Περί νόμου πνευματικού (Κ. 27-50) – Αγίου Μάρκου του ασκητού.

27. Η θεία Γραφή ονομάζει την πίστιν «ελπιζομένων υπόστασιν» (Εβρ. ια’,). Εκείνους δε, που δεν αισθάνονται την ενοίκησιν του Χριστού εντός των, τους αποκαλεί αδοκίμους (Β’ Κορ. ιγ’, 5).
28. Όπως δια των εξωτερικών εκδηλώσεων αποκαλύπτονται οι εσωτερικώς υπάρχοντες λογισμοί, ούτω και δια των ενεργημάτων της καρδίας προσδιορίζεται η μέλλουσα ανταπόδοσις (χαρά, ειρήνη, λύπη, ταραχή κ.ά.).
29. Εάν η οικτίρμων και εύσπλαγχνος καρδία θα τύχη ελέους υπό του Θεού, η ανοικτίρμων και άσπλαγχνος, είναι επόμενον, ότι δεν θα ελεηθή.
30. Ο νόμος της εν Χριστώ ελευθερίας διδάσκει όλην την αλήθειαν. Οι πολλοί χριστιανοί όμως τον διαβάζουν μόνον εκ των θείων Γραφών, χωρίς να τον εννοούν κατά βάθος. Ολίγοι είναι εκείνοι, που τον εννοούν και τον βιούν, κατά την αναλογίαν της επιμελείας της ψυχής των, δια της εργασίας των εντολών. Δηλαδή όσον καθαίρονται τόσον βλέπουν και ζουν.
31. Μη ζητάς εις τον νόμον της ελευθερίας, δηλαδή εις τας ανθρωπίνας αρετάς, την τελειότητα. Διότι ουδείς υπάρχει τέλειος εις αυτάς. Η τελειότης της εν Χριστώ νομοθεσίας κρύπτεται μυστικώς εις τον Σταυρόν του Χριστού, δηλαδή εις την απόλυτον θυσίαν του ανθρώπου δια την αγάπην του προς τον Χριστόν και τον πλησίον.
32. Ο νόμος της ελευθερίας γίνεται εις ημάς γνωστός δια της αναγνώσεως, αλλά το βάθος του γίνεται αντιληπτόν δια την εργασίας των εντολών. Πλην όμως η τελείωσίς του επιτυγχάνεται δια της χάριτος του Χριστού.
33. Όταν εκβιάσωμεν τον εαυτόν μας και κάμωμεν ευσυνειδήτως όλας τας εντολάς του Θεού, τότε θα εννοήσωμεν, ότι ο νόμος του Κυρίου είναι άμωμος (Ψαλμ. ιη’, 8),εις όσα καλά ανθρωπίνως ενεργούμεν. Χωρίς όμως τους οικτιρμούς και την χάριν του Θεού, όλα μένουν ατελή.
34. Όσοι ενόμισαν, ότι δεν οφείλουν να εκτελέσουν όλας τας εντολάς του Χριστού, αυτοί αναγινώσκουν τον νόμον του Θεού όχι πνευματικώς, αλλά σωματικώς, «μη νοούντες μήτε α λέγουσι, μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται» (Α’ Τιμ. α’, 7). Δια τούτο φρονούν, ότι ο νόμος πληρούται δι’ έργων τινών της εκλογής των.
35. Υπάρχουν πράξεις, που φαίνονται ότι είναι καλαί, άλλ’ ο σκοπός αυτών που τας κάμνουν δεν είναι αγαθός. Και υπάρχουν άλλαι, που φαίνονται ως πονηραί, άλλ’ ο σκοπός αυτών, που τας ενεργούν, είναι αγαθός. Και αυτή η ασυμφωνία προθέσεως και πράξεως, παρατηρείται και εις τους λόγους. Και αυτό οφείλεται εις την πονηρίαν των πρώτων και εις την απειρίαν ή άγνοιαν των δευτέρων. Υπάρχει δε και μία τρίτη περίπτωσις. Να κάμνη τις ένα φαινομενικώς κακόν, αλλά ο σκοπός του να υπηρετή τον Θεόν.
