Ποιά καλά προξενεί η πραότητα – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Φρόντισε λοιπόν αγαπητέ, να έχης πάντοτε στην ιερή καρδιά σου τον φόβο του Θεού˙ και μαζί με αυτόν φρόντιζε να έχης αχώριστο σύντροφο και όταν ευεργετής και διδάσκης και γενικά σε όλα τα έργα σου, την πραότητα1 και την προαιρετική έλλειψι κακίας γιατί η πραότητα είναι τίτλος και αρετή του Ιησού Χριστού˙ «Μάθετε από εμένα ότι πράος είμαι και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29)˙ και ο Παύλος παραγγέλλει στον Τιμόθεο˙ «Επιδίωκε την πραότητα» (Α’ Τιμ. 6, 11) και πάλι˙ «Με πραότητα να σωφρονίζης αυτούς που αντιτίθενται (Β’ Τιμ. 2, 25). Και αυτήν την πραότητα θα την αποκτήσης, αν δεν υπερηφανεύεσαι και μάλιστα αν είσαι αρχιερέας ή άρχοντας, αλλά αν ταπεινώνεσαι σαν να ήσουν ένας από τους αρχομένους, όπως σε συμβουλεύει ο σοφός Σειράχ λέγοντας «Σε έκαναν αρχηγό; Μην επαίρεσαι. Γίνε όπως ένας από αυτούς». (Σοφ. Σειρ. 32, 1). Γιατί αν όλοι οι χριστιανοί από κοινού οφείλουν να έχουν διαμορφωμένες στον εαυτό τους τις αρετές του διδασκάλου τους Χριστού, όπως τους παραγγέλλει ο κορυφαίος Πέτρος λέγοντας «Για να εξαγγείλλετε τις θαυμαστές πράξεις εκείνου που σας κάλεσε από το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως» (Α’ Πέτρ. 2, 9), πόσο περισσότερο εσύ οφείλεις να έχης αυτές τις αρετές διαμορφωμένες και εσωτερικά και εξωτερικά, όντας προσεκτικός μαθητής και μιμητής του Χριστού; Και βέβαια η πραότητα όπως είπαμε, είναι τίτλος και αρετή του Ιησού Χριστού και των ιερών αποστόλων και ιεραρχών˙ και έτσι πρόκειται να την αποκτήσης για πάντα και σε όλα σου τα έργα, ιδιαίτερα όμως τον καιρό της μυστικής ιερουργίας των φρικτών μυστηρίων, κατά τον οποίο, σε παρακαλώ, να μην μιμηθής ταις αταξίες στα λόγια και στα σχήματα, στις κινήσεις και τους θυμούς και την σύγχυσι των άλλων˙ όχι! Διότι όλα αυτά είναι εντελώς ανάρμοστα και προξενούν μεγάλο σκάνδαλο στους χριστιανούς, που τα βλέπουν και τα ακούν αντίθετα. Να στέκεσαι στο άγιο θυσιαστήριο με πολύ φόβο και ευλάβεια, όλος πράος, ειρηνικός και ατάραχος και στο σώμα και στα λόγια και στις κινήσεις και σαν να παραστέκεσαι στον ειρηνάρχη Βασιλέα του παντός και να αναφέρης αυτή την ειρηνική και αναίμακτη θυσία για σένα και τα σφάλματα του λαού. Αν, όμως βλέπης τον εαυτό σου σκοτισμένο και βυθισμένο στα πάθη, σε συμβουλεύω να υποχωρήσης και έτσι να αποφύγης την επικείμενη απόφασι.
Ποιά καλά προξενεί η ακακία και πόσα οι ευεργεσίες.
