Τ’ Αϊβαλί, τα Μοσκονήσια κ’ η αρχαία ποροσελήνη – Φώτη Κόντογλου.

Γεννιούνται στον κόσμο άνθρωποι φωνακλάδες, που κάνουνε φασαρία μεγάλη όσο ζούνε, κι άμα πεθάνουνε τους γράφουνε και στα χαρτιά για να μην ξεχαστούνε. Είναι κι ανθρώποι που περνάνε τη ζωή τους κρυμμένοι, μ’ όλο που ΄ναι μεγάλες ψυχές, και σαν πεθάνουνε δεν τους βάζουνε ταφόπετρες μαρμαρένιες, μόνο τους σκεπάζει το χώμα της αλησμονιάς. Έτσι γίνεται καμιά φορά και με τις πολιτείες. Δε θέλω να πω πως τ’ Αϊβαλί ήτανε τάχα καμιά πολιτεία μεγάλη και τρανή? κάστρα δεν είχε, πολέμοι φοβεροί δεν γενήκανε για δαύτη ώστε να δοξαστεί, αφού – αλίμονο – κράτησε η συνήθεια να δοξάζουνται τ’ άρματα κ’ οι ανθρώποι που σκοτώνουνε τους άλλους με δαύτα.
Το λοιπόν δε μου κακοφαίνεται πως γεννήθηκα σ’ ένα μέρος που δε στάθηκε ξακουσμένο, μάλιστα μου φαίνεται πως τ’ αγαπώ πιότερο, παρ’ όσο αν ήτανε καμιά απ’ τις φημισμένες πολιτείες του κόσμου, όπως ο φτωχός πονά το σπίτι του και τους γονιούς του πιο πολύ απ’ όσο ένας πλούσιος.
Λίγοι άνθρωποι ξέρουνε κατά που πέφτει το Αϊβαλί. Μάλιστα ύστερ’ από τον πόλεμο που ρήμαξε την Ανατολή, σβήστηκε και το λιγοστό φως που θαμπόφεγγε αντίκρυα στη Μυτιλήνη. Ήτανε στ’ αλήθεια σαν ένας κόσμος κρυφός, περικλεισμένος μέσα σ’ ένα μπουγάζι, κι απ’ όξω λες και τον φυλάγανε πλήθος νησόπουλα, ρημονήσια τα περσότερα. Αυτά τα λέγανε στ’ αρχαία Εκατόνησα, δηλαδή Νησιά του Εκάτου, που θα πει τ’ Απόλλωνα? ίσως – ίσως λεγόντανε και Νησιά της Εκάτης, δηλαδή του Φεγγαριού.
Ο τόπος είναι ένα χερσόνησο σα δρεπάνι, που βγαίνει όξω από τη στεριά της Ανατολής και στρίβει κατά τον βοριά. Το μέρος της θάλασσας, που σφαλιέται ανάμεσα στο χερσόνησο και στη μεγάλη στεριά, το βουλώνει ένα νησί, τα Μοσκονήσια, κι αφήνει δυο περάσματα στενά, ένα κατά το βασίλεμα κι άλλο ένα κατά τον βοριά. Το πρώτο είναι το πιο φαρδύ και το λένε Ταλιάνι, το άλλο είναι κατά πολύ στενότερο και το λένε Ντουλάπι. Προ χρόνια το Ταλιάνι ήτανε πολύ ρηχό, ίσαμε μια οργυιά νερό στα πιο βαθιά, όσο να περνά μια βάρκα, κι ο πάτος αμμουδερός? τ’ ανοίξανε με φαγάνες στα 1880, κ’ η δουλειά βάσταξε δυο χρόνια. Τ’ αυλάκι π’ ανοίξανε στη μέση έχει φάρδος ίσαμε είκοσι οργυιές και βάθος ίσαμε τρεις οργυιές. Τα μεγάλα καράβια περνάνε μονάχα μέσα σε τούτο το αυλάκι, ανάμεσα στα φανάρια. Βλέπεις και κάθουνται μαζεμένα λογής – λογής καράβια και καΐκια φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο όξ’ από το Ταλιάνι και περιμένουνε μέρες και βδομάδες, να γυρίσουνε τα ρέματα κατά μέσα ή να πέσει ο βοριάς, προ πάντων το Δεκαπενταύγουστο. Σα γυρίζουνε τα ρέματα κι αρχινάνε να περνάνε το ‘να πίσ’ από το άλλο και να μπαίνουνε μέσα, είναι ένα θέαμα να κάθεται άνθρωπος ώρες να κοιτάζει.
Το νερό που ‘ναι κλεισμένο ανάμεσα σε τούτες τις δυο στεριές, μ’ άλλα λόγια στο χερσόνησο και στο Μοσκονήσι, είναι σα λίμνη, κι άμα μπει κανένας μέσα με το καΐκι, δεν ξέρει από πού μπήκε. Τούτη η μέρα θάλασσα τραβά κάμποσο βαθιά κατά τη νοτιά κ’ ύστερα ξεκλαδίζεται σε πλήθος μικρούς κόρφους, π’ ανοίγουνε άξαφνα στο μάτι, κει που θαρρεί κανένας πως τελειώνει πια το νερό? κατά τη νοτιά είναι μιαν άλλη μπούκα πολύ στενή, που μπρούνε να κουβεντιάζουνε δυο ανθρώποι ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη, κι από κει και παραμέσα ανοίγει ένα άλλο μπουγάζι, πιο μικρό από το παραέξω, θάλασσα ολάκερη σφαλισμένη ανάμεσα στα βουνά, που δεν την υποπτεύεται κανένας. Τούτο το στενό μπάσιμο έχει από τη μια μεριά βράχια άγρια και πέτρες σωριασμένες που κάνουνε έναν αψηλόν κάβο, κι αντίκρυα στέκεται ένας άλλος κάβος κανωμένος από ‘ναν μεγάλο κι αψηλόν βράχο που τόνε λένε Τρύπια Πέτρα. Για τούτα θα μιλήσουμε υστερότερα? μονάχα ας πούμε τώρα πως αυτό το μέσα μπουγάζι το λένε Γιουρούκηδες.
Από τα δύο τούτο μπουγάζια, το μεγάλο τραβά στην αρχή από βοριά κατά τον γαρμπή, στενεύει ανάμεσα στη μεγάλη στεριά και στο βουνό της Αγιά – Παρασκευής, κι από κει στρίβει κατά το βασίλεμα? κατά κει το χωρίζει από την όξω θάλασσα της Μυτιλήνης μια στενή λουρίδα στεριά.
Αυτό το χερσόνησο, μαζί με το τσούρμο τα νησιά οπού ‘ναι σκορπισμένα ολόγυρα, βρίσκεται ανάμεσα στον κόρφο τ’ Αδραμυτιού και στο Ντικελί, αρχαία Αταρνεύς, λιμάνι της Πέργαμος. Κατά τον βοριά φαίνεται το φημισμένο βουνό Ίδη, τούρκικα Καζ Νταγ, που θα πει Χηνοβούνι.
Η πολιτεία είναι χτισμένη απάνου στην ακρογιαλιά της Ανατολής, ίσια – ίσια αντίκρυα στο Ταλιάνι, μ’ άλλα λόγια βλέπει κατά το μέρος που βασιλεύει ο ήλιος το καλοκαίρι. Ελληνικά τη λένε Κυδωνίαι και τούρκικα Αϊβαλίκ, που θα πει Κυδωνότοπος, επειδή τότες που ήτανε ακόμα άγριο ρουμάνι, πριν να χτιστούνε τα σπίτια, αυτό το μέρος ήτανε γεμάτο αγριοκυδωνιές. Τ’ άλλο το χωριό, τα Μοσκονήσια, είναι χτισμένο απάνου στο νησί πόχει το ίδιο όνομα, λίγο παραμέσα απ’ το Ταλιάνι, και βλέπει κατά τη νοτιά? όλη τη μέρα οι βάρκες πηγαινοερχόντανε από το ‘να χωριό στ’ άλλο, πριν χαλαστεί ο τόπος.
