Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η διδασκαλία του για την είσοδο των γυναικών στο ιερό θυσιαστήριο – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Κατευθυντήρια ιδέα της «προσθήκης».

Ο Νικόλαος εξ Υδρούντος, στην κατά Λατίνων διδασκαλία του, δεν παραλείπει να καταγράψει την πρακτική των αντιφρονούντων να επιτρέπουν στις γυναίκες την είσοδο στο ιερό θυσιαστήριο του ναού. Αφιερώνει την τρίτη κατά σειρά προσθήκη των Συνταγμάτων του ακριβώς για να στιγματίσει τους Λατίνους που περιφρονούν τους ιερούς κανόνες.

Η αναφορά του, βέβαια, στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι εκτενής, αφού γνωρίζει πως πριν από αυτόν έχουν ήδη καταγράψει συνοδικώς την ορθή προς την πίστη θέση οι άγιοι πατέρες.1 Ωστόσο, η σπουδαιότητα της μνείας αυτής έγκειται στο ότι ο Υδρουντινός ηγούμενος κάνει φανερό ότι οι δυτικές αυθαίρετες καινοτομίες δεν κατόρθωσαν, βέβαια, να γίνουν ούτε στον 13ο αιώνα αποδεκτές από το σώμα της ορθοδόξου εκκλησίας. Παρά τους αιώνες που χωρίζουν τον συγγραφέα μας από τις συνόδους, το χριστιανικό του φρόνημα παραμένει αρραγές, ώστε κύριο μέλημά του είναι η πιστοποίηση της αποστολικής και πατερικής αληθείας.

Προτρέπει επομένως: «Όρα λοιπόν τι ποιείτε, Λατίνοι»2 και συνάμα διαβεβαιώνει κατηγορηματικά: «Το πατέρων όρια μεταβήναι αθέμιτον πάντη και άτακτον πέφυκεν».3 Ο Νικόλαος δεν είναι φειδωλός στους χαρακτηρισμούς του: Αφορισμένος είναι ενώπιον του Θεού εκείνος που αθετεί την παρακαταθήκη της εκκλησιαστικής μας ζωής και έτσι η ψυχή του διατρέχει κίνδυνο.4 Με ερωτήσεις που είτε προκαλούν τη συνείδηση: «Όπωθεν του φρικτού βήματος, ένθα η ζωοποιός και αναίμακτος τελείται θυσία, ένθα παρακείσθαι τα Σεραφίμ ου τολμώσι, αλλά συστελλόμενα φόβου, υπηρετούσι τω μυστηρίω, θυομένου του μόσχου του σιτευτού, ήτοι του αίροντος αμνού την αμαρτίαν του κόσμου;»5 ή η απάντησή τους είναι γνωστή εκ των πατέρων: «Ει δε και τούτο ην ευαπόδεικτον, τίνος χάριν οι θείοι πατέρες τούτο κωλύουσι συνοδικώς, θεσπίσαντες και κανόνας εκθέμενοι;»6 επιδιώκει να επιστήσει την προσοχή των δυτικών στην από μέρους τους παραχάραξη της αλήθειας. Για το λόγο αυτό εκθέτει συνοπτικά μεν, καίρια δε, τα ισχύοντα στη του Χριστού εκκλησία.

Άρχεται από την επιγραμματική δήλωση: «ου δει γυναίκας εισάγειν εν θυσιαστηρίω καθώς οι Λατίνοι ποιούσιν»,7 για να παρουσιάσει εν συνεχεία τα επιχειρήματα των Λατίνων, ώστε να απαντήσει τελικά βασιζόμενος στην καθεστηκυία τάξη της χριστιανοσύνης.

