Η πολυτέλεια των ιματίων και τίνος πράγματος υπόμνησις είναι η περιβολή τους – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Στην αφή αναφέρονται και τα μαλακά ενδύματα. Αλλά εδώ σε παρακαλώ να μου επιτρέψης να σου υπενθυμίσω με περισσότερο θάρρος, αν μάλιστα ο αναγνώστης είσαι αρχιερέας ή ιερέας, να προσέχης για να μην υποπέσης στην απάτη της φαντασμένης περιβολής των ιματίων, στην οποία πολλοί υποκύπτουν εξ αιτίας της έξεως από την παιδική ηλικία και από το παράδειγμα των άλλων˙ πρώτον, γιατί κατά τον θείο Χρυσόστομο, αυτή καθ’ εαυτή η κάλυψι του σώματος με τα ενδύματα, είναι η παντοτινή υπενθύμισι της έξωσης από τον Παράδεισο και της τιμωρίας που λάβαμε μετά την παράβασι˙ το να χρειαζώμαστε δηλαδή ρούχα και σκεπάσματα, εμείς που προηγουμένως στον παράδεισο σκεπαζόμασταν από την θεία χάρι και δεν είχαμε ανάγκη ενδυμάτων˙ γιατί οι προπάτορες, ενώ ήταν γυμνοί πριν από την παρακοή και δεν αισχύνονταν, μετά την παρακοή έραψαν φύλλα συκής και έφτιαξαν γι’ αυτούς καλύμματα (Γέν. 3, 7). Επομένως, ποιό λόγο έχει η υπόμνησι αυτής της τιμωρίας, να γίνεται με λαμπρά και πολύτιμα ενδύματα; «Η περιβολή των ιματίων ας μας γίνη συνεχής υπόμνησις της απωλείας των αγαθών και διδασκαλία της τιμωρίας, που δέχθηκε το ανθρώπινο γένος για την παρακοή˙ ας μας πουν, λοιπόν, εκείνοι, που έχουν τόση μεγάλη φαντασία, ώστε να μη γνωρίζουν τα κατασκευαζόμενα ενδύματα από τα μαλλιά των προβάτων αλλά που ενδύονται τα μεταξωτά… Για ποιό λόγο πες μου, καλλωπίζεις με αυτά το σώμα και χαίρεσαι για την περιβολή αυτού του είδους; Γιατί δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Εάν έχουμε τροφές και σκεπάσματα να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτά» (Α’ Τιμ. 6, 8)˙ (Χρυσοστ. Ομιλ. ιη’ εις την Γέν.).
Ποιά είναι η χρησιμότητα των ενδυμάτων και γιατί οι παλιοί αρχιερείς δεν φορούσαν πολυτελή ενδύματα, ούτε χρησιμοποιούσαν άλογα, όπως και όλοι οι χριστιανοί.
Επί πλέον, η χρησιμότητα των ενδυμάτων είναι, κατά τον μέγα Βασίλειο, η προφύλαξι του σώματος από το κρύο το χειμώνα και από τη ζέστη το καλοκαίρι: «Διότι κατά τι μπορεί να διαφέρη, τουλάχιστον για τον μυαλωμένο, το να έχη φορέσει κανείς πολυτελές ένδυμα ή το να φορή κάποιο από τα ευτελή ενδύματα, εφ’ όσον σε τίποτε δεν υστερεί αυτό για να απομακρύνη το κρύο και τη ζέστη;» (Λόγ. προς τους νέους). Και το να είναι τα ενδύματα αυτά μεταξωτά και πολύτιμα, είναι ματαιότητα, η οποία προέρχεται από κάποια ανύπαρκτη φαντασία των λογισμών και από την απατηλή επιθυμία της καρδιάς και η οποία οδηγεί πάλι σε ανύπαρκτο τέλος. Δηλαδή, σαν να λέμε, είναι σκιά, καπνός, χώμα που σκορπίζεται