Η Γέννηση του Χριστού – Μητροπ. Ναυππακτου και Αγίου Βλασίου, Ιεροθέου.

Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού κατά άνθρωπον αποτελεί την μητρόπολη των εορτών, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Από την Γέννηση ακολουθούν όλες οι άλλες Δεσποτικές εορτές, τα Θεοφάνεια, η Μεταμόρφωση, τα Πάθη, ο Σταυρός, η Ανάσταση και η Ανάληψη του Χριστού. Χωρίς την Γέννηση δεν θα υπήρχε η Ανάσταση, αλλά και χωρίς την Ανάσταση δεν θα εκπληρωνόταν ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως. Όλα αυτά τα Δεσποτικά γεγονότα είναι ενιαία. Εμείς τα χωρίζουμε για να τα εορτάζουμε και να εμβαθύνουμε στο περιεχόμενο των εορτών. Σε κάθε θεία Λειτουργία ζούμε όλα τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως. Γι’ αυτό κατά τους Πατέρας πάντοτε είναι Χριστούγεννα, πάντοτε είναι Πάσχα, πάντοτε είναι Πεντηκοστή.
Με την Γέννηση του Χριστού άρχισαν να αποκαλύπτονται τα όσα συνέβησαν κατά τον Ευαγγελισμό. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε ότι υπάρχουν μερικά πρόσωπα, όπως η Παναγία, ο Ιωσήφ κλπ., στα οποία αποκαλύφθηκε ότι ο Χριστός που περίμεναν όλοι οι αιώνες ήλθε στον κόσμο. Βέβαια, ο Χριστός κρύπτεται φανερούμενος και αποκαλύπτεται κρυπτόμενος. Αυτό το βλέπουμε σε όλη την ζωή Του, αλλά και κατά την αποκάλυψή Του στους αγίους.
α’
Το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού είναι ιστορικό, αφού συνέβη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, όταν ηγεμόνευε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Καίσαρας Αύγουστος, και βασίλευε στην Ιουδαία ο Ηρώδης. Οι Ευαγγελιστές επιμένουν να τονίζουν την ιστορικότητα του γεγονότος, γιατί θέλουν να πουν ότι ο Χριστός είναι ιστορικό πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός προσέλαβε πραγματική ανθρώπινη σάρκα και η ενανθρώπηση δεν έγινε κατά δόκησιν, κατά φαντασίαν.
Παρά την ιστορικότητά του, το γεγονός αυτό παραμένει μυστήριο. Ξέρουμε ότι υπάρχει ο Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, αλλά παραμένει μυστήριο το πώς ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου. Άλλωστε, αυτό που συνέβη στο πρόσωπο του Χριστού, ότι ενώθηκαν υποστατικά η θεία με την ανθρώπινη φύση, έγινε μια φορά. Γι’ αυτό, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα πη ότι ο Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», είναι, δηλαδή, το καινούριο μετά την δημιουργία. Αυτό σημαίνει ότι μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, τίποτε δεν γίνεται καινούριο στον κόσμο. Όλα είναι επαναλαμβανόμενα. Η γέννηση του ανθρώπου είναι συνέχεια και αποτέλεσμα του λόγου του Θεού «ποιήσωμεν άνθρωπον… κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν», και του «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτήν» (Γέν. α’, 26-28). Το καινούριο είναι μόνο ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Έτσι, το ιστορικό του γεγονότος δεν αίρει το μυστήριο, αλλά και το μυστήριο δεν καταργεί την ιστορικότητα. Εορτάζουμε κατά τα Χριστούγεννα την γέννηση του Χριστού, αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε μυστηριακά μέσα στην καρδιά όλα τα γεγονότα που συνδέονται με αυτό, αφού, όταν ζούμε στην Εκκλησία, μετέχουμε και βιώνουμε όλους τους σταθμούς της θείας ενανθρωπήσεως.
β’
Η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι όλες οι αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκαλύψεις του Λόγου ασάρκως, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι αποκαλύψεις του Λόγου εν σαρκί. Αυτός που αποκαλύφθηκε στον Μωυσή και σε όλους τους Προφήτες ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, χωρίς να έχη σάρκα.
Οι Προφήτες και οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη δεν είχαν κοινωνία μόνο με τον Λόγο του Θεού, αλλά είδαν και την ενανθρώπησή Του. Αυτήν την έννοια έχει το γεγονός ότι τον είδαν ως άνθρωπο. Ο Αδάμ, όπως λέγεται στην Παλαιά Διαθήκη, άκουσε τα βήματα του Θεού που περπατούσε στον Παράδεισο. Ο Ιακώβ πάλεψε με τον Θεό. Ο Μωυσής είδε τα οπίσθια του Θεού. Ο Ησαΐας τον είδε ως άνθρωπο να κάθεται επάνω σε θρόνο, ο Δανιήλ ως ομοίωμα ανθρώπου και ως υιό ανθρώπου να έρχεται στον Παλαιό των ημερών.
Όλες αυτές οι αποκαλύψεις δηλώνουν ότι είδαν την ενανθρώπηση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, δηλαδή είδαν Αυτόν που θα ενηνθρώπιζε για να σώση το ανθρώπινο γένος. Το γεγονός ότι ο Μωυσής είδε τα οπίσθια του Θεού δηλώνει σαφώς ότι είδε αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον, δηλαδή την ενανθρώπηση του Λόγου. Οι Προφήτες δεν είδαν την φύση του Θεού, αλλά τον τύπο και την εικόνα αυτού που επρόκειτο να γίνη στο μέλλον. Γιατί, επρόκειτο ο Υιός και Λόγος του Θεού να γίνη άνθρωπος πραγματικά για να ενωθή με την φύση μας και να οραθή σεσαρκωμένος πάνω στην γη (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).
Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν και άλλα αποκαλυπτικά κείμενα στην Παλαιά Διαθήκη που προφητεύουν καθαρά όχι μόνον την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, αλλά και συγκεκριμένα γεγονότα, όπως ότι δεν θα καταργήση την Παρθενία της Θεοτόκου, ότι Αυτός θα φέρη ειρήνη στον κόσμο κλπ.
γ’
Στις αναλύσεις αυτές προσπαθούμε να δούμε τα χριστολογικά σημεία των Δεσποτικών εορτών. Ωστόσο, όμως, μπορούμε να δούμε και μερικά άλλα γεγονότα που συνδέονται με την αλήθεια ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου και ότι η βίωση αυτού του γεγονότος προϋποθέτει μια συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
Εκτός από την Παναγία και τον Ιωσήφ οι πρώτοι που προσκύνησαν το θείο Βρέφος ήταν οι Ποιμένες. Άγγελος Κυρίου ανακοίνωσε σε αυτούς ότι γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, ούτε σήμαινε ότι οι συγκεκριμένοι Ποιμένες αξιώθηκαν αυτής της αποκαλύψεως επειδή ήταν πλησιέστερα στο Σπήλαιο.
Κατά τους Πατέρες αυτό έγινε για πολλά αίτια. Πρώτον, για την καθαρότητα των Ποιμένων λόγω της αναχωρήσεως και ησυχίας. Δεύτερον, γιατί οι Ποιμένες ήταν μιμητές και ακόλουθοι της πολιτείας και των αρετών των Πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης. Δηλαδή, οι Ποιμένες δεν ήταν τυχαίες προσωπικότητες. Τρίτον, για να δηλωθή ότι ο Χριστός θα είναι ο πραγματικός Ποιμήν του Ισραηλιτικού και Εθνικού λαού. Τέταρτον, για να φανή καθαρά ότι ο Χριστός διάλεξε τους πιο απλούς στην καρδιά και χωρητικωτέρους για να δεχθούν την αποκάλυψη αυτή, και όχι τους πονηρούς Γραμματείς και Φαρισαίους. Αυτά όλα δείχνουν τον τρόπο που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήση για να βιώση το μυστήριο της αποκαλύψεως.
