματώσουν οι πληγές του σώματός του. Θα λησμονήσει μάλιστα και τους γονείς του και τους φίλους του, και δεν θα κοιτάξει με τα μάτια του κανένα άνθρωπο, ούτε και θα στραφεί με βλοσυρό πρόσωπο σε άνθρωπο που λέει κατάρες εναντίον του. Δεν θα φροντίσει για τα κτήματα και τα πράγματά του, αλλά θα αφήσει τον πλούτο του να τον αρπάξουν αυτοί που θέλουν˙ δεν θα φάει ψωμί με ευχαρίστηση, διότι έχει γεμίσει από πίκρα˙ δεν θα πιεί κρασί με ευχαρίστηση, διότι ο πόνος του έγινε αβάσταχτος. Σ’ εκείνους που τον καλούν σε φαγοπότι θα απαντήσει με μεγάλη οργή, λέγοντας: «Φύγετε από μένα, διότι ο θάνατος συντρίβει την καρδιά μου, και πού γνωρίζω, αν δεν τη λάβει τώρα; Άλλωστε μου έχει γίνει μισητό να βρίσκομαι στη ζωή, διότι αυτή η ζωή είναι θάνατος, αλλά εγώ δεν το γνώριζα». Δεν θα ξαπλώσει στο στρώμα του κρεβατιού και θρηνώντας, χωρίς να νοιάζεται διόλου γι’ αυτούς που τον βλέπουν να τον χλευάζουν. Τα μάτια του θα γίνουν ρυάκια, που περισσότερο θα χύνουν βρύση τα δάκρυα παρά να υπηρετούν την όραση.
Ο άνθρωπος αυτός θα μακαρίσει τον καθένα σαν άγγελο, και αυτούς που ζουν και αυτούς που έφυγαν από τη ζωή, αλλά και αυτούς που δεν γνώρισαν ακόμη τον κόσμο, και κάθε ζώο και κάθε ερπετό που σύρεται επάνω στη γη, και καθετί που έχει πνοή ζωής, λέγοντας: «Πόσο ευλογημένα είναι όλα τα δημιουργήματα του Θεού, που ζουν χωρίς πόνο, απολαμβάνοντας τη χαρά της ψυχής και της ζωής τους, εγώ μόνος απεναντίας πιέζομαι από το βάρος2 των αμαρτημάτων και καταδικάζομαι να υποστώ τη φωτιά της κρίσης και υποφέρω επάνω στη γη!» Κάθε ψυχή θα τη θεωρήσει μοναδική και θα τη σεβασθεί για τον Κύριο σαν αγία, και θα φυλαχθεί, ως ακάθαρτος, από όλα. Δεν θα διαχωρίσει τον δίκαιο από τον άδικο, αλλά θα τους έχει όλους ίσους, τους καθαρούς δηλαδή και τους ακάθαρτους.
Αυτός μόνος χωρίζεται από όλη την κτίση, που είναι κάτω από τον ουρανό, και κάθεται στην κοπριά αμέτρητων αμαρτιών, και περιβάλλεται από το σκότος της άγνοιας και της λύπης, που δεν έχει τέλος. Το πύον από τα τραύματά του δεν θα το ξύσει με όστρακο, όπως ο Ιώβ,1 αλά με τα νύχια των χεριών του, επειδή πιέζεται από τον πόνο της καρδιάς του. Διότι ο Ιώβ, ενώ το σώμα του γέμισε από πληγές, είχε την ψυχή του προστατευμένη από τον Θεό2˙ αυτός όμως έχει την ψυχή του μαζί με το σώμα δηλητηριασμένο από τις αμαρτίες, και γι’ αυτό ο πόνος του είναι δεκαπλάσια χειρότερος από την πληγή του Ιώβ.
