Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, μέρος ΙΔ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ.
Ότι πρέπει να ζωγραφίζονται ευλαβώς και ευσεβώς τα θεία κατά την δεδομένην συνήθειαν.
Έξω από τα άνω ειρημένα, είναι τινές οι οποίοι καινοτομούσιν εις την παράδοσιν την εκκλησιαστικήν των αγίων και σεβασμίων εικόνων, αι οποίαι ευσεβώς παρεδόθησαν εις τιμήν των πρωτοτύπων, και παριστώσι την κατά σχέσιν προσκύνησιν εις τους πιστούς, αυτών των αγίων και σεπτών εικονισμάτων, και την αλήθειαν εικονικώς. Επειδή εικονίζουν τον Λόγον, όστις εσαρκώθη δι’ ημάς, και όλα τα θεία του έργα και πάθη και θαύματα και μυστήρια, όσα έγιναν δια την σωτηρίαν μας. Και ακόμη την παναγίαν μορφήν της αγίας αυτού αειπαρθένου μητρός και των αγίων του, και εκείνα τα οποία η ευαγγελική ιστορία και αι λοιπαί θείαι Γραφαί λέγουσι, μας τα διδάσκουν αυταί εικονικώς με την χρωματουργίαν και την άλλην ύλην ως με γράμματα. Και αυτάς λέγω τας ιεράς εικόνας τας ζωγραφίζουν (οι δυτικοί) πολλάκις με άλλον τρόπον εκτός του νενομισμένου. Και αντί δια εζωγραφισμένα ενδύματα και τρίχας, τας καλλωπίζουν πολλάκις με τρίχας και στολάς ανθρώπων, το οποίον τούτο δεν είναι εικών αλλά ανθρώπου τινός ενδύματα και τρίχες. Τας ανιστορούν δε αυτάς και τας καλλωπίζουν χωρίς καμμίαν ευλάβειαν, το οποίον είναι μάλιστα εναντίον των αγίων εικόνων, καθώς διδάσκει ο κανών της οικουμενικής έκτης Συνόδου, ο οποίος λέγει: να μη ανιστορώμεν όσα δεν οφελούσι τους απλουστέρους.
Εάν θέλεις να παραστήσης τα ιερά μυστήρια, άνθρωπε, και να τα διδάξης εις ανθρώπους, ιερούργησον κατά την παράδοσιν του Κυρίου μας, δίδασκε με λόγους, γράφε συγγράμματα, εικόνιζε αυτά δια μέσου των χρωμάτων της ζωγραφίας, καθώς παραδέδοται, το οποίον είναι όντως ο αληθινός εξεικονισμός, καθώς η συγγραφή των βιβλίων, όθεν και είναι εις αυτά η θεία χάρις, ως εις τύπους αληθείς και οσίους των θείων και αγίων πρωτοτύπων.
Ειδέ και τινές ετερόδοξοι διαβάλλουν ημάς δια την παράστασιν της καμίνου των παίδων, δεν θέλουν χαρή παντάπασιν. Επειδή ημείς δεν ανάπτομεν την κάμινον, αλλά κηρία με φώτα, και προσφέρομεν θυμίαμα κατά την τάξιν εις τον Θεόν, και εικονίζομεν άγγελον, δεν αποστέλλομεν όμως άνθρωπον. Αλλά παριστώμεν μόνον τρεις παίδας υμνούντας καθαρώς, καθώς εκείνοι, και ψάλλουσι την ωδήν των κατά την παράδοσιν, τους οποίους τρεις παίδας των εβραίων μάλιστα όλοι οι εσφραγισμένοι και ιεροί παίδες τους εικονίζουσι. Διότι όλοι οι ιερωμένοι φέρουσιν έκαστος τον τύπον και την εικόνα την υψηλοτέραν της τάξεώς των. Ο πρώτος αρχιερεύς φέρει την εικόνα του Κυρίου. Οι επίσκοποι εικονίζουσι τους πρώτους Αποστόλους, ως διάδοχοι της εκείνων χάριτος. Οι πρεσβύτεροι τους εβδομήκοντα. Οι διάκονοι τους Λευίτας. Οι υποδιάκονοι δε και οι λοιποί την τάξιν των Προφητών.