Στο μέρος που ‘ναι κολλημένο το χερσόνησο με την Ανατολή, η στεριά είναι πολύ χαμηλή κι αντικρύζουνται η μέσα θάλασσα, με την όξω θάλασσα. Μάλιστα πολλές φορές το χειμώνα οι βροχές πλημμάρουνε αυτό το μέρος κ’ η στεριά γίνεται ένα με τη θάλασσα.
Από την όξω μεριά βρίσκεται μια μεγάλη αλυκή κι από τη μέσα μεριά είναι το μπουγάζι οι Γιουρούκηδες. Στην αλυκή παγαίνανε κάθε τόσο και φουντέρνανε στ’ ανοιχτά μεγάλα καράβια τρικάταρτα, καμιά φορά και τετρακάταρτα, θηρία πράγματα, και φορτώνανε αλάτι πολλές βδομάδες. Τα ‘βλεπα από τη μέσα θάλασσα, απάν’ από το βουνό της Αγιά- Παρασκευής που καθόμουνα, μα πέφτανε πολύ μακριά, τ’ άρμπουρα με κόπο τα ξεχώριζα.
Αναλόγως τη θάλασσα είναι και τα βουνά. Το πιο μεγάλο το λένε Χοντρόβουνο, ίσαμε πενήντα μπόγια το πολύ – πολύ, βράχος μονοκόμματος κι ασβολερός, απάνου στη μεγάλη στεριά, κ’ η ποδιά του πέφτει στη θάλασσα, μέσα στους Γιουρούκηδες. Στο χερσόνησο απάνου στέκουνται στη σειρά τρία βουνά, που τραβάνε από την ανατολή κατά το βασίλεμα και στολίζουνε τη νοτινή μεριά του μπουγαζιού. Τούτα τα βουνά φράζουνε σαν τοίχος την όξω θάλασσα στα μάτια εκεινού που βρίσκεται από μέσα. Το πρώτο λέγεται Προφήτ’ – Ηλίας, το δεύτερο Του Λαγού τ’ Αυτιά και τ’ άλλο Του Δαιμόν’ η Τράπεζα. Αυτά τα δυο βρίσκουνται κολλητά το ένα με τ’ άλλο, κι όσο παράξενα είναι στην ονομασία, άλλο τόσο παράξενα είναι και στην θωριά.
Του Λαγού τ’ Αυτιά έχει απάνου στην κορφή του δυο βράχια σαν αυτιά, που θαρρεί κανένας πως τα ‘χει στήσει άνθρωπος τόσο πιτήδεια? από μακριά φαίνουνται μικρά, μα από κοντά είναι ίσαμε τρία μπόγια ψηλά, και δεν είναι ριζωμένα, μόνο στέκουνται απάνου σ’ ένα βράχο ίσιον σαν πλάκα. Ένα παρόμοιο βουνό είχε δει ο Νέαρχος, τότε που πάγαινε στην Ιντία με τα καράβια του Μεγ’ –Αλέξαντρου? μονάχα πως εκείνο το βουνό το λέγανε Του Γαϊδάρου τ’ Αυτιά, Όνου Ώτα. Του Δαιμόν’ η Τράπεζα πάλε είναι στ’ αληθινά σαν ένα στρογγυλό τραπέζι, σαν ένας σοφράς, βαλμένος απάνου στην κορφή του βουνού. Ολοτρόγυρα έχει γκρεμνά άγρια, κι από πάνου είναι ίσιο στρωμένο σαν αλώνι. Ετούτα τα μέρη είναι έρημα? εξόν από κανέναν τσομπάνη για κανέναν ψαρά κάτου στην ακρογιαλιά, που παγαίνει γιαλό – γιαλό με τον πεζόβολα, ζωντανός άνθρωπος δε φαίνεται, θαρρείς πως στ’ αληθινά οι δαιμόνοι κάθουνται γύρω από κείνο το τραπέζι. Τα δυο βουνά τούτα είναι σπανά και φαίνουνται κι από τη μέσα θάλασσα κι απ’ όξω από το πέλαγο.
Κατά τη μεριά του πελάγου, από κάτου από την Τράπεζα του Δαίμονα, είναι μιαν άλλη αλυκή και κάτι νταμάρια, που βγάζουνε πέτρα τριανταφυλλιά, πολύ όμορφη, και δουλεύεται καλά με το καλέμι. Στ’ Αϊβαλί και στο Μοσκονήσι έχουνε χτισμένες πολλές εκκλησιές κι άλλα μεγάλα χτίρια μ’ αυτή την πέτρα, που τη λένε σαρμουσακόπετρα, γιατί το μέρος λέγεται Σαρμουσάκ, δηλαδή Σκόρδο.
Ολάκερη η ακρογιαλιά που βλέπει στη νοτιά από την όξω θάλασσα λέγεται Φανταούτ. Από κει τραβά το χερσόνησο κατά τον βοριά, κι αντίκρυα σε τούτα τα βουνά, από τη μέσα θάλασσα, είναι ένα άλλο βουνό πιο μικρό, η Αγιά – Παρασκευή, μια στρογγυλή γλώσσα που κοιτάζει ένα γύρο από τον γραίγο ίσαμε τον γαρμπή, μ’ άλλα λόγια το μισό γύρο της μπούσουλας.
Στο χαμοβούνι απάνου στέκεται ένας βράχος φοβερός και θεόχτιστος, που άλλος ένας τέτοιος λένε πως δε βρίσκεται στην Ανατολή. Εξόν ότι είναι θεόρατος, είναι και πολύ παράξενος, γιατί έχει στη μέση μια τρύπα σαν καμάρα, κι από τη μια μεριά απομένει μονάχα ένα ποδάρι, είδος κολόνα, κι απάνου σε κείνη την κολόνα ζυγιάζεται ούλο το βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Ο κάθε άνθρωπος στέκεται και θαμάζει κι απορεί πως δεν πέφτει εκείνη η σκουριασμένη σιδερόπετρα, εκατομμύρια κοντάρια βάρος, και στέκεται κρεμάμενη απάν’ από το κεφάλι του, σκισμένη σε σφήνες από την πολυκαιρία κι από τους σεισμούς, που λες πως την ίδιαν ώρα θα γκρεμνιστεί, όχι χρόνια και ζαμάνια που στέκεται καθώς τη βλέπεις.
Στην κολόνα απάνου είναι κολλημένη η εκκλησιά της Αγιάς – Παρασκευής, ένα μικρό κλησάκι. Στη ρίζα του βράχου, κατά το μέρος της νοτιάς, είναι χτισμένο κάστρο σωστό, με πλήθος κάμαρες και κελλάρια, επειδής η Αγιά – Παρασκευή ήτανε υποστατικό κ’ είχε σύνορα από το Ταλιάνι ίσαμε του Δαιμόνου το Τραπέζι, και το λέγανε μοναστήρι, γιατί ήτανε η συνήθεια ένας από το σόγι εκεινών που τ’ ορίζανε να καλογερεύει. Οι Τούρκοι το λέγανε Τασλί Μοναστήρ, δηλαδή Πετρομονάστηρο.