Και από την άλλη πλευρά η ακακία, όχι μόνο είναι πρόξενος της εμφανίσεως και κατοικήσεως του Θεού στην ψυχή, όπως είπε ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος: «Επονήρευσε άσχημα η παρούσα γενεά και κυριεύθηκε ολοκληρωτικά από την οίησι και την υποκρισία. Ίσως να παρουσιάζη σωματικούς κόπους σαν εκείνους των αρχαίων Πατέρων, αλλά δεφν αξιώνεται να λάβη και τα χαρίσματα εκείνων˙ αν και, νομίζω, ποτέ άλλοτε όσο σήμερα η ανθρώπινη φύσις δεν είχε ανάγκη από χαρίσματα. Δίκαια όμως το πάθαμε αυτό, διότι ο Θεός δεν εμφανίζεται στους κόπους, αλλά στην απλότητα και την ταπείνωσι. (Λόγος κστ’, περί διακρίσεως). Λέω, ότι η ακακία δεν προξενεί μόνο την εμφάνισι του Θεού, αλλά και ανέκφραστη χαρά στην ψυχή˙ και αλήθεια αυτό το βλέπουμε με το παράδειγμα των απλών και άκακων παιδιών, τα οποία είναι πάντα ολόχαρα, εξ αιτίας της χαριτωμένης απλότητας και ακακίας που έχουν˙ όταν όμως μεγαλώσουν και πονηρευθούν, αφαιρείται από αυτά η χαρά, γιατί στερούνται την ακακία. Ποιός όμως μπορεί να περιγράψη την ηδονή που πρόκειται να λάβης, όταν έχης την αγάπη προς τον πλησίον σου; και μάλιστα όταν δείχνης σε αυτόν τα αποτελέσματα και τους καρπούς της αληθινής αγάπης, τα οποία είναι η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η συμπάθεια, η συγχώρησι των σφαλμάτων του, η υπομονή στα ελαττώματά του και γενικά κάθε ευεργεσία και χάρι που πρόκειται να του δείξης με λόγια ή με έργα, ψυχικά ή σωματικά; Εγώ λέω ότι περισσότερο χαίρεται εκείνος που ελεεί και ευεργετεί, παρά εκείνος που δέχεται την ευεργεσία και την ελεημοσύνη˙ γιατί ο άνθρωπος ανεβαίνει στην ομοίωσι του Θεού μέσω των ευεργεσιών, όπως είπε ο θεολόγος Γρηγόριος: «Η αγάπη είναι πράγμα αληθινό και αντάξιο του Θεού˙ και αποτέλεσμα αυτής είναι η μετάδοσί της» και πάλι˙ «Με κανένα άλλο τρόπο ο άνθρωπος δεν ομοιώνεται με τον Θεό, όπως με την ευεργεσία». Και επειδή ο άνθρωπος έλκει τους ανθρώπους στην αγάπη του μέσω των ευεργεσιών και τους κάνει να υποτάσσωνται σε αυτόν θεληματικά και όχι χωρίς να θέλουν˙ γιατί έτσι είπε ο σοφός Θεμίστιος: «Τίποτε δεν είναι πιο θελκτικό προς την εύνοια από την ευεργεσία˙ και είναι καλλίτερα να πείθης κάποιον μέσω της εύνοιας και να μην επικρατής με τον φόβο˙ γιατί με την πρώτη επικρατείς θεληματικά, ενώ με τον δεύτερο ακούσια».