δ’
Είναι χαρακτηριστικός και ο ύμνος των Αγγέλων: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β’, 14). Η ειρήνη την οποία ύμνησαν οι άγγελοι δεν ήταν μια ειρήνη κοινωνική, η απουσία του πολέμου, αλλά η ενανθρώπηση και η παρουσία του Χριστού. Έτσι, οι άγγελοι ύμνησαν την ειρήνη που ήλθε με την Γέννηση του Χριστού και όχι μια ειρήνη που θα έλθη στο μέλλον. Γιατί, ο Χριστός με την ενανθρώπισή Του ειρηνοποίησε τον άνθρωπο με τον Θεό, τον πλησίον του και τον εαυτό του, ακριβώς επειδή στο πρόσωπό Του ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος μετά την πτώση έχασε την ειρήνη με τον Θεό, γιατί προσκυνούσε άψυχα και αναίσθητα είδωλα και όχι τον αληθινό Θεό. Τώρα με την ενανθρώπησή Του δίνεται η δυνατότητα στον άνθρωπο να λατρεύη και να προσκυνά τον αληθινό Θεό. Ακόμη απέκτησε ειρήνη και με τους αγγέλους και με τους ομοφύλους του. Και, βεβαίως, απέκτησε την ειρήνη των ψυχικών του δυνάμεων, γιατί ο Χριστός έκανε αυτό που απέτυχε να κάνη ο Αδάμ. Ο Αδάμ έπρεπε με την Χάρη του Θεού και τον δικό του προσωπικό αγώνα να φθάση σε πλήρη κοινωνία με τον Θεό, οι δυνάμεις της ψυχής του να λειτουργούν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Αυτό επετεύχθη εν Χριστώ.
Η φράση «εν ανθρώποις ευδοκία» υποδηλώνει ότι η ενανθρώπηση είναι το προηγούμενο θέλημα του Θεού. Κατά τους Πατέρας το θέλημα του Θεού διακρίνεται σε προηγούμενο και επόμενο. Το προηγούμενο είναι το κατ’ ευδοκία, ενώ το επόμενο είναι το κατά παραχώρηση. Όταν λέγεται ότι η ενανθρώπηση είναι το προηγούμενο θέλημα του Θεού, εννοείται ότι δεν ήταν συνέπεια της πτώσεως του Αδάμ, αλλά στην σκέψη του Θεού προηγήθηκε της πτώσεως. Δηλαδή, η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό δεν θα μπορούσε να επιτευχθή, αν δεν υπήρχε το συγκεκριμένο πρόσωπο, στο οποίο θα ενωνόταν υποστατικά η θεία με την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, η ενανθρώπηση είναι το προηγούμενο θέλημα του Θεού, που σημαίνει ότι είχε προγραμματισθή ανεξάρτητα από την πτώση του Αδάμ. Αυτό που ακολούθησε από την πτώση ήταν τα Πάθη και ο Σταυρός του Χριστού. Η ενανθρώπηση του Χριστού ήταν το τέλος της δημιουργίας. Όλη η κτίση και ο άνθρωπος έγινε για τον Θεάνθρωπο. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι δεν θα μπορούσε να θεωθή ο άνθρωπος και να αγιασθή η κτίση, εάν δεν υπήρχε ο Θεάνθρωπος.
ε’
Εκτός από τους Ποιμένες, οι μάγοι από την ανατολή αξιώθηκαν να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Χριστό. Δεν έχει σημασία το πότε έγινε αυτό, αλλά το ότι ανακάλυψαν τον Χριστό. Ουσιαστικά ο Θεός αποκαλύφθηκε σε αυτούς, πράγμα το οποίο δεν έγινε στους Γραμματείς και Φαρισαίους, που αποτελούσαν το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής εκείνης. Οι μάγοι δεν ήταν αστρολόγοι, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, αλλά αστρονόμοι, που έβλεπαν τα αστέρια του ουρανού και τις κινήσεις τους. Την εποχή εκείνη η αστρολογία εθεωρείτο επιστήμη. Σήμερα που η επιστήμη της αστρονομίας απομακρύνθηκε από την αστρολογία, η οποία είναι συνδεδεμένη με την μεταφυσική και τον σατανισμό, η τελευταία (αστρολογία) απορρίπτεται από την Ορθόδοξη πίστη.
Οι μάγοι αναγνώρισαν τον Χριστό τον προσκύνησαν «δια της του νοός γνώσεως». Δια των οφθαλμών του σώματος έβλεπαν ένα βρέφος, δια της οράσεως, όμως, του νου έβλεπαν τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Έτσι, οι μάγοι βρίσκονταν σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να δουν και να προσκυνήσουν τον Θεό. Δεν ήταν θέμα επιστήμης, αλλά εσωτερικής νοεράς καθαρότητος.
Απόδειξη αυτών που λέγονται εδώ είναι ότι το αστέρι που είδαν στην ανατολή και τους οδήγησε μέχρι την Βηθλεέμ δεν ήταν ένα κοινό αστέρι, αλλά, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, άγγελος Κυρίου που τους καθοδηγούσε. Το ότι αυτό δεν ήταν ένα φυσικό, αλλά ένα υπερφυσικό γεγονός, φαίνεται από τις ιδιότητες του συγκεκριμένου αστέρος. Πρώτον, το αστέρι αυτό δεν εκινείτο μόνον, αλλά και στεκόταν. Όταν προχωρούσαν οι μάγοι εκινείτο, όταν σταματούσαν στεκόταν και αυτό. Δεύτερον, το αστέρι αυτό εκινείτο χαμηλότερα από τα άλλα αστέρια, και όταν οι μάγοι έφθασαν στο μέρος όπου βρισκόταν ο Χριστός, χαμήλωσε και στάθηκε επάνω στην οικία. Τρίτον, είχε τόσο λαμπρότητα, ώστε υπερέβαλε την λαμπρότητα των άλλων αστέρων (άγ. Νικόδημος Αγιορείτης).
Πέρα από αυτό, το αστέρι των μάγων εκινείτο παράδοξα, δηλαδή από ανατολάς προς δυσμάς δυσμάς και προς το τέλος κινήθηκε από Ιερουσαλήμ προς Βηθλεέμ, δηλαδή προς νότον. Και ακόμη, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, φαινόταν και την ημέρα, ενώ όλα τα άλλα αστέρια δεν φαίνονται με το φως του ηλίου.
Επομένως, το λαμπρό αυτό αστέρι ήταν άγγελος Κυρίου, και όπως λέγει ο Ιωσήφ Βρυένιος ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος, άλλωστε, διακόνησε και υπούργησε το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Έτσι, οι μάγοι ήταν θεολόγοι με την ορθόδοξη σημασία του όρου, αφού είχαν φθάσει στην έλλαμψη και απέκτησαν την γνώση του Θεού.
στ’
Στην Γέννηση του Χριστού παρευρισκόταν και η κτίση, η οποία έλαβε Χάρη από τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού. Στον όρο κτίση περιλαμβάνουμε τα ζώα, το σπήλαιο, τη φάτνη, τα βουνά, τον ουρανό κλπ. Η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού δείχνει ότι όλη η κτίση λαμβάνει Χάρη από τον Χριστό. Κέντρο της εικόνος είναι ο Χριστός, ο Οποίος είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος και από Αυτόν προχέεται η αγιοποιός και θεοποιός ενέργεια του Θεού.
