Θαυμαστές Θεοσημίες (Ι’)!

Ένας άλλος προσμονάριος τις ημέρες της ηγουμενίας του Ιωάννου της Κλίμακας, ανέβηκε στην αγία κορυφή το απόγευμα, για να θυμιάσει και ξαφνικά έπεσε χιόνι με ορμή, ώστε καλύφθηκε το όρος έως τέσσερις πήχες και έτσι αποκλείστηκε χωρίς να μπορεί να κατέβει. Έμεινε, λοιπόν, ξάγρυπνος και προσευχόταν. Προς τον όρθρον, όμως, νύσταξε και με θεϊκή παρέμβαση μεταφέρθηκε και βρέθηκε στη Ρώμη, στο εσωτερικό του ναού του αποστόλου Πέτρου. Οι κληρικοί βλέποντάς τον να βρίσκεται ανάμεσά τους έμειναν έκπληκτοι και πήγαν στον πάπα και του ανήγγειλαν την αρπαγή του προσμονάριου. Κατ’ οικονομία Θεού βρέθηκε ότι είχε τα κλειδιά του ναού μαζί του που είχαν την εξής επιγραφή: «Του αγίου όρους Σινά». Ο πάπας τον κράτησε και τον έκανε επίσκοπο μίας πόλεως κοντά στην Ρώμη και στην ερώτησή του αν το μοναστήρι είχε ανάγκη από κάποιο κτίσμα, έμαθε πως χρειαζόταν νοσοκομείο και έστειλε χρήματα και ένα γράμμα, γνωστοποιώντας τα γεγονότα του προσμοναρίου και έτσι άρχισε το νοσοκομείο της μονής.

Το γένος των Αρμενίων, όταν ήταν ορθόδοξο, συνήθιζε και ερχόταν στο Σιναίο όρος μετά την προσκύνηση της Ιερουσαλήμ. Μια φορά ήλθαν μέχρι και οχτακόσιοι και ανέβηκαν στην αγία κορυφή και όταν έφτασαν στην εξωτερική πέτρα, όπου ο Μωυσής δέχτηκε τις πλάκες, συνέβη φοβερή και παράδοξη οπτασία. Είδαν δηλαδή ότι η αγία κορυφή και ο λαός σκεπάστηκαν από θείο πυρ και το παράδοξο ήταν ότι δεν έβλεπε ο καθένας τον εαυτό του πως άναβε ολόκληρος, αλλά ο καθένας έβλεπε ότι οι υπόλοιποι ήταν γεμάτοι φωτιά και με έκπληξη φώναξαν το «Κύριε ελέησον» ως την πρώτη ώρα, οπότε υποχώρησε η φωτιά χωρίς να βλάψει ούτε μια τρίχα από κεφάλι κάποιου. Μόνο τα ραβδιά τους, που έκαιγαν σαν λαμπάδες, έμεινε το σημείο της καύσης, στην άκρη από την φωτιά. Διηγούνταν, λοιπόν, αυτοί στην πατρίδα τους το σημάδι που είδαν και οι οποίοι ήταν Αρμένιοι στο γένος, στην πίστη όμως ορθόδοξοι.

Κάποιος αδελφός που ήλθε στο Σιναίο όρος, για να μονάσει, δεν φανέρωσε ούτε το όνομα ούτε την πατρίδα του και απέκτησε πολύ αρετή και ευλάβεια χωρίς να συνομιλεί με κανέναν. Μετά από δύο χρόνια αποδήμησε προς τον Κύριο και τάφηκε στο κοιμητήριο των πατέρων. Την άλλη μέρα πέθανε και άλλος αδελφός. Μόλις άνοιξαν τον τάφο, για να θάψουν και τον δεύτερο αδελφό (καθώς το κοιμητήριο ήταν σπηλιά) δεν βρέθηκε το σώμα του αδελφού. Τον μετέφερε ο Θεός εκεί όπου μόνο Αυτός γνωρίζει.

Κάποτε έπεσε θανατικό στην έρημο του Σινά, κατά θεία συγχώρηση, και πέθανε κάποιος όσιος γέροντας αγωνιστής, που ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο˙ έπειτα πέθανε και άλλος από τους αμελείς, και τον ενταφίασαν πάνω στον όσιο, ο οποίος τον έρριξε κάτω. Όταν ήλθαν να θάψουν και άλλον, βρήκαν τον νεκρό ριγμένο κάτω. Αυτό μαθαίνοντας ο ηγούμενος, ήλθε στο κοιμητήριο και είπε στον γέροντα: «Αββά Ιωάννη, όσο ζούσες ήσουν πράος και μακρόθυμος, τώρα πως δεν βαστάς τον αδελφό, αλλά τον ρίχνεις κάτω;» και παίρνοντας τον νεκρό, τον εναπόθεσε πάνω του, λέγοντας: «Βάσταξε, πάτερ, τον νεκρό, ακόμη και αν είναι αμαρτωλός, όπως και ο Κύριος βαστάζει τις αμαρτίες όλων». Και έτσι πλέον δεν τον απέρριψε.