Γι’ αυτό και κάποιος ηθικός ονομάζει τις ευεργεσίες στοιχεία, από τα οποία συντίθεται η αγάπη του λαού˙ και τροφή, από την οποία τρέφεται αυτή η αγάπη και αυξάνει και ολοκληρώνεται˙ και χρυσές αλυσίδες, με τις οποίες δένεται η καρδιά των ευεργετουμένων με την αγάπη του ευεργέτη. Γι’ αυτό υπάρχει και μια κοινή παροιμία που λέει˙ « Ο άνθρωπος για τον άνθρωπος Θεός»˙ επειδή μέσω των ευεργεσιών ο άνθρωπος φαίνεται ως Θεός στον όμοιό του άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο αγαπημένος μαθητής είπε˙ «Εκείνος που κάνει το καλό, είναι του Θεού» (Γ’ Ιωάν. 11). Ποιός λόγος λοιπόν μπορεί να περιγράψη τη χαρά που πρόκειται να αποθησαυρίσης στην ψυχή σου, αν αγαπάς τη σωφροσύνη, την παρθενία, την καθαρότητα και την μακροθυμία; Αν αγαπάς την μετάνοια, με την οποία μπορείς να αναπληρώνης τις ελλείψεις που πρόκειται να κάνης στις άλλες αρετές και μέσω αυτής να εξευμενίζης τον Άγιο Θεό για τα σφάλματα που κάνεις όλη μέρα με έργα και με λόγια και με την σκέψι, εξετάζοντας τη συνείδησί σου κάθε βράδυ και λέγοντας εκείνο το γνωμικό: «Με ποιό τρόπο παρέβηκα κάτι και τί έπραξα; Τί έπρεπε να γίνη από εμένα και δεν έγινε;» καθώς και ο Δαβίδ το παραγγέλλει αυτό λέγοντας: «Όσα λέτε στις καρδιές σας, στο κρεβάτι σας να τα συλλογίζεσθε2 (Ψαλμ. 4,5). Και γενικά η χαρά θα είναι ανέκφραστη, αν αγαπάς τον άλλο χορό και το χρυσό γένος των αρετών˙ και κυρίως την νοερά καρδιακή προσευχή, για την οποία είπαμε ήδη και την αδιάκοπη μνημόνευσι του γλυκύτατου ονόματος του χαριέστατου και φωτοδόχου Ιησού, που παρέχει τη χαρά.
Ο αρχιερέας και κάθε προεστώς πρέπει να ταπεινώνεται˙ και δεν πρέπει να εκδικήται, αλλά μάλλον να ευεργετή τους εχθρούς του.
Και αν αγωνισθής να αποκτήσης τις αρετές της ταπεινοφροσύνης και της ανεξικακίας, θα αποκτήσης στην καρδιά σου πηγή χαράς, για να το πω έτσι, και όχι απλώς χαρά˙ και θα αποκτήσης πηγή χαράς για την ταπεινοφροσύνη,3 αν δηλαδή δεν υπερηφανεύεσαι για το αξίωμα της αρχιερωσύνης, όπως είπαμε παραπάνω, και δεν θεωρής τον εαυτό σου ως άρχοντα των άλλων, αλλά ως κάποιον σύμβουλο μόνο του λαού, διορισμένο από τον Θεό σε αυτόν για να τον συμβουλεύης ποιο είναι το συμφέρον του και μόνο να τον πείθης, όχι όμως και να τον διατάζης, καθώς γράφει ο μέγας Βασίλειος: «Επειδή ο κάθε ένας από μας δεν μπορεί να είναι αυτάρκης και να βρίσκη μόνος του το πρέπον, γι’ αυτό ο Θεός ευεργετώντας μας, μας δίνει συμβούλους (τους αρχιερείς δηλαδή), αλλά όχι εξουσιαστές. Γιατί το χαρακτηριστικό του βασιλέα είναι να διατάζη τους αρχομένους ενώ του συμβούλου η ιδιότητα είναι να πείθη αυτούς που τον συμβουλεύονται για το συμφέρον τους. Επομένως και στον κάθε ένα από μας να λογίζεται όχι ως εξουσιαστής, αλλά ως σύμβουλος δοσμένος στον λαό από τον Θεό». Και αλλού ο ίδιος λέει: «Τον προεστώτα ας μη τον υψώνη το αξίωμά του, για να μην εκπέση από τον μακαρισμό της ταπεινοφροσύνης».