36. Εκείνος που δια των επαίνων κρύπτει την επιθυμίαν του να σπιλώση και να διαβάλη τον αδελφόν, είναι πρόσωπον που δεν ευρίσκεται μεταξύ των καθαρών ανθρώπων. Όμοιος δε με αυτόν είναι και ο κενόδοξος, εκδηλούμενος όμως με σχήμα ταπεινόν. Αμφότεροι δε, οι επί πολύν χρόνον παρουσιάζοντες το ψεύδος των ως αλήθειαν, παραχωρούνται από τον Θεόν, δια να αποκαλυφθούν εις την πράξιν.
37. Κάποιος πράττει κάτι που φαίνεται ως καλόν, αλλά κατά βάθος το κάμνει κατά του πλησίον. Έτερος δε, δεν πράττει αυτό το φαινομενικώς καλόν, αλλά ωφελείται δια των αγαθών λογισμών του.
38. Υπάρχει άνθρωπος που ελέγχει εκ κακίας με σκοπόν να βλάψη. Άλλος δε ελέγχει από φόβον Θεού και χάριν της αλήθειας.
39. Μη έλεγχε εκείνον, που έπαυσε να αμαρτάνη και ήδη μετανοεί. Εάν, κατόπιν τούτου, λέγης, ότι ελέγχεις από αγάπην εις τον Θεόν, τότε αποκάλυψε προηγουμένως τας ιδικάς σου αμαρτίας, που ανήκουν εις το παρελθόν.
40. Εις κάθε αρετήν προηγείται πάντοτε ο Θεός, όπως προηγείται ο ήλιος εις το καθημερινόν φως.
41. Όταν ποιήσης αρετήν, να ενθυμηθής τον Κύριον, που είπε˙ «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’, 5).
42. Όπως ο Θεός έχει ετοιμάσει τα αιώνια αγαθά εις τους ανθρώπους, που θλίβονται ενταύθα, έτσι περιμένουν θλίψεις εκείνους, που ζουν εις ηδοναίς και κενοδοξία.
43. Εκείνος που αδικείται από τους ανθρώπους και υπομένει ευχαρίστως, σκεπάζεται από τον Θεόν, δια να μη αμαρτήση. Αλλά και ανάλογον με την θλίψιν του χαρίζει ο Θεός παρηγορίαν.
44. Ο πιστεύων εις όσα εδίδαξεν ο Χριστός, περί αιωνίου ανταποδόσεως, υπομένει με χαράν κάθε αδικίαν εξ ανθρώπων, κατά το μέτρον της πίστεως.
45. Εκείνος μεν που προσεύχεται υπέρ των αδικούντων, κτυπά ανηλεώς τους δαίμονας. Εκείνος δε που αντιτάσσεται εις τους αδικούντας τραυματίζεται υπό των δαιμόνων.
46. Είναι προτιμότερον να σε αδικούν οι άνθρωποι παρά οι δαίμονες να σε πληγώνουν με τα βέλη των. Αλλά εκείνος που είναι πιστός δούλος του Θεού ήδη έχει νικήσει και ανθρώπους και δαίμονας, δια της ταπεινώσεώς του.
47. Κάθε αγαθόν δώρημα μας έρχεται από τον Θεόν κατ’ οικονομίαν, δηλαδή να το αξιοποιήσωμεν. Αλλά τον σκοπόν του αγαθού δεν δύνανται να εννοήσουν οι αχάριστοι, οι αγνώμονες και οι ράθυμοι.
48. Κάθε είδος κακίας καταλήγει εις την εφάμαρτον ηδονήν. Και παν είδος αρετής καταλήγει εις πνευματικήν ευφροσύνην, που δίδεται υπό του Αγίου Πνεύματος. Και το μεν είδος της κακίας που κυριαρχεί εις την ψυχήν, ερεθίζει και τα συγγενή είδη της κακίας. Κατ’ ανάλογον δε ενέργειαν, αυτό συμβαίνει και εις την αρετήν.
49. Οι ονειδισμοί των ανθρώπων προκαλούν θλίψιν εις την καρδίαν. Ενεργούν δε αγνιστικώς εις εκείνους που τους υπομένουν ευχαρίστως.
50. Η άγνοια του πνευματικού νόμου, κάμνει τον άνθρωπον να ανθίσταται εις την προσαγομένην ωφέλειαν. Θρασυνομένη δε η άγνοια και η αντίστασις, αυξάνει την προϋπάρχουσαν κακίαν εις την καρδίαν.

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.