στον αέρα ή κάποιες φυσαλίδες που φυσιούνται και διαλύονται. Και για να πω μαζί με τον Σολομώντα, ο οποίος όλα τα τέτοιου είδους πολύτιμα ενδύματα τα δοκίμασε πρώτα και έπειτα τα καταδίκασε: «Όλα είναι μάταια˙ αεροκυνήγημα και ματαιοπονία» (Εκκλ. 1, 14). Τί σημαίνει προαίρεσις πνεύματος; «Αλόγιστη ορμή της ψυχής και αντιπερισπασμός του ανθρώπου και σ’ αυτό είναι ίσως καταδικασμένος από την παλαιά πτώσι», απαντά ο θεολόγος Γρηγόριος (Επιταφ. Λόγ. προς Καισαρ.). Είναι όμως χαρακτηριστικό του συνετού ανθρώπου να ακολουθή τέτοια ματαιότητα˙ και να καταδέχεται να ακολουθή τις σκιές και τα όνειρα; Όχι, σε παρακαλώ, μην το καταδεχθής αυτό. Αλλά ίσως προφασισθής ότι σε ωθεί σ’ αυτό η νεότητα. Και τί είναι η νεότητα; Ματαιότητα, μας λέει ο ίδιος ο Σολομών: «Η νεότητα και η αμυαλωσύνη είναι ματαιότητα» (Εκκλ. 11, 10). Έπειτα η μία ματαιότητα αγαπά την άλλη ματαιότητα αλλά όχι και η φρόνησι και ο ορθός λόγος˙ αλλά ίσως να πης πως σε παρακινεί σ’ αυτό το αξίωμα της αρχιερωσύνης. Εύγε και πάλι εύγε! Ρίξε σε παρακαλώ ένα βλέμμα σε κείνους τους παλιούς αρχιερείς˙ και βλέποντας αφ’ ενός τα κουρέλια του μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου, την προβιά του μεγάλου Αθανασίου και του επισκόπου Σεραπίωνος˙ και αφ’ ετέρου, βλέποντας τις μακρινές οδοιπορίες τις οποίες μόνοι διένυαν εκείνοι οι τρισμακάριοι χωρίς να χρησιμοποιούν ζώα ή αλογα πολύτιμα1 και λαμπρά στρωμένα και χωρίς να συνοδεύωνται από πολλούς, που άλλοι να προπορεύωνται και άλλοι να ακολουθούν, από αυτά, λέω, θα καταλάβης ότι το αξίωμα της αρχιερωσύνης δεν συστήνει, αλλά μάλλον απορρίπτει αυτή τη μάταιη φαντασία.
Τα παρόντα είναι μάταια και πρόσκαιρα.
Άφησε λοιπόν, αδελφέ μου, αυτή τη ματαιότητα. Θυμήσου ότι κατά τον απόστολο: «Παρέρχεται η μορφή αυτού του κόσμου και αυτοί που ασχολούνται με τον κόσμο αυτό είναι σαν να μην ασχολούνται» (Α’ Κορ. 7, 31). Και ότι όλα όσα βλέπουμε είναι πρόσκαιρα και όσα δεν βλέπουμε είναι αιώνια». Γιατί έρχεται ο θάνατος, θάνατος άδηλος˙ και μετά τον θάνατο έρχεται η κρίσι, κρίσι απόλυτη και μετά την κρίσι η κόλασι, κόλασι ατελείωτη˙ και όταν έρθη ο θάνατος, τότε παρέρχεται και η νεότητα, παρέρχεται και η ματαιότητα, παρέρχεται και η πολυτέλεια των ενδυμάτων και όλα τα τερπνά αυτού του αιώνα εξαφανίζονται με το τέλος του καθενός. Πού είναι οι προκάτοχοί σου; Πού είναι οι προκάτοχοι αυτών; Δεν είχαν και αυτοί τις ίδιες φαντασίες και έπειτα αφού περιέπαιξαν αυτή τη μικρή σκηνή του βίου και αυτή τη μάταιη δόξα, τώρα και αυτοί, αφού εμπαίχθηκαν από αυτή, είναι ήδη χώμα και λεπτή σκόνη και γη λησμονημένη, σύμφωνα με τον Δαβίδ; Τί λοιπόν; Δεν