Στον καλόν καιρό στάθηκε φημισμένο για την ευτυχία του, επειδής δεν έλειπε τίποτα σ’ αυτό το τσιφλίκι, ό,τι βγάζει η στεριά κ’ η θάλασσα εκεί το ‘βρισκε άνθρωπος. Μέσα στην περιφέρειά του είχε αμπέλια, χωράφια, μπαξέδες και κάθε ήμερο δέντρο, και κοντά σε τούτα είχε ευλογία σ’ ό,τι βγάζει η θάλασσα, ψάρια και θαλασσινά ξακουσμένα στην Ανατολή: κυδώνια, μύδια, καλόγνωμες, πίνες, παβούρια, σουλήνες, χταπόδια, χιβάδες, πετροσουλήνες, φούσκες, χτένια, ό,τι τραβά η καρδιά σου. Βάλε ακόμα βόδια, αλόγατα που γυρίζανε σαλμά, πρόβατα, γίδια, κι άγρια πολλά, λαγούς πλήθος, πέρδικες, αγριοπερίστερα, αγριόχηνες, αγριόπαπιες, καραμπλάκες, πελεκάνους τους λεγόμενους σακάδες, αϊτούς, αγιούπες, γεράκια, καθώς κι άλλα μεγάλα αγρίμια, αλεπούδες, αγριογούρουνα, κουνάβια, μπρουσούκηδες, ως και ούγαινες, τα λεγόμενα αντίσια, γιατί περνούσανε κυνηγημένα από τη μεγάλη στεριά. Ακόμα κι αλυκή είχε και πλήθος μαντριά, μα απάν’ απ’ όλα τ’ αγέρι που ανάστηνε πεθαμένον, με κείνη τη μυρουδιά της θάλασσας και το γύρο πόβλεπε το μάτι, πανόραμα που πολλοί τόπανε Παράδεισο. Ένας ξακουσμένος γεωγράφος Γερμανός, Κίπερτ λεγόμενος, σαν ανέβηκε μια φορά απάνου στο βράχο, στάθηκε σαστισμένος μπροστά στο θέαμα που βλέπανε τα μάτια του κ’ είπε πως δεν είχε ξαναϊδεί άλλο μέρος τόσο όμορφο.
Η Αγιά –Παρασκευή ήτανε ξακουσμένη ίσαμε μέσα στην Ανατολή για τα θάματά της, ίσαμε την Καισάρεια. Ανθρώποι απ’ το Μπαλούκεσερ, από το Σόμα, απ’ το Φρένελι, απ’ την Πέργαμο, από τη Μυτιλήνη, από τη Λήμνο, παγαίναμε με τάματα και γιαίνανε? αλυσοδεμένοι ανεβαίνανε, με τα σωστά τους κατεβαίνανε. Ίσαμε τη Μπραΐλα και το Σουλινά που παγαίνανε με τα καράβια οι Μοσκονησώτες κ’ οι Αϊβαλιώτες, ίσαμε κει ήτανε ξακουσμένη.
Το βράχο τον λέγανε οι Αϊβαλιώτες Σκούρκα. Εκεί ποδίζανε με τις φουρτούνες τα καΐκια κ’ οι θαλασσινοί κάνανε παρέα με τους τσομπάνηδες? οι γεμιτζήδες τρώγανε παχιές μυτζήθρες κ’ οι τσομπαναρέοι ψάρια και χάβαρα, τα λεγόμενα πεινάσματα, γιατί όσο τρως, τόσο πεινάς.
Στο βράχο ανεβαίνει κανένας μόνο από μια ανεβασιά. Απάνου βρίσκουνται ακόμα πέτρες πελεκημένες από παλιούς τοίχους, οι πιο πολλές από τη μεριά που κοιτάζει στον βοριά και στο βασίλεμα. Μπορεί να ‘τανε γενουβέζικοι, καμιά βίγλα κατά τα φαινόμενα, επειδής ο βράχος αγναντεύει όλη την περιφέρεια σαν πιάτο, καθώς και το πέλαγο απ’ όξω.
Ολάκερο το βουνό είναι γεμάτο βράχια με παράξενα σκέδια και με πλήθος σπηλιές. Μέσα στις κουφάλες φωλιάζουνε κιρκινέζια, όρνια, κοράκια, κουνάβια κι αλεπούδες, και μέσα στις σκισμάδες κάτι μαύροι κορκοδέλοι, που βγαίνουνε όξω το καταμεσήμερο και κουνούνε τα κεφάλια τους. Ο μεγάλος βράχος είχε στην κορφή του ένα – δυο δέντρα, πλην τα κόψανε, γιατί ανοίγανε τις φλέβες του βράχου.
Κάτου από τα σπίτια βρίσκουνται τα μαντριά, ανάμεσα σε βράχια σωριασμένα το ‘να πάνω στ’ άλλο, σα να τιναχτήκανε στον αγέρα και πέσανε και σταθήκανε όπου έλαχε το καθένα. Μέσα στις σκοτεινές τρύπες και στα σπήλια κρύβουνται τα κατσίκια τις ώρες που καίγει ο ήλιος. Η στάνη είναι σαν του φημισμένου κεινού Κύκλωπα, με τις κοπριές, με τα τυροβόλια, με τις καρδάρες και με τους φράχτες. Θαρρείς πως τον ακούς να ρουχαλίζει ανάσκελος ανάμεσα στα πρόβατα και πως θε ν’ ανοίξει άξαφνα το φοβερό μάτι του για να σε κοιτάξει, έτσι άγριες είναι αυτές οι σπηλιές.
Όπως κάθεσαι στην Αγιά – Παρασκευή, βλέπεις κατά την τραμουντάνα ένα άλλο βουνό ψηλότερο από τ’ άλλα, απάνου στη γλώσσα που κλείνει το Ταλιάνι, αντίκρυα στα Μοσκονήσια? λέγεται Τ’ Αγιού – Γιαννιού η Μπαγίρα, επειδής αντίκρυα του βρίσκεται το νησί τ’ Άη – Γιάννη Προδρόμου. Σ’ αυτό το μέρος τελειώνει το χερσόνησο. Σα σταθείς απάνου σ’ αυτό το βουνό και γυρίσεις κατά την ανατολή, έχεις αντίκυρα σου την πολιτεία τ’ Αϊβαλιού. Σε τούτο το βουνό, μέσα σε μια βαθιά ρεματιά, σκοτωθήκανε δύο ληστάδες φημισμένοι, ο Νταλακλής και ο Κεφάλας, και κρεμάσανε τα κεφάλια τους στο Κονάκι. Ο τόπος είναι άγριος, ένα ρουμάνι γιομάτο βάτα κι αγριόδεντρα μπερδεμένα.
Στη μέσα θάλασσα, κατά το μέρος που ‘ναι οι δυο πολιτείες, βολτατζέρνανε λογής – λογής καΐκια, που μπαινοβγαίνανε από το Ταλιάνι κι από το Ντουλάπι? ώρες καθόμουνα και τα κοίταζα. Κατά τα μέρη της Αγιά- Παρασκευής, κι ακόμα παραμέσα, έβλεπες μόνο ψαρόβαρκες, και κείνες το καλοκαίρι. Το χειμώνα παγαίνανε βάρκες μονάχα το Σαραντάμερο και βγάζανε θαλασσινά. Ανάρια ξέπεφτε σε κείνα τα νερά κανένα μεγάλο καΐκι, που πάγαινε να φορτώσει μυλόπετρες μέσα στους Γιουρούκηδες? τις κόβανε από το Χοντρόβουνο.
Τα νερά του μπουγαζιού είναι από τέσσερες οργυιές ίσαμε δεκαπέντε. Τα πιο βαθιά είναι ανάμεσα Αϊτού Φωλιά και Τρύπια Πέτρα. Λένε πως σ’ αυτό το μέρος τα νερά είναι άπατα, γιατί βρίσκεται κατ’ από τη θάλασσα κρατήρας από ‘να ηφαίστειο, και πως αυτό το ηφαίστειο έχει κάνει τούτο τ’ ανεκάτεμα ανάμεσα στεριά και θάλασσα. Τα βράχια που ‘ναι σωριασμένα στ’ Αϊτού τη Φωλιά είναι πασαλειμμένα με μαύρη σκουριά σα να τα περίχυσες με κατράμι? αυτή είναι η λεγόμενη λάβα πόβγαζε το ηφαίστειο, και τα βράχια είναι παρά φύση ανακατεμένα. Κατάκαβα στέκεται όρθια μια ψηλή πέτρα, που μοιάζει ίδιο άγαλμα, στεφανωμένο με κάτι αγριόδεντρα π’ ανεμίζουνε απάνου στο κεφάλι του.