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. τον ΜΔ’ κανόνα της συνόδου της Λαοδικείας (ΣΥΝΤΑΓΜΑ Γ’ σελ. 212) και τον ΞΘ’ κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου (ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 466) τους οποίους θα αναλύσουμε στη συνέχεια.
2. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 115r
3. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114r
4. «Και κίνδυνον ου τον τυχόντα ταις των παρασάντων ψυχαίς τουτί προξενεί ως αφορισμένους δεικνύων τους αφορισμένους Θεώ», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 114r
5. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114r
6. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114v
7. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 113v

Διάσταση ανατολικής και δυτικής αντιλήψεως

Περί εισόδου των γυναικών στο ιερό θυσιαστήριο.

Η ισοτιμία όλων των ανθρώπων αποτελεί το θεμέλιο της λατινικής συνήθειας να επιτρέπεται η είσοδος των γυναικών στο ιερό θυσιαστήριο. Η κατάργηση της ανισότητας των δύο φύλων μέσω της διδασκαλίας του Χριστού δίνει το έναυσμα ώστε στη λατινική εκκλησία οι γυναίκες να εισέρχονται ακωλύτως στο μέρος όπου τελείται η αναίμακτος θυσία του αίροντος αμνού την αμαρτία του κόσμου. Αφού ο Χριστός δέχτηκε φιλεύσπλαχνα κοντά Του τους μετανοημένους τελώνες και τις πόρνες είναι δίκαιο, λέγουν οι Λατίνοι, να έχουν πρόσβαση αδιακρίτως οι άνδρες και οι γυναίκες εκεί όπου ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού.1

Σαφώς κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αμέριστη αγάπη του Θεού προς όλα τα δημιουργήματά Του. Η επί αιώνες άδικη αντιμετώπιση κοινωνικών ομάδων από άλλες, καταλύεται με το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου. Αυτό είναι δεδομένο και όχι ζητούμενο για την ορθόδοξη πίστη. Ο Νικόλαος, λοιπόν, έχει την κρίση να καταλάβει ότι η απαγόρευση που ισχύει στην ανατολική εκκλησία δεν είναι αντίθετη προς τη θεία δικαιοσύνη αλλά συμβαδίζει με την τάξη και τη λειτουργικότητα που υπάρχει στο εκκλησιαστικό σώμα. Ως επιχείρημα επικαλείται το λόγο του αποστόλου Παύλου «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ αλλά πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω».2 Μέσα από τα λόγια του Αποστόλου διαφαίνεται ξεκάθαρα η δυνατότητα σωτηρίας των ανθρώπων με το να λάβουν την υιοθεσία εκ μέρους του Θεού δια της πίστεώς τους στον Κύριο και ενδυόμενοι δια του αγίου βαπτίσματος τον Ίδιο τον Ιησού Χριστό. Με αυτόν τον τρόπο καθίστανται οι άνθρωποι μιμητές του Χριστού και κληρονόμοι της Βασιλείας Του, ανεξαρτήτου φύλου, εθνικότητας και
κοινωνικής θέσεως.

Συνεπώς, το βιβλικό «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» (Γεν. 1, 26) ισχύει και για τα δύο φύλα. Επομένως, ο συγγραφέας μας αντιμετωπίζει το θέμα όχι βέβαια ως δογματικής φύσεως αλλά διακριτού ρόλου κάθε πιστού. Αποδίδει το έργο της διδασκαλίας και ερμηνείας των αγίων Γραφών στα άρρενα μέλη της εκκλησίας ισχυριζόμενος, ότι εντός της εκκλησίας είναι προτιμητέο οι γυναίκες να μην θεολογούν. Ο Νικόλαος διατείνεται: «Ου γαρ επιτρέπεται αυταίς καν λαλείν εν εκκλησία, ως τοις ανδράσι το προφητεύειν και ερμηνεύειν»3 και συνεπώς αναρωτιέται: εάν οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν την ίδια λειτουργική θέση εντός του σώματος του Χριστού, γιατί αυτό δεν εκφράστηκε ρητώς από τους θείους Πατέρες που ήταν γνήσιοι συνεχιστές του επί της γης έργου του Σωτήρα μας;4 Αλλά αντίθετα ο απόστολος Παύλος καλεί τις γυναίκες σε σιωπηλή παρουσία όσον αφορά στη διδαχή,5 ενώ φυσικά δεν αρνείται την πολυδιάστατη θέση τους στη λατρευτική ζωή των χριστιανών.6