θα τους ακολουθήσης μετά από λίγο και εσύ; Αφού θα πορευθής την ίδια οδό, δεν θα καταλήξης στο καταγώγιο του τάφου; «Γιατί οδός είναι αυτός ο βίος», σύμφωνα με τον Δαβίδ και τον μέγα Βασίλειο, για την επίσπευσι προς το τέλος του καθενός από αυτούς που έχουν γεννηθή˙ και άκουσε αυτόν που λέει: «Όπως αυτοί που κοιμούνται μέσα στα πλοία, αυτόματα οδηγούνται από τον άνεμο στα λιμάνια και αν ακόμη αυτοί δεν το καταλαβαίνουν, ο δρόμος όμως τους οδηγεί προς το τέλος έτσι και μεις, ενώ ο χρόνος της ζωής μας παρέρχεται με κάποια κίνησι συνεχή και ασταμάτητη, κατευθυνόμαστε ο κάθε ένας προς το δικό του τέλος με το ανεπαίσθητο προσπέρασμα της ζωής μας… Κάποιον δρόμο λοιπόν τρέχουμε όλοι οι άνθρωποι και βιαζόμαστε να φθάσουμε ο κάθε ένας στο δικό του τέλος. Γι’ αυτό και βρισκόμαστε ¨εν οδώ¨…. Στους οδοιπόρους μόλις ο πρώτος αφήση το ίχνος του πατήματος, αμέσως πατάει ο δεύτερος και έπειτα ο επόμενος.
Σκέψου μήπως και οι περιστάσεις της ζωής μας, είναι παρόμοιες. Σήμερα εσύ καλλιεργείς τη γη και αύριον άλλος. Άρα λοιπόν δεν είναι η ζωή μας δρόμος εφ’ όσον κάθε φορά άλλον δέχεται και όλους τους έχει να ακολουθούν ο ένας τον άλλον; (Μέγ. Βασίλ. Ερμην. Εις τον α’ Ψαλμ.). Λέγει και ο Σωράφ ο Μιναίος στον Ιώβ, δηλώνοντας το οξύμωρο των ανθρώπων: «Όταν νομίζη ότι έχει στηριχθή ακλόνητα, τότε θα χαθή οριστικά. Και αυτοί που τον γνώριζαν θα πουν˙ πού είναι; Πέταξε σαν όνειρο, δεν θα βρεθή πια, πέταξε σαν φάντασμα που χάνεται τη νύχτα» (Ιώβ 20, 7). Αυτά λοιπόν τα παραδείγματα και η ίδια η ευτέλεια και η μεταβολή και η ακαταστασία όλων των ανθρωπίνων πραγμάτων, αυτά όλα λέω, ας πείσουν τη φρόνησί σου έτσι, ώστε να απορρίψης μία τέτοια ματαιοδοξία και παράλογη επιθυμία.
Γιατί τί άλλο είναι ο χρυσός, το ασήμι και οι πολύτιμοι λίθοι (όπως είπε κάποιος ηθικός), παρά λαμπρά κατακάθια της γης, τα οποία κλεισμένα και φυλαγμένα στα θησαυροφυλάκια, κρατούν εκεί και την καρδιά εκείνου που τα φύλαξε, και κυριεύουν εκείνον που τα κυριεύει; Τί άλλο είναι οι περίφημοι έπαινοι και τα εγκώμια, παρά αναθυμιάσεις καπνού, οι οποίες βγαίνουν από το στόμα του λαού και διαλύονται στον αέρα, και είναι αναμεμιγμένοι με τις κατηγορίες του φθόνου; Τί είναι τα υπατικά και αρχιερατικά και πατριαρχικά αξιώματα και οι μεγάλες βασιλείες, παρά μεγάλες δουλείες στις οποίες αυτοί που ανεβαίνουν, μαζί με την ανάβασι γνωρίζουν και την πτώσι; Και αναζητώντας υψηλές τιμές, βρίσκουν υπέρτατες καταστροφές. Τί είναι η ηδονή, παρά μία μεταβολή ασυμβίβαστη με την υποταγή; Τί είναι η τόσο ποθητή υγεία, παρά ένας συγκερασμός των τεσσάρων χυμών, η οποία πάντα πολεμείται από τις άλλες τέσσερις