Μετάνοια – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κομβική έννοια στην Εκκλησία μας, και πυρηνική κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Την κατάνυξη αυτής της εποχής συνοδεύει μέσα μου, το άρωμα των λεμονανθών και της πασχαλιάς, η συγκίνηση των Χαιρετισμών, το «Φώς Χριστού φαίνει πάσι», κι αυτή η συγκλονιστική προσευχή του Αγίου Εφραίμ, του Σύρου: «Δέσποτα, και Κύριε της ζωής μου,…ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου». Κάθε λέξη πέφτει βαρειά, ρυθμικά, σαν να πέφτει βαρύ στο έδαφος ένα- ένα από τα καλύμματα που κρύβουν τον πυρήνα, και μ’ εμποδίζουν ν’ ακουμπήσω το Πάθος και την Ανάσταση. Τελευταίο μένει το «οράν τα εμά πταίσματα», και το «μη κατακρίνειν». Μετάνοια και αποδοχή. Πνευματική διαύγεια, και πνευματική ουσία. Αυτογνωσία και αγάπη. Άλλη φορά θα πούμε για το «μη κατακρίνειν», για την αποδοχή, και την αγάπη. Τώρα ο λόγος είναι για την μετάνοια, που έρχεται μετά την επίγνωση, την «όραση» των εμών πταισμάτων.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε την λέξη, για να καταλάβουμε και την έννοια. Να καταλάβουμε τι είναι, και το σημαντικότερο, τι δεν είναι. Γιατί κάθε έννοια έχει την δική της αξία. Άμα την καταλάβει κανείς, τότε μπορεί να την αξιοποιήσει, γιατί δεν θα την μπερδεύει με άλλες. Να που η κατανόηση, δεν εξελίσσει μόνο την σκέψη μας, αλλά πλουτίζει και την ψυχή μας. Η λέξη μετάνοια, λοιπόν, βγαίνει από την σύνθεση της πρόθεσης «μετά», με το ουσιαστικό «νους». «Μετά-νούς», σημαίνει, «εκ των υστέρων σκέψη». Άρα «μετανοώ», σημαίνει ότι άλλαξα γνώμη για κάτι που σκέφτηκα, είπα, ή έπραξα. Όλα είναι εξίσου σημαντικά, γιατί κάθε πράξη είναι αποτέλεσμα ενός ολοκληρωμένου συλλογιστικού κύκλου, και κάθε σκέψη είναι προϊόν της συνειδητής λειτουργίας της συνείδησής μας. Άρα για κάθε σκέψη ή πράξη που έκανα, τότε που την έκανα, την θεωρούσα θεμιτή, την θεωρούσα ευχάριστη, δεν είχα σκεφτεί καλά, δεν είχα σκεφτεί καθόλου, σκέφτηκα, αλλά προτίμησα την παρόρμηση. Τώρα όμως κάπως έγινε, και άλλαξα γνώμη, άλλαξα οπτική γωνία, άλλαξα εγώ. Άλλον νού είχα πριν, κι άλλον τώρα. Άλλη κρίση. Η Εκκλησία, κατά το παράδειγμα του Χριστού, αντιλαμβάνεται τον μετανοημένο άνθρωπο, ως μεταποιημένο άνθρωπο. Ως άνθρωπο που λέει κατά κάποιον τρόπο: «Είμαι άλλος άνθρωπος τώρα πιά. Δεν είμαι το ίδιο, δεν ενεργώ το ίδιο. Αν ήμουν έτσι τότε, δεν θα το έκανα με τίποτε. Σήμερα πια εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα». «Ο τω Πέτρω και τη πόρνη δια δακρύων την άφεσιν αμαρτιών δωρησάμενος, και τον τελώνην τα ίδια επιγνόντα πταίσματα δικαιώσας…» (Συγχωρητική ευχή). Να σημειώσουμε εδώ τις λέξεις-κλειδιά: «Διά δακρύων»: η μετάνοια συνοδεύεται από δάκρυα απάρνησης του προηγούμενου εαυτού, και επιθυμίας του νέου. «Την άφεσιν»: οι αμαρτίες αφίενται, πετιούνται, δεν υπάρχουν πια. «Δωρησάμενος»: Η άφεση δεν είναι κάτι που κερδίζεται μέσα σ’ ένα ανταποδοτικό πλαίσιο νομικού τύπου μετά το γεγονός της μετανοίας, αλλά χαρίζεται, προσφέρεται σαν δώρο. Εξ άλλου, δεν είναι στόχος της μετάνοιας η άφεση, αλλά συνέπειά της. Η μετάνοια είναι πνευματικό γεγονός επιστροφής στον Λόγο του Θεού. «Επιγνόντα»: Αυτό είναι η μετάνοια: επίγνωσις, δηλαδή, εκ των υστέρων γνώσις. «Δικαιώσας»: Επακόλουθο της μετάνοιας, η αποκατάσταση του ανθρώπου εντός του χώρου της δικαιοσύνης του Θεού, δηλαδή εντός του χώρου ενεργείας του ελέους Του.