Εξόν απ’ αυτόν τον κάβο, είναι κι άλλοι δύο – τρεις, ο κάβος της Αγιά- Παρασκευής και παραπέρα ο Καλόγερος, που βλέπουνε κ’ οι δύο στο γραίγο, οι Τρεις Πέτρες, που βλέπουνε κατά το μπουνέντη, τα Κόκκινα, κάτω από του Λαγού τ’ Αυτιά, που κοιτάζουνε στον βοριά, και κάτι άλλοι μικρόκαβοι. Αντίκρυα στην Αγιά – Παρασκευή είναι ένα μοναστήρι, ο Άη – Νικόλας, τοποθεσία πολύ όμορφη, με περιβόλια και με μεγάλες κουκουναριές δίπλα στη θάλασσα. Ανάμεσα στον κάβο της Αγιά – Παρασκευής και σ’ έναν μύτικα αμμουδερόν απ’ τη μεριά τ’ Άη – Νικόλα, που τονε λένε Γλώσσα, η θάλασσα φουσκώνει παρά φύση και φουρτουνιάζει, κάνει κύματα αψηλά και ρέματα θυμωμένα? πολλά καΐκια πάθανε.
Νησιά έχει μονάχα δυο μέσα στο μπουγάζι, το ‘να όσο που χωράνε λίγα σπίτια και τ’ άλλο ίσαμ’ ένα καράβι. Το πρώτο το λένε Άη- Γιάννη Πρόδρομο και βρίσκεται μπροστά στο Ταλιάνι, από το μέσα μέρος, μ’ άλλα λόγια ανάμεσα Μοσκονήσια και κάβο – Καλόγερα? τ’ άλλο το λένε Νησοπούλα και βρίσκεται στο πιο παραμέσα μέρος, στον κόρφο που σκεδιάζει του Δαιμόν’ η Τράπεζα με την Αγιά – Παρασκευή. Ο Πρόδρομος έχει απάνου μοναστήρι με κελλιά όμορφα κι αγναντεύει τα Μοσκονήσια, σ’ ένα τσιγάρο απόσταση? και, μ’ όλο που ‘ναι τόσο μικρό αυτό το νησί, δε στενοχωριέται άνθρωπος, γιατί ολημερίς κι ολονυχτίς μπαινοβγαίνουνε καΐκια και παπόρια. Στη Νησοπούλα απάνου είναι χτισμένη μόνο μια μικρή εκκλησιά? το καλοκαίρι πάνε και κάθουνται οι ψαράδες με τις φαμίλιες τους, γιατί έχει πολλά θαλασσινά. Εκεί θάψανε τον Άγιο – Γιώργη το Χιοπολίτη.
Ίσαμε μισή ώρα απόσταση από τη θάλασσα, στον μέσα κόρφο, είναι ένα χωριό χριστιανικό, λεγόμενο Γενιτσαροχώρι. Οι ανθρώποι του ήτανε οι πιο πολλοί τσομπάνηδες, μα πλούσιοι άνθρωποι και φιλόξενοι. Οι Γιουρούκηδες ήτανε η σκάλα του Γενιτσαροχωριού. Αυτή η θάλασσα, είδος λίμνης ξωτική, περικλεισμένη μέσα στα βουνά, έχει ένα μονάχο πέρασμα, από τ’ Αϊτού τη Φωλιά. Εκεί μέσα ο άνθρωπος σα να βρισκότανε όξ’ από τον κόσμο, μακριά από κάθε άλλο μέρος. Τις μέρες που δε φύσαγε αγέρας, τα βουνά καθρεφτίζουνταν μέσα στα νερά ατόφυα, σα να ‘τανε και κείνα αληθινά βουνά, αναποδογυρισμένα. Πού και που σάλευε ανοιχτά κανένα ψάρι και καμιά πάπια. Άμα ανέσαινε τ’ αγεράκι, ζωντάνευε άξαφνα κείνη η λίμνη? τ’ αφρισμένα κύματα μπουκάρανε από το στενό πέρασμα και γιομίζανε χαρά τα γύρω βουνά, π’ αναγάλλιαζε η καρδιά του ανθρώπου.
Όπως είπα, ήτανε ένας απόμερος κόσμος, ξεχασμένος, ήσυχος, παρηγοριά στάλαζε μέσα στα φυλλοκάρδια σου, το μυαλό ειρήνευε, σωστός Λωτοφάγος γινόσουνα. Στο μέρος που κατέβαινε το Χοντρόβουνο στη θάλασσα, είχε κάτι βράχια μέσα στα ρηχά νερά κ’ εκεί πέρα ήτανε ένα ρημοκκλήσι Αγιά Κυριακή, με μιαν αραξιά από πέτρες του γιαλού. Μυλόπετρες κειτόντανε στ’ ακροθαλάσσι και τις ξέπλενε το κύμα και σε νανούριζε σαν έγερνες εκεί δίπλα, κάτου από τα δέντρα.
Παραπέρα ήτανε ένας σωρός από βράχια μολυβιά, και πιο πάνου στεκότανε χτισμένο ένα βραχόσπιτο μ’ ένα κοντάρι, κι απάνου στο κοντάρι ανέμιζε μια σημαία τούρκικη μέσα στην ερημιά? κει μέσα καθότανε ένας Τούρκος ολομόναχος και το λέγανε Κουμέρκι, δηλαδή Τελωνείο. Πού να περάσει κανένας στρατοκόπος? τις πιο πολλές φορές ψυχή δε φαινότανε.
Τραβώντας παραμέσα, στο μέρος πόκλεινε ο κόρφος, η θάλασσα ρήχευε, μπορούσες να περπατάς ανοιχτά κάμποση ώρα δίχως να βρεις νερό παραπάνου από ‘να γόνατο. Ο πάτος ήτανε άμμος κατακάθαρος, καβούρια καθόντανε και λιάζονταν. Δω κ’ εκεί ξενέριζε καμιά πέτρα στεφανωμένη με φύκια ολόδροσα, καθαρή σαν κρούσταλλο. Στην ακρογιαλιά ήτανε στοιβασμένα κοχύλια άσπρα σαν το ρύζι, ο άμμος ψιλός σαν πάσπαλη. Βούρλα, κάππαρη κι αρμυρήθρες φυτρωμένα σε κείνο το ήσυχο μέρος. Ο άνθρωπος ξάχανε τον άλλο κόσμο, ανάπαψη εύρισκε το πνέμα του.
Όλα τα πλεούμενα ήτανε δυο – τρεις γέρικες ψαρόβαρκες δεμένες σ’ ένα παλούκι, και γύρω στο παλούκι γυρίζανε αναλόγως τον καιρό. Τρεις – τέσσεροι γέροι ψαράδες και κανένα παιδί ήτανε όλη η ανθρωπότητα σ’ αυτό το μέρος. Είχανε κανωμένες τέντες και καθόντανε μέσα στις βάρκες, όποτε δε βγαίνανε όξω στη στεριά? μπαλώνανε τα δίχτυα τους και κουβεντιάζανε συναμεταξύ τους από τη μια βάρκα στην άλλη. Βάνε κ’ ένα – δυο κανατάδες που ‘χανε κοντά στη θάλασσα ένα καμίνι και κάνανε κεραμίδια. Καμιά φορά ζύγωνε περαστικός κανένας τσομπάνης και μάθαινε από τους ψαράδες τι γίνεται ο κόσμος.
Αρχαίοι ανθρώποι, απλές ψυχές σα μωρά. Ούλοι φοράγανε βρακιά, κεραμιδιοί απ’ τον ήλιο. Οι γέροι ήτανε σαν τον Άη – Νικόλα, με στριφτά γένια. Ανθρώποι, βάρκες, πανιά, μοσκοβολούσανε θάλασσα. Πιάνανε κανένα πετρόψαρο, κανέναν κάβουρα, καμπόσα μύδια, καμιά σουπιά, βαστούσανε τα μισά για να φάνε, τ’ άλλα τα ‘παιρνε ο ένας και τα πάγαινε στο χωριό, έπαιρνε ψωμί, ελιές, κρασί, καπνό, και τα πάγαινε στη συντροφιά? πού και καμιά φορά κανένα παρά. Επειδή στο χωριό παγαίνανε κάθε τρεις – τέσσερις μέρες, τα ψάρια που πιάνανε τα βάζανε μέσα σε κάτι στρογγυλά καλάθια και τα κρεμάζανε στο τσατάλι της βάρκας, μέσα στο νερό, κ’ η θάλασσα μπαινόβγαινε απ’ τα καλάμια κ’ έτσι διατηριόντανε τα ψάρια ζωντανά.
