Η πολιορκία της Αμμοχώστου από τους Τούρκους (4 Αυγούστου 1571 μ. Χ.) – Δημητρίου Γ. Θαλασσινού, φιλολόγου.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Τον Φεβρουάριο του 1570, οι Τούρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για την κατάκτηση της Κύπρου, την οποία κατείχε η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας. Τα επεισόδια εκείνου του πολέμου ήταν πολλά αλλά το συγκλονιστικότερο ήταν η πολιορκία της Αμμοχώστου, που διήρκεσε 300 ημέρες.

Το μεσημέρι της 9ης Ιουλίου 1571, ο λοχαγός Ρομπέρτο Μαλβέτζι κατέβηκε ορμητικά τις σκάλες προς το πιο βαθύ υπόγειο του προμαχώνα Ριβελλίνο στο φρούριο της Αμμοχώστου. Οι τουρκικοί κανονιοβολισμοί έκαναν τα τείχη να σείονται, ενώ ακούγονταν οι κραυγές των πολεμιστών και ο κρότος των τουφεκιών. Οι Τούρκοι είχαν κυριεύσει τα ορύγματα τα οποία οι Βενετοί είχαν ανοίξει στο πλάτωμα του οχυρού, και ετοιμάζονταν να επιτεθούν. Ο Μαλβέτζι έτρεξε προς την τελευταία υπόγεια στοά, που είχε γεμίσει από πέτρες και χώματα. Βρήκε ψηλαφώντας τα βαρέλια με την πυρίτιδα, καθώς και το φιτίλι που είχε τοποθετήσει εκεί λίγες ημέρες νωρίτερα με τον Αλβίζε Μαρτινένγκο για το ενδεχόμενο έσχατης ανάγκης. Τα χέρια του έτρεμαν και χάνονταν πολύτιμες στιγμές. Τελικά όμως, με μια ξαφνική απόφαση, έκοψε το φιτίλι και το άναψε. Κοίταξε για μια στιγμή την τρεμουλιαστή φλογίτσα και όρμησε στις σκάλες για να ανέβει πάλι επάνω.

Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα η πυρίτιδα πήρε φωτιά. Από τα σπλάχνα του Ριβελλίνο, σαν να είχε εκραγεί ηφαίστειο, τινάχθηκε ένας όγκος από πέτρες και χώματα. Το φρούριο σωριάστηκε σε ερείπια, που έθαψαν κάτω από τον όγκο τους ζωντανούς και νεκρούς, Τούρκους και Βενετούς. Τότε μόνο, μέσα στο πελώριο σύννεφο της σκόνης που σκέπασε τον ουρανό, το ορμητικό κύμα των επιτιθεμένων ανακόπηκε και οι Τούρκοι υποχώρησαν.

Ακολούθησε μια μακρά σιωπή, προτού οι λιγοστοί υπερασπιστές που είχαν επιζήσει αρχίσουν με κόπο να ανασυντάσσονται. Τότε αντιλήφθηκαν ότι οι σκοτωμένοι και από τα δύο στρατόπεδα ήταν πολλές εκατοντάδες. Ο συνταγματάρχης Μαρτινέγκο, που είχε διατάξει την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του Ριβελλίνο, μάταια αναζήτησε τον Μαλβέτζι. Μόνο έπειτα από 400 χρόνια, όταν πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές στα ερειπωμένα οχυρά της Αμμοχώστου (ή Φαμαγούστας, όπως την αποκαλούσαν τότε οι Ευρωπαίοι) ήλθε στο φως ο φρικτός τάφος του: ένα τμήμα της υπόγειας στοάς, το οποίο η έκρηξη και οι αιώνες είχαν αφήσει ανέπαφο. Στο χώμα βρίσκονταν τα λείψανα ενός ανθρώπου που είχε μεταβληθεί σε στάχτη, ένα χρυσό δαχτυλίδι και τα διακριτικά αξιωματικού της Γαληνότατης Δημοκρατίας.

