Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«… εγώ τουλάχιστον δεν διστάζω να βαδίζω πλήρης θάρρους και μεγαλοψυχίας και ν’ αναβιβασθώ επί της αγχόνης αυτής, Παναγιώτατε, προς υπεράσπισιν πλήρη της αληθείας και της Εκκλησίας μου».
Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος προς Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.

Ο Χρυσόστομος παρακολουθούσε τα κατακλυσμιαία αυτά γεγονότα από την ιδιαίτερη πατρίδα του, περιμένοντας με αγωνία την επάνοδο στη Δράμα. Πράγματι, λίγες μέρες μετά την επικράτηση της Επανάστασης των Νεότουρκων και τη χορήγηση γενικής αμνηστίας, το Πατριαρχείο ζήτησε από τον εξόριστο Μητροπολίτη την άμεση επιστροφή του στη Δράμα.1

«Τηλεγράφημα τω Μητροπολίτη Δράμας, εις Τριγλίαν.
Επιτρέπεται Υμετέρα Πανιερότητι ελθείν ενταύθα. 19 Ιουλίου 1908»2
Λίγο νωρίτερα, στις 14 Ιουλίου 1908, οι κάτοικοι της Δράμας, μέσω των εκπροσώπων και των λοιπών αρχών της πόλεως, ζήτησαν από το Πατριαρχείο την απόδοση του αληθινού Ποιμένα και Πατέρα, Μητροπολίτη Χρυσοστόμου.3
Η απάντηση του Πατριαρχείου μετέφερε στους κατοίκους της Δράμας το χαρμόσυνο μήνυμα της επιστροφής του ιεράρχη.
«Τηλεγράφημα τη Δημογεροντία Δράμας.
Προ λήψεως υμετέρων τηλεγραφημάτων απεφασίσθη επάνοδος υμετέρου Μητροπολίτου αυτόσε πρώτην ευκαιρίαν. 22 Ιουλίου 1908».
Στις 20 Ιουλίου 1908ο Μητροπολίτης Δράμας βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Η διέλευση του αγίου από το Φανάρι σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα στην πολυτάραχη αρχιερατική του διακονία. Ο Χρυσόστομος συναντάται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ και τα μέλη της ιεράς Συνόδου, προτού αναχωρήσει για την επαρχία του υπό τα δεδομένα της νέας πολιτικής κατάστασης.
Προς στιγμήν όμως προκλήθηκε εμπλοκή στο ζήτημα του μητροπολίτη Δράμας, σε βαθμό που δημιούργησε το ενδεχόμενο να ματαιωθεί η μετάβαση του Χρυσοστόμου στην έδρα του. Ο ιεράρχης, αν και αισθανόταν απερίγραπτη χαρά και ανακούφιση που είχε λάβει τέλος η επονείδιστος εξορία του, συγχρόνως ένιωθε μεγάλη πικρία για τον τρόπο της απομάκρυνσής του από τη Δράμα ένα χρόνο πριν, όταν μετά από προθεσμία είκοσι ωρών και με την απειλή της βίας αναγκάστηκε να επιβιβαστεί σε αμαξοστοιχία και να οδηγηθεί ως κοινός εγκληματίας στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, οδύνη του προκαλούσε το γεγονός ότι, ενώ είχε ανακληθεί από τη Δράμα, στη συνέχεια δεν του επετράπη να μεταβεί στη Σμύρνη, τη Μυτιλήνη ή το Άγιον Όρος, ενώ βαθύτατη θλίψη ένιωθε για την άρνηση του Πατριάρχη να τον δεχτεί διερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη.
Για όλα αυτά, ευρισκόμενος ο Χρυσόστομος στην Κωνσταντινούπολη, ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο να του κοινοποιηθεί αντίγραφο του Βεζιρικού ή Υπουργικού Τεζκερέ, δυνάμει του οποίου ζητήθηκε από το Πατριαρχείο η απομάκρυνσή του από τη Θεσσαλονίκη και η μετάβασή του στην Τρίγλια της Προποντίδας. Το πατριαρχείο απάντησε δια του αρχιγραμματέα της ιεράς συνόδου Αθανασίου4 ότι δεν είθισται να χορηγούνται αντίγραφα των αποφάσεων της υψηλής πύλης, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Χρυσοστόμου ότι για τον διωγμό και τη δεκάμηνη εξορία του δεν υπήρχε καν επίσημη κυβερνητική απόφαση, όπως άλλωστε απαιτούσε το αξίωμα και η θέση του ως ανώτατου πολίτη στο σύστημα διοίκησης των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το ζήτημα του Μητροπολίτη Δράμας περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο, όταν ο Ιωακείμ Γ’ διαμήνυσε ότι η επάνοδος του Χρυσοστόμου θα περνούσε από νέα έγκριση της ιεράς συνόδου, την πλειοψηφία και τις αποφάσεις της οποίας ήλεγχε ο ίδιος ο πατριάρχης. Ο Χρυσόστομος είχε απομακρυνθεί από τη Δράμα «Συνοδική διαγνώμη», επομένως Συνοδικώς θα έπρεπε να αποκατασταθεί στην έδρα του.