Σ’ αυτό το μέρος το κάθε τι ήτανε μικρό κ’ ήμερο, για τούτο το μυαλό τ’ ανθρώπου δεν κουραζότανε, μόνο ειρήνευε. Οι φελούκες ήτανε μικρές σαν σκάφες, οι κάβοι μια σταλιά, τα ψάρια, το βάθος της θάλασσας. Το Χοντρόβουνο φάνταζε σα να ‘τανε τ’ όρος Αραράτ, και κανένα καΐκι, κανένας αχταρμάς που πάγαινε να φορτώσει μυλόπετρες, φαινότανε μπάρκο τρικάταρτο. Ολάκερη τη ζωή τους κει μέσα την περνούσανε, κει μέσα γερνούσανε, σαν τα θαλασσοπούλια ζούσανε μ’ ένα τίποτα? και ζούσανε πολλά χρόνια, φτάνανε τα ενενήντα και τα εκατό, αβραμιαίοι ανθρώποι. Πού και καμιά φορά βάζανε την αντένα, ισάρανε ένα πανί ίσαμ’ ένα μαντίλι και ξεμπουκάρανε όξ’ από το μπάσιμο, κατά την Αγιά – Παρασκευή, κατά τα βαθιά νερά. Τότες ήτανε σα να περνούσανε τη Τζιμπιράλτα και μπαίνανε στον ωκεανό.
Στη μεγάλη τούτη θάλασσα της Αγιά- Παρασκευής, όριζε τα νερά ένας άλλος γέρος εκατό χρονώ, σωστό παβούρι, ο μπάρμπα – Μανώλης ο λεγόμενος Βασιλές, γιατί, σαν έπινε, έλεγε πως είναι βασιλές. Τη φελούκα του την είχε δεμένη σ’ ένα παλούκι, κοντά στον μύτικα που τον λένε Γλώσσα. Έπιανε κανένα καβούρι, κανένα ψαράκι, άναβε φωτιά με τα ξερόκλαδα, το ‘ψηνε, το ‘τρωγε και κοιμότανε απάνου στα φύκια, μ’ ένα καραβόπανο από πάνου. Το χειμώνα, σαν έπιανε φουρτούνα, πάγαινε τρύπωνε στο μαντρί και τον ταΐζανε οι τσομπάνηδες και τους έλεγε ιστορίες. Έτσι περνούσανε τη ζωή τους αυτοί οι ανθρώποι.
Τ’ Αΐβαλί και τα Μοσκονήσια χαλάσανε δυο φορές, μια στο Εικοσιένα και άλλη μια στις μέρες μας. Ύστερ’ από τον διωγμό, πήγανε και πιάσανε τα σπίτια Τούρκοι φευγάτοι από την Ελλάδα, το πιο πολύ Τουρκοκρητικοί, κ’ επειδής δεν καταλαβαίνουνε από θάλασσα, το μπουγάζι είναι τώρα έρημο.
Φημισμένοι σταθήκανε οι Αϊβαλιώτες για άντρες με γερή καρδιά, φιλότιμοι, κουβαρντάδες κ’ έξυπνοι. Πολλοί από δαύτους ήτανε θαλασσινοί κ’ είχανε πολλά καΐκια. Παλαιότερα συνηθίζανε τις μπομπάρδες, υστερότερα σκαρώνανε τσερνίκια, σακολέβες, αχταρμάδες, πένες, περάματα και τέτοια. Η πιο συνηθισμένη αρματωσιά ήτανε η σακολεβίσια? μπρατσέρες, κότερα και τέτοια δεν τα συνηθίζανε. Άκουσα να λένε πως το σακολεβίσιο ποανί το πρωτοηύρε ο Άη – Νικόλας, καθώς και το τιμόνι με τα βελόνια? γιατί πρωτύτερα τα καράβια, αντίς για τιμόνι, είχανε ένα κουπί.
Οι πιο πολλοί Αϊβαλιώτες είχανε χτήματα κ’ υποστατικά, και βγάζανε το φημισμένο λάδι.
Στ’ Αϊβαλί στάθηκε και το μεγάλο σκολειό, που παγαίνανε από παντού και σπουδάζανε τ’ αρχαία γράμματα πριν από το εικοσιένα. Δασκάλοι ήτανε Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Ευστράτιος Πέτρου,ο Γρηγόριος Σαράφης κι άλλα σοφά κεφάλια. Το σκολειό αυτό το λέγανε Ακαδημία. Ίσαμε τα τώρα βρισκότανε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, που την είχε χαρισμένη ο Γάλλος Διδότος. Η πρώτη πρέσα της τυπογραφίας που ήρτε στην Ανατολή ήτανε η λεγόμενη «Μέλισσα» και τύπωνε τα βιβλία του σκολειού. Την ιστορία τ’ Αϊβαλιού λέγω να τη γράψω σ’ άλλο μέρος? για την ώρα βάζω στο χαρτί λίγες αράδες για το πώς πρωτοχτίστηκε.
Ίσαμε δυο ώρες νοτινά απ’ τη χερσόνησο τ’ Αϊβαλιού, ανάμεσα στο Ντικελί και στην Αλυκή, είναι ένα μέρος που το λένε Καμπακούμ, κοντά στη θάλασσα. Σ’ αυτό το μέρος πρωτοχτίσανε οι χριστιανοί κάτι καλύβια, κ’ ύστερα φύγανε από κει και πήγανε και τα χτίσανε βορινότερα, απάνου στο χερσόνησο, όχι όμως από τη μέσα θάλασσα, μα στο πέλαγο, κοντά στο Σαρμουσάκ. Το μέρος αυτό το λέγανε Εγρί Μποτζάκ, που θα πει Λοξή Γωνιά, και φαίνεται πως μ’ αυτό τ’ όνομα θέλανε να πούνε οι Τούρκοι ολάκερο το χερσόνησο που στρίβει σαν αγκαλιά και μαντρίζει ανάμεσα στα βουνά τη μέσα θάλασσα. Μα κ’ εκεί οι φουκαράδες δεν ηύρανε ησυχία, επειδής κάθε τόσο τους ρημάζανε οι κουρσάροι, Μπαρμπερίνοι, Μαλτέζοι κι άλλοι πολλοί. Είχανε κάνει μάλιστα ένα λαγούμι βαθύ από την όξω μεριά της Τράπεζας του Δαίμονα κ’ εκεί τρυπώνανε όποτε τους κυνηγούσανε. Μη βρίσκοντας ανάπαψη, αποφασίσανε πάλε να παρατήσουνε και το καινούργιο χωριό. Και, μπαίνοντας μέσα στο μπουγάζι, πιάσανε και ψάχνανε να βρούνε μέρος ασφαλισμένο και τέλος διαλέξανε το μέρος που ‘ναι το σημερινό τ’ Αϊβαλί, κ’ εκεί βάλανε θεμέλιο και χτίσανε τα καλυβόσπιτά τους κατά τα 1580.
Ο τόπος ήτανε σκεπασμένος από αγριοκυδωνιές κι αγριλιές, για τούτο βγάλανε το χωριό Αϊβαλίκ, επειδής, όπως έγραψα στην αρχή, αϊβά θα πει κυδώνι. Πριν να χτιστεί τ’ Αϊβαλί, υπάρχανε χτισμένες κάτι λίγες καλύβες σε μια ώρα απόσταση, ένα τσιγάρο παραμέσα απ’ τους Γιουρούκηδες. Σ’ αυτά τα καλύβια καθόντανε τσομπάνηδες χριστιανοί και τα λέγανε οι Τούρκοι Κιαφίρ Αγιλί, δηλαδή Μάντρα των Απίστων. Ύστερα πληθύνανε και γίνηκε χωριό και το ‘πανε Γενιτσαροχώρι. Οι Τούρκοι όλη τούτη την περιφέρεια τη λέγανε «Εγρί Μποτζάκ, Κιαφίρ Αγιλί, Αϊβαλίκ περεκεντέν».