Οι Τούρκοι, αφού κυρίευσαν την Αμμόχωστο, μισοκατεστραμμένη λόγω της φοβερής πολιορκίας, εγκατέλειψαν εντελώς την αρχαία πόλη. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν στις ημέρες μας πολλά ίχνη αυτού του πολέμου, μερικές φορές ανέπαφα και τραγικά: όπλα και κράνη, οβίδες, ένα μεγάλο υπόγειο, σκαμμένο στον βράχο για την προστασία των αμάχων από τους κανονιοβολισμούς, άπειρα κομμάτια από ποτήρια «μουράνο» και φαγιάνς, τα οποία οι Βενετοί κατέστρεψαν, όπως και διάφορα έπιπλα, προτού παραδώσουν την πόλη στους νικητές.

ΟΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ

Τον Φεβρουάριο του 1570, η παντοδύναμη Οθωμανική αυτοκρατορία είχε αξιώσει από τη Βενετική Δημοκρατία να της παραδώσει την Κύπρο, τη μοναδική περιοχή στην Ανατολική Μεσόγειο που είχε παραμείνει υπό ευρωπαϊκό έλεγχο. Η άρνηση των Βενετών οδήγησε σε πόλεμο που κατέληξε στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου, την πιο δραματική από όσες είχε δώσει ως τότε η Γαληνότατη Δημοκρατία, για να ανακόψει την εξάπλωση των Τούρκων στη Μεσόγειο και την ηπειρωτική Ευρώπη.

Ο Οθωμανικός Στρατός, ο ισχυρότερος της εποχής, άρχισε να αποβιβάζεται την 1η Ιουλίου στις ανυπεράσπιστες κυπριακές ακτές ανάμεσα στη Λεμεσό και τη Λάρνακα. Η πρωτεύουσα Λευκωσία, άριστα οχυρωμένη, κυριεύθηκε έπειτα από πολιορκία επτά εβδομάδων. Στη συνέχεια, οι Τούρκοι εξόντωσαν όσους υπερασπιστές της είχαν επιζήσει, καθώς και τα αθώα γυναικόπαιδα. Δυο χιλιάδες άτομα σφαγιάσθηκαν σε μία μόνο ημέρα. Μπροστά στο τρομακτικό αυτό παράδειγμα, το ένα από τα δύο παραθαλάσσια οχυρά της Κύπρου, η Κυρήνεια, αγνόησε τις εντολές που είχε λάβει και παραδόθηκε αμαχητί στον εχθρό. Στους Βενετούς δεν απέμενε παρά μόνο η Αμμόχωστος. Η οχυρή αυτή πόλη δεν υπέκυψε στις απειλές εξόντωσης και απέρριψε κάθε πρόταση παράδοσης. Γι’ αυτό περικυκλώθηκε από τα εχθρικά στρατεύματα και αποκλείσθηκε από τον τουρκικό στόλο. Η Αμμόχωστος ήταν καταδικασμένη σε σίγουρο θάνατο, αν δεν λάμβανε σύντομα βοήθεια. Ο στρατός των Τούρκων ανερχόταν σε 200.000 άνδρες, ενώ οι Βενετοί διέθεταν μόλις 7.000 στρατιώτες.

Παρά το γεγονός ότι η ελευθερία της Αμμοχώστου και η ανάκτηση της Κύπρου ενδιαφέρει όλη τη μεσογειακή Ευρώπη, η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει μόνη την τεράστια εχθρική δύναμη. Με δυσκολία κατόρθωσε να συνάψει μια συμμαχία με την Ισπανία, το παπικό κράτος και μερικά ιταλικά πριγκιπάτα. Ο στόλος αυτής της «Συμμαχίας» συγκεντρώθηκε στις αρχές Αυγούστου στο λιμάνι της Σούδας, για να ξεκινήσουν για την Κύπρο. Η «Συμμαχία», όμως, ήταν περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική. Οι Ισπανοί επιδίωκαν να γίνουν κύριοι της Μεσογείου, και αυτό θα μπορούσαν να το επιτύχουν μόνον με την αλληλοεξόντωση των Τούρκων και των Βενετών. Γι’ αυτό, έπειτα από μερικές συζητήσεις μεταξύ των αρχηγών, ο συμμαχικός στόλος ξεκίνησε για την Αμμόχωστο μόλις στις 20 Σεπτεμβρίου 1570. Όταν έφθασε στη μέση της διαδρομής, ο αρχηγός του ισπανικού στόλου, Τζιαναντρέα Ντόρια, με τη δικαιολογία ότι η εποχή ήταν προχωρημένη, επέστρεψε στην πατρίδα του για να διαχειμάσει. Το παράδειγμά του ακολούθησαν σε λίγο και οι
υπόλοιποι, αναβάλλοντας τις επιχειρήσεις για την επόμενη άνοιξη. Ο Τζιρόλαμο Τζάνε, που διοικούσε τον στόλο του Αγίου Μάρκου, μόλις επέστρεψε στη Βενετία παύθηκε από το αξίωμά του. Έτσι, η Αμμόχωστος εγκαταλείφθηκε στο έλεος του Θεού, μολονότι η βενετική κυβέρνηση εξακολούθησε να υπόσχεται ότι θα έστελνε σύντομα βοήθεια, εξορκίζοντας τους υπερασπιστές να κρατήσουν το φρούριο με κάθε θυσία.

