Ο ΄΄Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης στη Θεσσαλονίκη (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«… δοξάζω τον Θεόν πάντων ένεκεν, ότι ηξιώθην χάριν πίστεως και καθήκοντος ιερωτάτου ατιμασθήναι και διωχθήναι…»

Στις 31 Αυγούστου 1907 ο Χρυσόστομος έφθασε στη Θεσσαλονίκη, συνοδευόμενος από αντιπροσωπεία προκρίτων της επαρχίας Δράμας και τον έμπιστο καβάση του Προκόπιο. Η άφιξή του στην πόλη του αγίου Δημητρίου ήταν αποθεωτική. Εκατοντάδες άνθρωποι είχαν κατακλύσει από νωρίς τον σιδηροδρομικό σταθμό, περιμένοντας να δουν από κοντά τον ιεράρχη που είχε απασχολήσει τόσο πολύ την κοινή γνώμη με τη δράση του στην Ανατολική Μακεδονία.
Όταν η αμαξοστοιχία έφτασε στον σταθμό και ο μητροπολίτης αποβιβάστηκε, ο κόσμος άρχισε να τον επευφημεί, σαν να ήθελε να μετριάσει στην καρδιά του αγίου τη μεγάλη θλίψη που ένιωθε για την απομάκρυνσή του από την πόλη και τον λαό της Δράμας. Με βαθιά συγκίνηση ο ιεράρχης μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Ευχαρίστησε τους παρισταμένους για τη θερμή υποδοχή που του επεφύλαξαν και συνέστησε σε όλους πίστη, καρτερικότητα και θάρρος. Πρόσθεσε δε ότι η αδικία που είχε συντελεσθεί εις βάρος του ελληνορθόδοξου λαού της επαρχίας του δεν επρόκειτο στο τέλος να υπερισχύσει.1 Τη στιγμή εκείνη πλησίασε τον μητροπολίτη ο υπασπιστής του Βαλή Θεσσαλονίκης Ρεσήφ πασά, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι ήταν ελεύθερος να μεταβεί όπου επιθυμούσε. Ο ιεράρχης, αφού διεβίβασε στον Βαλή την ευγνωμοσύνη και τις θερμές ευχαριστίες του, αποσύρθηκε στο ξενοδοχείο «Εμπεριάλ».2
Αρχικά, ο Χρυσόστομος πίστευε πως η απομάκρυνσή του από τη Δράμα ήταν προσωρινή, καθώς γνώριζε ότι το πατριαρχείο είχε διατάξει την ανάκλησή του μετά από πιέσεις της υψηλής πύλης και των μεγάλων δυνάμεων. Για τον λόγο αυτό, περίμενε την άμεση αποκατάσταση και επάνοδο στην επαρχία του.
Ωστόσο, τα μηνύματα που έπαιρνε ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Μάταια ο Χρυσόστομος περίμενε «τας διαταγάς του πατριαρχείου», όπως ανέφερε το τηλεγράφημα για την αποχώρησή του από τη Δράμα, ενώ το Φανάρι δεν ήταν διατεθειμένο να εξετάσει άμεσα την υπόθεσή του και να τον «δικαιώσει», όπως νόμιζε ο μητροπολίτης.
Έτσι, στις 3 Σεπτεμβρίου 1907 ο Χρυσόστομος απέστειλε στον οικουμενικό πατριάρχη επιστολή, με την οποία διαμαρτυρόταν για τον απηνή διωγμό του και ταυτόχρονα ζητούσε να δημοσιευθεί η κατασχεθείσα αλληλογραφία για να λάμψει η αλήθεια.3 Ο Χρυσόστομος περιέγραφε την αφοσίωση και τους αγώνες του υπέρ του αγαπημένου του ποιμνίου, ενώ αναφερόταν αναλυτικά στο περιεχόμενο της κατασχεθείσας αλληλογραφίας, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας ατελείωτος θρήνος για τα δεινά του ελληνορθόδοξου λαού της Μακεδονίας. Το κείμενο της επιστολής ξεκινούσε και έκλεινε με τον λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Δοξάζων τον Θεόν πάντων ένεκεν», λέγοντας πως είχε αξιωθεί και ο ίδιος να ατιμασθεί και να διωχθεί «χάριν πίστεως».
Μία μέρα πριν, οι αντιπρόσωποι της πόλης και της επαρχίας Δράμας έστειλαν στον Ιωακείμ Γ’ αντίστοιχη επιστολή, με την οποία εξέφραζαν τη βαθιά τους θλίψη και απογοήτευση για την αρπαγή του σεβασμού αρχιερέως, τον οποίο είχε αποστείλει προς αυτούς «αυτός ο Ουρανός».4