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μετάνοια φαίνεται συνώνυμη της αναγέννησης, και είναι. Είναι αυτόβουλη επιλογή, αλλά και δώρο του Θεού, είναι ένα θαύμα ως καρπός της ζώσας Εκκλησίας. Όταν μετανοώ, έχω υποστεί μια οντολογική αλλαγή. Μπορεί να μην κρατήσει για πάντα, αλλά στο μέτρο που συμβαίνει, ο άνθρωπος που αλλάζει τρόπο σκέψης και θεώρησης των πραγμάτων, είναι ένας «νέος» άνθρωπος, μία νέα οντότητα, η πνευματική διάσταση της οποίας είναι πλέον διαφορετική. Στον βαθμό που ο νους είναι θεμελιώδες στοιχείο της ύπαρξης, ο νέος νους δηλώνει πανηγυρικά την έναρξη μιας ανακαινισμένης ύπαρξης, θεμελιωδώς διαφορετικής από πριν.
Στην ρύμη του λόγου χρησιμοποιούμε κάποιες λέξεις ως εναλλακτικές της μετάνοιας, ενώ δεν είναι. Μια απ’ αυτές, είναι η «μεταμέλεια». Αλλά «μετα-μέλλει μοι», εξ ού και «μεταμέλλομαι», σημαίνει αλλάζω μεν γνώμη, αλλά με «έγνοια». Η λέξη από μόνη της είναι δηλωτική και συναισθήματος, ενώ η λέξη «μετάνοια» όχι. «Μέλλει μοι», σημαίνει «με νοιάζει», με απασχολεί, ίσως και με στενοχωρεί. Η ίδια η έκφραση εμπεριέχει και μία συναισθηματική συμμετοχή. Μιλώ για την ίδια την λέξη, όχι για την ψυχική κατάσταση που σίγουρα ακολουθεί, όταν κάποιος αποκηρύσσει μια πράξη του, μια συμπεριφορά, μια στάση. Επίσης η μεταμέλεια, ως έννοια, είναι μερικώτερη σε σχέση με την αλλαγή του νοός. Η μετάνοια αφορά την γενική αλλαγή πνευματικής στάσης ως προς κάτι, ενώ η μεταμέλεια είναι απλώς αλλαγή γνώμης, και μάλιστα με κάποια δυσφορία. Πρόκειται για μια υγιή δυσφορία, γιατί πώς να μην αισθάνεται άσχημα κανείς μετά από μια παράβαση ενός ηθικού κανόνα, ή μετά από ένα λάθος που προξένησε κακό σε κάποιον άλλο; Ναι, λοιπόν. Με μέλλει εκ των υστέρων, και λυπούμαι, θέλοντας ταυτόχρονα και να επανορθώσω. Η μετάνοια όμως δεν μένει στην λύπη της μεταμέλειας. Η μετάνοια είναι πνευματική αναγέννηση.

Επίσης η μετάνοια, δεν είναι ενοχή. Η ενοχή συνιστά την μη υγιή εκδοχή της μεταμέλειας. Πέρα από ενόχληση της συνείδησης, προκαλεί δυσβάσταχτη και αδιέξοδη δυσφορία για το σφάλμα της καταπάτησης ηθικού νόμου, και, στο μυαλό του «παραβάτη» επισύρει αιώνια καταδίκη και απαξίωση, στα μάτια του ίδιου, της κοινωνίας, ή του Θεού. Η ενοχή είναι συναίσθημα αδιέξοδο. Ένα βάρος βαρύ, δυσβάσταχτο, που μαυρίζει την ζωή με την επαπειλούμενη τιμωρία. «Έφταιξα-θα πληρώσω», και «έφταιξα-άρα είμαι σάπιος», είναι οι δυό ισότητες-δίπολα, που κατατρέχουν τον άνθρωπο σαν μια νοερά Ιερά Εξέταση. Σκοτώνει με αργά σφιγγόμενο βρόγχο, τον άνθρωπο που έχει ξεχάσει το «ουκ οίδατε οίου πνεύματός εστε υμείς» (Λουκ. θ΄55), και το «πού εισίν; Ουδείς σε κατέκρινεν; Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. Πορεύου από του νυν, και μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν.η΄10,11).