Μετά απ’ αυτά μάλιστα θα τον εγκαταλείψουν οι σαρκικοί συγγενείς, αλλά και όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι του, που είναι στον κόσμο˙ διότι, αφού συμπορεύθηκαν για λίγο μ’ αυτόν και έκλαψαν μαζί του την απαρηγόρητη θλίψη του και είδαν την απαράκλητη κατάσταση της ψυχής του, θα αναχωρήσει ο καθένας για τον τόπο του, θεωρώντας τον σαν σίχαμα, ώστε, αφού εγκαταλειφθεί μόνος, και δει τη μοναξιά και τη δυσκολία και τη θλίψη και τον πόνο, που τον περικύκλωσε, να κλάψει με πόνο της ψυχής του και να φωνάξει με απόγνωση στον παντοδύναμο Κύριο, λέγοντας: «Να, βλέπεις, Κύριε, και δεν υπάρχει μάλιστα τίποτε που δεν το βλέπεις, εγώ όμως, που είμαι δημιούργημα των χεριών σου, δεν έκανα τα έργα των εντολών σου, αλλά μεταχειρίσθηκα με ανοησία κάθε κακία. Εσύ είσαι αγαθός, αλλά εγώ δεν σε γνώριζα˙ τώρα όμως άκουσα για σένα και κυριεύθηκα από φόβο και δεν γνωρίζω τι να κάνω. Αισθάνθηκα την κρίση σου, αλλά δεν βρέθηκε στο στόμα μου λόγος απολογίας. Διότι δεν έκανα επάνω στη γη τίποτε που αντισταθμίζει ακόμη και έναν ωφέλιμο λόγο,3 που ειπώθηκε από το στόμα μου˙ διότι, αν ο άνθρωπος κάνει κάθε αρετή, θα την κάνει ως δούλος και χρεώστης, αλλά δεν θα βρει κανένα αντάλλαγμα για την αμαρτία του, διότι σ’ εσένα υπάρχει το έλεος. Διότι η αμαρτία είναι θάνατος˙ και ποιός είναι που πεθαίνει, κάνοντας την αμαρτία, και που ανασταίνεται από μόνος του; Οπωσδήποτε κανένας! Εσύ δηλαδή μόνος πέθανες και αναστήθηκες διότι δεν έκανες αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα σου.4 Ποιός όμως θα πεθάνει μέσα σε αμαρτίες και δεν θα μετανοιώσει; Γι’ αυτόν όμως δεν θα υπάρχει καμία ωφέλεια. Κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια, παντοδύναμε Δέσποτα, μετανοώ και εγώ, επειδή έκανα αμαρτωλά έργα, αλλά η μετάνοιά μου δεν θα συντελέσει στη δικαίωσή μου˙ διότι η μετάνοια είναι επίγνωση της αμαρτίας. Και τώρα, παντεπόπτη Κύριε, βλέπεις ότι δεν έχω τίποτε άλλο εκτός από το σώμα μου˙ αλλά δεν θα ωφεληθώ διόλου από τη στέρηση του πλούτου. Ολόκληρος είμαι ένα τραύμα και δεν έχει αφεθεί πουθενά σ’ εμένα κάποια αφορμή για σωτηρία, διότι εγκαταλείφθηκα μόνος και ο άδης με κατάπιε ζωντανό. Αλλά εσύ, Κύριε, βλέπεις˙ εσύ μόνο μπορείς να με ανασύρεις από τον άδη και να γιατρέψεις τον πόνο της καρδιάς μου, διότι το χέρι σου είναι δυνατό σε όλα και μπορεί να φθάσει στις άκρες των αβύσσων, κάνοντάς τα όλα με το νεύμα σου. Δεν τολμώ να πω ¨ελέησέ με¨, διότι είμαι ανάξιος˙ αλλά εσύ, Κύριε, βλέπεις».