Προκειμένου να ενισχύσει τα ανωτέρω, ο Νικόλαος παραθέτει και συγκεκριμένους κανόνες ιερών συνόδων, όπως τον ΜΔ’ κανόνα της συνόδου της Λαοδικείας που αναφέρει: «Ότι ου δει γυναίκας εν τω θυσιαστηρίω εισέρχεσθαι»7 και τον ΞΘ’ κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου που ορίζει: «Μη εξέστω τινί των απάντων εν λαϊκοίς τελούντι, ένδον ιερού εισιέναι θυσιαστηρίου˙ μηδαμώς επί τούτο της βασιλικής ειργομένης εξουσίας και αυθεντίας ,ηνίκα αν βουληθείη προσάξαι δώρα των πλάσαντι, κατά τινά αρχαιοτάτην παράδοσιν»,8 όπου κατηγορηματικά απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών στο ιερό θυσιαστήριο. Στο σημείο αυτό δεν αφήνει να λησμονηθεί το γεγονός, ότι ο πάπας Ρώμης Αγάθων (678 – 682) ενέκρινε μαζί με τους λοιπούς πατέρες τους ιερούς αυτούς κανόνες, οπότε συνιστά αυθαιρεσία οποιαδήποτε αντίθετη τακτική.9

Μάλιστα οι σύνοδοι και οι άγιοι διδάσκαλοι διευκρινίζουν πως όχι απλώς οι γυναίκες υφίστανται μια τέτοια δέσμευση αποστάσεως από το ιερό αλλά και κάθε λαϊκός. Γίνεται φανερό, λοιπόν, πως η απαγόρευση δεν είναι φυλετικής διακρίσεως. Τυχαίοι, δηλαδή μη ιερωμένοι ή μη εξουσιοδοτημένοι, άνδρες δεν επιτρέπεται να εισχωρούν στο ιερότερο τμήμα του ναού. Γράφει ο Νικόλαος: «και μόνοις τοις ιερεύσι βατούς πάσι παραχωρούντας εισιτούς είναι».10

Η Πενθέκτη εν τρούλλω οικουμενική σύνοδος αναγνωρίζει τη δυνατότητα αυτή και στους βασιλείς,11 οι οποίοι ανήκουν στην ύψιστη κοσμική εξουσία και συμπορεύονται στο Βυζάντιο με την εκκλησιαστική. Στο σημείο, όμως, αυτό ο Υδρούντιος ηγούμενος υπογραμμίζει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν οι εκκλησιαστικοί ταγοί, ώστε η εφαρμογή των ιερών κανόνων να εξυπηρετεί καλύτερα το φρόνημα των πιστών. Αναφέρει ενδεικτικά ότι ακόμα και οι βασιλείς υπόκεινται σε έλεγχο συνειδήσεως και συμπεριφοράς,12 όπως συνέβη στην περίπτωση του Μ. Θεοδοσίου, που παρακωλύθηκε να εισέλθει στο ιερό θυσιαστήριο από τον επίσκοπο Μεδιολάνων Αμβρόσιο13 λόγω των εγκλημάτων που είχε διαπράξει.14

Θέτοντας, λοιπόν, το ζήτημα της εισόδου στο ιερό θυσιαστήριο στις ορθές του διαστάσεις, συμπεραίνουμε, πως η επιμονή του Νικολάου να ψέγει τους Λατίνους για την καινοτομία τους αυτή, δεν είναι ανούσια αντιπαράθεση ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, αλλά πιστή εναρμόνιση με τις αγιοπατερικές επιταγές, ώστε ο λόγος περί Θεού να εναρμονίζεται με τις πράξεις μας και να διαμορφώνουμε συμπεριφορές που αναδύουν ευλάβεια και αγάπη για τη λατρεία του Θεού.