Και κατ’ άλλον δε λόγον, ο μεν αρχιερεύς παριστά τον ενανθρωπήσαντα δι’ ημάς Θεόν Λόγον, οι δε πρεσβύτεροι τας υπερκειμένας των Αγγελικών τάξεων. Οι διάκονοι δε τας κατωτέρας των Αγγέλων λειτουργικάς δυνάμεις, ο λοιπός δε κλήρος με τον ορθόδοξον λαόν τας τελευταίας τάξεις εκτυπούσι, και όλοι αυτοί έχουν τάξιν ιδίαν κατά τους βαθμούς και χάριν ανάλογον. Όθεν δεν είναι ανάρμοστον εάν εικονίζουν οι εσφραγισμένοι παίδες τους τρεις εκείνους παλαιούς παίδας. Επειδή είναι δυνατόν να απολαύσουν και την χάριν των. Το να παρίστανται όμως και να καλλωπίζωνται τα των αγίων μορφώματα δια μέσου τριχών αλλοτρίων και ενδυμάτων, είναι παντάπασιν ανευλαβές και ανόσιον και κατά την παράδοσιν των Πατέρων. Απλώς δε ειπείν, το να θεατρίζωνται τα θεία, καθώς εν σκηνή και δράματι, δεν είναι παντάπασιν ευσεβούς, μήτε συγχωρημένον και πρέπον εις τους χριστιανούς.
Μήτε την Παρθένον Θεοτόκον δύναταί τις να εκμιμηθή κατ’ άλλο εκτός της αγνείας, ζων καθαρώς, και εκλέγων παρθενίαν, και φαινόμενος άξιος με την αρετήν της υποδοχής της χάριτος, όσον είναι δυνατόν ανθρώπω. Κατά ταύτα πρέπει να ευχώμεθα να αξιωθώμεν όσον το δυνατόν να την μιμηθώμεν. Ειδέ και είπωσι πάλιν ότι αυτά τα οποία παριστώσιν είναι καθώς ζωγραφίζονται εις τας αγίας εικόνας, δεν έχει λόγον ο λόγος των. Επειδή εν εικονίσματι μεν αληθώς είναι εικών, και εικών Χριστού εζωγραφισμένη, και Θεού μήτηρ και Απόστολος και ιεράρχης και μάρτυς και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς. Και όλα εικών, και ως εικόνες και ζωγραφίαι θείων πρωτοτύπων, είναι προσκυνηταί και σεβάσμιαι. Να μιμώνται όμως οι άνθρωποι τα τοιαύτα δεν είναι ευσεβές.
Η δε περί του καθαρτηρίου δόξα είναι αναιρετική των κυριακών λόγων, οι οποίοι αποφαίνονται αιώνιον την κόλασιν και αιώνιον και την ζωήν. Αναιρετική και των ρημάτων του θείου Παύλου λέγοντος περί των αγίων εν πίστει τελειωθέντων, ότι αυτοί δεν έλαβον ακόμη το τέλος της επαγγελίας. Επειδή τότε θέλει είναι το τέλειον, όταν αναστηθώμεν ημείς, και τότε θέλουν απολαύσει έκαστος κατά τα έργα του, ομού με το σώμα, ως συνεργόν της αρετής ή της κακίας. Αυτή είναι η δόξα όλων των αγίων, και κανείς από αυτούς δεν δοξάζει προτέραν κόλασιν, εκτός του ότι αι μεν ψυχαί των αμαρτωλών θέλουν είναι απαρηγόρητοι εις τόπους οδύνης, και ως εις φυλακήν, προσμένουσαι την τιμωρίαν. Αι δε των δικαίων εις τόπους φωτός και ανέσεως, αναμένουσαι την μακαρίαν μετά των σωμάτων απόλαυσιν.