Η συνείδηση είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Μαζί με το ερέθισμα συν-υπάρχει και η προσωπική αντίληψη, κατανόηση, πρόσληψη, ερμηνεία, και διαχείριση του ερεθίσματος. Διότι «οίδα» σημαίνει «γνωρίζω» πλέον καλά, ως αποτέλεσμα αισθητικής εμπειρίας του «είδω», και της διαμορφωμένης προσωπικής μου αφομοίωσης αυτού: Παρακείμενος, με σημασία Ενεστώτα. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα ερμηνείας και προσωπικής αφομοίωσης είναι το σπέρμα θεογνωσίας που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, το μέτρο της διάκρισης μεταξύ καλού και κακού. Επειδή δε, είναι θεϊκό, είναι και αλάθητο μέτρο. Γι’ αυτό και, από γενέσεως κόσμου, όποιος συμβαδίζει με την συνείδησή του εξελίσσεται, ενώ όποιος αποφασίσει να την αγνοήσει, ολισθαίνει συνεχώς σε όλο και μεγαλύτερη απ-άνθρωπη πόρρωση. Έχει όμως σχέση η μετάνοια με την ενοχή;
Και ναι, και όχι. Για να μεταβούμε από την ενοχή στην μετάνοια, χρειάζεται πρώτα να μεταλλαχθεί η ενοχή σε μεταμέλεια, ως λειτουργικό, πλέον, αρνητικό συναίσθημα. Η μετάβαση από την ενοχή στην μεταμέλεια μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον άνθρωπο, αν επιλέξει να επανεξετάσει τα πράγματα με ορθολογική σκέψη. Το άλμα όμως από την μεταμέλεια στην μετάνοια, μπορεί να έρθει μόνον από Θεία επενέργεια, ακόμη και δια μέσου τρίτου ανθρώπου. Γιατί η μετάνοια είναι μια βαθειά μεταστροφή, μια «ολική αναθεώρησις βίου», όπως έλεγε ο Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης, έστω και βραχύβια.
………Ο Χριστιανός όταν μετανοεί, έχει ήδη γίνει άλλος άνθρωπος. Έχει ήδη καταλάβει, πως όλα τα λάθη του δεν ήταν παρά πρόχειρες λύσεις, όταν δεν ήξερε, ή δεν μπορούσε ακόμη να επιλέξει τις σωστές. Έχει καταλάβει, ότι η αγάπη του Χριστού, δεν αφήνει χώρο για ενοχές. Ο Ληστής στον σταυρό, όταν ανέβηκε δίπλα του ο Χριστός για να του δώσει την τελευταία ευκαιρία, δεν μπήκε στον Παράδεισο με θλίψη, αλλά με χαρά. Με ανακούφιση. Χορτάτος από αγάπη, και ανάλαφρος σαν πουλάκι. Έτσι είναι ο μετανοημένος Χριστιανός, ο εξομολογημένος. Χαίρεται την πρωτόγνωρη αίσθηση του να είναι άλλος, να έχει μετ-αλλαχθεί. Αυτό χαρίζει η μετάνοια. Έχει γευθεί την τέλεια αγάπη, και παρ’ όλο που λυπάται, παρ’ όλο που συχνά πασχίζει να διορθώσει και να επανορθώσει, ωστόσο, δεν φοβάται πια καμμιά τιμωρία που αλλοιώς θα του ταίριαζε, ακόμη κι αν αυτή έλθει. Αυτό συμβαίνει επειδή η μετάνοια είναι η αυτόβουλη επιστροφή του ανθρώπου από την εμπαθή αγάπη του εαυτού, στην αγάπη του Χριστού, και «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν.δ΄18). Διότι ο φόβος, το άγχος, είναι το μεγαλύτερο βάρος για τον άνθρωπο, το βαρύτερο «άχθος».
