Η «εν τω κρυπτώ» ελεημοσύνη πολύ βοηθάει τους κεκοιμημένους – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Η ελεημοσύνη πολύ βοηθάει τους κεκοιμημένους.

Ό πλούτος φέρνει τήν καταστροφή στον άνθρωπο, όταν δεν διανέμεται στους φτωχούς γιά τήν ψυχή μας και γιά τις ψυχές τών πεθαμένων μας. η ελεημοσύνη στους πονεμένους, χήρες, ορφανά κ.λπ. πάρα πολύ βοηθάει καί γιά τήν ανάπαυση τών κεκοιμημένων. Γιατί, όταν δίνη κανείς ελεημοσύνη γιά έναν κεκοιμημένο, οι άλλοι λένε: «Θεός σχωρέσ’ τον. Νά αγιάσουν τά κόκκαλά του». Αν τύχη κάποιος νά εχη αρρώστιες, νά μήν μπορή νά δούλεψη, νά εχη χρέη, καί σε μιά τέτοια δύσκολη περίσταση τον βοηθήσης καί πής «πάρ’ τα γιά τήν ψυχή τού τάδε», θά πή καί αυτός: «Θεός σχωρέσ’ τον, νά αγιάσουν τά κόκκαλά του!». Κάνουν δηλαδή καρδιακή προσευχή καί αυτό είναι πού βοηθάει πολύ τους κεκοιμημένους.

– Οταν κάποιας ο άνδρας πεθάνη άκοινώνητος, άνεξομολόγητος η σκοτωθή το παιδί της, τί άλλο μπορεί νά κάνη, γιά νά βοηθήση τις ψυχές τους;

– Όσο μπορεί, νά γίνη η ϊδια καλύτερη. Αυτό φυσικά θά βοηθήση καί την ϊδια, αλλά θά βοηθήση και τον άνδρα της, γιατί, άφου στεφανώθηκαν, έχει μερίδιο καί εκείνος πού πέθανε. Αυτό είναι το κυριώτερο από όλα• νά γίνη καλύτερη. Αλλιώς, μπορεί νά κάνη καί μιά καλωσύνη, αλλά νά εχη καί τον χαβά της. Σου λέει: «Έκανα τά καθήκοντα μου. Άλλο τί θέλεις νά κάνω;» καί μένει αδιόρθωτη η καί χειροτερεύει.

Ελεημοσύνη «εν τω κρύπτω»

– Γέροντα, μερικοί θεωρούν φαρισαϊσμό το νά πηγαίνη κανείς στην Εκκλησία καί νά υστερή στην αγάπη καί την θυσία.

– Έ, που το ξέρουν; Είναι σίγουροι γι’ αυτό;

– Έτσι κρίνουν.

– ο Χριστός τί είπε; «Νά κρίνετε»; ο άλλος μπορεί νά μή δίνη στον τσιγγάνο, γιατί έχει ύπ’ όψιν του έναν άρρωστο πού έχει μεγάλη ανάγκη καί θά βοηθήση εκείνον. Τον τσιγγάνο κάποιος περαστικός θά βρεθη νά τού δώση κάτι, ενώ εκείνον δεν θά τού δώση κανένας. Πώς βγάζουν συμπεράσματα, χωρίς νά ξέρουν; Φαρισαϊσμός είναι, όταν κάποιος κάνη την καλωσύνη φανερά, γιά νά τον επαινέσουν.

Θυμάμαι, όταν ήμουν το 1957 στο Ιδιόρρυθμο, έδιναν γιά κάθε διακόνημα, ανάλογα με το πόσο δύσκολο ήταν, μια ευλογία. Επειδή τότε υπήρχε στα μοναστήρια λειψανδρία, ήταν μερικοί Πατέρες πού είχαν δυνάμεις καί αναλάμβαναν πολλά διακονήματα καί έπαιρναν περισσότερες ευλογίες, αλλά τίς έδιναν. Ήταν ένας μοναχός πού τον έλεγαν «σπάγκο», γιατί δέν έδινε. «Οταν πέθανε αυτός ο μοναχός, μαζεύτηκαν στην κηδεία του ταλαίπωροι άνθρωποι άπό εδώ άπό τήν Χαλκιδική, άπό τήν Μεγάλη Παναγία, άπό τό Παλαιοχώρι, το Νεοχώρι, καί τόν έκλαιγαν. Αυτοί είχαν βόδια καί κουβαλούσαν τήν ξυλεία, τους γρεντέδες, γιατί τότε η μεταφορά γινόταν με τά βόδια – μή βλέπης τώρα πού γίνεται με αυτοκίνητα, μέ τριαξονικά! Τί έκανε αυτός ο καημένος; Μάζευε-μάζευε τά χρήματα πού του έδιναν γιά τά διακονήματα πού έκανε καί, όταν έβλεπε έναν οικογενειάρχη πού είχε μόνον ένα βόδι η ψοφούσε τό βόδι του, τού αγόραζε ένα βόδι. Καί τότε τό νά άγοράσης ένα βόδι ήταν μεγάλο πράγμα• στοίχιζε πέντε χιλιάδες δραχμές, αλλά τά χρήματα ήταν γερά.