Δίδεται δε άνεσις τις ατελής της λύπης ή του φόβου, εις εκείνους όσοι απέθανον εν μετανοία, όχι όμως ότι πυρ τι κολαστήριον καθαίρει αυτούς, αλλά αι ιεραί προσευχαί και θυσίαι αι προσφερόμεναι εις τον Θεόν δι’ αυτούς τους προξενούσιν αυτήν την άνεσιν, εάν μόνον με ορθόδοξον πίστιν παρέδωκαν την ψυχήν και με μετάνοιαν εις το τέλος, έτι δε και αι ευποιίαι αι γενόμεναι δι’ αυτούς, και αι λοιπαί αγαθοεργίαι. Ει μεν είναι πυρ καθαρτήριον, καθώς τινές δογματίζουν, παρά την δόξαν της Εκκλησίας, και τελευτά η οδύνη, λοιπόν θέλει είναι και τέλος κολάσεως. Ο Σωτήρ όμως δεν λέγει ούτως, αλλά μάλιστα ονομάζει αιώνιον την κόλασιν, καθώς και την βασιλείαν. Εκείνο δε το οποίον λέγει του πλουσίου, την απαρχήν εννοεί της οδύνης της αιωνίου κολάσεως δι’ εκείνους όσοι εξήλθον από την ζωήν αμετανοήτως, της οποίας οδύνης εδοκίμαζε και αυτός ο πλούσιος, τας απαρχάς πυρπολούμενος από σύνειδός του, όχι όμως τελείως κολαζόμενος ή προκαθαιρόμενος, διότι ακόμη δεν εδόθη η απόφασις. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».
Πολλοί από τους ιδικούς μας, αγαθοί και ενάρετοι, και υψηλοί κατά τον λόγον, και τον νουν αγγελικοί, από τους οποίους είναι και ο μακάριος Θεσσαλονίκης Νείλος, αληθώς και αναντιρρήτως εδίδαξαν. Προ αυτού δε και ο μέγας εν ιεράρχαις θαυματουργός Γρηγόριος, όστις κατήσχυνε και ανήρεσε την πλάνην του δυσσεβούς Βαρλαάμ και Ακινδύνου, και πολλοί άλλοι προς τούτοις εκλεκτοί από τον Θεόν συνέγραψαν αξίων του εαυτού των, και με λόγον θείον δια την καινοτομίαν εις τα δόγματα και εις το ιερώτατον Σύμβολον, και ικανά είναι εκείνα προς απόδειξιν της αληθείας. Όθεν και ημείς προς εκείνα μόνον αποβλέπομεν και προσέχομεν, ως αποστολικά και των πατέρων, και θέλομεν ισχύσει να καταπατήσωμεν τα των εναντίων, εάν περιφυλάξωμεν μόνον εις τον εαυτόν μας την λάμψιν της αληθείας.
Δια να δώσωμεν όμως και ημείς μικράν τινά είδησιν, λέγομεν και ενταύθα, κατά την δύναμίν μας, ακολουθούντες εκείνα όσα ελάλησαν οι πατέρες. Το να λέγουν οι δυτικοί ότι ο Πάπας Ρώμης είναι ο πρώτος, και κεφαλή των Εκκλησιών, τούτο δεν παραβλάπτει την Εκκλησίαν, μήτε αναγκαίον είναι κατά τούτο να τους αντιλέγωμεν. Μόνον ας μας δείξουν αυτόν να είναι εις την πίστιν του Πέτρου και των διαδόχων του Πέτρου. Και ας έχη όλα τα προνόμια του Πέτρου, ας είναι και πρώτος και κορυφή και κεφαλή πάντων, και άκρος αρχιερεύς. Επειδή και τούτο γέγραπται περί των κατά καιρούς πατριαρχών της Ρώμης, και, επειδή αποστολικός είναι εκείνος ο θρόνος, και ο επί αυτού αρχιερεύς, όταν ακολουθή τα δόγματα της ορθοδοξίας, διάδοχος λέγεται του Πέτρου, και κανείς δεν εναντιούται, μήτε αντιλέγει από όσους έχουσιν ορθόν το φρόνημα και τον λόγον. Μάλιστα, η Δευτέρα Σύνοδος, αποδιδούσα την ιδίαν τιμήν εις τον Κωνσταντινουπόλεως, ονομάζει όμως πρώτον τον Ρώμης, και λέγει ότι ο Κωνσταντινουπόλεως έχει την ίσην δύναμιν με τον Ρώμης, πλην κατά την τάξιν είναι δεύτερος. Ομοίως και η Τετάρτη Σύνοδος, των 630 πατέρων, επαναλαμβάνουσα τον ίδιον κανόνα, λέγει τα όμοια περί των πρεσβειών της Ρώμης και του Κωνσταντινουπόλεως, και μάλιστα αυτόν τον Λέοντα Ρώμης, όστις έγραψε την επιστολήν εις την Σύνοδον, τον ονομάζουσιν οι της συνόδου εκείνης πατέρες Αποστολικόν, και ότι ως από στόματος του ιδίου Πέτρου δέχονται τας φωνάς του, και στήλην ορθοδοξίας την επιστολήν του κατωνόμασαν.