Η απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη Δράμα είχε αρχίσει να απασχολεί έντονα και την ελεύθερη Ελλάδα. Η υπόθεση του ιεράρχη της Μακεδονίας και οι διώξεις εναντίον του δεν ήταν ένα αμιγώς εκκλησιαστικό θέμα το οποίο αφορούσε μόνο το οικουμενικό πατριαρχείο. Στο πρόσωπό του ο άγιος ενσάρκωνε τους αγώνες του Μακεδονικού Ελληνισμού για απελευθέρωση, τόσο από την οθωμανική δουλεία όσο και από τη βουλγαρική τυραννία. Το όνομα της εποχής εξυμνούσαν τους αγώνες του Χρυσοστόμου έναντι των εχθρών της Πίστεως και του Γένους.
Ενδεικτικό της απήχησης που είχε η δράση του μητροπολίτη Δράμας είναι το ποίημα που συνέταξε ο Γεώργιος Σουρής, το οποίο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 8ης Σεπτεμβρίου 1907 της εφημερίδας Ο Ρωμηός,5 έκδοση που επιμελείτο ο σπουδαίος σατιρικός ποιητής της νεότερης Ελλάδας.

Στέφανος και για τον Δράμας,
τον παπά, τον ήρωά μας.

Άφοβος ανδρειωμένος
για την πίστι, για το γένος,
δείχνει στήθος μαχητού
‘μπρός στης λόγχαις του Στρατού.

Δεν τον σκιάζει του Νιζάμη μήτε λόγχη και μαχαίρα,
Μήτε δεσποτών φοβέρα.
Φτερουγίζουν’ στη μορφή του πόθοι κι’ όνειρα μεγάλα,
κι αν τον πνίξουν’ στην κρεμάλα,
θ’ αντηχούν αγγελικά του Δεσπότ’ η προσευχαίς
για παλληκαριών ψυχαίς.

Άφοβος, ανδρειωμένος
για την πίστι, για το γένος,
βροντή κάνει την λαλιά του,
και πετά με τον αϊτό,
που ραγιάδων βογγητό
τον ξυπνά μες’ στη φωλιά του.

δόλια σκλάβα, ‘μπρος μας πάλι φέρε την αυγή την πρώτη,
βγάζε βγάζε Δεσποτάδες σαν της Δράμας τον Δεσπότη.
Συ προμάχων δείχνε τάφους, και ‘στα χώματά σου μέσα
σμίγε λεβεντιαίς με ράσσα Γαβριήλ και Παπαφλέσσα,
κι ας ξεπλύνουν’ στα νερά των ιεροί σου ποταμοί
της σημαίας της γαλάζιας και του γένους την τιμή.

Μιας ξεφυλλισμένης δάφνης εσύ σκόρπ’ ακόμη φύλλα
μες’ στην τόση ξεραΐλα,
και δυνάμωνε το γένος όπως ‘στης σκλαβιάς τα χρόνια
κι ας χαράζουν ίχνη δόξης των Ολύμπων σου τα χιόνια.

Ρόδιζε σε χειμωνιαίς μ’ αιματοβαμμένα κάλλη
κι από θάλασσα και γη να βοά βοή μεγάλη:
Σάτυροι γι’ αυτούς, που ζούνε μες’ στης μούχλας την μητέρα,
Πίνδαροι γι’ αυτούς, που ‘πήγαν να ‘πεθάνουν εκεί πέρα.