Κάποιος όσιος πήρε τον μαθητή του και βγήκε στην έρημο, ποθώντας να βρει κάποιον ερημίτη και να πάρει την ευλογία του. Περιδιαβαίνοντας, λοιπόν, τα μέρη του Σίδδη, είδαν κάτω σ’ έναν ξεροπόταμο ένα κελλί με δέντρα που είχε ωραίους καρπούς πριν από τον καιρό της καρποφορίας και αφού πλησίασαν, φώναξαν: «Ευλογείτε, πατέρες». Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Καλώς ήλθατε, πατέρες». Με τον λόγο αυτό, έγιναν όλα άφαντα. Ανεβαίνοντας προς την κορυφή του όρους, είδαν πάλι το κελλί και κατέβηκαν προς αυτό και αντάλλαξαν τους ίδιους λόγους και εξαφανίστηκαν τα πάντα. Τότε είπε ο γέροντας προς τον μαθητή: «Ας φύγουμε από εδώ˙ και πιστεύω στον Θεό πως καθώς οι δούλοι του Θεού είπαν καλώς ήλθατε, θα μας αξιώσει και εμάς ο Θεός να πάμε σε αυτούς στον μέλλοντα αιώνα με τις άγιες ευχές τους».

Στον ίδιο χείμαρρο ησύχαζε και ένας άγιος γέροντας με τον μαθητή του, τον οποίο έστειλε κάποια μέρα στην Ραϊθώ, και αυτός παραδόθηκε σε θεωρία. Την τρίτη μέρα είδε τον μαθητή να έρχεται και επειδή νόμιζε ότι ήταν σαρακηνός, μεταμορφώθηκε σε φοίνικα, για να μην διακόψει την θεωρία του. Ο μαθητής πλησιάζοντας, όταν είδε τον φοίνικα, τον κτύπησε με την παλάμη του, λέγοντας «Πότε εμφανίστηκε εδώ ο φοίνικας αυτός;» Ο γέροντας με το χέρι αγγέλου μπήκε μέσα στη σπηλιά και υποδέχτηκε τον μαθητή λέγοντας: «Τί σου έφταιξα, αδελφέ, και με χτύπησες;» Ο μαθητής, αγνοώντας το πράγμα, απορούσε. Τότε του είπε ο γέροντας ότι ο φοίνικας που χτυπούσε ήταν αυτός, ενώ βρισκόταν σε θεωρία και για να μην μετεωριστεί ο νους του, μετασχηματίστηκε σε φοίνικα.

Κάποιος σαρακηνός μας διηγήθηκε ότι ένα χειμώνα που βοσκούσε κατσίκες έφτασε σ’ έναν κήπο που είχε κάθε είδος οπωρικού και βρύση με νερό και είδε έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας να κάθεται στην πηγή του νερού, όπου έφτασαν πλήθος από αγριοκάτσικα και έπιναν νερό. Στον γεμάτο θαυμασμό για όσα έβλεπε σαρακηνό ο γέροντας αποκρίθηκε: «Πάρε όσους καρπούς θέλεις και μπορείς να σηκώσεις στο σακκούλι σου». Καθώς αυτός μάζευε καρπούς μίλησε ο γέροντας σ’ έναν τράγο που χτύπαγε με τα κέρατά του τους άλλους και δεν τους άφηνε να πιουν ειρηνικά και τον επιτίμησε με αυτά τα λόγια: «Τόσες φορές σου είπα να μην μαλώνεις και δεν υπακούς. Λοιπόν, ευλογητός ο Θεός, άλλη μέρα να μην πιείς από εδώ». Ο σαρακηνός, αφού πήρε τους καρπούς έφυγε και την επόμενη μέρα επέστρεψε, αναζητώντας τον τόπο και έχοντας μαζί του και τα σκυλιά του κοπαδιού. Όμως δεν βρήκε κήπο παρά μόνο την αγέλη των αγριοκάτσικων και τρέχοντας τα σκυλιά, έπιασαν τον τράγο που ο γέροντας είχε μαλώσει και τον οποίο ο σαρακηνός αναγνώρισε, ενώ τα υπόλοιπα
αγριοκάτσικα ξέφυγαν και γλύτωσαν. Τον τράγο όμως τον έσκισαν.

Και κάποιος άλλος σαρακηνός είπε σ’ έναν μοναχό: «Έλα μαζί μου να σου δείξω το κελλί ενός ερημίτη που έχει κήπο μικρό». Πηγαίνοντας μαζί του στα όρη του Μετμώρ κα ανεβαίνοντας στην κορυφή του όρους, του έδειξε το κελλί με τον κήπο κάτω στον χείμαρρο και του λέει: «Κατέβα μόνος σου, γιατί εγώ είμαι αβάπτιστος και ο αναχωρητής φεύγει». Κατεβαίνοντας ο μοναχός του φώναξε ο σαρακηνός: «Αββά, πάρε τα παπούτσια σου, γιατί τα άφησες εδώ». Γυρίζοντας ο αδελφός, για να πει ότι δεν τα θέλει, δεν είδε τίποτε πια και έμεινε στεναχωρημένος, λέγοντας ότι έπαθε ό,τι και η γυναίκα του Λώτ, η οποία γύρισε στα οπίσω και απέτυχε του σκοπού.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.