Εφεξής δε, και η έκτη, η εβδόμη και αι λοιπαί Σύνοδοι, αποστολικόν θρόνον τον ονομάζουσι, και ημείς δεν αναιρούμεν τους όρους των πατέρων. Ας είναι μόνον ο Ρώμης διάδοχος της ορθοδοξίας του Σιλβέστρου, του Αγάθωνος, του Λέοντος, και Λιβερίου και Μαρτίνου και Γρηγορίου, και ημείς προθύμως θέλομεν τον ειπεί αποστολικόν, και πρώτον των άλλων αρχιερέων, και θέλομεν τω αποδώσει την υποταγήν, όχι καθώς εις τον Πέτρον αλλά καθώς εις αυτόν τον Σωτήρα. Ειδέ και δεν είναι διάδοχος των αγίων εκείνων κατά την πίστιν, δεν είναι μήτε του θρόνου διάδοχος, και όχι μόνον δεν θέλει είναι αποστολικός και πρώτος αρχιερεύς ή πατήρ, αλλά θέλει είναι εναντίος, και φθορεύς και εχθρός των Αποστόλων. Όθεν και ενθυμούμαι, αδελφοί, ότι είπα ένα τοιούτον εις Κωνσταντινούπολιν προς έναν ετερόδοξον. Αυτός προσήλθεν εις εμέ δια να διαλεχθώμεν, απεκρίθην εις τα προβλήματά του και ελάλησα όσα ο Θεός με εφώτισε και με εδυνάμωσε να είπω τότε εκ των αγίων πατέρων δι’ αυτόν, και δια τα θεία του δόγματα. Τέλος δε με ερώτησε διατί με τους ανατολικούς ιεράρχας, τους λεγόμενους Πατριάρχας, κοινωνούμεν και τους μνημονεύομεν, εις καιρόν όποτε είναι βάρβαροι αυτοί, και μήτε γνωρίζουσι τι εστί χριστιανισμός, τον δε Πάπαν, σοφόν όντα, και τους περί αυτόν ελλογίμους δεν τους αποδεχόμεθα.
Τον απεκρίθην τότε ότι ημείς δεν αποστεφόμεθα παντάπασι τον Πάπαν, και ότι δεν είμεθα με αυτόν ακοινώνητοι, αλλά μάλιστα είμεθα εν με αυτόν, ως με τον Χριστόν, και τον νομίζομεν πατέρα και ποιμένα μας. Επειδή δε εκείνος διηπόρει εις αυτό, και ηρώτα πώς γίνεται εις καιρόν, οπότε τον Πάπαν δεν τον έχομεν κοινωνόν, τον έλυσα εγώ την απορίαν αποκρινόμενος, ότι ημείς με τον Πάπαν τον Πέτρον, τον Λίνον, τον Κλήμεντα, τον Στέφανον και Ιπόλλυτον και Σίλβεστρον και Ιννοκέντιον και Λέοντα και Αγαπητόν και Μαρτίνον και Αγάθωνα, και με τους ομοίους των Πάπας και Πατριάρχας έχομεν εν Χριστώ κοινωνίαν και ένωσιν αχώριστον, και ουδείς λόγος θέλει ισχύσει να μας χωρίση από αυτούς. Είναι τούτο φανερόν επειδή τους εορτάζομεν όλους αυτούς και την ιεράν των μνήμην τιμώμεν, δοξάζοντες και ονομάζοντες αυτούς διδασκάλους και Πατριάρχας και πατέρας. Επειδή περιφέρομεν και ημείς αμόλυντον το Σύμβολον της πίστεώς των, και εβαπτίσθησαν, καθώς ιερώθησαν ιερώθημεν, και καθώς εκείνοι παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Χριστόν, ούτω και ημείς τας παραδίδομεν.
Όστις λοιπόν είναι όμοιος με εκείνους κατά το Σύμβολον της Πίστεως, κατά τον βίον και κατά τα έθιμα της ορθοδοξίας, ο τοιούτος πατήρ είναι κοινωνός και ηνωμένος με ημάς, και τον έχομεν καθώς τον Πέτρον, και η ένωσίς μας επί πολύν χρόνον θέλει είναι και εις αιώνας αιώνων. Επειδή και η ορθοδοξία έως εις το χιλιοστόν έτος διέμεινεν εις τους αγίους εκείνους , και η ορθόδοξος αυτών πίστις εις ημάς, διότι είναι φανερόν ότι εκείνοι ωμολόγουν, καθώς και ημείς, το θειότατον Σύμβολον. Το μαρτυρούσι δε τούτο με τους όρους απλώς εκάστης Συνόδου, καθαρώτερον όμως και σαφέστερον η Έκτη και Εβδόμη οικουμενική Σύνοδος.