Και θα αποκτήσης πηγή χαράς και για την ανεξικακία, αν δηλαδή δεν ανταποδίδης το κακό, ούτε εκδικήσαι όσους σε λύπησαν ή σε αδίκησαν, ή με οποιοδήποτε τρόπο σε κακοποίησαν˙ γιατί είναι μεγάλη κατηγορία για έναν αρχιερέα και άρχοντα του λαού το να εκδικήται˙ γιατί πώς θα διδάξη αυτούς τους άλλους να μην ανταποδίδουν το κακό, ενώ αυτός κάνει το αντίθετο και εκδικήται τους εχθρούς του; Γι’ αυτό ο μέγας Βασίλειος είπε˙ «Η μεγαλύτερη κατηγορία για τον άρχοντα είναι το να εκδικήται πρόθυμα και να επινοή με κάθε τρόπο την ανταπόδοσι των ομοίων σε αυτούς που τον λυπούν. Γιατί πώς θα διδάξη τους άλλους να μην ανταποδίδουν το κακό, αυτός που κάνει τα πάντα για να αμυνθή και να εκδικηθή αυτόν που τον έβλαψε;» και ο Ησαΐας κατηγορεί τους άρχοντες της Ιερουσαλήμ γιατί επιδιώκουν την εκδίκησι˙ «Οι άρχοντες σου επιδιώκουν την ανταπόδοσι»˙ (Ησ’. 1, 23). Και ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει σε έναν άρχοντα και του λέει τα εξής: «Τώρα που πήρες την εξουσία, μπορείς να γίνης περισσότερο φημισμένος και αξιοζήλευτος αν δεν εκδικηθής αυτούς που σε αδίκησαν. Αλλά περισσότερο πρέπει να ξεχάσης όλους όσους σε λύπησαν, τώρα που η αρχή της εξουσίας σου παρέχει τη δύναμι να τιμωρής». Αλλά γιατί λέω μόνο ότι δεν πρέπει να εκδικήσαι τους εχθρούς σου; έχεις εντολή από τον Θεό ακόμη και να τους ευεργετής. «Αγαπάτε τους εχθρούς σας… ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν» (Ματθ. 5, 440. Διότι αν ευεργετής αυτούς, θα λάβης από τον Θεό μύρια αγαθά˙ γιατί έτσι είπε και ο Σαούλ στον Δαβίδ όταν εκείνος τον βρήκε στο σπήλαιο και δεν τον θανάτωσε όπως έπρεπε˙ «Ποιός όταν βρη τον εχθρό του, τον αφήνει ανενόχλητο να συνεχίση το δρόμο του; Ο Κύριος να σου ανταποδώση το καλό που μου έκανες σήμερα» (Α’ Βασ’. 24, 20). Γι’ αυτό και ο θείος Χρυσόστομος ερμηνεύοντας αυτό είπε˙ «Τότε θα είναι για μας μεγαλύτερη η ανταπόδοσι από τον Θεό, όταν μολονότι έχουμε κάνει μύρια καλά στους εχθρούς, απολαύσουμε τα αντίθετα». Εάν λοιπόν αποκτήσης αυτές τις αρετές και όλες τις προαναφερόμενες, ανέκφραστη θα είναι η χαρά σου και η αγαλλίασι.

Υποσημειώσεις.
1. Η πραότητα, που είναι μέση αρετή ανάμεσα σε δύο άκρες κακίες, της οργής και της αναισθησίας, όπως ακριβώς το χλιαρό, μεταξύ θερμού και ψυχρού, (όπως κατατάσσεται στον γενεαλογικό πίνακα των ηθικών αρετών, από αυτούς που φιλοσοφούν σύμφωνα με τον Αριστοτέλη) σε διδάσκει από μόνη της πώς να απέχης ταυτόχρονα και από τον θυμό και από την αναισθησία χωρίς υπερβολική συγκατάβασι˙ διότι και τα δύο είναι ολέθρια. Σε διδάσκει να απέχης από το να θυμώνης και να οργίζεσαι˙ διότι ο θυμός, επειδή είναι ζέση του περικαρδίου αίματος και κάποια άτακτη συγκίνησι των υγρών, ταράζει την καρδιά, σκοτίζει τον νου και διώκει από την λογική την διάκρισι, και καθιστά τον άνθρωπο σαν θηρίο˙ γι’ αυτό ο Πύρρος, ο διδάσκαλος της γυμναστικής, αυτό ως πρώτο μάθημα έδινε στους αθλητές και μονομάχους μαθητές του˙ δηλ. το να μη