Κατά την Γέννηση του Χριστού ολόκληρη η κτίση ανυμνεί τον Θεό, τον δημιουργό της. Αποδεικνύεται ότι ο Χριστός ως Θεός είναι δημιουργός της κτίσεως, και η κτίση είναι δημιούργημά Του.
Λέγαμε προηγουμένως ότι ολόκληρη η κτίση κατά την στιγμή της Γεννήσεως λαμβάνει Χάρη από τον Θεό. Πρέπει να κάνουμε μια σαφή διάκριση. Ενώ η ενέργεια του Θεού είναι μία, όμως ανάλογα με τα αποτελέσματά της έχει διάφορες ιδιότητες. Έτσι κάνουμε λόγο για αγιοποιό και θεοποιό ενέργεια, ή για ουσιοποιό, ζωοποιό, σοφοποιό και θεοποιό ενέργεια του Θεού. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να πούμε ότι η κτίση από πλευράς οντολογίας μετέχει στην ουσιοποιό και ζωοποιο ενέργεια του Θεού και από πλευράς σωτηρίας στην αγιοποιό. Μόνο οι θεούμενοι και οι άγγελοι μετέχουν και στην θεοποιό ενέργεια του Θεού.
Επομένως, οι άνθρωποι που παραβρέθηκαν στην Γέννηση του Χριστού και οι άγγελοι μετείχαν στην θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ η άλογη δημιουργία μετείχε στην αγιοποιό ενέργεια του Θεού. Αυτό λέγεται για να μη γίνεται καμμιά σύγχυση στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού.
ζ’
Μιλώντας για τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού πρέπει απαραίτητα να δούμε και τα ονόματα που του δίνουμε, γιατί αυτά εκφράζουν διάφορες θεολογικές αλήθειες.
Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος πριν την ενανθρώπιση αποκαλείται Υιός και Λόγος του Θεού. Το όνομα Υιός δηλώνει ότι γεννήθηκε από τον Πατέρα και το γεννητό είναι το υποστατικό του ιδίωμα. Το όνομα Λόγος του Θεού χρησιμοποιείται για να δηλώση όχι μόνο το απαθές της γεννήσεως, αλλά και το συναφές και εξαγγελτικό, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Λέγεται Λόγος, γιατί έχει σχέση με τον Πατέρα, κατά τον τρόπο που στον άνθρωπο ο λόγος έχει σχέση με τον νου. Δηλαδή, ο λόγος εξαγγέλλει τις έννοιες και όσα υπάρχουν στον νου. Έτσι, το όνομα Λόγος μας δείχνει και τον Πατέρα, γιατί αυτός που νοεί και βλέπει τον Λόγο, νοεί και βλέπει και τον Πατέρα εν τω Λόγω.
Μετά την ενανθρώπιση ή μάλλον κατά την στιγμή της συλλήψεως του Λόγου στην κοιλία της Παναγίας, οπότε γίνεται η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου, λέγεται Χριστός. Το όνομα Χριστός είναι όνομα της υποστάσεως και δεν λέγεται για μία μόνο φύση, αλλά είναι σημαντικό των δύο φύσεων στον ενανθρωπήσαντα Θεό. Επειδή η ανθρώπινη φύση χρίσθηκε από τον Θεό, γι’ αυτό ο Λόγος ονομάσθηκε Χριστός. Το όνομα Χριστός δηλώνει τον χρίσαντα Πατέρα, τον χρισθέντα Υιό και το χρίσμα άγιον Πνεύμα. Όμως, επειδή η ανθρώπινη φύση χρίσθηκε από όλον τον Τριαδικόν Θεό, γι’ αυτό στην χρίση αυτήν συμμετέσχε και ο Λόγος του Θεού. Αυτός ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού έχρισε τον εαυτό Του, δίνοντας ως Θεός χρίσμα στο σώμα, με την θεότητά Του, και ταυτόχρονα ήταν χριόμενος ως άνθρωπος (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).
Επομένως, το όνομα Χριστός δηλώνει το συναμφότερο, δηλαδή τον Θεό και άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Κατά άκρα συγκατάβαση μπορεί να χρησιμοποιείται άλλοτε για την ανθρωπότητα του Χριστού και άλλοτε για την θεότητα. Γιατί, μετά την καθ’ υπόσταση ένωση των δύο φύσεων, ο Λόγος ονομάζεται Χριστός. Έτσι, Αυτός που ήταν Υιός και Λόγος του Θεού πριν την ενανθρώπηση, ενώ παραμένει πάντοτε Υιός και Λόγος του Θεού, μετά την ενανθρώπιση ονομάζεται Χριστός, πράγμα το οποίο δηλώνει την ένωση των δύο φύσεων.
Η λέξη θεότης αναφέρεται στην φύση, ενώ οι λέξεις Πατήρ, Υιός και Πνεύμα αναφέρονται στις υποστάσεις. Είναι αιρετικό να ισχυριζόμαστε ότι η θεότητα σαρκώθηκε ή ενανθρώπησε. Το ορθόδοξο είναι ότι η θεότητα ενώθηκε με την ανθρωπότητα σε μια από τις υποστάσεις της. Δηλαδή, δεν σαρκώθηκε ο Πατήρ, αλλά το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που ήταν και είναι Θεός αληθινός (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).
η’
Στον Χριστό υπάρχουν δύο γεννήσεις, η μία γέννηση είναι προαιώνια από τον Πατέρα πέρα από αιτία, λόγο, χρόνο και φύση, και η άλλη έγινε για μας από την Υπεραγία Θεοτόκο «εν χρόνω κυήσεως», αλλά «υπέρ νόμον κυήσεως» επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, και όχι σπερματικώς.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από Παρθένο Πατέρα, χωρίς μητέρα, και εν χρόνω από Παρθένο Μητέρα, χωρίς σαρκικό πατέρα. Και οι δύο γεννήσεις ήταν απαθείς και άρρευστες, γιατί ούτε ο Θεός Πατήρ με την γέννηση έπαθε κάτι, αλλά ούτε και η Παναγία με την γέννηση έχασε την παρθενία της.
Και οι δύο γεννήσεις είναι ακατάληπτες από την ανθρώπινη λογική. Εμείς δεχόμαστε την αποκαλυπτική αλήθεια ότι γεννήθηκε από τον Πατέρα αρρεύστως και από την Πανγία ασπόρως, χωρίς να επεξεργαζόμαστε διανοητικά αυτά τα γεγονότα. Γιατί, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η προσπάθεια κατανοήσεως των υπέρ λόγον μυστηρίων μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο στην τρέλα. Το γεγονός είναι ότι οι δύο αυτές γεννήσεις δίνουν την απαραίτητη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος μόνον δια του Χριστού μπορεί να σωθή, αφού ο Χριστός διόρθωσε το σφάλμα του Αδάμ και οδήγησε τον άνθρωπο στον σκοπό στον οποίο θα έφθανε ο Αδάμ αν δεν αμάρτανε.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει μερικές λεπτές ετυμολογικές παρατηρήσεις για το αγένητο και γενητό (με ένα ν) που προέρχονται από το γίγνομαι, και το αγέννητο και γεννητό (με δύο ν), που προέρχονται από το ρήμα γεννώμαι. Αυτές οι ετυμολογικές παρατηρήσεις εκφράζουν την βαθυτάτη ουσία της ορθοδόξου θεολογίας.
Το αγένητο και γενητό (με ένα ν) δηλώνει το άκτιστο και το κτιστό, αντίστοιχα, αφού το αγένητο δεν δημιουργήθηκε, ενώ το γενητό δημιουργήθηκα κάποτε. Με αυτήν την έννοια ο Θεός είναι αγένητος, αδημιούργητος, ενώ το γενητό αναφέρεται στην κτίση. Με τις λέξεις αγένητο και γενητό αποδίδουμε την φύση.
