Γιατί οι αρχιερείς όταν χειροτονούνται, έχουν επί της κεφαλής τους το Ευαγγέλιο; – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αρχιερείς, όταν χειροτονούνται, φέρουν επί κεφαλής τους το άγιο Ευαγγέλιο, όχι μόνο για να μάθουν ότι ακόμη και αν έγιναν επί κεφαλής των άλλων, ωστόσο και αυτοί υπόκεινται στους νόμους του Ευαγγελίου και βρίσκονται κάτω από άλλη εξουσία, κατά τον θείο Χρυσόστομο που λέει: «Επειδή ο αρχιερέας ήταν κεφαλή του λαού, έπρεπε αυτός που γινόταν κεφαλή όλων, να έχη πάνω από το κεφάλι του την εξουσία. (Γιατί η απόλυτη αυθεντία είναι αφόρητη˙ αν όμως έχη από πάνω της το σύμβολο της εξουσίας, υπάγεται στον νόμο). Διατάζει λοιπόν η κεφαλή να μην είναι γυμνή, αλλά καλυμμένη, για να μάθη η κεφαλή του λαού, ότι έχει και αυτή κεφαλή˙ γι’ αυτό και στην εκκλησία κατά τις χειροτονίες των ιερέων (δηλαδή των αρχιερέων, εννοώντας πιο περιεκτικά τον όρο ιερωσύνη) τίθεται επί της κεφαλής το Ευαγγέλιο του Χριστού, για να μάθη ο χειροτονούμενος, ότι λαμβάνει την αληθινή τιράρα του Ευαγγελίου. Και ακόμη, να μάθη ότι αν και είναι κεφαλή όλων, όμως υπάγεται στον νόμο.
Γι’ αυτό και κάποιος γενναίος από τους αρχαίους με το όνομα Ιγνάτιος, ο οποίος διέπρεψε στην ιερωσύνη και το μαρτύριο, στέλνοντας επιστολή σε κάποιον ιερέα έλεγε: «Τίποτε να μην γίνεται χωρίς την γνώμη του Θεού» (Λόγ. δια το ότι ένας είναι ο νομοθέτης και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης)˙ όχι όμως μόνο γι’ αυτό λέω ότι έχουν οι αρχιερείς επί της κεφαλής τους το Ευαγγέλιο όταν χειροτονούνται, αλλά και για να γίνη γνωστό ότι οι αρχιερείς πρέπει να έχουν ακριβή γνώσι και επιστήμη των θείων Ευαγγελίων και όλων των θείων Γραφών.1 Θέλεις να το επιβεβαιώσης; Άκουσέ το από τον μύστη των απορρήτων και ιερό Διονύσιο: «Σαν ξεχωριστό ο ιεράρχης έχει την ιερώτατη επίθεσι των Λογίων πάνω στο κεφάλι… ο σκοπός είναι ο θεόμορφος ιεράρχης να κοινωνήση ακέραια όλη την ιεραρχική δύναμι και όχι μόνο να φωτισθή με την αληθινή και θεοπαράδοτη επιστήμη όλων των ιεραρχικών ιερολογιών και ιερουργιών αλλά και να μεταδώση και σε άλλους την ιεραρχική τους αναλογία και να τελεσιουργήση με τις θεϊκώτατες γνώσεις και ανυψώσεις στις κορυφές ιεραρχικά τις ιερώτατες τελετές όλης της ιεραρχίας» (Εκκλ. Ιεραρχ. κεφ. ε’ & 7)˙ και ο θείος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης λέει: «Ο ιερέας του Θεού, επειδή αγγίζει τον Θεό, όπως τα πολυόμματα ζώα, οφείλει να είναι ολόκληρος οφθαλμός σαν εκείνα, χωρίς να αγνοή τίποτε, αλλά να βλέπη τα πάντα. Επειδή λοιπόν αγνοείς, να μαθαίνης ολόψυχα» (Επιστολ. ρνα’ προς επίσκοπο Ευσέβιο).
Η φιλομάθεια των Γραφών προξενεί πολυμάθεια.