θυμώνουν, όταν πρόκηται να μονομαχήσουν και να αθληθούν, διότι η ψυχή επειδή είναι ταραγμένη από τον θυμό και δεν μπορεί να αμύνεται, μένει νικημένη˙ αν όμως προλάβη ο θυμός να σε συναρπάση, πρόσεχε καλά στο διάστημα εκείνο να μην πάρης καμμία απόφασι, να μην κάνης καμμία εκδίκησι, μέχρι να ηρεμήση και να ψυχρανθή ο θυμός γιατί οι αποφάσεις του θυμού και οι εκδικήσεις, επειδή έχουν υποκινηθή από το παράλογο πάθος, τί άλλο είναι, παρά παράλογες αδιάκριτες, εμπαθείς και ακολούθως άδικες;
Γι’ αυτό και ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος φεύγοντας από τον Αύγουστο για να πάη στην Ελλάδα ως τελευταία συμβουλή του έδωσε την εξής: «Καίσαρ, όταν είσαι ωργισμένος, ούτε να πης, ούτε να κάνης κάτι, πριν διαβάσης όλο το αλφάβητο»˙ γι’ αυτό και ο Αρχύτας ο Ταραντίνος, όταν τον προσέβαλαν κάποτε κάποιοι χωρικοί, είπε προς αυτούς: «Βεβαίως θα σας τιμωρούσα, αν δεν ήμουν θυμωμένος». Σε διδάσκει ακόμη η πραότητα να μην κάνης και υπερβολική συγκατάβασι, μένοντας τελείως αναίσθητος και ψυχρός όπως το χιόνι, αλλά να κινής την ψυχή και την καρδιά σου, όχι σε άτακτο θυμό, όχι άτακτο, όχι εναντίον εκείνων οι οποίοι φταίνε σε σένα, αλλά σε κάποιο θερμό ζήλο, εναντίον εκείνων οι οποίοι παραβαίνουν τους θείους νόμους, και τους ιερούς κανόνες ζήλο όμως, όχι αδιάκριτο, αλλά που κυβερνάται από ορθή εκτίμησι˙ διότι όπως η υπερβολική οργή και αυστηρότητα, ποτέ δεν ωφελεί˙ έτσι και η υπερβολική συγκατάβασι πολλές φορές βλάπτει.
Γι’ αυτό ο θείος Γρηγόριος ο Διάλογος λέει: «Ας υπάρχη η αγάπη, αλλά να μην εκθηλύνη˙ η αυστηρότητα, αλλά να μην παροξύνη˙ ο ζήλος, αλλά να μην είναι πάνω από το μέτρο σκληρός˙ και η συμπάθεια, αλλά όχι πέρα από το φυσιολογικό συγκαταβατική» γι’ αυτό και ο Σενέκας ερμήνευσε αυτά: «Την ποινή, αν μπορής ασφαλώς, να την συγχωρήσης εάν όμως δεν μπορής, να την μετριάσης. Μετριασμένη λοιπόν πρέπει να είναι η πραότητα από ζήλο με διάκρισι και από συγκατάβασι με διάκρισι˙ και έτσι γίνεται τέτοια όπως την επαίνεσε στον Αλέξανδρο ο ρήτορας Δημοσθένης λέγοντας: «Καμμιά από τις πολλές σου αρετές, βασιλέα, δεν είναι ή πιο ένδοξη από την ευσπλαχνία σου ή πιο θαυμάσια από την καλωσύνη σου».
2. Γνώριζε ακόμα, ότι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο άνθρωπος με τη μετάνοια γίνεται πάντα νικητής του διαβόλου˙ γιατί έτσι λέει˙ «Άλλη νίκη ετοιμάζεται κατά του αντιπάλου μας… επειδή μόνο ένα μέσο αντίστασης έχουμε προς κάθε προσβολή πειρασμού, τη μετάνοια, και αυτός που το κατορθώνει αυτό στον εαυτό του, στέφεται για πάντα νικητής εκείνου που μας πολεμάει συνέχεια»˙ (τόμος α’ κεφ. ιγ’ στην επιγραφή των Ψαλμών). Δες και τον λόγο περί μετανοίας στα νεοτυπωμένα πνευματικά γυμνάσματα και στο νεοτυπωμένο απάνθισμα των ιερών ευχών˙ και ο άνθρωπος γίνεται νικητής του διαβόλου μέσω της μετανοίας, εφ’ όσον ο διάβολος δεν μετανοεί ποτέ, ούτε λέει ότι αμάρτησα˙ ενώ ο άνθρωπος λέγοντας το˙ «αμάρτησα», νικά τον αμετανόητο διάβολο.