Ήταν στην αρχαία μυθολογία εκείνα τα φοβερά τέρατα, οι Ερινύες, που κατάτρεχαν τους εγκληματίες της ηθικής τάξης, που κατάτρεχαν τον μητροκτόνο Ορέστη, «το αίμα του αδελφού του» που κατάτρεχε και τον Κάϊν. Και πάλι, να που κι οι αρχαίοι, βαθειά μέσα τους την ήθελαν την λύτρωση, την ήξεραν ότι υπήρχε, γι’ αυτό τις έκαναν τις Ερινύες «Ευμενίδες», πού; στην Αθήνα που ήθελε για τον εαυτό της το μονοπώλιο του πολιτισμού… Είναι επίσης μια στιγμή μετάνοιας μέσα στον Όμηρο, στην Οδύσσεια, που δεν μπορώ να βρώ ανώτερή της παρά μόνον το «έκλαυσεν πικρώς» του Πέτρου στην αυλή του Καϊάφα. Είναι τα ίδια καυτά και ήσυχα δάκρυα, δάκρυα που δεν τα βλέπει κανείς παρά μόνον ο Θεός. Δάκρυα μεταμέλειας, αλλά και λύτρωσης. Όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, αλλά αν μπορούσες, τώρα, θα έκανες αλλοιώς. Αυτό είναι που σε λυτρώνει. Γι’ αυτό δεν φωνάζεις, ούτε οδύρεσαι γοερά. Γιατί δεν πασχίζεις να ξεφύγεις από κάτι. Έχεις ήδη ξεφύγει. Μόνο που πονάς, κι αυτόν τον πόνο τον δέχεσαι, γιατί είναι ένας δίκαιος πόνος. Που αποκαθιστά μέσα σου την διαταραγμένη τάξη. Είναι λοιπόν ο Οδυσσέας στην αυλή των Φαιάκων, στην ραψωδία θ. Τον έχει φέρει η Ναυσικά στο παλάτι του πατέρα της, και κατά τα ήθη της εποχής, ο πατέρας της ο βασιλιάς Αλκίνοος, του παραθέτει επίσημο τραπέζι, και φέρνει και τον Δημόδοκο, τον τυφλό τραγουδιστή, να τιμήσει τον ξένο με όποιο τραγούδι του ζητήσει εκείνος. Ο Οδυσσέας, όταν έφτασε στους Φαίακες, ήταν καταρρακωμένος. Είχε χάσει τα πάντα, πλοία, συντρόφους, δυνάμεις, ελπίδα, πίστη. Είχε αφεθεί πια στην μοίρα του. Κι όταν του ζητούν να διαλέξει θέμα για το τραγούδι, εκείνος ζητάει ν’ ακούσει για την άλωση της Τροίας με τον Δούρειο Ίππο. Το δικό του κατόρθωμα δηλαδή, για να καμαρώσει λίγο, να ξανανοιώσει δυνατός. Και τι ακούει μαζί αυτό; Για την πυρπόληση της πόλης, τους θρήνους των γυναικών, και των νηπίων. Και τότε καταρρέει. Νοιώθει, λέει ο καρδιογνώστης Όμηρος, σαν μια γυναίκα αβοήθητη, εκεί, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, με τον άντρα της να ψυχομαχεί μπροστά της, το σπίτι της να καίγεται, κι εκείνην να την περιμένει η σκλαβιά. Κι ο Οδυσσέας που ήθελε να ξανανοιώσει ήρωας, και μόνον ήρωας δεν νοιώθει. Περνούν μπροστά στα μάτια του όλα του τα εγκλήματα, περνά και η κατάντια του, περνά κι ο φόβος για μια παρόμοια εκδίκηση που μπορεί να τον περιμένει κι εκείνον άμα γυρίσει στην Ιθάκη, σύμφωνα με την κατάρα του Πλύφημου. Δεν είναι πια ήρωας, αλλά ένας συντετριμμένος άνθρωπος μπροστά στα εγκλήματά του, την κατάντια του, και την αδυναμία του. Και τότε, αντιμέτωπος με όλα τα σκοτάδια και όλην την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης του, «έκλαυσεν» κι εκείνος «πικρώς». Μεγάλωσε απότομα μέσα του, όσο δεν είχε μεγαλώσει ποτέ μέχρι τότε. Μεγάλωσε από την επίγνωση. «Επιγνόντα». Ωρίμασε. Η μετάνοια ωριμάζει τον άνθρωπο. Ήσυχα και καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του, δάκρυα που μόνο ο Αλκίνοος είδε και κατάλαβε. Ο Βασιλιάς που ήταν παρών και που μπορούσε και να τον σώσει.