Το αγέννητο και γεννητό (με δύο ν) δεν δηλώνουν την φύση, αλλά την υπόσταση. Αυτό το βλέπουμε στον Θεό και τον άνθρωπο. Ο Πατήρ είναι αγέννητος, γιατί δεν γεννήθηκε από κανέναν, ο Υιός κατά την θεία Του ύπαρξη είναι γεννητός, αφού γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Το ίδιο ακριβώς παρατηρούμε και στους ανθρώπους, αφού και ο άνθρωπος γεννάται, αλλά όμως είναι κτιστός.
Με αυτές τις προϋποθέσεις ο Πατήρ είναι αγένητος (με ένα ν), γιατί είναι άκτιστος και δεν έγινε, δεν έχει αρχή δημιουργίας, και συγχρόνως είναι αγέννητος (με δύο ν) γιατί δεν γεννήθηκε, αλλά Αυτός γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι αγένητος (με ένα ν), γιατί ως Θεός είναι άκτιστος, αλλά γεννητός (με δύο ν) γιατί γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιωνίως. Επίσης κατά την ανθρώπινη φύση είναι γεννητός (με δύο ν), ακριβώς γιατί γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία εν χρόνω.
Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την Χριστολογία, γιατί δείχνει την θεότητα του Λόγου του Θεού, αλλά και το ότι μετά την γέννηση είναι υπόσταση. Επειδή το γεννητό (με δύο ν) είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της υποστάσεως, γι’ αυτό η Παναγία εγέννησε υπόσταση που γνωρίζεται σε δύο φύσεις.
θ’
Ένα βασικό ερώτημα σχετικό με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού είναι το γιατί ενηνθρώπησε το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και ότι το Πρώτο (ο Πατήρ) ή το Τρίτο (το Άγιον Πνεύμα). Βέβαια, όλη η Αγία Τριάδα ενήργησε στην ενανθρώπηση, αφού ο Λόγος έλαβε ανθρώπινη φύση, ο Πατήρ ευδόκησε την σάρκωση του Υιού Του, και το Άγιον Πνεύμα συνήργησε, επειδή ο Χριστός συνελήφθη εν Αγίω Πνεύματι. Αλλά το γεγονός είναι ότι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος παρέλαβε την ανθρώπινη φύση. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι.
Ο πρώτος λόγος είναι γιατί ο Λόγος του Θεού είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. α’, 15), ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού, δηλαδή κατ’ εικόνα του Λόγου. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου, αφού του εδόθη νοερό και αυτεξούσιο, και καθ’ ομοίωση, δηλαδή τέλειος στις αρετές όσο είναι δυνατόν στην φύση του. Επειδή, όμως, με την παράβαση των εντολών αμαυρώθηκε το κατ’ εικόνα και γυμνωθήκαμε από την κοινωνία με τον Θεό, φυσικό δε επακόλουθο ήταν η είσδυση της φθοράς και του θανάτου, γι’ αυτό ενηνθρώπησε ο Λόγος, για να ξαναπλάση τον άνθρωπο και να τον οδηγήση εκεί που θα έφθανε με την Χάρη Του και τον δικό του προσωπικό αγώνα.
Ο Θεός με την δημιουργία μας έδωσε το ανώτερο, δηλαδή το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, αλλά εμείς δεν το φυλάξαμε, το χάσαμε. Τώρα έρχεται ο Λόγος του Θεού, το πρωτότυπο της δημιουργίας μας και παραλαμβάνει το κατώτερο, δηλαδή την δική μας φύση, για να μας ελευθερώση από την φθορά, και για να ανακαινίση το σκεύος που αχρειώθηκε και συντρίφθηκε, καθώς επίσης να μας απαλλάξη από την τυραννία του διαβόλου και να μας παιδαγωγήση στην νέα ζωή.
Η επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό δεν ήταν υπόθεση μιας απλής μετάνοιας, όπως διδάσκει ο Μ. Αθανάσιος, αφού μετά την αμαρτία εισήλθε η φθορά και ο θάνατος. Έπρεπε, λοιπόν, να νικηθή ο θάνατος. Γι’ αυτό ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε σάρκα καθαροτάτη από την Παναγία, αλλά πάντως θνητή και παθητή, για να νικήση τον θάνατο και τον διάβολο και να γίνη το πρωτότυπο της νέας δημιουργίας.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ενηνθρώπησε το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι για να μείνη η ιδιότητά Του ακίνητη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος έχει μια ακίνητη ιδιότητα. Ο Πατήρ είναι Πατήρ και όχι Υιός, ο Υιός είναι Υιός του Θεού και όχι Πατήρ, και το Άγιον Πνεύμα είναι Άγιον Πνεύμα και όχι Πατήρ ή Υιός. Η ιδιότητα αυτή δεν μπορεί να αλλάξη, να κινηθή και να μεταβληθή. Δεν μπορούσε ο Πατήρ να γίνη Υιός, ούτε το Άγιον Πνεύμα να γεννηθή, αφού εκπορεύεται από τον Πατέρα. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που γεννήθηκε από Πατέρα προαιωνίως έπρεπε να γεννηθή και από την Παναγία εν χρόνω, κατά την σάρκωσή Του. Έτσι, ο Υιός του Θεού γίνεται υιός του ανθρώπου για να παραμείνη η ιδιότητα ακίνητη.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι ο Λόγος του Θεού, που εξαγγέλλει σε μας το θέλημα του Πατρός. Αυτός, άλλωστε, εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και απεκάλυπτε το θέλημα του Θεού Πατρός.
Έτσι, δια του σεσαρκωμένου Λόγου αποκτούμε την σωτηρία. Δι’ αυτού έχουμε την προσαγωγή μας προς τον Πατέρα. Αυτός είναι η θύρα δια της οποίας εισερχόμαστε στην οικία του Πατέρα, και αφού ο Χριστός είναι η θύρα των προβάτων, το κλειδί είναι το Άγιον Πνεύμα (άγ. Συμεών νέος Θεολόγος).
ι’
Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού απέβλεπε στην διόρθωση του Αδάμ και της Εύας, και κυρίως στην θέωση του ανθρώπου. Κατά τον Μ. Αθανάσιο ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνη τον άνθρωπο Θεό. Το ίδιο συναντούμε και στα τροπάρια της Εκκλησίας: «γίνεται άνθρωπος Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται».
Η πτώση του Αδάμ δεν ήταν ηθική, αλλά οντολογική, αφού διεφθάρη ολόκληρη η ύπαρξή του. Αυτό, βέβαια, είχε και ηθικές συνέπειες. Με την αμαρτία ο άνθρωπος γυμνώθηκε από την θεία Χάρη, έχασε την παρρησία του με τον Θεό, σκεπάστηκε με την τραχύτητα της επίμοχθης ζωής (φύλλα συκής), περιβλήθηκε την νέκρωση, δηλαδή την θνητότητα και την παχύτητα της σαρκός (δερμάτινοι χιτώνες), εξορίστηκε από τον Παράδεισο, έγινε κατάκριτος του θανάτου και υποκείμενος στην φθορά. Ο Θεός με την ευσπλαγχνία και φιλανθρωπία Του τον παιδαγώγησε με πολλούς τρόπους. Τελικά, όμως, για να νικήση τον θάνατο και να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, ενηνθρώπησε. Άλλωστε, αυτό έπρεπε να γίνη και από την αρχή, αφού, όπως έχουμε τονίσει προηγουμένως, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φθάση ο άνθρωπος στην θέωση.
Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού δείχνει το αγαθό και σοφό, το δίκαιο και το δυνατό του Θεού. Το αγαθό, γιατί δεν παρέβλεψε την ασθένεια του πλάσματος, αλλά του έδωσε χείρα βοηθείας. Το σοφό, γιατί βρήκε την πιο κατάλληλη λύση γι’ αυτό που φαινόταν αδύνατο. Το δίκαιο, γιατί μετά την πτώση δεν έπλασε άλλον άνθρωπο για να παλέψη με τον διάβολο, ούτε απέσπασε τον άνθρωπο με την βία από τον θάνατο, αλλά αυτόν τον ίδιο τον κατέστησε νικητή, με το να αναλάβη ο Ίδιος την θνητή και παθητή σάρκα του. Το δυνατό του Θεού, γιατί αυτό μπορούσε να το κάνη, δηλαδή να γίνη άνθρωπος ενώ ταυτόχρονα θα ήταν αληθινός Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα (άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός).
Επομένως, η θέωση του ανθρώπου δεν είναι πολυτέλεια στην πνευματική ζωή, αλλά ο σκοπός και το τέλος του ανθρώπου. Δια του Θεανθρώπου Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να φθάση από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, που είναι η θέωση. Στον Χριστό θεώθηκε η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση, και όταν ο άνθρωπος ενώνεται μαζί Του, μπορεί να θεώση την δική του υπόσταση. Αφού βρέθηκε το φάρμακο της σωτηρίας, κάθε ασθενής άνθρωπος μπορεί να το λάβη και να θεραπευθή.
Η θέωση του ανθρώπου λέγεται και ιατρεία, θεραπεία, διότι δι’ αυτού του τρόπου ο άνθρωπος θεραπεύεται από την φθαρτότητα και την θνητότητα και απαλλάσσεται από την καταδυναστεία του διαβόλου. Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχαν αιρετικοί που δίδασκαν ότι ο Χριστός προσέλαβε την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, όχι όμως και τον νου. Απαντώντας ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι ο Χριστός προσέλαβε σύνολη την ανθρώπινη φύση, σώμα, ψυχή, νου και όλα τα συστατικά της ανθρώπινης φύσεως, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσε να θεραπεύση. Αν, δηλαδή, δεν προσελάμβανε τον νου, τότε ο νους θα παρέμενε αθεράπευτος. «Το απρόσληπτον, αθεράπευτον˙ ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται».
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή με την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου υπάρχουν πέντε διαιρέσεις, ήτοι μεταξύ ακτίστου και κτιστού, αγγέλων και ανθρώπων, ουρανού και γης, παραδείσου (αισθητός της Εδέμ) και οικουμένης, άρρενος και θήλεος. Ο πρώτος Αδάμ έπρεπε με την Χάρη του Θεού και τον δικό του προσωπικό αγώνα να υπερβή αυτές τις διαιρέσεις. Αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχη ο πρώτος Αδάμ, το πραγματοποίησε ο νέος Αδάμ, ο Χριστός. Έτσι έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να υπερβή και αυτός τις διαιρέσεις αυτές, όταν ενωθή μαζί Του.
ια’
Η ενανθρώπηση του Χριστού λέγεται ακόμη και κένωση. Είναι καταπληκτικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «ος εν μορφή Θεού υιπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, άλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλ. β’. 6-8).
Η κένωση του Λόγου πρέπει να εκληφθή ως συγκατάβαση. «Συγκαταβαίνει τοις εαυτού δούλοις συγκατάβασιν άφραστόν τε και ακατάληπτον» (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Συγκαταβαίνει στο ανθρώπινο γένος, προσλαμβάνοντας την μορφή του δούλου, δηλαδή την σάρκα, και κατά κάποιο τρόπο μειώνει και ελαττώνει την θεότητά Του, χωρίς να παύση να είναι Θεός, για να γίνη χωρητός (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Και ο πλήρης κενούται, κενούται γαρ της εαυτού δόξης επί μικρόν ιν’ εγώ της εκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ομοούσιος πάντοτε με τον Πατέρα. Αυτό είναι φυσικό, αφού αυτήν την ισότητα δεν την άρπαξε με την βία. Με την ενανθρώπησή Του προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, κρύπτοντας την θεότητά Του, για να σώση το ανθρώπινο γένος. Συγκαταβαίνει στους δούλους του, «το αταπείνωτον αυτού ύψος αταπεινώτως ταπεινώσας» (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Μόνον με αποφατικές εκφράσεις μπορεί κανείς να διατυπώση το μεγάλο μυστήριο της κενώσεως.
Η κένωση του Χριστού δεν συνίσταται στο ότι γεννήθηκε πτωχός, ότι έζησε σε μια πτωχική οικογένεια, ότι έζησε από μικρή ηλικία την προσφυγιά, τον διωγμό και την ταλαιπωρία, αντιμετώπισε το μίσος των ανθρώπων κλπ., αλλά κυρίως στο ότι προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, και μάλιστα θνητή και παθητή. Το ότι ο άκτιστος Θεός προσέλαβε το κτιστό της ανθρωπίνης φύσεως, και το κτιστό ενώθηκε με το άκτιστο, αυτό είναι και λέγεται κένωση και πτωχεία του Χριστού.
Χωρίς την κένωση δεν θα μπορούσε να γίνη η πλήρωση – θέωση του ανθρώπου. Άλλωστε, η θεία κένωση δείχνει και το τι ακριβώς είναι η αγάπη. Η αγάπη είναι κένωση, θυσία, προσφορά, πρόσληψη του άλλου. Γι’ αυτό και όσο ο άνθρωπος ελλάμπεται και θεούται τόσο κενούται και το αντίστροφο.
ιβ’
Συνέχεια του προηγουμένου, δηλαδή της κενώσεως, είναι το ότι ο Χριστός, προσλαμβάνοντας στον εαυτό Του την ανθρώπινη φύση, προσέλαβε και τα λεγόμενα φυσικά και αδιάβλητα πάθη. Αφού ο Υιός και Λόγος του Θεού πήρε την ανθρώπινη φύση, είναι επόμενο ότι προσέλαβε και όλα όσα ανήκουν στον άνθρωπο, χωρίς την αμαρτία.
Όταν κάνουμε λόγο για αδιάβλητα πάθη, εννοούμε εκείνα που δεν εξαρτώνται από μας, που δεν είναι θέμα επιλογής και προτιμήσεως, αλλά εκείνα που εισήλθαν μετά την παράβαση. Αυτά είναι η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο πόνος, το δάκρυ, η φθορά, η αποφυγή του θανάτου, η δειλία, η αγωνία, η βοήθεια από τους αγγέλους εξ αιτίας της ασθενείας της φύσεως. Αυτά δεν συνιστούν αμαρτία, αλλά είναι αποτελέσματα της αμαρτίας.
Επειδή ο Χριστός για να νικήση τον θάνατο και τον διάβολο, προσέλαβε σάρκα θνητή και παθητή, και είναι πραγματικός άνθρωπος και όχι κατά φαντασία, γι’ αυτό και προσέλαβε και αυτά τα λεγόμενα φυσικά και αδιάβλητα πάθη. Έτσι βλέπουμε ότι πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, δάκρυσε, ζητούσε την αποφυγή του θανάτου κλπ.
Ο Χριστός, όμως, δεν προσέλαβε και το σπερματικό, όπως λειτουργεί στην ανδρική φύση. Αυτό έχει σχέση με το ότι συνελήφθη με το Άγιον Πνεύμα και όχι σπερματικώς. Άλλωστε, το σπερματικό, που συνδέεται με το γενετήσιο ένστικτο έχει σχέση με λογισμούς, επιθυμίες, σαρκικές επαναστάσεις κλπ. Ο Χριστός δεν είχε ποτέ τέτοια προβλήματα, γιατί «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α’ Πέτρ. β’, 22). Άλλωστε, όπως λέγαμε προηγουμένως, προσέλαβε τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη, όχι όμως την αμαρτία. Όταν ο Χριστός πειραζόταν από τον διάβολο, πειραζόταν απ’ έξω και όχι μέσα από λογισμούς. «Ο μεν ουν πονηρός έξωθεν προσέβαλεν ου δια λογισμών…».