Στο μεταξύ, οι Τούρκοι είχαν σφίξει τον κλοιό γύρω από την πόλη και είχαν αρχίσει τη συστηματική πολιορκία της, βομβαρδίζοντας τις θέσεις των Βενετών. Ήταν βέβαιοι ότι η Αμμόχωστος (που είχε αρνηθεί δύο φορές να παραδοθεί) θα υπέκυπτε σε σύντομο χρονικό διάστημα, από έλλειψη είτε πυρομαχικών είτε τροφίμων.

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Η μεσαιωνική Αμμόχωστος – πλούσιο και ακμάζον εμπορικό κέντρο της Ανατολής – είχε ιδρυθεί τρεις αιώνες νωρίτερα από Γάλλους Σταυροφόρους. Την κοσμούσαν παλάτια και εκκλησίες σε καθαρό γοτθικό ρυθμό, οικήματα τα οποία οι Βενετοί έσπευσαν να προφυλάξουν από τους βομβαρδισμούς με ξύλινα υποστηρίγματα και σάκκους άμμου, όπως έγινε στην Ευρώπη κατά τους τελευταίους πολέμους. Πράγματι, η σύγκρουση είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου πολέμου. Πάνω στα οχυρά της Αμμοχώστου, οι Βενετοί είχαν παρατάξει 500 κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων, ενώ οι πολιορκητές είχαν τοποθετήσει το πυροβολικό τους στα υψώματα που περιέβαλλαν τα τριπλά τείχη της πόλης. Οι δυνάμεις που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για να κυριεύσουν την Αμμόχωστο ήταν τεράστιες. Παρόμοιο παράδειγμα δεν αναφέρει η ιστορία ως τους τελευταίους παγκόσμιους πολέμους.

Το φρούριο της Αμμοχώστου είχε σχεδιάσει ο διάσημος αρχιτέκτονας της εποχής Σαμμικέλι, σύμφωνα με τις τότε πιο προηγμένες πολεμικές αντιλήψεις. Το εξωτερικό τείχος ήταν ορθογώνιο και είχε μήκος περί τα τέσσερα χιλιόμετρα. Ήταν ενισχυμένο με επάλξεις, πύργους και αναχώματα. Γύρω του υπήρχε μια βαθειά και πλατειά τάφρος γεμάτη νερό. Το μεγαλύτερο βάρος της επίθεσης υφίσταντο οι επιβλητικοί όγκοι του φρουρίου Αντρούτζι και, χαμηλότερα, το φρούριο Ριβελλίνο.

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ

Τον Οθωμανικό Στρατό, που διέθετε αστείρευτες πηγές ανεφοδιασμού, διοικούσε προσωπικά ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής των σουλτάνικών δυνάμεων Καρά Μουσταφάς, που είχε αποφασίσει να κυριεύσει με κάθε θυσία την «απόρθητη» Αμμόχωστο. Όλα έδειχναν ότι η μάχη θα ήταν σκληρή, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι η Βενετία είχε αναθέσει τη στρατιωτική διοίκηση της Κύπρου (και φυσικά της Αμμοχώστου) σε έναν ικανότατο άνδρα, που καταγόταν από μια παλαιά βενετσιάνικη οικογένεια. Ήταν 46 ετών και είχε ήδη διακριθεί για την πολεμική του δράση, μεταξύ των άλλων και ως αρχηγός του στόλου. Στην Ιστορία έμεινε για το τραγικό και ένδοξο τέλος του. Λεγόταν Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν (ή Βραγαδίνος, όπως έχει εξελληνισθεί το όνομά του).