αντίθετες ποιότητες των στοιχείων; Τί άλλο είναι η ζωή, παρά μία ροή αλληλοδιαδεχομένων στιγμών, από τις οποίες η μία γεννιέται από το θάνατο της άλλης και τότε ο άνθρωπος αρχίζει να πεθαίνη, όταν ακριβώς αρχίζει να ζη; Τέλος, τί άλλο είναι το τόσο υπηρετούμενο σώμα, παρά μεταμορφωμένος πηλός και εξεταζόμενο νοσοκομείο που έχει περισσότερες ασθένειες από μέλη και νεύρα; Και για να μιλήσω γενικά˙ τί είναι όλα τα εξωτερικά και χρήσιμα και λεγόμενα τυχερά αγαθά, παρά μάταια περισσότερο παρά ωφέλιμα και περισσότερο επιζήμια παρά τίμια και τα οποία είναι θεμελιωμένα μόνο στην υπόληψι; Ή τί άλλο είναι όλα τα σωματικά και αισθητικά και τα λεγόμενα ηδονικά αγαθά, παρά κοινά και για τα δένδρα και για τα φυτά και για τα άλογα ζώα; (Τα οποία είναι ευτυχέστερα στο εξής, στο ότι κατανοούν λιγότερο ότι πρόκειται να τα στερηθούν) και είναι πάντα ενωμένα με τις αντίθετές τους οδύνες;
Γι’ αυτό ακριβώς είπε ο θεολόγος Γρηγόριος: «Μη θαυμάσης τίποτε το οποίο δεν παραμένει, μη παραβλέψης ό,τι μένει˙ μην αγκαλιάσης σφικτά τίποτε, το οποίο διαρρέει όταν το κρατάς» (Λόγ. εις την Καινήν Κυριακήν). Και κάποιος σοφός λέει˙ «Εάν είσαι θνητός, βέλτιστε, να σκέφτεσαι και ως θνητός». Και κάποιος άλλος λέει˙ «Σκιά της δόξας είναι αυτή η δόξα˙ κανείς βλέποντας ζωγραφισμένο άρτο, ακόμα και αν διακατέχεται χίλιες φορές από πείνα, δεν τον αγγίζει˙ αλλά αν θέλης να λάβης δόξα, απομάκρυνε τη δόξα˙ και αν όμως επιζητής την δόξα, θα εκπέσης από τη δόξα» (Από τον βίο του Κυρίλλου του Φιλεώτου). Και ο άγιος Ισαάκ λέει: «Αυτός που τρέχει πίσω από την τιμή, αυτή του ξεφεύγει από μπροστά. Ενώ αυτός που την αποφεύγει, τον καταδιώκει και γίνεται κήρυκας της ταπείνωσής του σε όλους τους ανθρώπους» (Λόγ. ε’ σελ. 41). Συλλογιζόμενος λοιπόν αυτά, αδελφέ μου, ως φρόνιμος λέγε στον εαυτό σου εκείνα τα λόγια του σοφού Ιωσήφ του Βρυέννιου: «Ψυχή, που είσαι ξένη προς όλα αυτά˙ ψυχή που εξαγοράστηκες με το τίμιο αίμα του άμωμου αμνού, και άσπιλου Χριστού˙ ψυχή, υπέρ της οποίας έθεσε την δική του ψυχή ο καλός Ποιμένας σήκωσε τα μάτια σου στον Δημιουργό˙ στάσου όρθια˙ δες τον Λυτρωτή σου˙ έχε επίγνωσι εκείνου που σε καθάρισε από την αμαρτία˙ αγάπησε τον Σωτήρα˙ απέκτησε συνείδησι ακατηγόρητη… Γιατί συντάσσεσαι με αυτά που δεν υπάρχουν; Γιατί φοβάσαι για τα φθαρτά; Γιατί χαίρεσαι με τα μάταια; Γιατί ασχολείσαι με τα ρευστά; Γιατί σε συναρπάζουν οι φαντασίες; Γιατί καμαρώνεις για όσα πρόκειται σύντομα να εγκαταλείψης και των οποίων τη θέα θα στερηθής στους αιώνες; έως πότε θα σε εξαπατούν οι οφθαλμοί σου; τα θέλγητρα των ηδονών; Οι άσκοπες φροντίδες; Οι κακές έννοιες; Και οι κούφιες