Ο Χριστός ήταν ο νέος Αδάμ, «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» ο Θεάνθρωπος Χριστός, γι’ αυτό και τα διάβλητα πάθη που προσέλαβε, λειτουργούσαν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Εκινούντο κατά φύσιν, δηλαδή πεινούσε, διψούσε, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά όταν ο Ίδιος παραχωρούσε στην σάρκα να πάσχη τα δικά της. «Ότε παρεχώρει τρη σαρκί πάσχειν τα ίδια». Τα αδιάβλητα πάθη λειτουργούσαν στον Χριστό και υπέρ φύσιν, γιατί δεν ήταν δυνατόν αυτά να προηγούνται της θελήσεώς Του. Δεν υπήρχε τίποτε αναγκαστικό στον Χριστό. Γι’ αυτό και όταν ήθελε πείνασε, όταν ήθελε δίψασε, όταν ήθελε δειλίασε, όταν ήθελε απέθανε. Με άλλα λόγια δεν εξουσίαζαν τα αδιάβλητα πάθη επάνω στον Χριστό, αλλά ο Χριστός επάνω σε αυτά (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).
Εάν στον άνθρωπο που φθάνει στην θέωση, και μάλιστα κατά τον καιρό της θεοπτίας, αναστέλλονται όλες οι σωματικές ενέργειες, πόσο μάλλον αυτό γινόταν στον Χριστό. Ο Χριστός πέθανε για τον άνθρωπο, αλλά όταν ήθελε πέθανε γι’ αυτό και «κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ. κζ’, 50). Ο εξαντλημένος άνθρωπος δεν μπορεί να φωνάξη δυνατά. Ο Χριστός με την θέλησή Του παρέδωκε την ψυχή κράξας δυνατά, που σημαίνει ότι δεν έσβησε ολίγον κατ’ ολίγον, όπως συμβαίνει με τους ετοιμοθάνατους και ψυχοραγούντας, αλλά πέθανε με την εξουσία που είχε ως Θεός.

ιγ’
Επανειλημμένα στις αναλύσεις αυτές είπαμε ότι στον Χριστό ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υποστατικώς. Αυτό πρέπει να το δούμε αναλυτικότερα, όσο είναι δυνατόν κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Βέβαια, είναι ένα μυστήριο και δεν μας επιτρέπεται να στοχαζόμαστε, γι’ αυτό και στηριζόμαστε στη διδασκαλία των θεουμένων αγίων μας, που έλαβαν την αποκάλυψη, αφού έφθασαν στην θέωση. Και όπως ο Προφήτης Μωυσής, φθάνοντας στην θεοπτία, μυήθηκε σε πολλά απόρρητα μυστήρια το ίδιο και περισσότερο έγινε με τους θεουμένους αγίους της Καινής Διαθήκης.
Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχαν διάφοροι αιρετικοί, οι οποίοι προσπαθούσαν με φιλοσοφική διάνοια να κατανοήσουν το πώς ενεργούσαν οι δύο φύσεις του Χριστού, δηλαδή η θεία και η ανθρώπινη. Κυρίως μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικές απόψεις. Η μία είναι η νεστοριανική και η άλλη η μονοφυσιτική. Κατά τους νεστοριανούς οι δύο φύσεις και οι ιδιότητές του είναι διακεκριμένες μεταξύ τους. Δεν είναι δυνατόν, έλεγαν, να ενωθή η θεία με την ανθρώπινη φύση, γιατί δεν πρόκειται για ομοειδείς φύσεις. Έτσι, κατά τους νεστοριανούς, η ανθρώπινη φύση είναι απλώς συνημμένη με την θεία φύση. Υπονοούσαν την ένωση σαν την ένωση δύο ξύλων μεταξύ τους. Αντίθετα, κατά τους μονοφυσίτες, η θεία φύση απερόφησε την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και η ανθρώπινη φύση έχασε όλα τα ιδιώματμά της.
Η Εκκλησία, αναιρώντας και τις δύο αυτές αιρετικές απόψεις, εδογμάτισε ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, και έτσι ο Χριστός γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Αυτή η διδασκαλία διασώζεται σε ένα τροπάριο – θεοτοκίο της οκταήχου, που συνέθεσε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «μηδαμώς υπομείναντα τροπήν (αλλοίωση) ή φυρμόν (σύγχυση, ανακάτεμα) ή διαίρεσιν, άλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξαντα». Δηλαδή, κάθε φύση διεφύλαξε την ιδιότητά της, και έτσι οι δύο φύσεις ούτε αλλοιώθηκαν, ούτε ανακατεύθηκαν, αλλά ούτε και διαιρέθηκαν.
Θα πρέπει στη συνέχεια να δούμε για λίγο τις τρεις λέξεις, ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, γιατί σε αυτές κρύπτεται το μυστήριο της Θεανθρωπότητος του Χριστού.
Το ατρέπτως δηλώνει ότι κάθε φύση δεν έχασε τα ιδιώματά της. Στην περίπτωση του θανάτου και της αναστάσεως του Λαζάρου, η ανθρώπινη φύση δακρύζει, αφού το δάκρυ είναι ίδιον γνώρισμα της ανθρωπίνης φύσεως, η δε θεία φύση ζωοποιεί τον Λάζαρο, αφού η ζωοποίηση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της θείας φύσεως. Έτσι, στον Χριστό το κτιστό έμεινε κτιστό, θνητό, περιγραπτό, ορατό, ενώ το άκτιστο, άκτιστο, αθάνατο, απερίγραπτο και αόρατο.
Το ασυγχύτως δηλώνει ότι δεν υπάρχει καμμία σύγχυση μεταξύ των ενεργειών των δύο φύσεων. Στην περίπτωση του Λαζάρου, δεν ζωοποιεί η ανθρώπινη φύση, ούτε δακρύζει η θεία φύση. Όλα τα θαύματα τα έκανε η θεότητα, όχι όμως χωρίς την σάρκα, και όλα τα ταπεινά τα έκανε η σάρκα, όχι όμως χωρίς την θεότητα. Το γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει στον Χριστό σύγχυση μεταξύ των ενεργειών των δύο φύσεων. Η θεότητα μεταδίδει την δόξα της στο σώμα, αλλά αυτή η ίδια παραμένει απαθής και αμέτοχος από τα πάθη της σαρκός.
Οι λέξεις ατρέπτως και ασυγχύτως πρέπει να εξετάζωνται απαραίτητα με την τρίτη λέξη αδιαιρέτως. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο φύσεις είναι αχώριστες και αδιαίρετες, δεν χωρίζονται ποτέ. Κάθε φύση ενεργεί στον Χριστό «μετά της θατέρου κοινωνίας», δηλαδή με την κοινωνία της άλλης. Στο παράδειγμα του Λαζάρου λέμε ότι δάκρυσε η ανθρώπινη φύση και ανέστησε τον Λάζαρο η θεία φύση, αλλά και οι δύο ήταν ενωμένες, λόγω της υποστάσεως. Επομένως, ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο. Όταν έπασχε η σάρκα, η θεότητα ήταν ενωμένη με την σάρκα, αλλά παρέμεινε απαθής. Και όταν ενεργούσε η θεότητα του Λόγου, ο άγιος νους του Χριστού ήταν συνημμένος με αυτήν, γνωρίζοντας τα τελούμενα.