Η έκδοση του Ρωμηού ήταν εβδομαδιαία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια σύνταξης της εφημερίδας διατάχθηκε η ανάκληση του Χρυσοστόμου, γεγονός που έκανε τον Σουρή να προσθέσει στο ίδιο φύλλο και τους ακόλουθους στίχους για τον Μητροπολίτη Δράμας.4
Έμαθα πως ανεκλήθη
μέσω τόσης καταιγίδος
και της Δράμας ο Δεσπότης.
Κι ιδού ‘φώναξαν τα πλήθη
του Χριστού και της πατρίδος
λειτουργός και στρατιώτης.

Πάει κι ο Δεσπότης Δράμας,
κι ένα μοναχά μας μένει
να τον βλέπωμε θλιμμένοι
και να λέμε: συμφορά μας.

Νάτος ο Μητροπολίτης… με τα χέρια σηκωμένα
τους αγώνας ευλογεί,
και με μάτια βουρκωμένα
χαίρε λέγ’ ηρώων γη.

Και με τούτον τον παπά κάθε φρόνημα ‘ψηλόνει,
κι εγώ βλέπω κάποιο χέρι
με σταυρό και με μαχαίρι,
που το γένος ευλογεί και το κράτος φασκελόνει.

Τέσσερις μέρες αργότερα η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία «εν Ελλάδι και Ανατολή» εφημερίδα Εμπρός στο φύλλο της 12ης Σεπτεμβρίου 1907 είχε πρωτοσέλιδο αφιέρωμα στον Χρυσόστομο, με πηχυαίο τίτλο «ΝΕΑΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΥΛΗΣ ΔΙΑ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΔΡΑΜΑς».7
Ευρισκόμενος ο ιεράρχης στη Θεσσαλονίκη δέχτηκε πολλές φορές ανταποκριτές αθηναϊκών και ευρωπαϊκών εφημερίδων, οι οποίοι κάλυπταν δημοσιογραφικά το μητροπολιτικό ζήτημα της Δράμας. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις του, ο άγιος επέδωσε ανακοίνωση προς τον ελληνικό και διεθνή τύπο, την οποία κοινοποίησε ύστερα στην ιερά σύνοδο του οικουμενικού πατριαρχείου.
«Είμαι ευτυχής, διότι έπεσα εν τη εκτελέσει του καθήκοντος, το οποίον μοι ενεπιστεύθη η Μήτηρ Εκκλησία. Εστάλην εν τω μέσω ποιμνίου, το οποίον πολλά υπέφερε και εξακολουθεί να υποφέρη. Εστάλην όπως στηρίξω τας καρδίας των ανθρώπων εκείνων, ων η ζωή είχεν εξαρτηθή από την μάχαιραν των πολεμίων του Γένους και της Εκκλησίας μας. Οι άνθρωποι αυτοί είδον τους φιλτάτους των δολοφονουμένους από τα όργανα των βουλγαρικών κομιτάτων. Οι πλείστοι είχον και από εν νωπόν πένθος. Εύρον αυτούς αναξιοπαθούντας και έκαμα ό,τι αι ασθενείς μου δυνάμεις μοι επέτρεπον να κάμω. Και εάν σήμερον λυπούμαι, διότι αφίνω την επαρχίαν ταύτην, λυπούμαι, διότι αφίνω ημιτελές το έργον της περιφρουρήσεως, της εμψυχώσεως του ποιμνίου μου, το οποίον καταδιώκεται σήμερον πανταχόθεν.
