Κεφάλαια περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι (Κεφ. 69-90) – οσίου Μάρκου του Ασκητού.

69. Όταν κατ’ ευδοκίαν Θεού επαινήσαι υπό των ανθρώπων, πρόσεξε μη αναμείξης τι το κενόδοξον, εις την οικονομίαν αυτήν του Κυρίου, δια να μη σε ατιμάσουν οι ίδιοι άνθρωποι, όταν τα πράγματα μεταβληθούν εκ παραχωρήσεως του Θεού.
70. Όπως ο σπόρος δεν δύναται να αυξηθή χωρίς γην και νερόν, ούτω και ο άνθρωπος δεν θα ωφεληθή εάν δεν κοπιάση εκουσίως και δεν τον επισκιάση η θεία χάρις.
71. Χωρίς νέφος είναι αδύνατον να υπάρξη βροχή και χωρίς αγαθήν συνείδησιν, είναι αδύνατον να ευαρεστήση τις τον Θεόν.
72. Μην αρνείσαι να διδάσκεσαι, έστω και αν έχης πολλήν σύνεσιν. Διότι η οικονομία (πρόνοια) του Θεού, ενεργούσα αδιαλείπτως, μας ωφελεί περισσότερον από την φρόνησίν μας.
73. Όταν η καρδία, ενεργηθείσα από οιανδήποτε ηδονήν, μετατοπισθή από την αγωνιστικήν και εγκρατή στάσιν της, τότε ως ογκόλιθος που κυλίεται προς τα κάτω, δυσκόλως συγκρατείται εις τον κατήφορόν της.
74. Όπως το άπειρον μοσχάρι, που τρέχει δια την βοσκήν, έφθασεν εις απόκρημνον τόπον, έτσι και η ψυχή, φθάνει εις επικίνδυνον σημείον, απατωμένη ολίγον κατ’ ολίγον υπό των λογισμών της.
75. Όταν αποφασίση ο νους με την ανδρείαν, που του δίδει ο Κύριος, να αποσπάση την ψυχήν από πολυχρόνιον πάθος, τότε η καρδία βασανίζεται ως από δημίους, ελκομένη υπό του νοός και ανθελκομένη υπό του πάθους.
76. Όπως οι διαπλέοντες τας θάλασσας, χάριν εμπορικού κέρδους, ευχαρίστως υπομένουν τας ταλαιπωρίας του ταξιδιού, έτσι και εκείνοι που μισούν την κακίαν, αγαπούν τον έλεγχον. Και οι μεν πρώτοι εναντιούνται εις τους ανέμους, οι δε δεύτεροι, εις τα πάθη και τας αμαρτίας.
77. Όπως η φυγή εν χειμώνι ή εν σαββάτω (Ματθ. κδ’, 20) είναι σωματικώς οδυνηρά και σπιλώνει την ψυχήν, το ίδιον γίνεται, όταν εγείρονται σαρκικά πάθη εις γηραλέον σώμα και ψυχικά πάθη εις ψυχήν αφιερωμένην εις τον Θεόν.
78. Ουδείς είναι τόσον αγαθός και οικτίρμων, όπως ο Θεός. Αλλά εκείνον που δεν μετανοεί, ούτε ο Θεός συγχωρεί.
79. Πολλοί είμεθα οι λυπούμενοι δια τας αμαρτίας που κάμνομεν, αλλά παρά ταύτα αγαπώμεν τας αιτίας των αμαρτιών.
80. Ο ασπάλαξ βυθιζόμενος εις την γην, ως τυφλός που είναι, δεν δύναται να ίδη τους αστέρας. Και εκείνος, που δεν πιστεύει εις τας εξ αγάπης και δικαιοσύνης ενεργείας του Θεού εις τους ανθρώπους, είναι αδύνατον να πιστεύση εις την από αγάπην και δικαιοσύνην του Θεού εσχάτην κρίσιν του.
81. Ο Θεός ενέβαλεν εις τας ψυχάς των ανθρώπων την αληθή γνώσιν, (την αδίδακτον θεογνωσίαν) ως φυσικόν δώρον και ως χάριν προ της χορηγουμένης δια του αγίου Βαπτίσματος χάριτος. Η αληθής αυτή γνώσις διδάσκει τους μετέχοντας αυτής, όπως, πρώτα απ’ όλα, πιστεύουν εις τον Θεόν.