Λόγω της υποστατικής ενώσεως ο Χριστός δεν έπραττε τα ανθρώπινα ανθρωπίνως, γιατί ήταν και Θεός, και δεν ενεργούσε τα θεία θεϊκώς, αφού ταυτόχρονα ήταν και άνθρωπος. Αυτό είναι συνέπεια της αλήθειας ότι οι δύο φύσεις ενώθηκαν υποστατικώς, δηλαδή ενώθηκαν ατρέπτως, ασυγχύτως και αδιαιρέτως, και η κάθε μία ενεργούσε μαζί με την κοινωνία της άλλης στην υπόσταση του Λόγου.
Μετά την υποστατική ένωση των δύο φύσεων υπήρχε ένα Πρόσωπο, μία υπόσταση. Ο Νεστόριος, με φιλοσοφική σκέψη διεκήρυττε ότι κάθε φύση έχει και το πρόσωπό της. Ισχυριζόταν ότι ο Χριστός με την ένωση των δύο φύσεων προσέλαβε δύο πρόσωπα, το της θεότητος και το της ανθρωπότητος, και αποτελέστηκε ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο ονόμαζε «πρόσωπον της οικονομίας» ή «νομικόν πρόσωπον». Έτσι, το πρόσωπο του Χριστού δεν ταυτίζεται ούτε με το πρόσωπο του Θεού, ούτε με το πρόσωπο του ανθρώπου, γι’ αυτό όταν χωρισθούν οι δύο φύσεις παύει να υπάρχη και το πρόσωπο αυτό.
Η Εκκλησία απέρριψε και αυτές τις αιρετικές απόψεις. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε στον Πρόσωπο του Λόγου. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αυτός ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού έγινε υπόσταση στην σάρκα. «Αυτός ο του Θεού Λόγος χρηματίσας τη σαρκί υπόστασις». Ο Χριστός είναι ένας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, και προσκυνείται ολόκληρος, αποτελούμενος από την θεία και την ανθρώπινη φύση. Προσκυνείται, επομένως, και η σάρκα, ακριβώς γιατί ο Λόγος του Θεού έγινε υπόσταση σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν αποτελέστηκε από δύο πρόσωπα, ούτε σχηματίσθηκε μετά την ένωση ένα νομικό πρόσωπο, αλλά επειδή η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν ατρέπτως, ασυγχύτως και αδιαιρέτως στην υπόσταση του Λόγου, ο Λόγος του Θεού έγινε υπόσταση και της σαρκός.
Ακόμη, στον Χριστό οι δύο φύσεις περιχωρούνται, χωρίς να χάσουν τις ιδιότητές τους. Αυτό όμως πρέπει να λέγεται από την άποψη ότι η περιχώρηση αυτή γίνεται από την θεία φύση, γιατί η θεία φύση περνά μέσα από όλα, λόγω του ότι είναι άκτιστη και τίποτα δεν μπορεί να περάση μέσα από αυτήν. Έτσι, υπάρχει ένωση και περιχώρηση των δύο φύσεων, αλλά αυτό γίνεται από την θεία φύση, όπως ο ήλιος μεταδίδει σε μας τις ενέργειές του και παραμένει αμέτοχος των δικών μας ενεργειών.
Βέβαια, όπως ο Χριστός, είχε δύο φύσεις, έτσι είχε και δύο ενέργειες και θελήσεις. Οι ενέργειες έχουν σχέση με τις φύσεις και όχι με το πρόσωπο. Ενεργούν όμως αυτές οι ενέργειες με το κοινό Πρόσωπο, την υπόσταση του Λόγου. Όπως οι φύσεις δεν κινούνται ανεξάρτητα από την υπόσταση του Λόγου, το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες.
ιδ’
Το χριστολογικό δόγμα είναι πολύ σημαντικό, γιατί έχει σχέση με το εκκλησιολογικό, το ανθρωπολογικό και το σωτηριολογικό. Οι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην χριστολογική διδασκαλία, γιατί όταν αυτή αλλοιωθή, τότε αυτομάτως αλλοιώνεται και η εκκλησιολογική, ανθρωπολογική και σωτηριολογική διδασκαλία. Σε μια τέτοια αλλοίωση η Εκκλησία μεταβάλλεται σε ένα σωματείο ανθρώπινο και μια θρησκευτική οργάνωση και σύναξη, και ο άνθρωπος χάνει τον σκοπό της ζωής, αφού ξεφεύγει από τον αληθινό τρόπο και δρόμο της σωτηρίας.
Αναπτύσσοντας μερικές πτυχές του χριστολογικού δόγματος, πρέπει να αναφερθούμε και στην συζήτηση μεταξύ των όρων «σύνθετος φύσις» και «σύνθετος υπόστασις», γιατί και στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν έγινε και γίνεται μεγάλη συζήτηση για την διαφορά που υπάρχει μεταξύ τους.
Οι μονοφυσίτες ισχυρίζονταν ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό, μετά την ένωση, ενώθηκαν μεταξύ τους και αποτέλεσαν μία φύση, που την ονόμασαν «σύνθετον φύσιν». Με αυτή την προοπτική δικαιολογούσαν την άποψη ότι η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από την θεία φύση. Όμως, αυτή η άποψη αλλοιώνει το «ατρέπτως» των δύο φύσεων. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η σύνθετη φύση, αφού είναι κάτι διαφορετικό από τις πρωταρχικές, δεν είναι ομοούσια ούτε με την θεία ούτε με την ανθρώπινη φύση. Για παράδειγμα αναφέρει την σύσταση του ανθρωπίνου σώματος από τα τέσσερα στοιχεία το πυρ, τον αέρα, το νερό και την γη. Το σώμα μετά την σύστασή του είναι κάτι διαφορετικό και δεν είναι ούτε φωτιά, ούτε αέρας, ούτε νερό, ούτε γη. Αν, λοιπόν, χρησιμοποιήσουμε την φράση «σύνθετος φύσις» για τον Χριστό, τότε ο Χριστός δεν είναι ούτε ομοούσιος προς τον Πατέρα κατά την θεότητα, ούτε ομοούσιος προς την μητέρα Του και προς εμάς κατά την ανθρωπότητα. Έτσι, ο Χριστός δεν μπορεί να ονομασθή ούτε Θεός ούτε άνθρωπος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εντεταγμένος οργανικά στην Ορθόδοξη Παράδοση, απορρίπτει τον όρο «σύνθετος φύσις» και εισάγει την φράση και τον όρο «σύνθετος υπόστασις». Και βέβαια, και αυτή η φράση πρέπει να ερμηνευθή ορθόδοξα, γιατί είναι ενδεχόμενο και αυτή να παραποιηθή. Ας δούμε λίγο πως μπορούμε ορθόδοξα να κάνουμε λόγο για «σύνθετον υπόστασιν».
Η υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού προς της ενσαρκώσεως ήταν απλή, ασύνθετη, ασώματη, άκτιστη, αόρατη, αψηλάφητη, απερίγραπτη, έχοντας όλα όσα έχει ο Πατήρ, διαφέροντας μόνο στον τρόπο της υπάρξεως, αφού ο Πατήρ, είναι αγέννητος, ο δε Υιός γεννητός. Μετά την ενανθρώπηση όμως η υπόσταση του Λόγου του Θεού έγινε σύνθετη, με την έννοια ότι αποτελείται από την θεότητα και την ανθρωπότητα. Έτσι τώρα, μετά την ενανθρώπηση, η ία υπόσταση του Χριστού, επειδή αποτελείται από δύο φύσεις, είναι άκτιστη κατά την θεότητα και κτιστή κατά την ανθρωπότητα, αόρατη κατά την θεότητα, ορατή κατά την ανθρωπότητα.
