Η στάση του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στο πρόβλημα της παραχωρήσεως Εκκλησιών της Μακεδονίας στη Βουλγαρική Εξαρχία – Αθανασίου Μπιλιανού.

«Η Εκκλησία καθ’ όλην την ένδοξον σταδιοδρομίαν αυτής εγνώρισε μόνον την ζωήν δια των ενδόξων θανάτων των μαρτύρων της».
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος προς Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.

Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στη Σμύρνη, ο Χρυσόστομος κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα εξαιρετικά δύσκολο ζήτημα που είχε προκύψει σε πολλές πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο για τον εμπορικό και ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών προϊόντων που είχαν κηρύξει οι τουρκικές αρχές, ως αντίποινα στις συνεχείς εξεγέρσεις του Ελληνισμού της Κρήτης για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Αρχικά, το μέτρο αυτό είχε εφαρμοστεί το καλοκαίρι του 1909 στη Μακεδονία, με στόχο αφ’ ενός την εξουδετέρωση της διαφαινόμενης ελληνικής υπεροχής μετά τη λήξη του Μακεδονικού αγώνα και αφ’ ετέρου ως εκδίκηση στα επαναστατικά κινήματα των Κρητών, τα οποία απασχολούσαν για δεκαετίες την Υψηλή Πύλη.
Η κατάσταση στη Σμύρνη ήταν απελπιστική. Η πόλη διέθετε το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, με αποτέλεσμα το μποϊκοτάζ των ελληνικών εμπορευμάτων από την εγχώρια και διεθνή αγορά να πλήττει καίρια τα συμφέροντα και τη ζωή των Ελλήνων κατοίκων. Δημοσιεύματα της εποχής αποτυπώνουν την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε τότε στη Σμύρνη:
«Από δεκαημέρου, ήτοι από της ημέρας του κατάπλου του ατμοπλοίου «Άρτεμις» ουδέν ατμόπλοιον υπό ελληνικήν σημαίαν κατέπλευσεν εις τον λιμένα μας. Επίσης, οι Έλληνες υπήκοοι εργάται του λιμένος αδρανούσιν, μη επιτρεπόντων των μποϋκοτατζήδων εις αυτούς να εργασθώσι, περιήλθον δε πτωχοί οικογενειάρχαι εις μεγάλην οικονομικήν στενοχωρίαν».1
Σε άλλο δημοσίευμα αναφέρονται τα εξής: «Τηλεγράφημα ληφθέν σήμερον ενταύθα εκ μέρους της εν Κασσαμπά ορθοδόξου κοινότητος, αγγέλει ότι η κατάστασις των εκεί ομογενών είνε απελπιστική καθότι οι Τούρκοι υπείκοντες εις πιέσεις των μποϋκοτατζήδων αρνούνται να πωλήσουν τροφάς εις τους εκεί Έλληνας!»2
Ο Χρυσόστομος είχε αντιμετωπίσει τις συνέπειες του μέτρου αυτού στη Δράμα, λίγες μέρες προτού αναγκαστεί να απομακρυνθεί για δεύτερη φορά από τη Μακεδονία. Με αφορμή τότε τη δολοφονία του Ηλία Χατζηγκεωργκίεφ, οι τοπικές αρχές είχαν επιβάλει μποϊκοτάζ στα ελληνικά καταστήματα της Δράμας, οδηγώντας τον ελληνικό πληθυσμό σε απόγνωση. Την ίδια κατάσταση κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο ιεράρχης και στη νέα του διακονία. Συντάσσει διαβήματα προς τις αρχές της Σμύρνης και ζητά την άρση του αποκλεισμού των ελληνικών εμπορευμάτων, τα οποία έφταναν στην πόλη είτε από τη μικρασιατική ενδοχώρα είτε από το εξωτερικό και παρέμεναν στο λιμάνι, καθώς οι τουρκικές αρχές εμπόδιζαν τη φορτοεκφόρτωση και διανομή τους.