Ο Κύριος λέγει: «ουδείς οίδε τα του ανθρώπου, ει μή το Πνεύμα το εν αυτώ, και ουδείς τα του Θεού οίδεν ει μή το Πνεύμα το εν Αυτώ». Ποίος λοιπόν θέλει καυχηθή ότι ενόησεν υψηλότερόν τι του Πνεύματος; Του Πνεύματος είναι οι Πατέρες και τα εν τοις θείαις γραφαίς. Επειδή το μαρτυρεί ο ίδιος λέγων: «Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι εν αυταίς δοκείτε ζωήν αιώνιον έχειν. Και αυταί εισίν αι δηλούσαι περί εμού». Ποίος άρα θέλει τολμήσει να φρονήση τίποτε περισσότερον από τας Γραφάς και να λαλήση υψηλότερα από τους πνευματοφόρους πατέρας; Αφού ο Κύριος λέγει, «ερευνάτε τας Γραφάς», και ο Παύλος «Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας Γραφάς». «Και ότι ετάφη και εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Και ο Κύριος πάλιν: «αρξάμενος από Μωυσέως και από όλους τους προφήτας διερμήνευεν εις τας Γραφάς τα περί εαυτού». Ομοίως δε, αφού κανείς από τους Αποστόλους και πατέρας δεν επρόβαλεν αμάρτυρον από αποδείξεις γραφικάς την διδασκαλίαν του, ποίος λοιπόν θέλει είναι τόσον άφρων να τολμήση να εκθέση άλλην πίστιν παρά τας γραφάς και τους πνευματοφόρους πατέρας, και να αναιρέση εκείνην η οποία δια του πνεύματος απεκαλύφθη εις τους πατέρας και εις τον Πέτρον; Ή τάχα οι θείοι πατέρες, αφού ηγωνίσθησαν τόσα και τόσα υπέρ του πνεύματος, δεν εξέδωσαν και δια του πνεύματος την ομολογίαν του πνεύματος; Λέγει ο Παύλος: «εγώ λέγω και κηρύττω δια του πνεύματος». Ο δε μη λέγων ούτως, είναι αλλότριος του Αγίου Πνεύματος. Ηξεύρεις, αδελφέ, ποίοι εξέδωκαν το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, ή όχι;
ΚΛΗΡΙΚΟΣ: Με ακρίβειαν δεν τους ηξεύρω, δέσποτα.
ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ: Άκουε λοιπόν με ακρίβειαν. Αφού ειρήνευσεν οπωσούν η Εκκλησία από τους διωγμούς των τυράννων, ο σπορεύς των ζιζανίων, καθώς και πρότερον είχε δαιμονίσει τους Ιουδαίους εναντίον του Σωτήρος, όταν ήτο εις τον κόσμον, ούτω και ύστερον από το Πάθος, την Έγερσιν, την Ανάληψιν και την Επιδημίαν του Θείου Πνεύματος, πάλιν δια βλάβην της Εκκλησίας διήγειρε τους Ιουδαίους εναντίον των πνευματοφόρων αποστόλων, και έτι πλήθος αντιχρίστων και ψευδαποστόλων, προς ανατροπήν και κατάλυσιν του θείου κηρύγματος, καθώς τον μάγον εκείνο Σίμωνα, τον Δημάν και Ερμογένην, τον Υμέναιον και Βιλητόν, τον Κόριθον και Καρποκράτην, τον Μάνην και Παύλον τον Σαμοσατέα, και Σαβέλλιον με τον Άρειον και Ωριγένην και πολλούς άλλους απατεώνας, και ύστερον τον Ευνόμιον και Μακεδόνιον και Απολινάριον και άλλους τόσους ομοίους οίτινες εμελέτησαν κενά εναντίον της Εκκλησίας…
Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.
***
Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.
Παράβαλε και:
Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, ΙΒ.: περί των Δυτικών, – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, μέρος ΙΓ: περί των Δυτικών και άλλων – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.