Αν δεν δεχθούμε τον όρο «σύνθετος υπόστασις», τότε περιπίπτουμε ή στον νεστοριανισμό, αφού θα δεχθούμε δύο υποστάσεις στον ένα Χριστό ή στον μονοφυσιτισμό, αφού θα δεχθούμε αλλοίωση και σύγχυση των δύο φύσεων.
Έτσι, στον Χριστό ενώθηκαν οι δύο φύσεις «εν τη μια συνθέτω υποστάσει». Κάνοντας λόγο για σύνθετη υπόσταση εννοούμε οπωσδήποτε την αποτελούμενη «εκ δύο τελείων φύσεων θεότητός τε και ανθρωπότητος».
Βέβαια, είναι δυνατόν να εννοή κανείς την φράση αυτή κατά τρόπο αιρετικό, δηλαδή να δέχεται ότι αποτελέστηκε μία υπόσταση από άλλες δύο υποστάσεις, θεία και ανθρωπίνη, ή να δέχεται την ύπαρξη μις υποστάσεως εκ δύο φύσεων. Αλλά ο όρος «σύνθετος υπόστασις» αναιρεί τέτοιες αιρετικές παρερμηνείες. Γιατί πρόκειται για μια υπόσταση που αποτελείται από δύο φύσεις και γνωρίζεται με δύο φύσεις. Στην Ορθόδοξη Παράδοση, όταν μιλούμε για «σύνθετον υπόστασιν» δεν εννοούμε μόνο την υπόσταση που αποτελείται «εκ δύο τελείων φύσεων», αλλά και την υπόσταση που ενεργεί και γνωρίζεται «εν δυσί ταις φύσεσιν». Έτσι αποφεύγεται τόσο ο νεστοριανισμός όσο και ο μονοφυσιτισμός.
ιε’
Στο δοξαστικό των αίνων της εορτής των Χριστουγέννων ψάλλουμε: «Διο σοι προφέρομεν και ημείς, υπέρ την χρηματικήν φορολογίαν, ορθοδόξου πλουτισμόν θεολογίας». Η θεία ενανθρώπηση δεν προσφέρεται για ευσεβείς σκέψεις και συναισθηματικές ή ψυχολογικές αναλύσεις. Μπορούν και τέτοιες αναλύσεις σε μια ανάλογη σωματική και πνευματική ηλικία να προσφέρουν κάτι, αλλά, τελικά, το μυστήριο της ενανθρωπήσεως πρέπει να αναλύεται μέσα στην ατμόσφαιρα της ορθοδόξου θεολογίας. Πώς μπορεί να γίνη διαφορετικά, αφού έχουμε ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην υπόσταση του Λόγου, θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, καινά και παράδοξα πράγματα, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβη ανθρώπινος νους;
Πέρα από όσα είπαμε προηγουμένως, μπορούμε να δούμε στην συνέχεια τέσσερα σημεία που δείχνουν μια προσωπική προσέγγιση στην μεγάλη αυτή εορτή, την μητρόπολη όλων των Δεσποτικών εορτών.
Πρώτον. Το σπήλαιο στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός είναι τύπος της Εκκλησίας. Ο Μ. Αθανάσιος θα πη παραστατικά. Ο οικίσκος εκείνος που κύησε η Παναγία δέχθηκε τον τύπο της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί το θυσιαστήριο είναι η φάτνη, ο εφημερευτής ο Ιωσήφ, οι Κληρικοί είναι οι μάγοι, οι διάκονοι οι Ποιμένες, οι ιερείς οι άγγελοι, ο Αρχιερεύς ο Κύριος, ο θρόνος η Παρθένος, οι κρατήρες οι μαζοί, το αναβόλαιο η ενανθρώπηση, οι ριπιστήρες τα Χερουβίμ, ο δίσκος το Πανάγιο Πνεύμα, το δισκοκάλυμμα, ο Πατήρ που επισκιάζει τα πάντα με την δύναμή Του.
Η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, αυτό που κυοφορήθηκε μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου, αυτό που γεννήθηκε, αυτό που μεταμορφώθηκε, αυτό που έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς. Μέσα δε στην θεία Λειτουργία τελεσιουργείται αυτό το μεγάλο μυστήριο και μας δίνεται η δυνατότητα να μεθέξουμε της Χάριτος του Χριστού. Ούτε η Εκκλησία είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, ούτε η θεία Λειτουργία είναι μια τελετή αναμνήσεως και ικανοποιήσεως των συναισθημάτων μας.
Δεύτερον. Η θεία με την ανθρώπινη φύση είναι πάντοτε ενωμένες στην υπόσταση του Λόγου ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως. Αυτό σημαίνει ότι δεν χωρίσθηκαν ούτε χωρίζονται ποτέ. Επειδή η ανθρώπινη φύση παραμένει αδιαίρετη από την θεία φύση, επειδή πάντοτε υπάρχει στους αιώνες ο Θεάνθρωπος, γι’ αυτό μπορούμε και τώρα να κοινωνούμε της τεθεωμένης σαρκός του Λόγου. Κοινωνώντας του τεθεωμένου Σώματος και Αίματος του Χριστού γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι του Χριστού.
Τρίτον. Αφού προσκυνούμε το μεγάλο αυτό μυστήριο της ενανθρωπήσεως, και κυρίως αφού κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, πρέπει να εμπαίξουμε τον Ηρώδη, όπως έκαναν οι μάγοι. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει ότι οι μάγοι «χρηματισθέντες κατ’ όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών» (Ματθ. β’, 12).
Η λέξη Ηρώδης στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει τον δερμάτινο. Γι’ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι πρέπει να εμπαίξουμε το φρόνημα και τις ηδονές της σαρκός. Ακόμη, πρέπει να περιπαίξουμε τον νοητό διάβολο, ο οποίος μας εμποδίζει να βαδίσουμε τον δρόμο της σωτηρίας. Πρέπει να επιστρέψουμε από άλλη οδό, δια των αρετών, στην χώρα μας, που είναι ο Παράδεισος.
Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μυστηρι8ακή και ασκητική ζωή. Όσοι ζουν ασκητικά αξιώνονται να ενώνονται με τον Χριστό, στα μυστήρια.
Τέταρτον. Όταν ζη κανείς μυστηριακά και ασκητικά, σύμφωνα με το πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, τότε ζη πνευματικά τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως μέσα στην καρδιά του, και γενικότερα σε όλη την ύπαρξή του. Τότε, δεν αισθάνεται τα γεγονότα εξωτερικά, αλλά εσωτερικά. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος θα πη ότι, όταν ο άνθρωπος καθαρίση την καρδιά και φωτισθή, τότε μέσα του δέχεται τον Χριστό και καταλαβαίνει τα βρεφοπρεπή σκιρτήματά Του. Ο Χριστός συλλαμβάνεται ως βρέφος μέσα του, γεννάται με τις αρετές, και τότε ο άνθρωπος ζη όλα αυτά τα γεγονότα στην ύπαρξή του. Βέβαια, μόνο στον Χριστό ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υποστατικά. Αλλά και ο θεούμενος δέχεται στην φύση του την ενέργεια του Θεού, γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Έτσι καταλαβαίνει πως ενεργεί η Χάρη μέσα στην φύση του, τι είναι κένωση, τι είναι θέωση της ανθρωπίνης φύσεως.
Η ενανθρώπηση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος απέβλεπε στην θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Πρέπει όμως να θεωθή και η υπόσταση καθενός από μας. Αν εμείς δεν βρισκόμαστε στην προοπτική της θεώσεως, τότε για μας είναι σαν να μην ενηνθρώπησε ο Χριστός.
Σεπτέμβριος 1994

Από το βιβλίο: Οι Δεσποτικές εορτές. Εισοδικό στο δωδεκάορτο και την ορθόδοξη χριστολογία. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Εκδότης:Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). 2008.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.