Διαβάζουμε για την Δευτέρα Παρουσία, και την Μέλλουσα Κρίση: «Βίβλοι ανοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ανθρώπων επίπροσθεν, του αστέκτου Βήματος…» (Κυριακή της Απόκρεω). Είναι θλιβερό το ότι οι περισσότεροι βλέπουν σε όλες αυτές τις προρρήσεις μόνον την προοπτική μιας δημόσιας διαπόμπευσης, για να την προλάβουν δήθεν, με την λογική του «ο φόβος φυλάει τα έρημα». Τι επιφανειακό που είναι το να βλέπουμε τα πράγματα εξωτερικά, από την οπτική γωνία μόνον της κοινωνίας! Τι άλλο είναι αυτό το άνοιγμα, από την διάνοιξη των οφθαλμών; Τι άλλο είναι απ’ αυτό που είπε ο Απόστολος Παύλος: «Τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (Κορινθ.α΄13); Ο Απόστολος Παύλος απέκτησε την απόλυτη διαύγεια όταν αρπάχθηκε «έως τρίτου ουρανού», και περιμένει να την ξαναβρεί στην Αιώνια Βασιλεία. Διαπόμπευση με την έννοια που έχει στην μεταπτωτική μας κατάσταση, δεν υπάρχει στην Μέλλουσα Κρίση. Άλλο η δημοσιοποίηση, (και πάλι άγνωστο πώς), και άλλο η διαπόμπευση, η ντροπή. Στην πρώτη Εκκλησία γινόταν δημόσια Εξομολόγηση, αλλά δεν υπήρχε ντροπή, γιατί υπήρχε αγάπη, κατανόηση, απουσία κρίσης, διάθεση και συνείδηση ενότητας σε ένα σώμα. Πώς να περιγελάσεις και υποτιμήσεις το «μέλος του ιδίου σώματος»; Κι εδώ το «ιδίου», δεν σημαίνει το «του αυτού», με την έννοια της ταυτότητας που εννοούμε την λέξη σήμερα. Έχει την έννοια κτητικής αντωνυμίας, και σημαίνει «του δικού μου». Και εφ’ όσον ο άλλος είναι μέρος του δικού μου σώματος, γι’ αυτό είμαστε όλοι ένα και το αυτό, με συνδετικό κρίκο τον Χριστό, ώστε «εν ενί στόματι, και μια καρδία δοξάζειν και ανυμνείν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα, του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος…».
Αποτέλεσμα της Μέλλουσας κρίσης θα είναι πράγματι και ο φυσικός διαχωρισμός. Αυτός, ναι, θα είναι εμφανής και δημόσιος, όσο εμφανείς ήταν και η θέση του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου μετά θάνατον. Όμως αυτός ο δημοσίως εμφανής διαχωρισμός, θα είναι το αποτέλεσμα της απόλυτης επίγνωσης του βίου, όπως αυτή θα επέλθει μπροστά στον θρόνο του Θεού. Είναι λοιπόν αφελές να εστιάζουμε στο αποτέλεσμα, και όχι στην αιτία που θα το επιφέρει. Για μάς προέχει η προοπτική αυτής της μέλλουσας απόλυτης διαύγειας. Μπροστά στον θρόνο του Θεού, με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, όλος μας ο βίος, και όλος μας ο ψυχισμός θα ξετυλιχτούν μπροστά μας όπως πραγματικά είναι, και όπως δεν μπορούμε να τους δούμε τώρα που βρισκόμαστε στο «εκ μέρους». Αυτή δεν θα είναι μια δημόσια αποκάλυψη. Θα είναι μια πλήρης επίγνωση «επίπροσθεν» του κάθε ενός ανθρώπου, μεταξύ αυτού και του Θεού. Η επίγεια μετάνοια, κάθε επίγεια μετάνοια, είναι μία τέτοια μερική αποκάλυψη, σαν τα λέπια που έπεσαν από τα μάτια του τυφλού, για να συστηθεί εκ νέου με τον εαυτό του και τον κόσμο.

Η τόσο ανθρώπινη, λυτρωτική και πλήρης μετάνοια του Οδυσσέα, η ίδια με την μετάνοια του Πέτρου, η μετάνοια που κάνει τον άνθρωπο από ερείπιο βασιλιά, αυτή είναι «το χάσμα που άνοιξ’ ο σεισμός», και που «ευθύς εγιόμισ’ άνθη». Γνωμικός Αόριστος. Στο παρελθόν, σήμερα, και πάντα. Και μάλιστα «ευθύς», αυτόματα. Σαρακοστή, και άνθη. Σταυρός και Ανάσταση. Μετάνοια, αναγέννηση, χαρά. Σε κάθε Τεσσαρακοστή της ζωής μας. Γιατί έχει Ανάσταση στο τέλος της. Πάντα έχει Ανάσταση. Μια Ανάσταση που την προσφέρει ο Χριστός και Λόγος του Θεού, γι’ αυτό είναι «βεβαία».

Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.
Φιλόλογος, Νομικός, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και Εκπαίδευσης.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.