Η πολυσχιδής δράση του Αγίου Χρυσοστόμου στην Σμύρνη (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«Πεπεισμένοι ημείς ότι μόνοι κατέχομεν ακεραίαν και αρτίαν την παρακαταθήκην της αληθούς πίστεως, ουδενί θέλομεν επιτρέψη ποτέ να αποσπάση πνευματικόν ημών τέκνον από των αγκαλών της αληθείας».

Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος

Στα σαράντα τρία του χρόνια ο Χρυσόστομος αναλάμβανε τα νέα αρχιερατικά του καθήκοντα σε συνθήκες απερίγραπτης χαράς, ελπίδας και ευφορίας, τόσο για τον ίδιο όσο και για την ιστορική Ιερά Μητρόπολη Σμύρνης. Η αποστολή του ήταν σαφής. Καθίστατο ποιμένας και επίσκοπος αθανάτων ψυχών. Κάθε ενέργειά του περιστρεφόταν γύρω από αυτόν τον άξονα. Μοναδικό του χρέος ήταν η σωτηρία του ορθόδοξου λαού της επαρχίας του.
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Χρυσόστομος στη νέα του διακονία ήταν η μακροχρόνια αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ελληνικών κοινοτικών σωμάτων της πόλης, Δημογεροντίας και Κεντρικής Επιτροπής. Η ενδοκοινοτική αυτή διένεξη αποτύπωνε τον μετασχηματισμό της σμυρναϊκής κοινωνίας από μια παραδοσιακού τύπου αστική μεγαλούπολη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε μια ευρωπαϊκή αλλά και ελληνοκεντρική κατεύθυνση πόλη.
Στον ενθρονιστήριο λόγο του, ο ιεράρχης είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ομιλίας του το ζήτημα αυτό, τονίζοντας πως «η δε εν Σμύρνη κατάστασις είνε πλέον ηφαίστειον εσβεσμένον το οποίον ουδεμία κατηραμένη χειρ θα δυνηθή και θα θελήση, άλλ’ ουδέ θα αφεθή να τολμήση και αύθις ν’ αναφλέξη και αναρριπίση».1 Με το κύρος και τη δύναμη των λόγων του ο άγιος επέβαλε την ειρήνη και την καταλλαγή. Κάλεσε τους κοινοτικούς άρχοντες να εγκαταλείψουν τις διαφορές τους και να εργαστούν με αγάπη και ομόνοια, τονίζοντας πως το Γένος επρόκειτο να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις, γεγονός που δεν επέτρεπε να παρουσιάζει η πόλη την εικόνα μιας κατακερματισμένης κοινωνίας.
Δύο μέρες μετά την ενθρόνισή του, ο Χρυσόστομος ανακοίνωσε στα μέλη των κοινοτικών αρχών την ανέγερση νέου μητροπολιτικού μεγάρου, υπενθυμίζοντας τον αγιογραφικό λόγο «ο νέος οίνος δεν εμβάλλεται εις παλαιούς ασκούς» (Λουκ. ε’ 37).2 Πράγματι, η επισκοπική κατοικία στεγαζόταν τότε σε ένα σαθρό κτίριο, ακατάλληλο για το έργο που οραματιζόταν να επιτελέσει ο νέος Μητροπολίτης.
Έπειτα, κατάρτισε μητρώο κληρικών με σκοπό την πλήρη ενημέρωση και καταγραφή των ιερέων που διακονούσαν στην ιερά μητρόπολη Σμύρνης. Η ορθόδοξη κοινότητα αποτελείτο από δεκατέσσερις ενορίες και πενήντα πέντε εκκλησίες, στις οποίες διακονούσαν συνολικά εκατόν τριάντα τρεις κληρικοί.3 Στις πρώτες ενέργειες του Χρυσοστόμου περιλαμβάνεται η συνοικιακή διαίρεση και κατανομή των δεκατεσσάρων ενοριών της μητροπόλεως, με σκοπό την καλύτερη και πιο ουσιαστική διαποίμανση του πολυάριθμου ελληνορθόδοξου στοιχείου της πόλης.4
Ο Χρυσόστομος εργάστηκε για την καλλιέργεια και αναβάθμιση του ενοριακού κλήρου της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης. Θέλοντας δε να ενθαρρύνει και να εμψυχώσει τους κληρικούς της επαρχίας του, οι οποίοι επιτελούσαν το δύσκολο έργο του καλού ποιμένος, έγραψε σε ένα σπουδαίο κείμενο:
«Τί είνε ο ιερεύς; – Ο ιερεύς είνε, έπρεπε να είνε, η υπέροχος εκείνη προσωπικότης, ήτις οιονεί μεσάζουσα μεταξύ Θεού και ανθρώπων έργον έχει να καταγγέλλη τούτοις τας αιωνίους εκείνου βουλάς της δικαιοσύνης, της ισότητος, της αγάπης, της φιλανθρωπίας, της ηθικής. Ο ιερεύς είνε επί της γης παρά τοις ανθρώποις αντιπρόσωπος του Θεού, του απείρου εκείνου όντος, όπερ είπε και απαύστως λέγει: «Γεννηθήτω φως». Είνε επομένως ο αιώνιος διδάσκαλος και θεματοφύλαξ της αληθείας, όστις καθήκον έχει και υποχρέωσιν ιεράν, να διαλύη τα σκότη της αμαθείας, να κατακεραυνοί τας μωράς δεισιδαιμονίας, «φως του κόσμου» γινόμενος κατά την εντολήν του Σωτήρος τον τε νουν και την καρδίαν.