Η δυσάρεστη αυτή εξέλιξη φανερώνει πως η ολιγοήμερη παραμονή του Χρυσοστόμου στη Βασιλεύουσα τον Αύγουστο του 1908 υπήρξε θυελλώδης. Ο ιεράρχης απαντά με παρρησία στα νέα εμπόδια για την επιστροφή του στη Μακεδονία με έναν ασυνήθιστο για τα κανονικά και εκκλησιαστικά θέσμια τρόπο.
Στις 15 Αυγούστου 1908, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Χρυσόστομος υποβάλλει στο πατριαρχείο υπόμνημα,5 με το οποίο καταγγέλλει τον οικουμενικό πατριάρχη και μερίδα ιεραρχών του Φαναρίου, διότι ευθυγραμμισμένοι και πλήρως υποταγμένοι στις αυθαίρετες πολιτικές αξιώσεις της δυναστικής και απολυταρχικής εξουσίας, η οποία είχε καταρρεύσει προ ολίγων ημερών, είχαν διατάξει την απομάκρυνσή του από τη Δράμα και την πολύμηνη εξορία του.
Ο Χρυσόστομος ζητά από τον Ιωακείμ Γ’ να εξεταστεί από συνοδικό δικαστήριο το αίτημά του αναφορικά με το εάν η απόφαση για την ανάκλησή του ήταν της τουρκικής κυβέρνησης ή του ίδιου του πατριάρχη, καθώς και το ζήτημα των ενεργειών στις οποίες είχε προβεί ο Ιωακείμ Γ’ για να αποτρέψει την απομάκρυνσή του από τη Μακεδονία. Αρνείται, ωστόσο, να εξεταστεί η υπόθεσή του από την παρούσα τότε σύνοδο, καθώς «δεν είνε κατά το πλείστον των μελών της κανονικώς και νομίμως συγκεκροτημένη». Έπειτα, παραθέτοντας μια σειρά από κανόνες αποστολικών και οικουμενικών συνόδων, όρισε τα έξι από τα δώδεκα μέλη των ιεραρχών οι οποίοι θα εξέταζαν το ζήτημα ως αιρετοί δικαστές, προτείνοντας τον πρώην οικουμενικό πατριάρχη Άνθιμο Ζ’ και τους μητροπολίτες Νικαίας Ιερώνυμο, Χαλκηδόνος Γερμανό, Αγχιάλου Βασίλειο, Πελαγονίας Ιωακείμ και Γρεβενών Αγαθάγγελο. Τέλος, ανακοίνωσε στον πατριάρχη ότι την επομένη, 16 Αυγούστου, επρόκειτο οριστικά και αμετάκλητα να αναχωρήσει για την επαρχία του, χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε άλλη πατριαρχική ή συνοδική απόφαση.
Αίσθηση προκαλεί πως ο άγιος αντιμετώπιζε την εκάστοτε πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία όταν αυτές έμπαιναν εμπόδιο στην αρχιερατική του διακονία. Στόχος του Χρυσοστόμου ήταν αφ’ ενός να διαλευκανθεί η υπόθεση της απομάκρυνσής του από την ενεργό διακονία της Εκκλησίας ένα χρόνο πριν και αφ’ ετέρου η άμεση επιστροφή στο ποίμνιό του, κάτι που ήταν εφικτό λόγω του ευνοϊκού κλίματος που είχε διαμορφώσει η συνταγματική επανάσταση του 1908.
Η στάση του μητροπολίτη Δράμας οφείλεται όμως και σε κάτι ακόμα. Ο Χρυσόστομος ήταν ο μοναδικός ιεράρχης της Μακεδονίας που είχε απομακρυνθεί με έναν πρωτοφανή τρόπο από την επαρχία του και είχε οδηγηθεί στην εξορία. Οι υπόλοιποι ιεράρχες που υπερασπίστηκαν με γενναιότητα τα δίκαια του Μακεδονικού Ελληνισμού, όπως ο Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος, ο Γρεβενών Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης και ο Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς, κατηγορούμενοι από τις τουρκικές αρχές, απομακρύνθηκαν από τους τόπους διακονίας τους, έπειτα όμως γίνονταν δεκτοί στην Κωνσταντινούπολη, διέμεναν στο Φανάρι και αναλάμβαναν καθήκοντα στην Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στις 16 Αυγούστου 1908 ο Χρυσόστομος αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για την πόλη της Δράμας,6 έμπλεος χαράς και αγαλλίασης που θα επέστρεφε ξανά στη Μακεδονία, στην πρώτη γραμμή των αγώνων του Γένους και της Εκκλησίας.