Σιγά – σιγά τ’ Αϊβαλί πρόκοψε και γίνηκε πολιτεία, από τις πιο όμορφες και φτυχισμένες στην Ανατολή, ίσαμε που το κάψανε στα Εικοσιένα, κ’ οι ανθρώποι σκορπίσανε στα Ψαρά, στην Αίγινα και στην άλλη Ελλάδα. Κείνος που συντέλεσε πολύ στην προκοπή του ήτανε ένας παπάς, Γιάννης Οικονόμος λεγόμενος. Αυτός ο τετραπέρατος άνθρωπος τα κατάφερε και πήρε προνόμοια από την Πόρτα, γιατί είχε δέσει φιλία με το βεζίρη, που τόνε γλύτωσε τότες που νικήσανε οι Ρούσσοι τους τούρκους στον Τσεσμέ, κι αυτός, λαβωμένος και κατατρεγμένος, πέρασε από τ’ Αϊβαλί και τον περίθαλψε ο Οικονόμος. Τούτη η ιστορία είναι σαν παραμύθι και την αφήνω γι’ άλλη φορά.
Οι Μοσκονησώτες ήτανε θαλασσινοί φημισμένοι και ταξιδεύανε στην Ρουμανία και πλουτίζανε πολύ. Στα Μοσκονήσια σκαρώνανε καΐκια και καράβια, και τόσο φημισμένοι καραβομαραγκοί ήτανε, που τους παίρνανε και δουλεύανε σε ξένους αρσανάδες, στη Μυτιλήνη, στη Σύρα, στην Πόλη και στο Παρθένι της Μαύρης Θάλασσας. Τα νησιά που ‘ναι σκορπισμένα μπροστά στο χερσόνησο, ανάμεσα μεγάλη στεριά και Μυτιλήνη, μετριούνται ίσαμε τριάντα. Ο Στράβωνας λέγει πως είναι είκοσι απάνω – κάτω, γιατί τα μικρότερα δεν τα λογαριάζει για νησιά? ο Τιμοσθένης τ’ ανεβάζει σε σαράντα.
Οι αρχαίοι τα λέγανε Εκατόνησα, δηλαδή Απολλόνησα. «Εκατόνησόι εισίν, οίον Απολλόνησοι, Έκατος γαρ Απόλλων». Σήμερα τα λένε Μοσκονήσια, ίσως απ’ το όνομα ενούς κουρσάρου Μόσκου, που λημέριαζε απάνω τους ποιος ξέρει πότε.
Το πιο μεγάλο είναι το καθεαυτού Μοσκονήσι, που μπαίνει ανάμεσα στο χερσόνησο και στη στεριά και σφαλά το μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού, όπως είπαμε αρχύτερα. Εξόν απ’ αυτό, χωριό δε βρίσκεται σε κανένα άλλο.
Κατά το βορινό πέλαγο, μέσα στον κόρφο τ’ Αδραμυτιού, βρίσκουνται τα παρακάτω νησιά: 1) Κρομμυδονήσι, κολλητό στο Μοσκονήσι. Τούτο το νησόπουλο φράζει όσο μέρος της θάλασσας θαν απόμνησκε ανάμεσα Μοσκονήσι και στεριά. Από τη μια μεριά το χωρίζει από το Μοσκονήσι το πέρασμα που ‘παμε πως το λένε Ντουλάπι, στενό σαν ποτάμι? οι ανθρώποι, οι καρότσες, οι καμήλες που θέλουνε να περάσουνε από τη μια μεριά στην άλλη, μπαίνουνε σ’ ένα πλατύ σάλι που το λένε περαματαριά και περνάνε. Από την άλλη μεριά είναι ενωμένο το Κρομμυδονήσι με τη στεριά μ’ έναν μόλο μακρύν ως πεντακόσα μέτρα, που χτίστηκε στα 1817 και τον λένε Γεφύρι. 2) Δασκαλειό, ανοιχτά απ’ το Κρομμυδονήσι, σα χελώνα. Απάνου βρίσκουνται τειχιά στέρεα, στέρνες και χαλάσματα από υδραγωγείο, όπως βρίσκουνται και στην αντικρινή στεριά. 3) Κοκκινονήσι. 4) Σεφέρι, όλο χώμα, βορινά από το χωριό του Μοσκονησιού. 5) Κώδωνας ή Του Κοντού, πετραδερό. 6) Κόπανος, ανατολικά από το νησί του Κοντού? αγοράστηκε απ’ τους Ψαριανούς πριν από την Επανάσταση για να κουβαληθούνε, πλην ο πόλεμος τους σταμάτησε. 7)Κάλαμος, πολύ μικρό? οι νησώτες ρίχνανε τα κόκκαλα κεινών που βρουκολακιάζανε, 8) Πετρούσι, 9)Σκλαβονήσι, πετραδερό όπως και το Πετρούσι. 10) Γκιουμουσλί ή Ασημόνησο, φουντωμένο από λιόδεντρα? βρίσκεται πολύ κοντά στη μεγάλη στεριά, απάνου στην οποία φαίνεται πως ύπαρχε αρχαία πολιτεία, γιατί βρεθήκανε πράματα δουλεμένα από άνθρωπο, πελεκημένα μάρμαρα, κεραμίδια και πιθάρια. Με την ιδέα μου, λέγω πως σε τούτη την τοποθεσία θα βρισκόντανε η Πιτάνη, γιατί φαίνουνται τα δυο λιμάνια της που τ’ αποσκέπαζε το νησί. Ο Στράβωνας μάλιστα λέγει πως το νησί αυτό το λέγανε Ελαιούσα, δηλαδή φυτεμένο με λιόδεντρα, για τούτο είμαι σίγουρος πως είναι το Γκιουμουσλί. Το νησί τούτο έχει δυο ώρες περιφέρεια. Ο Μελέτιος γράφει: «Πιτάνη, μεταξύ Αδραμυττίου και Καΐκου, τανύν είναι ερείπιον και καλείται Παλαιόκαστρον ή Άγιος Γεώργιος? είχε το πάλαι δύο λιμένας». Εκεί κοντά τρέχει ο Εύηνος ποταμός, τούρκικα Καραντιρέκ – σου ή Φλένελι – τσάι. Εκεί πέρα βρισκότανε ένα υδραγωγείο και λένε πως τα τούβλα πλεύανε απάνου στο νερό. Ένα τέτοιο πράμα φαίνεται απίστευτο, μα, για να το γράφουνε τόσοι σοφοί, ίσως να ‘τανε τίποτα τούβλα κούφια, πολύ ψιλά και κανωμένα από αλαφρόπετρα, όπως εκείνα πόκανε ο Ανθέμιος για να χτίσει τον κουμπέ της Αγιά – Σοφιάς. 11)Άγιος Γιώργης το Ψηφί, μ’ ένα μικρό μοναστήρι. Η εκκλησιά ήτανε στρωμένη με ψηφί, που παρίστανε διάφορα σκέδια και που το ‘κλεψε στα 1868 ένα καράβι γαλλικό. 12) Άγιος Νικόλας, μικρούτσικο, χωμένο μέσα στον κόρφο του μεγάλου νησιού. 13) Ούλια, αρχαία Ιουλία.
