Για τους σαρκικούς λογισμούς – από το βίο του Αγίου Ευθυμίου.

Είναι άξιο τιμωρίας το να δέχεται κανείς τους αισχρούς λογισμούς και να μην τους αποκρούει αμέσως, όπως και να το βλέπει με περιέργεια και να λέει ή να ακούει αισχρά πράγματα. Η συγκατάθεση στον λογισμό τιμωρείται όσο και η πράξη. Το πνεύμα της πορνείας επιτίθεται με πολλά και ποικίλα τεχνάσματα, γι’ αυτό και πρέπει να προσέχουμε πάντοτε.

Στη λαύρα του αγίου Ευθυμίου ήταν κάποιος αδελφός Ρωμαίος στην καταγωγή, στο όνομα Αιμιλιανός, ο οποίος ζούσε ενάρετα, και κυρίως είχε ενστερνιστεί από τα νιάτα του την αρετή της σωφροσύνης. Μια νύχτα, ξημερώνοντας Κυριακή, ο εχθρός του ξεσήκωσε φοβερό σαρκικό πόλεμο, τον οποίο αυτός δεν μπόρεσε να αντέξει ως το τέλος και άρχισε να υποχωρεί και να αφήνεται τους λογισμούς. Σε τέτοια κατάσταση και πολιορκημένος από το πάθος συνάντησε κατά την αυγή τον άγιο Ευθύμιος που πήγαινε στην ακολουθία, και μια δυσωδία που βγήκε από αυτόν φανέρωσε στον άγιο το δεινό πάθος του.

Όταν ο άγιος Ευθύμιος αισθάνθηκε τη δυσωδία και κατάλαβε τη δαιμονική επιβουλή, επιτίμησε τον πονηρό δαίμονα που πολεμούσε τον αδελφό, και αμέσως ο αδελφός έπεσε ανάσκελα στο έδαφος και άρχισε να σπαράζει, να τρέμει και να βγάζει αφρούς.

Στο μεταξύ μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί από επάνω του, και ο μέγας Ευθύμιος ζήτησε να του φέρου φως, γιατί το μέρος ήταν κατασκότεινο, και είπε σ’ αυτούς: «Βλέπετε αυτόν τον αδελφό, πατέρες και αδελφοί; Από παιδί ζει ενάρετα και φροντίζει για τη σωφροσύνη˙ τώρα όμως, επειδή υποχώρησε λίγο στα σαρκικά πάθη, κείτεται μπροστά σε όλους μας αξιοθρήνητο θέαμα. Γι’ αυτό ο καθένας πρέπει να φρουρεί με κάθε τρόπο τον νου του, μην τυχόν δεν προσέξουμε τον εχθρό και μας γελάσει με καμιά φαντασία και μας ρίξει στο βάραθρο της απώλειας. Γιατί αν μας έρθει κάποιος άτοπος λογισμός και μας ερεθίζει σε ακόλαστη επιθυμία, και εμείς δεν σπεύσουμε με την πρώτη να τον εξουδετερώσουμε, αλλά κάπως τον καλοδεχτούμε στον νου μας, δεν θα είμαστε πια ανένοχοι. Αντίθετα, έστω και χωρίς τη σωματική πράξη, θα κριθούμε ένοχοι πορνείας με τη σκέψη». Στη συνέχεια ανέφερε σε αυτούς και την παρακάτω ιστορία, την οποία, όπως είπε, του διηγήθηκαν κάποτε μερικοί Αιγύπτιοι γέροντες:

Σε κάποια πόλη ήταν ένας, τον οποίο όλοι θεωρούσαν αξιοθαύμαστο για τον τρόπο της ζωής του και ότι τάχα έχει αποκτήσει μεγάλη οικειότητα με τον Θεό. Στην πραγματικότητα όμως αυτός εξόργιζε πολύ συχνά τον Θεό με τις κρυφές κινήσεις της καρδιάς του, με τη συγκατάθεση δηλαδή στους αισχρούς λογισμούς, έτσι που και χωρίς την πράξη αμάρτανε εύκολα με τη σκέψη. Ο άνθρωπος αυτός κάποτε αρρώστησε βαριά, έφτασε στα τελευταία του και βάδιζε πλέον προς τον θάνατο. Όλοι στην πόλη οδύρονταν˙ άνθρωποι κάθε ηλικίας θρηνούσαν και εύχονταν, αν ήταν δυνατόν, να πεθάνουν πρώτα αυτοί, θεωρώντας καλύτερο κάτι τέτοιο, παρά να δουν τον θάνατο ενός ανθρώπου που τόσο τον εγκωμίαζαν όλοι.