Και ενώ υφίστατο το μέτρο αυτό κατά των Ελλήνων εμπόρων και επιχειρηματιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα νέο μέτρο ήρθε να δυναμιτίσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Στις 14 Ιουνίου 1910 τα δύο νομοθετικά σώματα της Τουρκίας, Βουλή και Γερουσία, με πρόσχημα την άρση των διαφορών μεταξύ Πατριαρχικών και Εξαρχικών στη Μακεδονία, ψήφισαν νόμο, σύμφωνα με τον οποίο παραχωρούνταν ορθόδοξοι ναοί στη σχισματική Βουλγαρική εκκλησία.3 Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Στα τέλη Ιουνίου και στις αρχές Ιουλίου του 1910 μεγάλα συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν στις περισσότερες πόλεις της τουρκοκρατούμενης τότε Μακεδονίας και της αυτοκρατορίας. Με ψηφίσματα διαμαρτυρίας και παραστάσεις στις κατά τόπους αρχές, ο Ελληνισμός κατήγγειλε την απόφαση της Υψηλής Πύλης να αποσπά ιδρύματα του οικουμενικού πατριαρχείου στη Μακεδονία (εκκλησίες, σχολεία και νεκροταφεία) και να παραδίδει στη Βουλγαρική Εξαρχία.4
Την επομένη της ψήφισης του επίμαχου νόμου ο Ιωακείμ Γ’, συνοδευόμενος από τους συνοδικούς μητροπολίτες Πισιδίας Κωνσταντίνο και Μυτιλήνης Κύριλλο και τον Άρχοντα Καπουκεχαγιά του πατριαρχείου, συναντήθηκε με αξιωματούχους της τουρκικής κυβέρνησης και επέδωσε στον Σουλτάνο γραπτή διαμαρτυρία, ζητώντας τη ματαίωση του ψηφισθέντος νόμου, ο οποίος έθιγε τα εκκλησιαστικά και εθνικά δίκαια των Ρωμηών.
Στις 17 Ιουνίου 1910 η Ιερά σύνοδος και το Διαρκές εθνικό μικτό συμβούλιο αποφάσισαν να ζητηθεί εκ μέρους του Πατριάρχη ακρόαση από τον Σουλτάνο, προκειμένου να συζητήσουν το εν λόγω ζήτημα. Ο Μεχμέτ Ρεσάτ Ε’ αρνείται να δεχθεί τον Ιωακείμ Γ’, λέγοντας πως αδυνατεί να εμποδίσει την κύρωση των ψηφισθέντων από τη Βουλή και τη Γερουσία νόμων, γεγονός που αναγκάζει τον τελευταίο να συγκαλέσει εκ νέου τα δύο διοικητικά σώματα της εκκλησίας, τα οποία υπέβαλαν στον Σουλτάνο μαζβατά (επικυρωμένο πρακτικό), επαναλαμβάνοντας το αίτημα περί εκκλησιών, σχολών και νεκροταφείων στη Μακεδονία.5
Στη δύσκολη αυτή συγκυρία σημαντική κρίνεται η παρέμβαση του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αν και το μέτρο αυτό δεν αφορούσε τη δική του μητροπολιτική περιφέρεια, ο ιεράρχης ανέλαβε έναν ξεχωριστό ρόλο στην πολεμική που εγκαινίαζε το νεοτουρκικό καθεστώς κατά του Μακεδονικού Ελληνισμού.
Στις 19 Ιουνίου 1910 ο Χρυσόστομος απέστειλε στον Ιωακείμ Γ’ επιστολή,6 με την οποία τον καλούσε να εντείνει τις προσπάθειές του για τη μη εφαρμογή της απόφασης παραχώρησης εκκλησιών και άλλων ιδρυμάτων στους Βουλγάρους.