Ο ιερεύς τούτ’ αυτό ιατρός ψυχών, ως ανέκαθεν συνήθεια επεκράτησε να λέγηται, και γεωργός του πνευματικού αγρού κέκληται να υπηρετήση την ανθρωπότητα κατά τα κυριώτατα σημεία του πνευματικού και ηθικού αυτής βίου, να θεραπεύση νοσήματα κακοήθη, να εκριζώση ορμάς και συνηθείας κακάς. Ο ιερεύς, άγγελος Θεού επί γης, θα σταλάζη το βάλσαμον της παρηγορίας εις καρδίας πονούσας, θα ενθαρρύνη τον αποτεθαρρυμένον ναυαγόν του βιοτικού πελάγους, την χήραν την απροστάτευτον, το αστήρικτον ορφανόν, τον εγκαταλελειμμένον γέροντα, τον δυστυχή εν γένει αδελφόν του άμα και τέκνον του πνευματικόν. Εν τω προσώπω τέλος του ιερέως ο ασθενής την ψυχήν θα έχη τον ιατρόν του τον φιλάνθρωπον, ο πονών τον παρήγορον, ο σφαλλόμενος τον διορθούντα, ο απηλπισμένος τον αντιλήπτορα τον θερμόν και εν γένει η ανθρωπότης σύμπασα τον διδάσκαλον εκείνον της αληθείας…
Τί είνε προς τούτοις ο ιερεύς; – Ο ιερεύς κατά την περί αυτού πίστιν και διδασκαλίαν της Εκκλησίας ημών είνε προς τούτοις ο υπηρέτης των μυστηρίων του Θεού, ο λειτουργός του Υψίστου, όστις εκ τε εαυτού και εκ μέρους του ποιμνίου του αποτείνει ευχάς και δεήσεις τω Θεώ και την χάριν αυτού και το έλεος και την άφεσιν του Πλάστου υπέρ του πλάσματος επιζητεί…».5
Ταυτόχρονα, άμεση προτεραιότητα του αγίου ήταν η αντιμετώπιση του προσηλυτισμού εκ μέρους των καθολικών ιεραποστόλων οι οποίοι λυμαίνονταν την περιοχή και η εξουδετέρωση της προτεσταντικής προπαγάνδας που αλλοίωνε την εκκλησιαστική συνείδηση των Ορθοδόξων. Ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε συγκρουστεί πολλά χρόνια νωρίτερα με τα τάγματα των Λαζαριστών μοναχών στην παρακείμενη Έφεσο, καλούσε από τη νέα του θέση κλήρο και λαό να αντιμετωπίσουν δυναμικά τις προσηλυτιστικές παγίδες καθολικών και προτεσταντών ιεραποστόλων.6
Αρωγός στο έργο αυτό υπήρξε η θρησκευτική αδελφότητα «Ευσέβεια». Συσταθείσα πολλά χρόνια πριν από την άφιξη του Χρυσοστόμου στην πόλη, η Ευσέβεια στόχευε στην αντιμετώπιση του προσηλυτισμού που είχαν εξαπολύσει οι καθολικοί μισιονάριοι στις μικρασιατικές ακτές, περιοχές όπου κυριαρχούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Σκοπός της ήταν «η δια της διδασκαλίας του Θείου Λόγου ηθική και πνευματική κατά Χριστόν διδασκαλία των μελών αυτής και παντός Ορθοδόξου Χριστιανού». Η εν λόγω αδελφότητα δεν περιορίστηκε όμως στο κηρυκτικό έργο. Στελεχωμένη από δύο χιλιάδες μέλη, κληρικούς και λαϊκούς, ίδρυσε δεκάδες κατηχητικά σχολεία στις ενορίες της Σμύρνης, ανέλαβε την συντήρηση άπορων μαθητών, καθώς και τη φροντίδα ταλαίπωρων και εγκαταλελειμμένων ασθενών.
Αναγνωρίζοντας ο Χρυσόστομος την προσφορά της Ευσέβειας, μερίμνησε για την ανέγερση νέου κτιρίου, το οποίο θα στέγαζε τις υπηρεσίες και θα ενίσχυε το κύριο έργο της, τη διάδοση του Θείου Λόγου. Με έρανο που διενεργήθηκε στη Σμύρνη και τα περίχωρα, οικοδομήθηκε στην οδό Ρόδων, το κέντρο της πόλης, μεγαλοπρεπές κτίριο για τις ανάγκες της αδελφότητας. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν από τον άγιο στις 23 Φεβρουαρίου 1914, ημέρα που η εκκλησία της Σμύρνης γιόρταζε με λαμπρότητα τη μνήμη του πολιούχου της, Αγίου Ιερομάρτυρος Πολυκάρπου, και ημέρα η οποία τη χρονιά εκείνη συνέπεσε με την Κυριακή της Ορθοδοξίας.7

Υποσημειώσεις.

1. Αμάλθεια, αριθ. 9573/12(25). 5. 1910
2. Αμάλθεια, αριθ. 9574/13(26).5.1910
3. Το αρχείον, τ. Β’, σ. χ.
4. Αμάλθεια, αριθ. 9618/5(18).7.1910
5. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Α’, Σμύρνη 16 Ιουλίου 1911, αριθ. 15, σσ’. 237-238
6. Αμάλθεια, αριθ. 9573/12(25)1910
7. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Γ’, Εν Σμύρνη, τη 22 Φεβρουαρίου 1914, αριθ. 151 σ’. 2435

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.