Ο εύσπλαχνος Θεός λοιπόν θα τον ακούσει γρήγορα και θα δώσει σ’ αυτόν σε λίγο ανακούφιση από τη λύπη και απαλλαγή από τον πόνο της καρδιάς του. Επειδή δηλαδή είναι φιλάνθρωπος, δεν ανέχεται να βλέπει το δημιούργημα των χεριών του να είναι σε τέτοια δυσκολία και σε αβάσταχτη λύπη, γι’ αυτό σ’ εκείνο τον άνθρωπο, που χωρίς καμία παράλειψη έκανε όλα αυτά που αναφέραμε, αλλά και σ’ εκείνους, που ακούν με πίστη και πρόκειται να μιμηθούν αυτή την αληθινή εικόνα και εξιστόρηση της μετάνοιας, την οποία πρώτα την εκπλήρωσε η πράξη και μετά την παρέδωσε με τη γραφή ο λόγος, θα δείξει το πολύ και ανείπωτο έλεός του και θα χύσει και επάνω σ’ αυτόν την αγαθότητά του και θα μεταβάλει τον πόνο του σε χαρά και θα μετατρέψει την πίκρα της καρδιάς του σε γλυκό κρασί και θα τον κάνει να ξεράσει το δηλητήριο του δράκοντα ,το οποίο κατατρώει τα σπλάχνα του˙ και ο άνθρωπος εκείνος δεν θα θυμηθεί πια από τότε τους προηγούμενους πόνους του, ούτε όλα εκείνα τα κακά που υπέφερε, αλλά και δεν θα επιστρέψει και δεν θα ζητήσει χρήματα ή κτήματα ή πλούτο, που εγκατέλειψε κατά τον καιρό της συμφοράς της μετάνοιάς του, ούτε θα επιθυμήσει κάτι άλλο. Διότι ο ύψιστος Θεός θα του δώσει υγεία, που θα είναι ανώτερη από όλους τους θησαυρούς της γης, και η υγεία θα προξενήσει μέσα στην καρδιά του ανέκφραστη χαρά, και η χαρά θα είναι δεκαπλάσια από την προηγούμενη θλίψη του, και αυτή η χαρά θα απομακρύνει ακόμη κάθε πόνο, που προξενεί στο σώμα του από έξω, και ο άνθρωπος εκείνος θα γνωρίσει ότι τα τραύματα του σώματός του δεν θα επιδρούν από τότε στην καρδιά του, και η θλίψη που προέρχεται από έξω δεν θα αγγίξει τη χαρά που υπάρχει μέσα στην καρδιά του, και αυτή η γνώση θα αυξάνει τη χαρά, που υπάρχει μέσα στην καρδιά του.
Και οι συνάνθρωποί του, αυτοί δηλαδή που προηγουμένως έβλεπαν τις εξωτερικές θλίψεις του, αλλά δεν γνωρίζουν την κρυφή χαρά του, που προξενήθηκε μετά απ’ αυτά, θα στενοχωρούνται γι’ αυτόν, και θα λένε: «Να άνθρωπος, που δεν γνώρισε ευφροσύνη στη ζωή του, και που η ζωή του είναι γεμάτη από θλίψη και πόνο, και οι μέρες του δεν διαφέρουν διόλου από τις μέρες εκείνων που μαστιγώνονται και τιμωρούνται για αμαρτίες». Επειδή όμως μόνο εκείνος γνωρίζει ότι ο χρόνος της ζωής του είναι γεμάτος από απόλαυση και αγαλλίαση, και ότι η χαρά της καρδιάς του περιγελά το θάνατο και ο άδης δεν την εξουσιάζει, διότι αυτή η χαρά δεν γνωρίζει τέλος, χαίρεται γι’ αυτά μύριες φορές περισσότερο από όλους τους βασιλείς που εξουσιάζουν τη γη, και από όλους εκείνους που έχουν υγεία και σωματική ομορφιά, και από όλους εκείνους που έχουν πλούτο και φορούν πολυτελή ενδυμασία,5 και από όλους εκείνους που μακαρίζονται επάνω στη γη από στόματα που δεν μιλούν σωστά. Διότι ο άνθρωπος εκείνος γνωρίζει ότι η φτώχεια, που συνοδεύεται από τέτοια χαρά, είναι ανώτερη από όλο τον κόσμο και από τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο, επειδή όλα αυτά, που χρειάζονται για το σώμα και για όλη τη ζωή, θα τα σκεπάσει ο ουρανός και θα τα καταπιεί ο άδης και θα τα εξουσιάσει ο θάνατος, αλλά η χαρά, που προξενήθηκε στην ψυχή του από την υγεία, δεν είναι δυνατό να εξουσιασθεί από κανένα απ’ αυτά, διότι δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο˙ διότι αυτή η χαρά δεν προξενήθηκε σ’ αυτόν ούτε από τη δόξα, ούτε από τον πολύ πλούτο, ούτε από την υγεία του σώματός του, ούτε από τον έπαινο των ανθρώπων, ούτε από κάποιο άλλο πράγμα, που είναι κάτω από τον ουρανό, αλλά προήλθε από τον πόνο και την πίκρα της ψυχής του και από τη συνάντησή του με το Πνεύμα του Θεού, που είναι επάνω από τους ουρανούς. Διότι, με το να φιλτραριστεί και να πιεσθεί η καρδιά του από το Πνεύμα του Θεού, γεννά άδολη και άλυπη χαρά. Και γι’ αυτό δεν θα την εξουσιάσει ο θάνατος, διότι δεν θα βρεθεί να υπάρχει μέσα της κανένα ψεγάδι, αλλά θα είναι όπως απέναντι στον ήλιο το φιλτραρισμένο κρασί, που λάμπει περισσότερο και γίνεται λαμπρότερο και δείχνει καθαρότερα το χρώμα του, κάνοντας χαρούμενο και αστραφτερό, απέναντι στον ήλιο, το πρόσωπο εκείνου που το πίνει.