δόξες ως πότε θα σε κρατούν μακρυά από τη θεωρία του υπέρτατου των επιθυμητών; Αχ, ασθμαίνω, αγωνιώ και στενοχωριέμαι, αδελφέ, ζητώντας να βρω επιχειρήματα για να σου δείξω πόσο μάταιος είναι ο καλλωπισμός των ενδυμάτων˙ διότι αγαπώ την σωτηρία σου όπως αγαπώ και την δική μου˙ και για να κάνω πιο κατανοητό το λόγο μου, σου φέρνω ως παράδειγμα την παλίρροια του Ευρίπου, η οποία λόγω της εύκολης αλλαγής των υδάτων της, υποχρέωσε τους σοφούς να ονομάζουν μεταφορικά τις μεταβολές των ανθρώπινων πραγμάτων Ευρίπους. Γιατί τί άλλο είναι όλος αυτός ο ταλαίπωρος βίος, παρά στενόχωρη Εύριπος; Όπου το καλό και το κακό, η χαρά και η λύπη, τα οποία πάντα είναι ρευστά και αμοιβαία αντιστρέφονται, άλλοτε βυθίζουν τον άνθρωπο στα αγαθά και στις χαρές και άλλοτε τον αφήνουν στην ξηρά και στις λύπες; Γι’ αυτό πρέπει να διδαχθής και από αυτό το όνομα του Ευρίπου και να σταματήσης πλέον να επιθυμής και να φαντάζεσαι αυτές τις πρόσκαιρες ματαιότητες.

Υποσημείωση.
1. Όχι μόνο οι αρχιερείς, αλλά ούτε οι απλοί χριστιανοί πρέπει να χρησιμοποιούν άλογα στο δρόμο. Και αυτό το βεβαιώνει πρώτα ο Κύριος με το παράδειγμά του, που δεν χρησιμοποίησε άλογο, αλλά όνο, για να επιβιβαστή και αυτό για να εκπληρώση την προφητεία. Και δεύτερον, το βεβαιώνει ο μέγας Βασίλειος που είπε: «Επισήμανε και αυτό, ότι ο Κύριος όχι μόνο δεν ανέβηκε σε άλογο, αλλά γενικά το άλογο έχει αποβληθή από τη χρήσι των αγίων και ούτε στις πολεμικές επιτυχίες ο λαός του Ισραήλ φαίνεται να χρησιμοποιούσε ιππική δύναμι, ούτε στον ιδιωτικό βίο κάποιος από τους αγίους παραδέχθηκε τη χρήσι των ίππων ως αρμόζουσα…» γι’ αυτό και ο νόμος του Μωυσή νομοθετώντας όσα αφορούν τους βασιλείς λέει: «Να μην αυξάνη το ιππικό του» (Δευτερ. 17, 16). Τώρα αν οι βασιλείς των Εβραίων δεν χρησιμοποιούσαν άλογα, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να το κάνουν οι χριστιανοί. Και τρίτον, το βεβαιώνει ο θείος Χρυσόστομος λέγοντας: «Γι’ αυτό λοιπόν και τώρα, επειδή συνέβαινε κάποιοι που ήταν ασθενέστεροι να χρειάζωνται υποζύγια, θέσπισε μέτρο ( ο Κύριος δηλαδή), δείχνοντας ότι δεν πρέπει να μεταφέρωνται ζεύοντας άλογα ούτε μουλάρια, αλλά να χρησιμοποιούν όνους και να μην πηγαίνουν πιο πέρα από όσο είναι αναγκαίο» (εις την Σειρ. του κατά Ματθ. κεφ. κ’). Αυτά λένε λοιπόν οι άγιοι. Εάν όμως ο τόπος είναι τραχύς και ο δρόμος δύσκολος και δεν μπορούν να δουλέψουν γαϊδουράκια, είναι επιτρεπτό στους αρχιερείς και στους χριστιανούς να χρησιμοποιούν άλογα και μουλάρια, όχι όμως πολυέξοδα ούτε στρωμένα πολυτελώς αλλά ταπεινά και ταπεινά στρωμένα.

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.