Είναι βέβαια γνωστό ότι η φιλομάθεια και η ανάγνωσι των Γραφών θα σου προσφέρη και πολυμάθεια και θα σε λυτρώση από την αμάθεια, την οποία ακολουθούν πολλές ζημίες.2 Γι’ αυτό και ο σοφός Ισοκράτης είπε: «Εάν είσαι φιλομαθής, θα γίνης πολυμαθής και όσα μεν ξέρεις καλά, να τα διαφυλάσσης με την μελέτη, όσα όμως δεν έχεις μάθει, να τα δέχεσται με την επιμέλεια˙ γιατί έτσι, εκείνα που οι άλλοι τα βρίσκουν δύσκολα, εσύ θα τα μαθαίνης εύκολα». Και κάποιος άλλος σοφός λέει: «Σε αυτούς που αγωνίζονται στο στάδιο δίνεται το βραβείο της νίκης. Στους φιλόπονους το πρωτείο της φρονήσεως και την αμάθεια, σαν τρομερή νόσο, την ακολουθούν πολλά αμαρτήματα. Η παιδεία όμως, όπως ακριβώς η εύφορη χώρα, πάντα καρποφορεί τα αγαθά» (Στον βίο του Κυρίλλου του Φιλεώτου). Και ο Σειράχ είπε: «Η πεπαιδευμένη ψυχή είναι ανεκτίμητη» (Σοφ. Σειρ. 26, 14). Αλλά και ο Σολομών είπε: «Το πλήθος των σοφών είναι η σωτηρία του κόσμου και ο συνετός βασιλέας είναι σταθερότητα για τον λαό του» (Σοφ. Σολ. 6, 24).
Και ότι η φιλομάθεια και η συνεχής ανάγνωσι κάνει πολυμαθείς ακόμη και τους αμαθείς, είναι αναντίρρητο˙ γιατί εγώ, γνώρισα ανθρώπους όχι μόνο αμαθείς της Ελληνικής γλώσσας, αλλά και αυτής της κοινής και πεζής, όντας ξενόγλωσσοι, αλλά οι οποίοι με την συνεχή ανάγνωσι στην ησυχία, έμαθαν τόσα πολλά και έγιναν σοφοί, ώστε υπερέβησαν και αυτούς τους ίδιους τους φιλοσόφους και τις απορίες τους, με δυσκολία τις λύνουν και αυτοί οι μεγάλοι δάσκαλοι.
Ακόμη και οι άγγελοι επιθυμούν να μαθαίνουν.
Και αν όλοι οι υπερκόσμιοι άγγελοι και ολόκληρη η ουράνια ιεραρχία των ασωμάτων νόων δεν αδιαφορούν για την δυνατότητά τους για γνώσι των θείων πραγμάτων, αλλά επιθυμούν, φλεγόμενοι από σαν από κάποιο φλογερό και διακαή έρωτα, να μαθαίνουν πάντοτε τα υψηλότερα και υπερφυσικώτερα μυστήρια και να φωτίζωνται με τις τρανώτερες ελλάμψεις του Θεού, καθώς για αυτά μεγαληγορεί ο μυσταγωγός των αγγελικών ιδιοτήτων Διονύσιος λέγοντας: «Δεν πρέπει να αμελούμε την δυνατότητα των θείων γνώσεων που είναι στην διάθεσί μας. Και σε αυτό μας έπεισαν, όχι μόνο η φυσική έφεσι των νόων, που πάντοτε λαχταρούν ερωτικά την δυνατή θεωρία των υπερφυών, αλλά και η ίδια η άριστη διάταξι των θείων θεσμών» (Περί θείων ονομάτων κεφ. γ’). Αν λοιπόν επιθυμούν να μαθαίνουν με τόσο έρωτα οι άγγελοι, τα άυλα εκείνα πνεύματα, από τα οποία ο κατώτερος είναι πιο σοφός από όλους μαζί τους σοφούς και διδασκάλους των ανθρώπων˙ γι’ αυτό είπε πάλι ο μέγας Διονύσιος: «Και από τους εσχάτους ακόμη αγγέλους, οι καλλίτεροι από τους θεολόγους μας υστερούν», πόσο περισσότερο ασύγκριτα, πρέπει να μην αδιαφορούν για την γνώσι των θείων πραγμάτων, αλλά να την μαθαίνουν από τις θείες Γραφές οι άνθρωποι που είναι συνδεδεμένοι με το σώμα και την ύλη; Οι άνθρωποι που έχουν συνυφασμένη με την φύσι τους την αγνωσία; Ιδιαίτερα όμως οι αρχιερείς που οδηγούν στην τελειότητα; Αυτοί που έχουν την πρώτη τάξι και τον ανώτατο βαθμό στην κάτω εκκλησιαστική ιεραρχία; Αυτοί που διωρίστηκαν για να φωτίζουν και να διδάσκουν, όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά και τους άλλους μιμούμενοι τους αγγέλους;
Σου λέω λοιπόν αυτό που είπε ο μέγας Βασίλειος: «Ας είναι σε σένα πικρή η γεύσι της ακροάσεως των κοσμικών διηγημάτων και κερήθρες μελιού τα διηγήματα των αγίων ανδρών» (Λόγ. περί αποταγ.).