Ο Χρυσόστομος αναδεικνύει και πάλι τη μαχητικότητά του για τα δίκαια της Εκκλησίας και του Γένους, στοιχείων άρρηκτα συνδεδεμένων με το ιστορικό πλαίσιο που διαμόρφωσε η μακρά περίοδος δουλείας. Οι Ρωμηοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέχρι τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αντιμετώπιζαν κάθε εχθρική στάση της Υψηλής Πύλης, όπως αυτή της παραχώρησης εκκλησιών στη Βουλγαρική Εξαρχία, ως ενέργεια κατά της Ορθοδοξίας και του Έθνους, χωρίς το πρώτο να αποκλείει το δεύτερο και το αντίστροφο. Ο ιεράρχης είχε προβλέψει πως το Γένος επρόκειτο να γνωρίσει «ένδοξους χρόνους», κατά τους οποίους οι πιστοί καλούνταν να είναι έτοιμοι «δια μαρτύριον ένδοξον». Ο άγιος δεν δίσταζε να πει πως οι Χριστιανοί θα έπρεπε να είναι «λίαν ευγνώμονες εις την Θείαν πρόνοιαν δια τούτο», ότι δηλαδή η εκκλησία επρόκειτο να λάμψει και πάλι «δια των ενδόξων θανάτων των μαρτύρων της».
Ο μητροπολίτης εισηγείται στον Πατριάρχη «να κηρύξη επισήμως την εκκλησίαν εν διωγμώ», ως ένα δυναμικό μέτρο κατά της απόφασης της τουρκικής κυβέρνησης. Ο Χρυσόστομος προτείνει να κλείσουν, έστω για μια εβδομάδα, όλα τα ιδρύματα της εκκλησίας και να σταματήσει κάθε δημόσια λειτουργία των ορθοδόξων Ελλήνων Χριστιανών απ’ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας ως ένδειξη εθνικού πένθους. Με την ενέργεια αυτή το οικουμενικό πατριαρχείο θα γνωστοποιούσε με τον πιο επίσημο τρόπο τις κυβερνητικές αυθαιρεσίες, γεγονός που θα εξέθετε διεθνώς το νεοτουρκικό καθεστώς. Το ενδεχόμενο δυσφήμισης του κινήματος των Νεότουρκων στις Μεγάλες δυνάμεις, δύο μόλις χρόνια μετά την πολλά υποσχόμενη συνταγματική επανάσταση του 1908, θα μπορούσε να αποτελέσει το ισχυρότερο κίνητρο για να αναπροσαρμόσει η Υψηλή Πύλη την πολιτική της υπέρ του ελληνορθόδοξου στοιχείου.
Από την πλευρά του ο Ιωακείμ Γ’, αν και προέβη άμεσα στις ανάλογες ενέργειες και διαμαρτυρίες προς την τουρκική κυβέρνηση, πιστός στην πολιτική των χαμηλών τόνων και της αποφυγής των συγκρούσεων με την Υψηλή Πύλη, δεν προχώρησε στην εφαρμογή του μέτρου αυτού. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το Οικουμενικό πατριαρχείο κήρυξε την εκκλησία σε κατάσταση διωγμού και σφράγισε τις εκκλησίες και τα ιδρύματά της για δυο μήνες. Ωστόσο, η ενέργεια αυτή δεν είχε τότε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η Ευρώπη βρισκόταν στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και κανείς δεν ήταν σε θέση να ασχοληθεί με τους διωγμούς των Ελλήνων στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Παρ’ όλα αυτά, στις 22 Ιουνίου 1910 ο Μεχμέτ Ρεσάτ Ε’ δέχτηκε τον Ιωακείμ Γ’ σε ακρόαση, η οποία πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαχτσέ. Στη συνάντηση ο Πατριάρχης ζήτησε την ακύρωση του ψηφισθέντος νόμου περί παραχώρησης εκκλησιών στους Βουλγάρους, λέγοντας πως σε διαφορετική περίπτωση διακυβεύετο η ασφάλεια και η σταθερότητα στη Μακεδονία. Ο Σουλτάνος απάντησε πως η επικύρωση του εν λόγω νόμου ήταν επιβεβλημένη, καθώς είχε υποβληθεί από την υπεύθυνη συνταγματική κυβέρνηση. Πρόσθεσε, όμως, ότι επιθυμούσε να βρεθεί μια λύση, όπου αυτό ήταν εφικτό.7
Λίγες μέρες αργότερα και ενώ η κατάσταση στη Μακεδονία έδειχνε να είναι έκρυθμη, ο Χρυσόστομος προβαίνει σε πιο δυναμικές ενέργειες. Στα τέλη Ιουνίου του 1910, διοργανώνει συλλαλητήριο στη Σμύρνη, θέλοντας να καταγγείλει την απόφαση της Υψηλής Πύλης και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις Ελλήνων και ξένων για τα δίκαια του Μακεδονικού Ελληνισμού. Παρά τις συστάσεις του Βαλή (διοικητή) της πόλης να ματαιωθεί η κινητοποίηση αυτή, ο μητροπολίτης πραγματοποίησε το πρωί της Κυριακής 27 Ιουνίου 1910 μεγάλο συλλαλητήριο το οποίο έμεινε στην ιστορία για τη μαζικότητα και τις αντιδράσεις που προκάλεσε.