Κατά το βασίλεμα βρίσκουνται τούτα τα νησιά: 1)Γυμνό, χωματερό, μα σπανό? βγάζει σιτάρι κ’ έχει καμιά τριανταριά καλύβια. Βρίσκουνται χαλάσματα γενουβέζικα κ’ ένα μικρό κάστρο απάνου στην ράχη του. Αντίκρυα του είναι το Σαρμουσάκ. Το Γυμνό είναι το πιο νοτινό από τα Μοσκονήσια. 2) Πέρα Μόσκος, δίπλα στο μεγάλο νησί, με δυο κορφές. Ανάμεσα στα βράχια βρίσκεται μια πηγή, κ’ εκεί κοντά είναι σκαλισμένα απάνου στο βράχο κάτι ονόματα από Γάλλους θαλασσινούς. 3) Αγκίστρι, πετραδερό. 4) Λειά, χωματερό και πολύ μπάσο. 5) Κάλαμος. 6) Καλαμάκι. 7) Πλάτη. 8) Γιαλονήσι. 9) Πελαγονήσι. Αυτά τα τρία λέγουνται Πουλάκια. 10) Λειός, ένας βράχος με λίγο χώμα, τρία μίλια ανοιχτά απ’ το Ταλιάνι, κει π’ αρχίζουνε τα νερά της Μυτιλήνης. Είναι τριγυρισμένο από ξέρες, κ’ έχει ένα φανάρι. Θυμάμαι μια φορά που πήγα απάνου με μπουνάτσα, πως έβλεπα τον πάτο σε τριάντα οργυιές νερά, καθαρά σα να ‘τανε μια οργυιά βάθος? τα κοράλλια και τα φυκιόδεντρα σα να ‘τανε όξω στον αγέρα, και τα ψάρια πουλιά λες και πετούσανε. Το νησί ανέβαινε από την άβυσσο σαν κολόνα μαύρη. Ένα γύρο πλήθος ξέρες σηκώνανε τις κεφαλές τους σε μια οργυιά από την καρίνα της βάρκας, π’ ανετρίχιαζε άνθρωπος να τις βλέπει. 11) Νησοπούλα, φελούκα του Λειός. 12) Πύργος, αρχαία Ποροσελήνη, κατά το μαΐστρο απ’ το μεγάλο νησί, απ’ όπου το χωρίζει ένα στενό κανάλι, το λεγόμενο Πέρασμα? τις ώρες που ‘ναι τραβηγμένα τα νερά, περνά κανένας με τ’ άλογο. Σε τούτο το νησί ήτανε χτισμένη αρχαία πολιτεία Ποροσελήνη. 13) Αδιάβατος, νησάκι πολύ μικρό, ξέρα καλύτερα, κοντά στον Πύργο. Κι άλλες πέτρες μικρότερες.
Στ’ αρχαία χρόνια το μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού ήτανε έρημο απ’ ανθρώπους? δε βρέθηκε μηδέ θεμέλιο παλιό, μηδέ κεραμίδι, μηδέ τίποτα κοντά στο σημερινό τ’ Αϊβαλί. Ως φαίνεται δεν είχανε χτίσει σ’ αυτό το μέρος, επειδής το μπουγάζι ήτανε κλεισμένο σα λίμνη. Είπανε κάποιοι σοφοί πως ύπαρχε αρχαία πολιτεία λεγόμενη Ηράκλεια, την είδα μάλιστα γραμμένη σε μια χάρτα ιγγλέζικη, πόδειχνε τις πολιτείες της αρχαιότητας, πλην δε βρεθήκανε τίποτα θεμέλια ή κεραμίδια κοντά στο Ταλιάνι, στο μέρος που λένε πως ήτανε χτισμένη.
Το χερσόνησο οι αρχαίοι το λέγανε, καθώς φαίνεται, Πυρρά άκρα, επειδής το χώμα είναι κόκκινο? και σήμερα είναι μιαν ακρογιαλιά, κάτου απ’ του Λαγού τ’ Αυτιά, που τη λένε Κόκκινα, δηλαδή χώματα. Ο Στράβωνας λέγει πως κόρφος τ’ Αδραμυτιού λεγότανε η θάλασσα που αγκαλιάζεται από το Λεκτόν, τούρκικα Μπαμπά Μπουρνού, κι από τις Κάνες, δηλαδή το μεγάλο χερσόνησο του Τσεσμέ, τούρκικα Καρά Μπουρνού. Παραπέρα όμως γράφει πως ο κόρφος τ’ Αδραμυτιού πιο σωστά περιλαβαίνεται ανάμεσα στ’ ακρωτήρι Λεκτόν και στ’ ακρωτήρι Πυρρά άκρα, «ιδίως μέντοι τούτον φασίν Αδραμυττηνόν, τον κλειόμενον υπό ταύτης τε της άκρας εφ’ η τα Γάργαρα, και της Πυρράς άκρας προσαγορευμένης εφ’ η και αφροδίσιον ίδρυται».
Κατά τον βοριά στέκεται περήφανο το Καζ Νταγ, αρχαία Ίδη, που λέγει ο Στράβωνας πως είναι σκολοπενδρώδης, δηλαδή ίδια σαρανταποδαρούσα, επειδής έχει πολλά δυναμάρια στις πλαγιές της σα να ‘ναι ποδάρια.
Παραμέσα από τη γωνιά που κάνει ο κόρφος τ’ Αδραμυτιού, απλώνει ένας κάμπος όλο νερά γάργαρα και πρασινάδα, κι αυτός ο κάμπος είναι το Πεδίον της Θήβης που γράφουνε οι παλιοί? εκεί πέρα βρισκόντανε πολλές πλούσιες πολιτείες, η Θήβη, η Λυρνησσός, η Κίλλα, η Χρύσα, χτισμένες πριν από τον πόλεμο της Τρωάδας. Ο Αχιλλέας, αφού ρήμαξε τη Μυτιλήνη και την Τένεδο, μπλοκάρισε και τις πολιτείες τούτες και τις κούρσεψε. Ο Στράβωνας γράφει πως στα χρόνια του φαινότανε ακόμα ένα μετερίζι, που ‘χε κάνει ο Αχιλλέας κοντά στη Χρύσα. Οι Έλληνες αρπάξανε πολλά πλιάτσικα? ανάμεσα σ’ αυτά ήτανε το φημισμένο άλογο του βασιλιά Ηετίωνα, μια λύρα ασημένια που την πήρε ο Αχιλλέας και την έπαιζε ύστερα στο τσαντίρι του, όποτε ήθελε να τραγουδήσει τις παλληκαριές του, κ’ ένας βώλος σίδερο, πράμα ατίμητο για τότες, που το ‘βαλε βραβείο για τους νικητές σαν έθαψε τον Πάτροκλο. Μα το πιο αξετίμητο κέρδος ήτανε οι όμορφες γυναίκες που σκλαβώσανε, κι ανάμεσό τους ξεχωρίζανε οι δυο πεντάμορφες αρχοντοπούλες, η Χρυσηΐδα κ’ η Βρυσηΐδα, που για δαύτη μαλώνανε ο Αχιλλέας με τον Αγαμέμνονα? μ’ άλλα λόγια, τούτοι οι παλληκαράδες ήτανε ληστές μοβόροι και σκληρόκαρδοι, μα τους ομόρφηνε με τα τραγούδια του ο γέρο – Όμηρος. Αρπάξανε και τη λύρα του Ερμή, που λέγανε πως τη φυλάγανε από χρόνια παμπάλαια στη Λυρνησσό.
Μιαν άλλη αρχαιότατη πολιτεία ήτανε η Παλαίσκηψις, χτισμένη αψηλά, απάνου στο βουνό Ίδη. Σ’ αυτό το μέρος ήτανε κρυμμένη η βιβλιοθήκη του φιλοσόφου Αριστοτέλη, που στάθηκε ο πρώτος πόκανε βιβλιοθήκη και δίδαξε και στους βασιλιάδες της Αιγύπτου πώς να συντάζουνε βιβλιοθήκη. Ο Αριστοτέλης την έδωσε στον μαθητή του Θεόφραστο, και κείνος την έδωσε πάλε στον Νηλέα, που ήτανε από τη Σκήψη, κι αυτός την κουβάλησε στο χωριό του και την έδωσε σε ανθρώπους αγράμματους τούτοι, ακούγοντας πως οι βασιλιάδες της Πέργαμος γυρεύουνε βιβλία για να κάνουνε τη φημισμένη κείνη βιβλιοθήκη, από φόβο μην τα πάρουνε, σκάψανε και τα χώσανε στη γης. Ύστερ’ από πολλά χρόνια τα ξεχώσανε μουχλιασμένα και τα πουλήσανε σ’ έναν Απελλικώντα από την Τέω και πήρανε πολλά λεφτά? κι αυτός ο Απελλικώντας τα κουβάλησε στην Αθήνα, κ’ επειδής ήτανε, όπως γράφει ο Στράβωνας «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος», έβαλε και τ’ αντιγράψανε, για να διορθώσει τα όσα είχανε φαγωθεί από το χώμα, μα δεν τα διόρθωσε καλά, «εξέδωκεν αμαρτάδων πλήρη τα βιβλία». Και, σαν πέθανε ο Απελλικώντας, τα σήκωσε ο Σύλλας που κούρσεψε την Αθήνα και τα πήγε στη Ρώμη. Εκεί πέρα ένας Τυραννίωνας Γραμματικός κι άλλοι βιβλιοπώλες βάλανε γραφιάδες και τα εκδώσανε και τα διαδώσανε στον κόσμο. Τούτη την ιστορία τη γράφει ο Στράβωνας.