82. Όταν η αμαρτάνουσα ψυχή, απωθή τας υπό του Θεού παραχωρουμένας θλίψεις προς μετάνοιαν και θεραπείαν των τραυμάτων της, τότε οι Άγγελοι λέγουν περί αυτής: «ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα και ουκ ιάθη» (Ιερεμ. κη’, 9).
83. Όταν ο νους εξ αμελείας, προς την πνευματικήν ζωήν, απολέση τα κριτήρια της αληθούς γνώσεως, τότε ερίζει με τους ανθρώπους, υπεραμυνόμενος εκείνων που βλάπτουν, με την ιδέαν, ότι είναι καλά.
84. Όπως δεν δύναται να παραμείνη εις το νερό η φωτιά, έτσι δεν ημπορεί να παραταθή ακάθαρτος λογισμός εις την φιλόθεον καρδίαν. Διότι κάθε φιλόθεος είναι και φίλος του πόνου της καρδίας. Και κάθε εκούσιος πόνος, φυσικώς αντίκειται προς την ηδονήν της σαρκός.
85. Κάθε πάθος αμαρτωλόν, το οποίον εχρόνισεν εις την ψυχήν θεληματικώς και εστερεώθη δια της πράξεως, ύστερα και μη θελούσης της ψυχής, το πάθος επιβάλλεται με βιαιότητα.
86. Δεν θέλομεν μεν τους ακαθάρτους λογισμούς, όμως αγαπώμεν τας αιτίας αυτών. Δια τούτο έρχονται και χωρίς να θέλωμεν. Και είναι πρόδηλον, ότι τας επιθυμίας ακολουθούν αι πράξεις.
87. Αίτια των βλασφήμων λογισμών είναι η οίησις και η αλαζονεία. Αίτια δε της ασπλαγχνίας και της υποκρισίας είναι η φιλαργυρία και η κενοδοξία.
88. Όταν ο διάβολος ίδη, ότι ο νους προσηυχήθη με καθαρότητα και συντριβήν καρδίας, τότε προκαλεί μεγάλους και πανούργους πειρασμούς. Τας μικράς αρετάς δεν προσπαθεί να καταστρέφη δια μεγάλων πειρασμών.
89. Ακάθαρτος λογισμός που χρονίζει εις τον νουν, φανερώνει, ότι ο άνθρωπος τον αγαπά. Όταν όμως ταχέως απορρίπτεται, τότε αποδεικνύεται, ότι διεξάγεται πόλεμος και ότι υπάρχει εναντιότης εις το κακόν.
90. Τρεις είναι οι τόποι, νοητώς, εις τους οποίους εισέρχεται ο νους κατά τας μεταβολάς του. Ο κατά φύσιν, ο υπέρ φύσιν και ο παρά φύσιν. Και όταν μεν εισέλθη εις τον κατά φύσιν χώρον, εκεί ανακαλύπτει ότι, αίτιος των πονηρών λογισμών, είναι αυτός ο ίδιος. Δια τούτο και μετανοεί και ομολογεί εις τον Θεόν τας αμαρτίας του και γνωρίζει έκτοτε τας αιτίας εκείνων των παθών που τον δυναστεύουν.
Όταν δε εισέλθη εις τον παρά φύσιν τόπον λησμονεί, ότι όλα γίνονται κατά θείαν δικαιοσύνην και εντεύθεν διαμάχεται με τους ανθρώπους που χρησιμοποιούνται ως παιδαγωγικά όργανα του Θεού ότι τον αδικούν.
Όταν επίσης ο νους προσπελάση εις την υπέρ φύσιν περιοχήν, ευρίσκει εκεί τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που αναφέρει ο Απόστολος: «χαράν, αγάπην, ειρήνην» και τα εξής (Γαλ. ε’, 22). Και εκεί λαμβάνει πείραν, ότι αν κατέλθη από τα επίπεδα αυτά εις φροντίδας σωαμτικάς, τότε δεν ημπορεί να παραμείνη εν τω πνευματικώ χώρω.
Όστις, λοιπόν, κατέρχεται από τα ύψη εμπίπτει, αφεύκτως, εις πλήθος αμαρτιών και εις τους ακολουθούντας (κατά τον νόμον τον πνευματικόν) αναλόγους πειρασμούς. Και αν μεν δεν παραχωρηθούν υπό του Θεού οι πειρασμοί κατά τον αυτόν καιρόν, πάντως δεν θα τους αποφύγη εις τον κατάλληλον χρόνον, καθώς η δικαιοσύνη του Θεού γνωρίζει.

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.