Γι’ αυτό απόφευγε τις πολλές συνομιλίες των ανθρώπων ως ανώφελες και μάταιες. Γιατί λέει: «Μου διηγήθηκαν οι παράνομοι φλυαρίες, αλλά τίποτε δεν είναι όπως ο νόμος σου, Κύριε» (Ψαλμ. 118, 84). Και ο Σειράχ λέει: «Τα λόγια των μωρών είναι ανώφελα και αποκρουστικά» (Σοφ. Σειρ. 27, 13). Να ασχολήσαι λοιπόν πάντοτε με την μελέτη των θείων Γραφών, για να αξιωθής του μακαρισμού που λέει: «Μακάριος όποιος μελετά τον νόμο του Κυρίου μέρα και νύκτα» (Ψαλμ. 1,1). Και ακόμη και όταν έλθη κάποιος για απλή συζήτησι, ας γίνεται και τότε ανάγνωσι, προς αποφυγήν της αργολογίας. Γιατί ο Σιράχ λέει: «Κάθε λόγος σου να έχη θέμα του τον νόμο του Υψίστου» (Σοφ. Σειρ. 9, 15).
Ώστε έτσι και εκείνος, αν είναι πολυμαθής, θα αναχωρήση αφού ωφεληθή και παρηγορηθή,3 αν όμως αντίθετα, ο αδελφός είναι από αυτούς που αγαπούν τις αργολογίες, γνωρίζοντας τον σκοπό σου, θα σταματήση να έρχεται να σε ενοχλή.
Τόπος των πνευματικών ηδονών είναι οι λόγοι των κτισμάτων, τα οποία ο Θεός δημιούργησε από την ανυπαρξία μόνο με την θέλησι και την νόησι.
Και οι λόγοι των κτισμάτων (λόγοι των κτισμάτων),4 αισθητών και νοητών, προξενούν στον νου μεγάλη ηδονή˙ γιατί βλέποντας αυτός με ένα βλέμμα όλη την νοητή και αισθητή κτίσι, τους αγγέλους, τους ουρανούς, τους φωστήρες, τα στοιχεία, τα άλογα ζώα και τους ανθρώπους και στοχαζόμενος πως ο Θεός τα δημιούργησε εκ του μη όντος στο είναι με ένα μόνο του λόγο˙ «Αυτός είπε και γεννήθηκαν» (Ψαλμ. 148, 5), θαυμάζει και απορεί ο νους στοχαζόμενος πώς με μία μόνο του θέλησι ο Θεός δημιούργησε όλα τα όντα: «Όλα όσα θέλησε εποίησε στον ουρανό και στη γη και σε όλες τις αβύσσους»5 (Ψαλμ. 113, 11) και με ένα μόνο του νόημα, όπως είπε εκείνη η θαυμαστή Ιουδίθ πρώτα και ο θεολόγος Γρηγόριος ύστερα. Γιατί αυτή λέει: «Διανοήθηκες και γεννήθηκαν όσα διενοήθης. Και παρουσιάσθηκαν όσα διανοήθηκες και είπαν, εδώ είμαστε» (Ιουδίθ 9, 5). Και ο θεολόγος Γρηγόριος έτσι λέει: «Και η διανόησι έργο ήταν, συμπληρωμένο με τον λόγο και τελειοποιούμενο με το Πνεύμα». Γι’ αυτό και εκείνη η σοφή και με φρόνησι ανδρός Σολομονή, η μητέρα των Μακκαβαίων, εγκαρδιώνοντας τον έβδομο και τελευταίο της γυιό που βρισκόταν στα βασανιστήρια, έλεγε: «Σου ζητώ, παιδί μου, να κοιτάξης στον ουρανό και την γη για να καταλάβης ότι όλα όσα βλέπεις εκεί ο Θεός τα δημιούργησε από το μηδέν και με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκε και το ανθρώπινο γένος» (Β’ Μακκαβ. 