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και ενώ ο Καρά Μουσταφάς σφυροκοπεί τα οχυρά των Βενετών και η πόλη ξόδευε τα αποθέματά της, μικρά και γρήγορα σκάφη που απέπλεαν από τη Σούδα διασπούσαν τον ναυτικό αποκλεισμό των Τούρκων μεταφέροντας μηνύματα της κυβέρνησης της Βενετίας, η οποία υποσχόταν πάντοτε να στείλει βοήθεια και καλούσε τους υπερασπιστές της πόλης να κρατήσουν τις θέσεις τους με κάθε θυσία. Έτσι, ο Μπραγκαντίν προετοίμαζε τους στρατιώτες του και τον πληθυσμό για έναν μακρύ και σκληρό αγώνα μέχρις εσχάτων. Στις 24 Ιανουαρίου 1571 έφθασε αναπάντεχα από τη Σούδα μια μικρή στρατιωτική ενίσχυση υπό τον Μαρτινέγκο. Οι πολιορκημένοι χάρηκαν μολονότι η βοήθεια ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τις ανάγκες τους και την τεράστια δύναμη (σε έμψυχο και άψυχο υλικό) που βρισκόταν στην Κρήτη. Ο γενναίος εθελοντής απεκάλυψε στον Μπραγκαντίν ότι, παρά τις διαταγές της κυβέρνησης, οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων της Βενετίας (ο Σεμπαστιάνο Βενιέρο, του στόλου, και ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνο, του στρατού) αντιτίθεντο με κάθε
τρόπο στην αποστολή ενισχύσεων στην Αμμόχωστο. Δεν ήθελαν να διατρέξουν κανένα κίνδυνο για να βοηθήσουν τους πολιορκημένους. Αυτή η σοβαρή αποκάλυψη δεν μείωσε, ωστόσο, ούτε στο ελάχιστο την αποφασιστικότητα του Μπραγκανατίν, που πίστευε ότι τελικά η Γαληνότατη Δημοκρατία δεν θα τον εγκατέλειπε.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, ενώ ο στόλος της Βενετίας ήταν αγκυροβολημένος στην Κέρκυρα, οι Τούρκοι μετέφεραν ανενόχλητα στην Κύπρο μεγάλες ποσότητες εφοδίων, δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και κάθε είδους όπλα (μεταξύ των οποίων και μερικές γιγαντιαίες βομβάρδες). Ο Καρά Μουσταφάς, που είχε απελπιστεί ότι η Αμμόχωστος θα παραδινόταν από την πείνα, αποφάσισε να περάσει στην επίθεση, βέβαιος ότι θα κυρίευε την πόλη μέσα σε λίγες ημέρες. Έτσι, την αυγή της 19ης Μαΐου, 1.500 τουρκικά κανόνια άνοιξαν πυρ, εξαπολύοντας έναν πρωτοφανή βομβαρδισμό ο οποίος ουσιαστικά δεν επρόκειτο να διακοπεί ούτε στη διάρκεια της νύκτας, ως το τέλος της πολιορκίας (δηλαδή επί 62 ημέρες).

Ο πληθυσμός της Αμμοχώστου κατέφυγε τρομοκρατημένος στα οχυρά, δυσχεραίνοντας τη θέση των μαχητών. Τη νύκτα όμως, όταν κόπαζε κάπως ο βομβαρδισμός, οι κάτοικοι (μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά) βοηθούσαν τους στρατιώτες να φράσσουν τα ρήγματα με σάκκους άμμου και έπιπλα, να σκάβουν ορύγματα, να επισκευάζουν κάθε ζημιά που προκαλούσε το πυροβολικό. Στο μεταξύ, τα ωραία σπίτια, οι γοτθικές εκκλησίες, τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα, σταδιακά καίγονταν και σωριάζοντας σε ερείπια (ορισμένες ημέρες, προς το τέλος Ιουλίου, καίγονταν ολόκληρες συνοικίες της πόλης). Αργά αλλά σταθερά, οι 170.000 οβίδες που ρίφθηκαν από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, κατέστρεφαν τις αμυντικές θέσεις των υπερασπιστών της πόλης.

Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι θυσίαζαν χιλιάδες στρατιώτες για να κατασκευάζουν αναχώματα που έφθαναν μέχρι το ύφος του φρουρίου, από τα οποία εξαπέλυαν επανειλημμένες εφόδους. Ωστόσο, ο Μπραγκαντίν είχε κατορθώσει να κρατήσει το ηθικό των στρατιωτών του τόσο ψηλά, ώστε ούτε η κούραση, ούτε οι στερήσεις ούτε οι σφαγές, ούτε καν η διάψευση των ελπίδων τους για βοήθεια μείωναν τη μαχητικότητά τους. Έτσι, απέκρουαν αποφασιστικά κάθε επίθεση, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στον εχθρό.

Όταν φάνηκε πως ο αγώνας θα ήταν πιο σκληρός από ότι είχε προβλέψει, ο Καρά Μουσταφάς έθεσε σε εφαρμογή άλλα μέσα. Έτσι, σκάβοντας μακριές υπόγειες στοές που περνούσαν κάτω από την τάφρο, οι Τούρκοι έφθαναν ως τα θεμέλια του φρουρίου και τα υπονόμευαν με μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών υλών. Ξαφνικά λοιπόν ανατινάζονταν οι οχυρές θέσεις των Βενετών, και οι Τούρκοι ορμούσαν αμέσως στα ερείπια, προτού διαλυθεί ο κουρνιαχτός, με ισχυρές δυνάμεις. Ιδιαίτερα σοβαρό ήταν το ρήγμα που άνοιξαν οι Τούρκοι με αυτό τον τρόπο στις 21 Ιουνίου στο φρούριο Ριβελλίνο. Πάντως οι Βενετοί, έπειτα από πολύωρες μάχες σώμα με σώμα, κατόρθωναν πάντα να συγκρατούν τους επιδρομείς.

Οι 5.000 οβίδες που έπεσαν στην Αμμόχωστο μόνο στις 8 Ιουλίου, αποτελούσαν το προοίμιο μιας γενικής επίθεσης. Πράγματι, ο Καρά Μουσταφάς την εξαπέλυσε την επομένη συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του στα ρήγματα του Ριβελλίνο και του Οπλοστασίου. Οι Τούρκοι αποκρούσθηκαν, αλλά για να εμποδιστεί η εισβολή τους στο Ριβελλίνο χρειάστηκε (όπως αφηγηθήκαμε νωρίτερα) να ανατιναχθεί το εσωτερικό του φρουρίου, με θυσία (μαζί με τον λοχαγό Μαλβέτζι) περίπου 30 Βενετών στρατιωτών. Στην πραγματικότητα, όπως ο υπόλοιπος στρατός της Γαληνότατης Δημοκρατίας, έτσι και η φρουρά της Αμμοχώστου αποτελείτο από στρατιώτες που κατάγονταν από την κεντρική και τη μεσημβρινή Ιταλία, περιλαμβανομένου και του στρατηγού τους Αστόρε Μπαλιόνι, που καταγόταν από την Περούτζια. Εντούτοις στην Αμμόχωστο, αντίθετα από ότι συνέβη σε ανάλογες περιπτώσεις, αυτοί οι μισθοφόροι πολέμησαν με γενναιότητα, γιατί πίστευαν ότι από την αντίσταση τους εξαρτάτο η τύχη όλων των κατοίκων της Ιταλικής Χερσονήσου.

Στο μεταξύ, οι υπερασπιστές είχαν φθάσει στο έσχατο όριο της εξάντλησης. Δεν είχαν απομείνει παρά 2.000 στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους πληγωμένοι και άρρωστοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν εξουθενωμένοι από την κούραση και την πείνα. Αφού είχαν εξαντληθεί όλες οι άλλες τροφές, οι στρατιώτες και οι πολίτες έπαιρναν μόνο ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό. Από τις αρχές Ιουλίου χάθηκε κάθε ελπίδα, γιατί η πληροφορία ότι ο συμμαχικός στόλος βρισκόταν στα νερά της Κύπρου αποδείχθηκε λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, η βενετσιάνικη αρμάδα είχε μεταβεί στην Μεσσήνη μαζί με τον παπικό στόλο και τα καράβια των μικρότερων συμμάχων εν αναμονή της ισπανικής αρμάδας (η οποία έφθασε μόνο στο τέλος Αυγούστου).