Στη συγκέντρωση, που έγινε στον αύλειο χώρο του ιερού ναού της αγίας Φωτεινής, μίλησε αρχικά ο νομικός, πολιτικός επιστήμων και ιεροκύρυκας Σάββας Παπαγρηγοριάδης (1878-1951), έπειτα ο βουλευτής Σμύρνης και ιστορικός Παύλος Καρολίδης (1849- 1930) και στο τέλος ο Χρυσόστομος. Εξερχόμενος ο ιεράρχης από τη μητρόπολη στάθηκε στην είσοδο του ναού και με στεντόρεια φωνή είπε:
«Η κυβέρνησις πρέπει να έχη δίκαιον και δύναμιν, η δε ιδική μας εστερείτο τοιαύτης. Ο ψηφισθείς νόμος των εκκλησιών δεν είναι νομοθετική απόφασις, αλλά δικαστική. Άλλο δικαστική εξουσία και άλλο νομοθετική. Η οθωμανική βουλή μετετράπη εις δικαστήριον και το τοιούτον είναι άδικον. Η προσγενομένη αδικία εις το ημέτερον γένος αποδεικνύεται εκ του ότι οι εν τη Βουλή ουλεμάδες επειδή ανεγνώρισαν τα δίκαιά μας ετήρησαν σιγήν, διότι ομιλούντες θα ήταν ηναγκασμένοι να καταδικάσωσι την απόφασιν. Ο γερουσιαστής Αχμέτ Γαζή Μουχτάρ πασάς, πατήρ του νομάρχου μας, ύψωσεν εν τη Γερουσία φωνήν διαμαρτυρίας δια τα καταπατούμενα ελληνικά δίκαια.
Πώς λοιπόν η κυβέρνησις παραδίδει τώρα τας εκκλησίας εις τους Βουλγάρους, ενώ το δίκαιον είνε υπέρ των Ελλήνων, ενώ αι εκκλησίαι ανήκουσιν εις ημάς, ενώ εις τα κοιμητήρια αναπαύονται τα οστά των πατέρων μας;
Ο ψηφισθείς νόμος θα φέρη συμφοράς εν Μακεδονία. Ο αρνησίπατρις εκείνος υπουργός Μαχμούτ Νεδήμ΄, εις την μνήμην του οποίου κατάρα, ο εστιγματισμένος ούτος κυβερνητικός υπό του γένους μας, είναι αφορμή της σημερινής θανασίμου έχθρας Ελλήνων και Βουλγάρων. Αυτός μας διήρεσε με το κατηραμένον φιρμάνιόν του περί Εξαρχίας.