Δυσκολεύομαι όμως να καταλάβω σχετικά μ’ αυτά ένα πράγμα˙ δεν γνωρίζω δηλαδή ποια από τα δύο με ευφραίνει περισσότερο, η θέαση και η τέρψη της καθαρότητας των αχτίνων του ήλιου ή η πόση και η γεύση του κρασιού, και η θέαση των ακτίνων με έλκει και μου φαίνεται γλυκύτερη˙ και όταν στρέψω στη θέαση των ακτίνων, τότε από τη γλυκύτητα της γεύσης αισθάνομαι περισσότερη ευχαρίστηση˙ και έτσι, ούτε από τη θέαση χορταίνω, ούτε από την πόση γεμίζω. Διότι, όταν νομίσω ότι χόρτασα να πίνω, τότε η ωραιότητα των ακτίνων, που στέλνονται, με κάνει να διψώ πάρα πολύ και βρίσκομαι πάλι διψασμένος˙ και όσο αν αγωνισθώ να γεμίσω πάλι την κοιλιά μου, τόσο καίγεται το στόμα μου δεκαπλάσια και φλογίζομαι από τη δίψα και από την επιθυμία του διαφανέστατου ποτού.
Όποιος λοιπόν κρίνεται μ’ αυτήν την καλή κρίση, δεν θα φοβηθεί άλλη τιμωρία ή άλλο βασανισμό, ούτε θα δειλιάσει στους πειρασμούς, που έρχονται επάνω του. Διότι η δίψα του δεν θα σταματήσει στον αιώνα, και το γλυκό και λευκολαμπές ποτό του δεν θα λείψει, και η γλυκύτητα που προέρχεται από το ποτό αυτό και η χαροποιά λάμψη που βγαίνει από τον ήλιο θα διώξει κάθε λύπη από την ψυχή του, και θα τον κάνει να χαίρεται πάντοτε, και δεν θα μπορέσει να τον βλάψει κανείς απ’ αυτούς που προξενούν βλάβες, ούτε θα βρεθεί εκείνος, που θα τον εμποδίσει να μη γεμίσει την ύπαρξή του, αντλώντας από την πηγή του ποτού. Διότι εκείνος που εξουσιάζει τη γη με την κακία του, ο άρχοντας δηλαδή του σκότους, που βασιλεύει επάνω σε όλα τα πλάτη της θάλασσας και περιπαίζει τον κόσμο, όπως ένα μικρό σπουργίτι, που κρατά στα χέρια του, δεν θα πλησιάσει μαζί με όλη τη στρατιά του και τη δύναμή του τη φτέρνα του ποδιού αυτού του ανθρώπου,6 ούτε θα τολμήσει να τον κοιτάξει θαρρετά στα μάτια. Διότι η λάμψη του κρασιού και η ακτίνα του ήλιου, αστράφτοντας πλούσια στο πρόσωπο του ανθρώπου, που πίνει αυτό το κρασί, διεισδύουν ως τα έγκατά του, και ως τα χέρια και τα πόδια και τις πλάτες του, και κάνοντάς τον ολόκληρο φωτιά, αυτόν δηλαδή που πίνει το κρασί, θα τον δυναμώσουν, ώστε να καίει και να λειώνει τους εχθρούς, που τον πλησιάζουν από όλες τις πλευρές˙ και αυτός ο άνθρωπος γίνεται αγαπητός προς το φως του ήλιου και φίλος προς τον ήλιο και το λευκολαμπές κρασί, σαν αγαπημένο παιδί των ακτίνων, που πηγάζουν απ’ αυτά˙ διότι η πόση αυτού του κρασιού είναι τροφή και κάθαρση του ρύπου που προέρχεται από τις σαπισμένες σάρκες του, και η κάθαρση είναι γι’ αυτόν ολοκληρωτική υγεία, και η υγεία δεν τον αφήνει να τραφεί με κάποια άλλη βλαβερή τροφή, αλλά προξενεί σ’ αυτόν απεριόριστη και φλογερή επιθυμία να πίνει από το κρασί, και να καθαρίζει τον εαυτό του όλο και περισσότερο, και να κάνει την πόση από το κρασί υπόθεση υγείας. Διότι το κάλλος της υγείας και η τερπνότητα της ωραιότητας, που προξενείται από την υγεία, δεν χορταίνεται από τον άνθρωπο.