7, 28). Αυτά λέω, όταν τα στοχάζεται ο νους θαυμάζει και εκπλήσσεται σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο που λέει: «Πρώτα ο νους θαυμάζει, όταν σκέπτεται το μέγεθος του θείου απείρου σε όλα και εκείνο το άβατο και πολυπόθητο πέλαγος και δεύτερον εκπλήσσεται πως δημιούργησε την ύπαρξι των όντων από το μηδέν» (Κεφ. α’ της δ’ εκατοντ. Των περί αγάπ.). Ανάλογα με αυτόν τον θαυμασμό και την έκπληξι ο νους νοιώθει και ανυπέρβλητη χαρά, που έχει τέτοιο Θεό και Δεσπότη, ο οποίος δημιούργησε με τόση ευκολία6 τόσο ωραία και σοφά, τόσο μεγάλα και θαυμαστά δημιουργήματα και παρακινείται να λέη και αυτός μαζί με τον Δαβίδ προς τον Θεό: «Σου εξομολογούμαι ότι η θαυμασιότητά σου είναι μεγάλη˙ όλα τα έργα σου είναι εξαίσια και η ψυχή σου το γνωρίζει καλά» (Ψαλμ. 138, 14). Αυτό ερμηνεύοντάς το ο Χρυσορρήμων λέει: «Αυτό σημαίνει πως φάνηκες θαυμαστός και θαυμαστός είσαι. Αλλά τί λέω, λέει, για σένα, αφού όσα έγιναν από σένα, είναι μεγάλο θαύμα;».

Υποσημειώσεις.
1. Γι’ αυτό ο θεοφόρος Μάξιμος λέει ότι το χαρακτηριστικό του διακόνου είναι το να καθαίρη τους άλλους από τα πάθη και τους κακούς λογισμούς με την ηθική˙ το χαρακτηριστικό του ιερέα είναι το να φωτίζη τους άλλους με τους λόγους της φυσικής θεωρίας των όντων. Ενώ του επισκόπου το να τελειοποιή τους άλλους με τους λόγους της θεολογίας. «Ο λόγος του διακόνου έχει σκοπό να χρίη τον νου προς τους ιερούς αγώνες και να διώχνη από αυτόν τους εμπαθείς λογισμούς και ο λόγος πρεσβυτέρου σκοπεύει να φωτίζη τον νου με την γνώσι των όντων και να εξαφανίζη τη ψευδή γνώσι. Και ο λόγος του επισκόπου να τελειοποιή με το άγιο Μύρο την γνώσι της προσκυνητής Αγίας Τριάδος». Επομένως ο αρχιερέας δεν πρέπει να είναι μόνο ηθικός και φυσικός, δηλαδή θεωρητικός φιλόσοφος, αλλά και θεολόγος, επειδή είναι ανώτερος του διακόνου και του πρεσβυτέρου.
2. Τις ζημίες που προκύπτουν από την αμάθεια και την έλλειψι γνώσεως των Γραφών διηγείται σύντομα ο χρυσός ρήτορας της Εκκλησίας λέγοντας: «Γιατί από εδώ προήλθαν τα μύρια κακά, από την άγνοια των Γραφών. Από εδώ βλάστησε η μεγάλη φθορά των αιρέσεων, από εδώ οι αμελημένοι βίοι, από εδώ οι ακερδείς κόποι. Γιατί όπως ακριβώς αυτοί που στερούνται αυτό το φως δεν μπορούν να βαδίσουν σωστά, έτσι και αυτοί που δεν βλέπουν προς την ακτίνα των θείων Γραφών, βασανίζονται πολύ και συνεχώς αμαρτάνουν, επειδή βαδίζουν σε βαθύτατο σκότος» (Λόγ. εις το προοίμιον της προς Ρωμ. επιστ.).