Οι άλλοι Πατέρες έδιναν πέντε δραχμές στον έναν φτωχό, δέκα στον άλλον, κανένα εικοσάρικο στον άλλον, έκαναν δηλαδή τέτοιες καλωσύνες καί φαίνονταν. Εκείνος καθόλου δέν φαινόταν, γιατί δέν έδινε όπως έδιναν οι άλλοι, αλλά τά μάζευε καί βοηθούσε μέ αυτόν τόν τρόπο. Έτσι όλοι τόν έλεγαν «σπάγκο, σπάγκο» καί πήρε τό όνομα «σπάγκος», σπαγκοραμμένος δηλαδή! Καί τελικά, όταν πέθανε, μαζεύτηκαν οί καημένοι καί έκλαιγαν. «Μέ έσωσε!», έλεγε ο ένας, «μέ έσωσε!», έλεγε ο άλλος. Γιατί τότε, άμα είχε ένα βόδι κανείς, μετέφερε τήν ξυλεία καί έτρεφε τήν οικογένεια του. Τά έχασαν οί Πατέρες! Γι’ αυτό λέω, πού ξέρεις τί κάνει ο άλλος;

– Γέροντα, όταν κάνη ελεημοσύνη κανείς, αλλά νιώθη ένα κενό, τί φταίει;

– Νά προσέξη μήπως κινείται άπό άνθρωπαρέσκεια. Οταν έχη καθαρά κίνητρα, αισθάνεται χαρά. Σέ μια πόλη ξέρετε τί έκαναν μια φορά; Μου το έλεγε ένας γνωστός μου ευλαβής δικηγόρος. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και είπαν μερικοί Χριστιανοί νά μαζέψουν διάφορα πράγματα, νά τά κάνουν δέματα και νά τά μοιράσουν στην πλατεία στους φτωχούς – ήταν τότε μετά τήν Κατοχή πού οί άνθρωποι είχαν ανάγκη. Τους λέει ο δικηγόρος: «Άφου ξέρουμε ποιοί είναι οί φτωχοί, καλύτερα νά τά δώσουμε αθόρυβα». «Όχι, του λένε, νά τά μοιράσουμε στην πλατεία εις δόξαν Θεού, γιά νά δουν ότι ενδιαφερόμαστε». «Μά δεν κάνει, τους ξαναλέει αυτός. Πού το βρήκατε γραμμένο νά γίνεται έτσι η ελεημοσύνη;». Το δικό τους εκείνοι• «εις δόξαν Θεού…». Με κανέναν τρόπο δέν μπορούσε νά τους πείση. Αφού είδε και απόκαμε, τους άφησε. Συγκέντρωσαν λοιπόν τά δέματα στην μεγάλη πλατεία της πόλεως και ανακοίνωσαν κιόλας ότι εκεί θά μοιράσουν δέματα.

Το έμαθαν ολοι και ορμησαν κάτι άνθρωποι μπαμπάτσικοι, σάν γορίλλες, και μάζευαν-μάζευαν, τά άρπαξαν ολα. Και έτσι πήραν τά δέματα όσοι ήταν βάρβαροι και δέν είχαν ούτε ανάγκη, και οί καημένοι οί φτωχοί έμειναν μέ άδεια χέρια. Μόλις πήγαν οί υπεύθυνοι νά αντιδράσουν, τους έδωσαν και ένα ξύλο γερό «εις… δόξαν Θεού!». Βλέπετε πώς λειτουργούν οί πνευματικοί νόμοι! Σέ έναν κοσμικό δικαιολογείται και νά ύπερηφανευθή και νά κάνη διαφήμιση, αλλά στους πνευματικούς ανθρώπους πώς νά δικαιολογηθή;

– Γέροντα, υπάρχουν άνθρωποι πού δέν πιστεύουν, αλλά είναι πονόψυχοι και κάνουν καλωσύνες.

– Όταν ένας κοσμικός δίνη άπό καθαρή διάθεση και όχι άπό ανθρωπαρέσκεια, τότε ο Θεός δέν θά τόν αφήση, αλλά κάποτε θά μιλήση στην καρδιά του. Μου διηγήθηκε μιά φορά ένας γνωστός μου πού ζούσε στην Ελβετία το εξής περιστατικό:

Μιά πλούσια άθεη κυρία ήταν τόσο πονόψυχη, πού είχε φθάσει σέ σημείο νά μοιράση ολη τήν περιουσία της σε φτωχούς και πονεμένους, και στο τέλος έμεινε πάμφτωχη. Τότε, όσοι είχαν βοηθηθή, φρόντισαν νά μπη στο καλύτερο Γηροκομείο. Παρόλο όμως πού έκανε τόσες καλωσύνες, παρέμενε άθεη. Πήγαιναν νά της μιλήσουν γιά τον Χριστό καί δεν δεχόταν συζήτηση. Έλεγε πώς ο Χριστός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλός άνθρωπος, ένας κοινωνικός εργάτης, καί άλλες τέτοιες θεωρίες. Ίσως καί οι Χριστιανοί πού είχε γνωρίσει νά μήν τήν είχαν βοηθήσει, γιά νά συγκινηθή άπό τήν ζωή τους. «Κάνε προσευχή γι’ αυτήν τήν ψυχή», μου έλεγε ο φίλος μου. Πάντως έκανε πολλή προσευχή καί εκείνος γιά τήν μεταστροφή της. Μετά άπό καιρό μου είπε ο φίλος μου: «Μιά μέρα πού πήγα νά τήν επισκεφθώ στό Γηροκομείο, τήν βρήκα ολότελα αλλαγμένη. «Πιστεύω, πιστεύω», φώναζε». Της είχε συμβή ενα γεγονός πού τήν αλλοίωσε• ζήτησε μετά νά βαπτισθή.

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.