Η 17η Αυγούστου 1908 υπήρξε ημέρα χαράς και δικαίωσης για τον Χρυσόστομο, καθώς, ύστερα από ένα χρόνο και μετά τη συγκλονιστική εκείνη απομάκρυνσή του από τη Δράμα, επέστρεφε πανηγυρικά στην έδρα της επαρχίας του. Ο ελληνορθόδοξος λαός της πόλης επεφύλαξε αποθεωτική υποδοχή στον ιεράρχη, ο οποίος είχε αγωνιστεί τόσο πολύ υπέρ αυτού και των δικαίων του.
Ο άγιος αφίχθη σιδηροδρομικώς στη Δράμα την Κυριακή 17 Αυγούστου 1908 και ώρα 8η πρωινή. Στον σταθμό είχε συγκεντρωθεί όλος ο πληθυσμός της πόλης, που αριθμούσε την εποχή εκείνη τέσσερις χιλιάδες κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων των Τούρκων οι οποίοι παρευρέθησαν στην υποδοχή με επικεφαλής τον Τούρκο σωματάρχη και άλλους αξιωματικούς του νέου καθεστώτος. Εκ μέρους του κομιτάτου Ένωση και Πρόοδο και του μουσουλμανικού στοιχείου, τον μητροπολίτη καλωσόρισε στα τουρκικά ο Εισαγγελέας του Τουρκικού δικαστηρίου Αζμή μπέης,7 στον οποίο ο Χρυσόστομος απάντησε στη γλώσσα του, λέγοντας αινιγματικά πως είχε επιστρέψει για να θερίσει τους καρπούς του καλού σπόρου που είχε σπείρει πριν φύγει.8
Στη συνέχεια, ο Χρυσόστομος ζήτησε από το συγκεντρωμένο πλήθος να μεταβεί στον καθεδρικό ναό της πόλης. Σύσσωμος ο πληθυσμός της Δράμας συνόδευσε τον άγιο από τον σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι τη μητρόπολη. Εκεί εψάλη πανηγυρική Δοξολογία και εκφωνήθηκαν νέοι λόγοι και νέες προσφωνήσεις, που εγκωμίαζαν τον εξόριστο ιεράρχη και εκθείαζαν το αγωνιστικό φρόνημα έναντι των εχθρών της Εκκλησίας και του Γένους.
Την ημέρα εκείνη, η πόλη της Δράμας ήταν στολισμένη και η εικόνα θύμιζε μεγάλη γιορτή και πανήγυρη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας στον αύλειο χώρο της μητρόπολης παρατέθηκε μεγάλη τράπεζα, στην οποία, εκτός του πολυάριθμου ελληνικού στοιχείου, παρακάθησαν και πολλοί αξιωματικοί του τουρκικού στρατού ως εκπρόσωποι του Κινήματος των Νεότουρκων. Ακολούθησαν προπόσεις, στις οποίες από κοινού Έλληνες και Οθωμανοί καυτηρίαζαν την προηγούμενη κυβέρνηση, «ήτις αδίκως κατεδίωκε και απηνώς ετιμώρει τους υπέρ της ελευθερίας αγωνισθέντας».9
Τέλος, έγινε αναφορά στη μνήμη και τον θάνατο του μακεδονομάχου Άρμεν Κούπτσου, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε απαγχονιστεί από το προηγούμενο καθεστώς στην κεντρική πλατεία της πόλης. Δόθηκαν τότε εκατέρωθεν υποσχέσεις για την ανέγερση μνημείου υπέρ των πεσόντων, ενώ η πλατεία όπου είχε κρεμασθεί ο νεαρός ήρωας αποφασίσθηκε να ονομαστεί πλατεία Ελευθερίας.

Υποσημειώσεις

1. ΕΑ ΚΗ (1908) 348
2. Κιτρομηλίδης, ό. π., σ. 491, σημ. 8.
3. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 195
4. Ο Αθανάσιος Πιπέρας (1876-1909) γεννήθηκε στην Κάτω Παναγιά της επαρχίας Κρήνης στη Χερσόνησο της Ερυθραίας. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη ακαδημία του Κιέβου και διετέλεσε καθηγητής της θεολογικής σχολής του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα. Εισήχθη στην πατριαρχική αυλή του Φαναρίου επί Κωνσταντίνου Ε’ και ανέλαβε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Τον Μάιο του 1902 διορίστηκε υπογραμματεύς και τον Οκτώβριο του 1905 αρχιγραμματεύς της ιεράς συνόδου του οικουμενικού πατριαρχείου. Τον Μάιο του 1909 εξελέγη μητροπολίτης Σερρών, ωστόσο, απεβίωσε τρεις μήνες αργότερα κατόπιν σύντομης ασθένειας.
5. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 196-204
6. ΕΑ ΚΗ (1908) 384
7. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 204-205
8. Dakin, ό. π., σ. 266
9. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 205

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.