Επανεκλογή Ιωακείμ Γ’ και τιμητικές διακρίσεις του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.

Επανεκλογή Ιωακείμ Γ’

Στις 25 Μαΐου 1901 εξελέγη για δεύτερη φορά στον οικουμενικό θρόνο ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’, ο Μεγαλοπρεπής. Πολυσχιδής και δυναμική προσωπικότητα, ο Ιωακείμ Γ’ είχε διατελέσει Μητροπολίτης Βάρνης (1864 -1874) και έπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1874 – 1878), απ’ όπου εξελέγη το πρώτον Οικουμενικός Πατριάρχης, σε ηλικία σαράντα τεσσάρων ετών. Είχε παραιτηθεί το 1884 και επανήλθε το 1901 «εν μέσω παγκοίνων και ζωηροτάτων επευφημιών και ψυχικής αγαλλιάσεως σύμπαντος του ορθοδόξου πληρώματος».1

Η επανεκλογή του Ιωακείμ Γ’ βρίσκει τον μεγαλεπήβολο Πατριάρχη εγκαταβιούντα στο Άγιον Όρος. Μετά την παραίτησή του από τον οικουμενικό θρόνο (1884), ο Ιωακείμ Γ’, αφού επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια, μετέβη στο Άγιον Όρος (1889), όπου έμεινε δώδεκα συναπτά έτη στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Μυλοποτάμου, ασκούμενος στην ησυχία και την προσευχή.

Μετά την εκλογή του Ιωακείμ Γ’, η θέση του Χρυσοστόμου στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου ήταν μετέωρη. Ο τελευταίος καθόλη τη διάρκεια της πατριαρχίας του Κωνσταντίνου Ε’ είχε εξελιχθεί σε κορυφαίο στέλεχος της αντιιωακειμικής παράταξης,2 υποστηρίζοντας την παραμονή του πατριάρχη Γέροντά του στον οικουμενικό θρόνο. Σε αυτά δεν θα πρέπει να λησμονείται πως ο εκάστοτε Μέγας Πρωτοσύγκελλος κατείχε μια από τις πιο τιμητικές και επίζηλες θέσεις στην πατριαρχική αυλή, ως ο ανώτερος των πατριαρχικών υπαλλήλων, και δίπλα στον πατριάρχη, ως ο άμεσος και εξ απορρήτων συνεργάτης του.

Ευρισκόμενος ο Ιωακείμ Γ’ στο Άγιον Όρος και πριν ακόμα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για την ενθρόνισή του, πληροφορήθηκε «δια φιλικής επιστολής» την παραίτηση του Χρυσοστόμου. Ο νέος Πατριάρχης όμως, αναγνωρίζοντας τις ικανότητες και το έργο που είχε επιτελέσει ο Χρυσόστομος, δεν έκανε δεκτή την παραίτηση και του ζήτησε να παραμείνει στη θέση του και να συνεχίσει να υπηρετεί την εκκλησία με την ίδια αφοσίωση και αγάπη, όπως το είχε πράξει μέχρι τότε, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Θα τον κρατήσω πρώτον Πρωτοσύγκελλον να συνεχίση το καθήκον του, διότι παρακολουθώ την δράσιν του».3

Ενδιαφέρουσα μαρτυρία για το ζήτημα αυτό δίνει ο μοναχός Αθανάσιος Λαυριώτης (1867 – 1940). Ο κατά κόσμον Σπυρίδων Καμπανάος είχε σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών, ειδικευθείς στην παθολογία – χειρουργική και έπειτα εγκαταβίωσε στην ιερά μονή Ιβήρων, αργότερα δε στη Μεγίστη Λαύρα. Μεταξύ των πολλών υπηρεσιών που πρόσφερε κατά την παραμονή του στο Άγιον Όρος, χρημάτισε και προσωπικός ιατρός του Ιωακείμ Γ’ κατά τη μακρά διαμονή του τελευταίου στο Περιβόλι της Παναγίας (1889 – 1901). Όταν ο Σπυρίδων Καμπανάος (δεν είχε γίνει ακόμα η μοναχική του κουρά) εξέφρασε στον πατριάρχη την απορία πως ήταν δυνατόν να συνεργασθεί με «τοιούτους σοβαρούς αντιπάλους», εννοώντας τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, ο Ιωακείμ Γ’ είπε στον ιατρό και φίλο του: «Δεν εξετάζω ιατρέ μου, τα φρονήματα, εκτιμώ την αξίαν και τον προς την εκκλησίαν ζήλον». Έτσι, ο άγιος διατήρησε για έναν ακόμα χρόνο την πολυεύθυνη θέση του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στην πρωτόθρονη εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.

Υποσημειώσεις.

1. ΕΑ ΚΑ (1901) 193 – 195, 201 – 202
2. Το αρχείον τ. Α’, σ’. χχχιχ.
3. Σπυρίδων Καμπανάος Λαυριώτης, «Από την ζωήν του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’», νεοελληνικά γράμματα 28 (1935) 2.

Τιμητικές διακρίσεις.

Η φήμη και η αναγνώριση του Χρυσοστόμου ως Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου φαίνεται πως ξεπέρασαν σύντομα τους κύκλους του Φαναρίου και της Κωνσταντινουπόλεως. Απόδειξη αυτής της αναγνώρισης υπήρξαν τα παράσημα και οι τιμητικές διακρίσεις που έλαβε ο άγιος τα έτη που διακόνησε στην πατριαρχική αυλή.

Συγκεκριμένα, ο Χρυσόστομος, ως ανώτατος αξιωματούχος της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, έλαβε από την τουρκική κυβέρνηση τα παράσημα Μετζηδιέ β’ και γ’ τάξεως1 και Οσμανιέ γ’ τάξεως,2 και από την σερβική κυβέρνηση τα παράσημα Αγίου Σάββα β’ και γ’ τάξεως3 και από την περσική κυβέρνηση το παράσημο Λέοντος και Ηλίου β’ τάξεως.4 Την ίδια περίοδο, η Χριστιανική αρχαιολογική εταιρεία Αθηνών εξέλεξε τον Μέγα Πρωτοσύγκελλο του πατριαρχείου αντεπιστέλλον μέλος της5 και ο Ελληνικός φιλολογικός σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως εξέλεξε τον Χρυσόστομο τακτικό του μέλος.6

Τέλος, λίγο μετά την εκλογή του στη Μητρόπολη Δράμας, η ρωσική κυβέρνηση απένεμε στον Χρυσόστομο το παράσημο του αγίου Βλαδίμηρου δ’ τάξεως.7

Υποσημειώσεις.

1. ΕΑ Κ (1900) 399 & ΕΑ ΙΗ (1889) 93
2. Κωνσταντινούπολις αριθμ. 107/18.5.1902
3. ΕΑ ΚΑ (1900) 112 & ΕΑ ΙΘ (1899) 402, 449
4. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 1187/18.5.1902
5. ΕΑ Κ (1900) 437
6. ΕΑ ΚΑ (1901) 90
7. ΕΑ ΚΒ (1902) 396.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.