»Αλλά με κατηγορούν δια τας κατασχεθείσας επιστολάς μου. Και διατί εδημιουργήθη τόσος θόρυβος και τόση αναστάτωσις και διεστράφη και αυτή ακόμη η αλήθεια των επιστολών μου; Εδώ υπάρχει λύσις απλουστέρα. Να δημοσιευθούν αι επιστολαί μου όλαι. Και τότε και αυτοί ακόμη οι εχθροί μου θα πεισθούν, ότι ουδέποτε εγώ αντέδρασα κατά του καθεστώτος. Αντέδρασα κατά της εξοντώσεως του ποιμνίου μου υπό των ανθρώπων του βουλγαρικού κομιτάτου. Όσοι αμφιβάλλουν δια την δράσιν μου ταύτην, δεν έχουν παρά να ζητήσουν την δημοσίευσιν των επιστολών μου.
»Η ατυχής επαρχία μου εδοκιμάσθη όσον ουδεμία ίσως του διαμερίσματος. Η επαρχία Δράμας και Ζίχνης προσέφερε εις τον βωμόν του γένους πλήθος θυμάτων, και οι πλείστοι των προκρίτων των χωρίων μας στενάζουν εις τας τουρκικάς φυλακάς. Και επειδή συνέστησα εις το ποίμνιόν μου εμμονήν και εγκαρτέρησιν, κατηγορήθην ως υπονομεύων το καθεστώς!
»Πώς όμως θα ειργαζόμην κατά του καθεστώτος, αφού έχω ακόμη την ιδέαν, ότι η Τουρκική κυβέρνησις πρώτη ανεγνώρισεν την έκρυθμον κατάστασιν, ην εδημιούργησαν τα βουλγαρικά κομιτάτα και προέβη εις όλας τας εναντίον αυτών ενεργείας.
»Το λέγω αυτό, διότι είμαι και ήμην ανέκαθεν καλός του Σουλτάνου και της κυβερνήσεως υπήκοος και βλέπω την επικρατούσαν διαφοράν μεταξύ των διαταγών, αίτινες δίδονται εκ Κωνσταντινουπόλεως, και του τρόπου, καθ’ ον εφαρμόζονται υπό των κατωτέρων αρχών εις τας επαρχίας.
»Εγώ και εις τας επιστολάς μου και φανερά εδήλωσα πάντοτε, ότι υπάλληλοι ως ο Μουτεσαρίφης Δράμας Ζια πασσάς και ο αρχιαστυνόμος Σακή εφένδης και άλλοι τινές δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να διαστρέφουν τας αγαθάς διαθέσεις της κυβερνήσεως υπέρ των υπηκόων της.
»Ας δικασθώ και θα είμαι εις θέσιν ν’ αποδείξω εάν είναι αληθής η υπόστασις των κατηγοριών, αίτινες σήμερον μ’ επιβαρύνουν. Διότι δεν είναι αληθείς αι κατηγορίαι αύται, ούτε βασίζονται επί ακριβών γεγονότων.
»Έχω την ελπίδα, ότι η εκκλησία δεν θα ταπεινωθή μέχρι του σημείου του να υποταχθή εις τας αδίκους απαιτήσεις της πύλης. Άλλ’ ας με δικάσουν και θα ίδουν, ότι η δράσις μου δεν ήτο δράσις ούτε αντιδραστικού ούτε επαναστάτου.
»Με λυπεί όμως κατάκαρδα το γεγονός, ότι αφίνω το ποίμνιό μου εις ημέρας δυσχερείς. Και θα επεθύμουν να συμμερισθώ και εγώ την τύχην του και να υποφέρω μαζύ του».8

Υποσημειώσεις.
1. Πολίτη, ό. π., σ’. 47
2. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 3.906/3.9.1907, σ’. 2
3. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 172-175
4. Ό. π., σ’. 192
5. Ο Ρωμηός εφημερίς που την γράφει ο Σουρής, αριθ. 1.003/8.9. 1907, σ’. 1.
6. Ό. π., σ. 4
7. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, «Η ΝΕΑ ΑΞΙΩΣΙΣ», Αριθ. 3.915/12.9.1907, σ’. 1
8. Πολίτη, ό.π., σσ’. 58-60

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.