Την ώρα εκείνη ήρθε στην πόλη κάποιος που είχε το διορατικό χάρισμα, είδε το βαρύ και γενικό αυτό πένθος και άκουσε το πλήθος να τον κλαίει με σπαραγμό λέγοντας: «Ο άγιος, ο πατέρας μας, ο σωτήρας μας, που όλοι μας σωζόμαστε με τις πρεσβείες του στον Θεό. Ποια ελπίδα σωτηρίας μας μένει πλέον και ποια ασφάλεια μετά τον θάνατό του;»

Όταν τα είδε και τα άκουσε αυτά ο διορατικός εκείνος άνθρωπος, έτρεξε γρήγορα, για να αξιωθεί να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Μόλις πλησίασε, αντίκρισε τους επισήμους της πόλης, τους κληρικούς και τον ίδιο τον επίσκοπο με λαμπάδες στα χέρια να περιμένουν για την κηδεία. Έσπρωξε το πλήθος, έφτασε στον κατάκοιτο και τον βρήκε μόλις να αναπνέει. Με τα πνευματικά όμως μάτια είδε ένα θέαμα και στην όψη φοβερό και στο άκουσμα αξιοδάκρυτο: του φάνηκε κάποιος που κάρφωνε στην καρδιά του ετοιμοθάνατου μια πύρινη τρίαινα και ξερίζωνε, αλίμονο, από εκεί την ψυχή βίαια και με σκληρότητα. Άκουσε έπειτα και μια φωνή από ψηλά να λέει: «Όπως αυτή η ψυχή δεν με ανέπαυσε ούτε μία μέρα, έτσι ακριβώς και εσύ μη σταματήσεις να τη σπαράζεις και να τη σέρνεις με ορμή και να την τιμωρείς».

Αφού τα είπε αυτά στους παρόντες αδελφούς ο Ευθύμιος, άρχισε έπειτα να τους συμβουλεύει, θέλοντας να τους κάνει προσεκτικούς και συνεχώς έτοιμους για την έξοδο της ψυχής. «Αυτός εδώ ο Αιμιλιανός να σας είναι παράδειγμα», είπε. «Ο λόγος, βέβαια, για τον οποίο ο Θεός επέτρεψε να βασανιστεί έτσι εξευτελιστικά και αξιολύπητα, μπροστά στα μάτια όλων σας, από τον σκληρό δαίμονα της φιληδονίας, είναι για να γίνετε εσείς καλύτεροι και για να έχετε εσείς κέρδος από την τιμωρία του. Άλλ’ όμως ας παρακαλέσουμε τον Θεό να τον απαλλάξει από αυτό το κακό».

Ο άγιος προσευχήθηκε τότε για τον αδελφό, και αμέσως ο τόπος γέμισε από δυσωδία, σαν να καιγόταν θειάφι. Μαζί με την δυσωδία ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας», και στη συνέχεια ο αδελφός σηκώθηκε φρόνιμος και νηφάλιος και έγινε από εκεί και πέρα ¨σκεύος εκλογής¨ και αυτός, όπως ο άγιος απόστολος.1 Και ο μέγας Ευθύμιος έκλεισε τον λόγο του με την εξής εντολή: «Όποιος από τους αδελφούς παλεύει με άτοπους λογισμούς, να καταφεύγει πάντοτε σ’ εμένα και να δέχεται διαρκώς συμβουλές και διδαχές και οδηγίες, μην τυχόν, χωρίς να το καταλάβει, παρασυρθεί λίγο – λίγο από τον διάβολο σε φοβερή πτώση».

Υποσημείωσις.

1. Πράξ. 9, 15

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.