3. Γιατί δεν υπάρχει άλλη παρηγοριά καλλίτερη για την ψυχή του ανθρώπου σε όλες τις θλίψεις και τους πειρασμούς που δοκιμάζει, από αυτήν που υπάρχει στις θείες Γραφές. Γι’ αυτό και οι Μακκαβαίοι έγραφαν: «Εμείς δεν έχουμε ανάγκη από τέτοιους συμμάχους, αφού έχουμε στα χέρια μας τα ιερά βιβλία ως στήριγμα και παρηγοριά» (Α’ Μακκαβ. 12, 9).
4. Σημείωσε ότι κατά τον άγιο Μάξιμο, άλλο είναι οι λόγοι των κτισμάτων και άλλο οι νόμοι τους: «Οι μεν λόγοι αναγνωρίζονται στη συνοχή της μονιμότητας σε κάθε είδος. Οι δε νόμοι φαίνονται στην ταυτότητα της φυσικής ενέργειας του κάθε είδους» (Κεφ. στ’ της ε’ εκατοντ. Των θεολογ.). Και προσημειώνουμε και αυτό ως αναγκαίο, ότι οι εν τω Θεώ, τον δημιουργό τους παντός, ενιαία προϋπάρχοντες διηνεκείς και αιώνιοι λόγοι, από τους οποίους δημιουργήθηκαν όλα τα όντα. Δεν έγιναν ούτε είναι οι ουσίες των όντων, όχι! Γιατί, οι μεν είναι δημιουργοί των ουσιών και των ουσιωδών ποιοτήτων, καθώς μεγαληγορεί ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγοντας: «Και θεωρούμε ως παραδείγματα του λόγους του Θεού, τους δημιουργούς των όντων και ενιαίους και προϋπάρχοντες, τους οποίους η θεολογία ονομάζει προορισμούς και θεία και αγαθά θελήματα των όντων, προσδιοριστικά και ποιητικά και σύμφωνα με τους οποίους λόγους, ο υπερούσιος προώρισε και παρήγαγε όλα τα όντα» (Περί θείων ονομ. κεφ. ε’).
Τα ίδια λέει και ο θεοφόρος Μάξιμος και ο Γρηγόριος και ο Μάρκος ο Εφέσου στα κεφάλαια για το άγιο Πνεύμα και όλοι οι ιεροί θεολόγοι. Αυτοί λοιπόν οι λόγοι του Θεού, είναι ουσιοποιοί και δημιουργικοί και ποιητικοί των ουσιών. Και οι ουσίες των όντων είναι ποιήματα και δημιουργήματα και αποτελέσματα εκείνων των λόγων που έχουν παραχθή στον χρόνο. Επομένως σφάλλουν και μάλιστα πολύ, κάποιοι από τους νεωτέρους μεταφυσικούς μας, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι ουσίες των όντων είναι εκείνοι οι άκτιστοι και αιώνιοι λόγοι του Θεού και για αυτό ονομάζουν αυτές τις ουσίες των όντων αιώνιες. Γιατί έτσι ανανεώνουν την ελληνική πλάνη και γνώμη που υποθέτει ότι η ύλη είναι αιώνια (και η οποία θεωρούνταν από τους Έλληνες ως κυρία ουσία των όντων) και μαζί με τον Δημιουργό συναΐδια και συνάναρχη. Όμως οι φυσικοί λόγοι που βρίσκονται στα κτίσματα είναι αποτελέσματα και εικόνες εκείνων των άκτιστων και παραδειγματικών λόγων του Θεού.
5. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος Νύσσης είπε: «Η ορμή της θείας προαιρέσεως (δηλαδή της θελήσεως), όταν θέλη, γίνεται πράξι˙ και γίνεται ουσία η θέλησις γινόμενη φύσι της παντοδυνάμου εξουσίας, η οποία, αν θέλη, σοφά και τεχνικά ποιεί το θέλημα ως μη ανυπόστατο˙ ενώ η ύπαρξι του θελήματος είναι ουσία» (Λόγ. εις τα Μακρίνια).