Οι Έλληνες είναι έθνος γενναίον και υψηλοφρονούν. Δεν θα παραπονούμεθα διότι χάνομεν τας εκκλησίας μας, αλλά πληττόμεθα καιρίως εν τη φιλοτιμία μας και διότι η παράδοσις αύτη θα γίνη αφορμή μεγάλων κακών δια τον Ελληνισμόν της Μακεδονίας. Προτιμότερον θα ήτο να εισπράξωμεν ημείς χρήματα και να τα δώσωμεν εις τους Βουλγάρους, δια να κτίσουν νέας εκκλησίας και να μη μας αφαιρέσουν τας ιδικάς μας. Πρέπει να βροντοφωνήσωμεν ότι τα οστά των πατέρων μας, τα οποία αναπαύονται εις τους παραδοθέντας ναούς, δεν θα τα αφήσωμεν εις τας χείρας των εχθρών μας.
Είμεθα έθνος το οποίον στερρώς έχεται των πεποιθήσεών του. Ούτε βουλή, ούτε κυβέρνησις δύνατια να μας αλλάξη την θρησκείαν μας, κανείς δεν ημπορεί να μας επιβάλη να μην εορτάσωμεν το Πάσχα μας».8
Ο λόγος του Χρυσοστόμου προκάλεσε δέος και ρίγη συγκίνησης. Το πλήθος ξέσπασε σε εκδηλώσεις υπέρ του Ελληνισμού της Μακεδονίας και επευφημούσε τον ιεράρχη, ο οποίος είχε εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των συγκεντρωμένων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το συλλαλητήριο της 27ης Ιουνίου 1910 στη Σμύρνη προηγήθηκε των μεγάλων κινητοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν το απόγευμα της 27ης Ιουνίου στο Μοναστήρι, στις 29 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη και στις 4 Ιουλίου στην Αδριανούπολη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως ο Χρυσόστομος, μετά την οκταετή θητεία του στη Δράμα και λίγο μετά την ενθρόνησή του στη Σμύρνη, είχε αναδειχθεί σε μια κορυφαία μορφή του υπόδουλου Ελληνισμού που επηρέαζε τις αποφάσεις της Εκκλησίας και του γένους στην οθωμανική επικράτεια. Πράγματι, η απήχηση που είχε η μαζική κινητοποίηση στη Σμύρνη απασχόλησε τον τύπο της εποχής, στον οποίο αποτυπώθηκε η συμμετοχή και ο παλμός του σμυρναϊκού λαού απέναντι στις διώξεις του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
Εν τω μεταξύ, μετά τις πρώτες κινητοποιήσεις και τα ογκώδη συλλαλητήρια σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, τη σκυτάλη πήρε η ελληνική κυβέρνηση, η οποία, μέσω του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ιωάννα Γρυπάρη (1848 – 1922), προέβη σε έντονα διαβήματα προς την Υψηλή Πύλη. Ωστόσο, η απάντηση του μεγάλου Βεζίρη ήταν σταθερή:
-«Η Βουλή ενήργησε κατ’ εντολήν του λαού. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσωμε την λαϊκή αξίωση».9
Δεχόμενος ισχυρές πιέσεις από σύσσωμο τον υπόδουλο και ελεύθερο Ελληνισμό, ο Ιωακείμ Γ’ συγκαλεί στις 2 Ιουλίου 1910 για μια ακόμα φορά την Ιερά Σύνοδο και το διαρκές εθνικό μικτό συμβούλιο για να συντονίσουν τις περαιτέρω ενέργειές τους. Στην κοινή συνεδρίαση των δύο σωμάτων αποφασίστηκε η σύγκληση εθνοσυνέλευσης στην Κωνσταντινούπολη και η διαμαρτυρία του πατριαρχείου προς τις μεγάλες δυνάμεις για την παραβίαση των δικαίων της μεγάλης Εκκλησίας και του ορθόδοξου ελληνικού έθνους στην οθωμανική επικράτεια.10
Η αμετακίνητη στάση του πατριαρχείου και οι συνεχώς αυξανόμενες αντιδράσεις του Ελληνισμού αναγκάζουν το νεοτουρκικό κομιτάτο να ζητήσει από την Υψηλή πύλη την αναβολή της εφαρμογής του κυρωθέντος νόμου περί παραχωρήσεως εκκλησιών της Μακεδονίας στους Βούλγαρους, ώστε να αποκατασταθεί η ομαλότητα και η τάξη σε όλη τη χώρα.11