Έτσι λοιπόν θα είναι, αγαπημένα μου τέκνα, γιοί μου, πολυπόθητοί μου, που ακούτε τα λόγια μου, έτσι θα είναι καθένας, που αμάρτησε απέναντι στον Κύριο τον Θεό, τον παντοκράτορα, και αισθάνεται στην καρδιά του το φόβο της κρίσης και της ανταπόδοσής του λειώνει τη σάρκα και συντρίβει τα κόκκαλα, όπως δηλαδή η πέτρα, που ανασηκώνεται από το μηχάνημα, συνθλίβει μ ετο βάρος της και πιέζει δυνατά τα σταφύλια, που πατιούνται στο πατητήρι. Διότι οι άνθρωποι πατούν τα σταφύλια πρώτα με τα πόδια τους, ύστερα τα πιέζουν με την πέτρα και τα κάνουν στεγνά, αφαιρώντας όλη τους την υγρότητα, αλλά τον άνθρωπο που μπήκε στο φόβο του Θεού, ο ίδιος ο φόβος του Θεού τον κάνει να καταπατιέται από όλους τους άλλους ανθρώπους. Και όταν ο φόβος του Θεού ισοπεδώσει και συντρίψει τελείως το υπερήφανο και κενόδοξο φρόνημα της σάρκας του ανθρώπου, τότε η άγια ταπείνωση, η νοητή δηλαδή πέτρα, η ελαφρότατη και ωφέλιμη, πέφτοντας από ψηλά, αφού αφαιρέσει με την πίεσή της όλη την υγρότητα των σαρκικών ηδονών και παθών, δεν αχρηστεύει την ψυχή, που πιέσθηκε, αλλά την πλημμυρίζει με δάκρυα, που χύνονται σαν ποτάμι, και την κάνει να αναβλύζει το ζωντανό νερό,7 και γιατρεύει τα τραύματα, που προξενήθηκαν από τα αμαρτήματα, και πλένει εντελώς το πύο και τις πληγές τους, και κάνει εκείνο τον άνθρωπο ολόκληρο λαμπρότερο από το χιόνι.8
Είναι μακάριος λοιπόν ο άνθρωπος εκείνος, που ακούει αυτά τα λόγια και τα δέχεται με πίστη και τα εφαρμόζει, διότι, αφού θα έχει βρει μεγάλα αγαθά, που ξεπερνούν το νου και το λόγο και τη σκέψη, θα μακαρίσει το άθλιο χέρι μου, που έγραψε αυτά, και θα δοξάσει τον εύσπλαχνο και πολυέλεο Κύριο, που τα παρέδωσε με ρυπαρή γλώσσα και ακάθαρτο και ρυπαρό στόμα στο γράψιμο, για να γίνουν παράδειγμα επιστροφής και μετάνοιας, και δρόμος απλανής και αληθέστατος, εκείνων, που θέλουν με όλη τους την ψυχή να σωθούν και πρόκειται να κληρονομήσουν τη βασιλεία, που βρίσκεται στον ίδιο τον Θεό και Σωτήρα μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Ιώβ 2, 8
2. Πρβ. Ιώβ 2, 6
3. Πρβ. Ματθ. 12, 36
4. Πρβ. Α’ Πέτρ. 2, 22
5. Στο αρχαίο κείμενο: πορφυρά στολή και βυσσίνη. Πρβ. Λουκ. 16, 19
6. Πρβ. Γέν. 3, 15
7. Πρβ. Ιω. 4, 10. 7, 38
8. Πρβ. Ψαλ. 50, 9

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.