6. Είναι άρρητη και ακατάληπτη σε κάθε νου, αγγελικό και ανθρώπινο, η ευκολία με την οποία ο Θεός δημιούργησε αυτόν τον αισθητό ορατό κόσμο. Γιατί όλη αυτή την πανδελεχή ύλη από την οποία δημιουργήθηκαν όλα τα μέρη του κόσμου, ο παντοδύναμος Λόγος την παρήγαγε στην μία και πρώτη στιγμή του χρόνου από το μηδέν στο είναι, δηλαδή όλα τα τέσσερα στοιχεία από τα οποία έγιναν τα υπόλοιπα κτίσματα˙ και αυτό το δήλωσε ο Μωυσής λέγοντας: «Στην αρχή (δηλαδή την πρώτη στιγμή του χρόνου), ο Θεός εποίησε τον ουρανό και την γη» (Γέν. 1, 1). Γιατί λέγοντας τον ουρανό και την γη, δηλαδή τα δύο υπέρτατα άκρα του παντός, συμπεριέλαβε και τα ενδιάμεσα στοιχεία του αέρα και του νερού, σύμφωνα με όλους τους θεολόγους. Και το δήλωσε και ο σοφός Σειράχ λέγοντας: «Εκείνος που αιώνια ζη, όλα ανεξαίρετα τα έχει δημιουργήσει» (Σοφ. Σειρ. 18, 1), δηλαδή συνολικά και ταυτοχρόνως τα πάντα, με τον λόγο της αθρόας δημιουργηθείσης πανδελεχούς ύλης και των στοιχείων, από τα οποία δημιουργήθηκαν τα πάντα. Γιατί τα κτίσματα που δημιουργήθηκαν ύστερα κατά τις έξι μέρες, παρήχθησαν όχι απλά από το μηδέν, αλλά από εκείνη την πανδελεχή ύλη και τα στοιχεία που δημιουργήθηκαν την πρώτη μέρα, ή καλλίτερα κατά την πρώτη στιγμή της πρώτης μέρας και κατά κάποιο τρόπο αυτά κτίσθηκαν μόνο, σαν κάποιος καλλωπισμός της ακαλλώπιστης πρώτης ύλης και σαν διακόσμησι ή στόλισμα του πρωτόγονου εκείνου κόσμου.
Γι’ αυτό και η ένθεος γλώσσα των θεολόγων, ο μέγας Γρηγόριος της Θεσσαλονίκης, πολύ ωραία και γλαφυρά είπε, ότι ο Θεός τον πρώτο εκείνο κόσμο που δημιουργήθηκε σε μία στιγμή, τον δημιούργησε κυοφόρο και από αυτόν γεννήθηκαν τα υπόλοιπα κτίσματα δια μέσου του λόγου αυτού˙ τον ουρανό τον δημιούργησε έτσι ώστε να κυοφορή τους πλανήτες, τους αστέρες και τους διαφόρους πυρσούς. Την γη να κυοφορή τα διάφορα είδη φυτών και ζώων˙ και το νερό τα διάφορα είδη των ψαριών και των πουλιών: «Ο Θεός σε έξι μέρες με τον λόγο παρήγαγε τα όντα από το μηδέν˙ μάλλον τους έδωσε υπόστασι μέσα σε μία στιγμή, όπως ο Μωυσής λέει, «στην αρχή έκανε ο Θεός τον ουρανό και την γη» (Γέν. 1,1)˙ τον ακούσαμε να λέγη όχι όμως κενό, ούτε χωρίς τα ενδιάμεσα όλα. Γιατί η γη ήταν ανάμικτη με το ύδωρ, το κάθε ένα από τα δύο στοιχεία κυοφορούσε τόσο τον αέρα, όσο και τα αντίστοιχα διάφορα ζώα και φυτά. Ο ουρανός πάλι κυοφορούσε τα διάφορα φώτα και πυρά, πάνω στα οποία είναι στερεωμένο το σύμπαν» (κεφ. κα’ των φυσικών και των θεολογικών).

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.