3. Είναι στα αλήθεια γλαφυρό και πολύ μεταφορικό το πρόβλημα που θέτει κάποιος θεωρητικός, σχετικά με την ταπεινοφροσύνη. Γιατί αυτός προβάλλει το ζήτημα σχετικά με το ποια αρετή είχαν τα δημιουργήματα προτού δημιουργηθούν για την οποία ο Θεός κοίταξε προς αυτά, τα ελέησε και τα έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξι˙ και εδώ ο κάθε ένας μπορεί να πη ότι δεν είχαν καμμιά αρετή˙ γιατί αυτά ήταν μη όντα και μηδέν προτού δημιουργηθούν και επομένως ποιά αρετή μπορεί να έχη το μη ον και το μηδέν; Αλλά αυτός απαντά, ότι είχαν την αρετή της ταπεινώσεως και για αυτό ο Θεός τα δημιούργησε. Γιατί το να μην είναι όντα ποτέ, αλλά ένα μηδέν (το οποίο είναι το φρόνημα της αληθινής ταπείνωσης), αυτό ακριβώς ήταν που παρεκίνησε τον αγαθό Θεό να κοιτάξη προς την μηδαμινότητά τους, να τα ελεήση και να τα φέρη στην ύπαρξι από την ανυπαρξία. Αυτό λέχθηκε ως έπαινος της ταπεινοφροσύνης. Επειδή κατά τους θείους Πατέρες αυτή είναι η αλήθεια, ότι ο Θεός δεν έπλασε τα όντα εξ αιτίας κάποιας αρετής τους, αλλά μόνο λόγω της άπειρης αγαθότητάς του.
Τί συμπεραίνουμε λοιπόν από αυτό το πρόβλημα; Ότι και τον ταπεινό άνθρωπο που θεωρεί τον εαυτό του μηδέν και μπροστά στα μάτια του έχει πάντοτε εκείνη την κατάστασι στην οποία βρισκόταν προτού δημιουργηθή, αυτόν ο Θεός αναγνωρίζει ως δικό του, προς αυτόν επιβλέπει, αυτόν ελεεί. Και ανυψώνοντάς τον από το παρά φύσι στην φυσική κατάστασι και στην υπερφυσική, όπως ακριβώς από την ανυπαρξία τον οδηγεί στην ύπαρξι. «Σε ποιόν, λέει, να ρίξω το βλέμμα μου; στον ταπεινό και ήσυχο και σε αυτόν που τον λόγο μου φοβάται». (Ησ’. 66,2). Αντίθετα, τον υπερήφανο άνθρωπο, που θεωρεί ότι είναι κάτι ( και μάλιστα τον αμαρτωλό, που είναι χειρότερος και από αυτό το μηδέν που είναι αναμάρτητο), αυτόν λέω ο Θεός δεν τον αναγνωρίζει για δικό του, δεν ρίχνει πάνω του το βλέμμα του, ούτε τον ελεεί, αλλά μάλλον τον μισεί και τον πολεμά˙ «Ο Κύριος εναντιώνεται στους αλαζόνες» (Παρ. 3, 34)˙ αλλά και αν τον αναγνωρίζη, τον αναγνωρίζει μόνο σαν εχθρό και απομακρυσμένο από αυτόν και όχι σαν οικείο˙ γιατί αυτό φανερώνει ο ψαλμωδός λέγοντας: «Και τα ψηλά, (δηλαδή τους υπερήφανους) από μακρυά τα ξέρει» (Ψαλμ. 137, 6).

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Σημείωσις του orp.gr:

Παρακαλούμε, αγαπητοί επισκέπτες του ιστοχώρου μας, να μελετούμε τις συμβουλές-παραινέσεις του Αγίου Νικοδήμου με την απαιτούμενη ΔΙΑΚΡΗΣΗ-ΠΡΟΣΟΧΗ και ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, γιατί πρόκειται για κείμενα του 19-ου αιώνος, κείμενα πολύ μακριά από τις σημερινές συνθήκες και ανάγκες. «Των φρονίμων ολίγα».

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.