Υποσημειώσεις.

1. «Αλλά πόρνας φησί ο Λατίνος και τελώνας ουκ αποθείται Χριστός, μετανοούντας προσίεται φιλευσπλάχνως˙ και καν τε ανήρ καν τε γυνή επεί Χριστού, και δι’ αυτού οκαι εις ο θύεται συνεισέρχεσθαι δίκαιον», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 ff. 114r -114v
2. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114v. πρβλ. Α’ Κορ. 14, 40. Στο σημείο αυτό προσθέτουμε και τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου σχετικά με την ισότητα και ισοτιμία των ανθρώπων και των δύο φύλων ενώπιον του Θεού: «πάντες γαρ υιοί Θεού εστέ δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού˙ όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού, ει δε υμείς Χριστού, άρα του Αβραάμ σπέρμα εστέ και κατ’ επαγγελίαν κληρονόμοι» (Γαλ. 3, 26-29). Βλ. και ΔΡΟΥΛΙΑΣ Η γυναίκα. Και οι θεοφόροι πατέρες της εκκλησίας μας τονίζουν με απολυτότητα την ιστοτιμία των δύο φύλων: «παντί ανθρώπω προς πάντας ομοτιμίας ισότης εστί κατά την φύσιν» ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή ΣΞΒ’ σελ. 32, 973 Α. «Και η γυνή έχει το κατ’ εικόνα Θεού γεγενήσθαι, ως και ο ανήρ. Ομοίως ομότιμοι αι φύσεις, ίσαι αι αρεταί», ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις τα της γραφής ρήματα˙ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν, σελ. 44, 276 Α.
3. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 114v
4. «Ει δε και τούτο ήν ευαπόδεικτον, τίνος χάριν οι θείοι πατέρες τούτο κωλύουσι συνοδικώς, θεσπίσαντες και κανόνας εκθέμενοι»; Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, f. 114v
5. «Γυνή εν ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή˙ γυναικί δε διδάσκει ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, άλλ’ είναι εν ησυχία», Α’ Τιμ. 2, 11-12, πρβλ. Κολ. 3, 18. Μαζί με τον Απόστολο συντάσσεται και ο Νικόλαος: «Ος και σιγάν αυταίς λέγει και υποτάσσεσθαι καθώς και ο νόμος φησί», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114v
6. Βλ. τις πολλές συνεργάτιδες που μνημονεύει ο απόστολος Παύλος (βλ. ενδεικτικά: Πράξ. 18, 26μ Ρωμ. 16, 17-14, Φιλιπ. 4, 2). Για την πολυδιάστατη παρουσία της γυναίκας στην εκκλησία βλ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Η γυναίκα εις την λειτουργικήν ζωήν σελ. 295- 307, BEHR – SIGEL, Το λειτούργημα της γυναίκας, ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Αι γυναίκες εν τη λατρεία, Πάνταινος 8 (1946), 657 – 663, ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Η θέση και η διακονία των γυναικών, ΜΠΑΛΑΝΟΣ, Η θέσις της γυναικός, βλ. επίσης και τα πρακτικά των εξής δύο συνεδρίων για το ίδιο θέμα: Η θέσις της γυναικός εν τη ορθοδόξω εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών, Διορθόδοξον Θεολογικόν Συνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988, επιμέλεια αρχιμ. Γεννάδιος Λυμούρης, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994 και η ορθόδοξη γυναίκα στην ενωμένη Ευρώπη, Πρακτικά Διορθοδόξου Ευρωπαϊκού συνεδρίου, Λιβαδειά, 3-6 Νοεμβρίου 1994, επιμέλεια αρχιμ. Αγαθάγγελος Χαραμαντίδης, έκδ. Επέκταση, Κατερίνη 2001.
7. ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Γ’, σελ. 212. Σχετικά ο Ζωναράς σχολιάζει: «Ει λαϊκοίς ανδράσιν απηγορεύεται ένδον εισιέναι θυσιαστηρίου, κατακκ τον ξθ’ κανόνα της στ’ συνόδου, πολλώ μάλλον αν είη γυναιξίν απηγορευμένον αις και η των εμμήνων ρύσις απροαιρέτως συμβαίνει» βλ. στο ίδιο.
8. ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’ σελ. 466. Σχολιάζει πάλι ο Ιωάννης Ζωναράς τον συγκεκριμένο κανόνα: «Το θυσιαστήριον τοις ιερωμένοις αφώρισται˙ διο και ο κανών τοις λαϊκοίς απαγορεύει την προς αυτό είσοδον» βλ. στο ίδιο.
9. Τονίζει ο Νικόλαος: «Ει δε και τούτο ην ευπαπόδεικτον, τίνος χάριν οι θείοι πατέρες τούτο κωλύουσι συνοδικώς, θεσπίσαντες και κανόνα εκθέμενοι; Οι εν Λαοδικία το πρότερον ούτω φάσκοντες εν ΜΔ’ κανόνι: Ου δει γυναίκας εν θυσιαστηρίω εισιέναι. Η δε έκτη σύνοδος η εν τω τρούλλω γενομένη του βασιλικού παλατιού, υπό ΡΟ’ αγίων πατέρων μετά και Αγάθωνος πάπα Ρώμης, ουδέ λαϊκοίς παραχωρεί λέγουσα. Ει μη βασιλεύς ου τις των λαϊκών εις ιλαστήριον είσεισιν» Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36, ff. 114v – 115r
10. Προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114r
11. «Ει μη βασιλεύς ου τις των λαϊκών εις ιλαστήριον είσησιν», προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 114v. πρβλ. ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Β’, σελ. 466.
12. Ο αυτοκράτορας στη βυζαντινή αυτοκρατορία συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες, δηλαδή τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Παρ’ όλα αυτά όμως οι εξουσίες του υπάγονταν σε πολλούς θεσμικούς περιορισμούς, διότι έπρεπε να ασκούνται σύμφωνα με το θείο νόμο και με πνεύμα δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας. Η εκκλησία και ο λαός είχαν το κυριαρχικό δικαίωμα να ασκούν έλεγχο στον τρόπο ασκήσεως της βασιλικής εξουσίας και να αντιδρούν σε ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση αυτής. για την εκκλησία ο αυτοκράτορας, παρά τη θεωρητική ιερότητα που τον περιέβαλλε και τα ιδιαίτερα προνόμια που του αναγνωρίζονταν, ήταν ένας από τους πιστούς που ανήκε στην εκκλησία. Δεν ήταν ανώτερός της και έπρεπε να υπακούει και να συμμορφώνεται προς τις επιταγές και τους κανόνες της, γιατί μόνο με τη βοήθειά της μπορούσε να ελπίζει ότι θα λυτρωθεί και θα σώσει την ψυχή του. Συνεπώς, κάθε απόκλιση του αυτοκράτορα από το θείο νόμο και κάθε αντίθεσή του προς τους θείους κανόνες έπρεπε να ελεγχθεί αυστηρά, (βλ.
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Βυζαντινό κράτος, σελ. 306 – 315 και ΦΕΙΔΑΣ βυζάντιο, σελ. 155-156).
13. Ο Μ. Θεοδόσιος (379 – 395), αυτοκράτορας του βυζαντίου τιμώρησε παραδειγματικά με σφαγή τους στασιαστές της Θεσσαλονίκης λόγω της δολοφονίας του στρατιωτικού διοικητού της πόλεως (390). Αποτέλεσμα ήταν ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος να του επιβάλλει το επιτίμιο της ακοινωνησίας.
14. Λέγει ο Νικόλαος: «Ο θείος δε Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων επίσκοπος, και τον Μέγαν Θεοδόσιον βασιλέα όντα εξεώσατο πλην δια τον φόνον εκείνον» προσθήκες, Cod. Laur. Plut. Gr. 5, 36 f. 115r.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.