Παρ’ όλα αυτά, την 1η Σεπτεμβρίου 1910 πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη η σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης. Σε αυτή συμμετείχαν εξήντα περίπου μέλη, ιεράρχες και λαϊκοί αντιπρόσωποι των επαρχιών. Μεταξύ των μητροπολιτών, οι οποίοι εξελέγησαν από την ιεραρχία του οικουμενικού θρόνου ως μέλη της συνέλευσης, ήταν και ο Χρυσόστομος Σμύρνης, ο οποίος δεν παρέστη στις εργασίες της πρώτης συνεδρίασης. Ως έργο της Εθνοσυνέλευσης ορίστηκε η μελέτη της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί από την επαναφορά του συντάγματος το 1908 και μετά εναντίον της εκκλησίας και των δικαίων του ελληνικού έθνους, καθώς και ο τρόπος επίλυσης των διαφορών που είχαν ανακύψει στις σχέσεις του οικουμενικού πατριαρχείου με την τουρκική κυβέρνηση.12 Ωστόσο, οι τουρκικές αρχές απαγόρευσαν την προγραμματισμένη σύγκληση της εθνοσυνέλευσης, απέκλεισαν με ισχυρές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις το Φανάρι και συνέλαβαν πολλά από τα μέλη που είχαν αφιχθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Έτσι, μετά την πανηγυρική πρώτη συνεδρίαση της Συνέλευσης, το πατριαρχείο διέκοψε «προσωρινώς» τις εργασίες, καλώντας τους ιεράρχες και τα υπόλοιπα λαϊκά μέλη να επιστρέψουν στις επαρχίες τους.13
Αν και η υψηλή πύλη επέβαλε τελικά την αναστολή της κρίσιμης για την ιστορική συνέχεια της μεγάλης εκκλησίας και του γένους εθνοσυνέλευσης, το Φανάρι έδειχνε να έχει αποκομίσει πολλά οφέλη από την πρώτη αντιπαράθεσή του με την ηγεσία της νέας Τουρκίας. Από τη μια πλευρά είχε πετύχει τη μη εφαρμογή του ψηφισθέντος νόμου περί απόδοσης ιερών ναών και σχολών της Μακεδονίας στη Βουλγαρική Εξαρχία και από την άλλη είχε καταστήσει σαφές ότι διέθετε ακόμα τη δύναμη για να υπερασπίζεται τα δίκαια των Ελληνορθόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με το μποϊκοτάζ των ελληνικών προϊόντων, το οποίο συνεχίστηκε μέχρι το φθινόπωρο του 1911. Μετά τις συνεχείς πιέσεις Ελλήνων και ξένων, η Επιτροπή ένωση και Πρόοδος ζήτησε την παύση του μέτρου αυτού, η εφαρμογή του οποίου ήταν επιζήμια για τα συμφέροντα του ίδιου του οθωμανικού κράτους, αφού έπληττε την οικονομία και των Τούρκων στα μέρη όπου είχε εφαρμοστεί.14

Υποσημειώσεις.

1. Αμάλθεια, αριθ. 9613/29(12). 6.1910
2. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 4.924/9.7.1910, σ’. 4
3. ΕΑ Λ (1910) 185-187
4. ΕΑ Λ (1910) 197.202- 203, 215, 219 -220, 226 -227, 242
5. ΕΑ Λ (1910) 187-188,193-197.
6. Το αρχείον τ. Β’, 2-6
7. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 4.915/30.6.1910, σ’. 4 & ΕΑ Λ (1910) 201-202.
8. Αμάλθεια, αριθ. 9613/28(11). 6.1910
9. Πολίτη, ό. π., σ. 101
10. ΕΑ Λ (1910) 202,237-242, 257-258
11. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 4.918/3.7.1910, σ’. 4
12. ΕΑ Λ (1910) 277
13. ΕΑ Λ (1910) 278-279, (283-289), 283-284
14. Αμάλθεια, αριθ. 9781/18(31). 1, 1911.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.