Άλλη αρχαία πολιτεία ήτανε τα Άστυρα, μα δεν ξέρει κανένας που βρισκόντανε, μ’ όλο που ο Μελέτιος γράφει: «τα δε Άστυρα κώμη ποτέ, ήσαν ου σμακράν του Αδραμυττίου και πλησίον των Αστύρων είναι λίμνη βαραθρώδης? πλησίων των Αστύρων απέναντι των Μοσχονησίων κείνται η κωμόπολις Κυδωνιαίς».
Σ’ ολάκερη την περιφέρεια τ’ Αϊβαλιού μονάχα μιαν αρχαία πολιτεία βρέθηκε, και κεινής λιγοστά σημάδια. Τούτη η πολιτεία λεγότανε Ποροσελήνη κ’ ήτανε χτισμένη, όπως είπαμε πρωτύτερα, απάνω στο νησί το λεγόμενο Πύργος. Μέσα στ’ αρχαία βιβλία πολλοί σοφοί τη γράφουνε Πορδοσελήνη, ο Αριστοτέλης, ο Σκύλακας και ο Στέφανος. Ο Στράβωνας γράφει πως πολλοί τη λέγανε Ποροσελήνη, για ν’ αποφύγουνε τ’ άσκημο όνομα Πορδοσελήνη. «Τας δε δυσφημίας των ονομάτων φεύγοντές τινές Ποροσελήνην δειν λέγειν φασί». Ο Αιλιανός, ο Πλίνιος κι ο Πτολεμαίος, κι αυτοί Ποροσελήνη τη γράφουνε. Στα χρόνια του Στράβωνα φαίνεται πως δεν είχε χαλάσει ακόμα, όπως βγαίνει από τα λόγια του: «πλησίον δε τούτου εστί και η Πορδοσελήνη, πόλιν ομώνυμον έχουσα εν αυτή». Μα και ο περιηγητής Παυσανίας την πρόφταξε και γράφει πως είχε ακουστά του ένα πράμα παράξενο? ήτανε, λέγει, στην Ποροσελήνη ένα δερφίνι ήμερο και το καβαλίκευε ένα παιδί σα να ‘τανε άλογο και το πάγαινε όπου ήθελε, λες και του ‘χε βαλμένο γκέμι? και πως αυτό το δερφίνι το ‘χανε πληγώσει κάτι ψαράδες, κ’ επειδής το παιδί τους μπόδισε να το σκοτώσουνε, το δερφίνι γνώρισε πως του χρώσταγε τη ζωή κι αφοσιώθηκε στο παιδί και τ’ ακολουθούσε όπου πάγαινε.
Στο μέρος λοιπόν που ήτανε χτισμένη μια φορά κ’ έναν καιρό τούτη η Ποροσελήνη, ηύρανε κάτι παλιά θεμέλια, κεραμίδια, πιθάρια και λίγες μονέδες. Ένα μάρμαρο έγραφε: «Φιλέταιρος και Ιάσων»? ένα άλλο: «Αββαμώ και Μανησμώ θυγατέρες Γετασίου». Απάνου στα νομίσματα είναι παραστημένοι σ’ άλλο ο Ασκληπιός, σ’ άλλο η Αθηνά, σ’ άλλο η Τύχη, η Υγεία, ένα φίδι, ένα τριπόδι, έν’ αγκίστρι.
Τα σημερινά Μοσκονήσια, δηλαδή το μεγάλο νησί, είχε κι αυτό αρχαία πολιτεία, χτισμένη, κατά την ιδέα μου, κοντά στο Ντουλάπι, γιατί κ’ εκεί πέρα βρέθηκε ρημάδια, κολόνες, μνημόρια, πιθάρια και καστροθέμελα. Νησί και πολιτεία τα λέγανε με τ’ όνομα Νάσος, που θα πει Νησί? μα και σήμερα Νησί το λένε οι ντόπιοι κ’ οι Αϊβαλιώτες. Ο Στράβωνας γράφει τα λόγια τούτα για τα Μοσκονήσια: «Πλησίον δε τούτων εστί και η Πορδοσελήνη, πόλιν ομώνυμον έχουσα εν αυτή? και προ της πόλεως ταύτης άλλης νήσος μείζων αυτής, και πόλις ομώνυμος έρημος, ιερόν έχουσα Απόλλωνος».
Από τη Νάσο είχανε βγει ξακουσμένοι άνθρωποι, Αλκίβιος ο Κιθαρωδός κι άλλος ένας Αλκίβιος ο Αγαλματοποιός. Τους αγώνες τους κάνανε στο νησάκι που το λένε σήμερα Σεφέρι, μια γλώσσα άμμο, που θαρρείς πως πλεύει απάνου στο νερό.
Η χώρα τούτη λεγότανε Μυσία, κ’ ύστερα την είπανε Αιολίδα. Η πρώτη φυλή που την κατοίκησε σταθήκανε οι Πελασγοί, και τους είπανε έτσι, γιατί ήτανε αγριανθρώποι κ’ η ομιλία τους παρόμοιαζε με των λελεκιών, επειδή στ’ αρχαία ελληνικά πελαργός θα πει λελέκι. Μα πριν από δαύτους είχανε χτίσει σ’ αυτά τα μέρη πολλές πολιτείες οι Φοινίκοι.
Άκουσα να λένε πως απάνου στο Νησί βρίσκεται μια φλέβα, και πως μέσα στο νερό π’ αναβρύζει βλέπουνε πολλές φορές και πλεύουνε πλατανόφυλλα, ενώ στο νησί δε βρίσκουνται πλατάνια? και πως από τούτο συμπεραίνουνε, πως το νερό έρχεται απ’ το αντικρυνό βουνό Καζ Ντάγ και περνά κάτω από τον πάτο της θάλασσας, γιατί σε κείνο το βουνό έχει πλατάνια πολλά.
Όσο για τα θεριά που ξεπέφτουνε σ’ αυτά τα μέρη και κατεβαίνουνε πολλές φορές ίσαμε τη θάλασσα, θυμάμαι πως σκοτώσανε μια λεοπάρδαλη απ’ όξω απ’ το Αϊβαλί, μέσα στον ελιώνα, και κρεμάσανε το τομάρι της στο Κονάκι? είχε φαγωμένα κάμποσα άλογα, σκότωσε κ’ έναν άνθρωπο.
Ένας Αϊβαλιώτης πήγε στη Γερουσαλήμ με τα ποδάρια, για να γένει χατζής. Πήρε μονάχα στο χέρι του ένα ραβδί και τράβηξε, και δούλευε στα χωριά πόβρισκε στο δρόμο του, κ’ έτσι έφταξε στον Άγιον Τάφο. Σα γύρισε στ’ Αϊβαλί, έβαλε το ραβδί στα κονίσματα, κ’ έλεγε στον καφενέ τι χωριά πέρασε? και πως ίσαμε το Μπουντρούμ, και την Αττάλεια το πολύ, ξέρανε τ’ Αϊβαλί, μα πιο πέρα άρχισε να λέγει πως είναι από τη Σμύρνη, και πιο πέρα πως είναι από την Πόλη.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.