Μια αποστολή στρατευμάτων και εφοδίων, την οποία η κυβέρνηση της Βενετίας είχε κατορθώσει τελικά να οργανώσει, κατά τη στάθμευσή της στη Σούδα άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε στη Μεσσήνη, μετά από διαταγή του Σεμπαστιάνο Βενιέρο. Ο ναύαρχος απομάκρυνε έτσι, προς όφελος της δικής του αρμάδας, αυτή την ύστατη βοήθεια προς τους πολιορκημένους, η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί αποφασιστική για τον αγώνα τους. Έπειτα από αυτό, η Αμμόχωστος εγκαταλείφθηκε στην τύχη της.

Στις 14 Ιουλίου αποκρούσθηκε μια νέα τρομακτική επίθεση εναντίον του Ριβελλίνο, και οι κάτοικοι μέσα στην απελπισία τους, άρχισαν να συζητούν τη δυνατότητα παράδοσης της πόλης. Στις 19 Ιουλίου, ο Μπραγκαντίν συνέταξε την τελευταία αναφορά του προς την κυβέρνηση της Γαληνοτάτης, εκθέτοντας ψύχραιμα την κατάσταση. Επίσης έγραψε το τελευταίο του γράμμα προς την οικογένειά του. Μεταξύ άλλων συνιστούσε «να συγχωρεθούν εκείνοι που έφεραν την ευθύνη για την εγκατάλειψή τους, η οποία τώρα που προσλάμβανε χαρακτήρα προδοσίας». Με αυτό το τελευταίο μήνυμα, το οποίο κατόπιν διαβάστηκε με μεγάλη συγκίνηση από όλη τη Βενετία, ήταν φανερό ότι είχε συνειδητοποιήσει την επικείμενη πτώση της Αμμοχώστου.

Στο μεταξύ, ο Τούρκος διοικητής, οργισμένος γιατί οι Βενετοί με την τακτική τους έφθειραν τον στρατό του, ετοίμαζε μια πρωτοφανή επίθεση. Το Βράδυ της 29ης Ιουλίου, δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι εξαπέλυσαν γενική επίθεση, που συνεχίσθηκε ακατάπαυστα επί 48 ώρες, ως το βράδυ της 31ης Ιουλίου. Κατά μια απίστευτη συγκυρία όμως, οι Ιταλοί στρατιώτες, μολονότι πεινασμένοι, καταπονημένοι, εξαντλημένοι, με ελάχιστα πολεμοφόδια στη διάθεσή τους, κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τη φοβερή λαίλαπα των οθωμανικών στρατευμάτων.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑ ΜΟΥΣΤΑΦΑ

Το ίδιο βράδυ της 31ης Ιουλίου, ο Καρά Μουσταφάς με μια εκτεταμένη υπονόμευση ανατίναξε την εσωτερική έπαλξη του Οπλοστασίου και ένα μεγάλο τμήμα του παρακείμενου τείχους. Όλοι οι υπερασπιστές αυτού του τομέα καταπλακώθηκαν από τα ερείπια. Έσπευσαν όμως άλλοι στρατιώτες στη θέση τους και, πολεμώντας «σαν γίγαντες και όχι σαν άνθρωποι», όπως έγραψε κατόπιν ο Καρά Μουσταφάς στον σουλτάνο, κατόρθωσαν ακόμη μια φορά να αποκρούσουν τον εχθρό. Την αυγή της 1ης Αυγούστου, οι Τούρκοι αποσύρθηκαν εξαντλημένοι, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης εκατοντάδες νεκρούς (ανάμεσα στους οποίους και τον πρωτότοκο γιο του Καρά Μουσταφά). Τότε, για πρώτη φορά έπειτα από 62 ημέρες, τα κανόνια τους σίγασαν. Μέσα στην απίστευτη ησυχία που απλώθηκε πάνω από την πόλη, οι Βενετοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Είχαν κερδίσει ακόμα μια μάχη.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Καρά Μουσταφάς, έπειτα από την αναπάντεχη ήττα του, σκέφθηκε να θέσει τέρμα σ’ αυτόν τον τρομακτικό αγώνα, προτείνοντας στους Βενετούς την παράδοση της πόλης με όρους εξαιρετικά ευνοϊκούς: εξασφάλιση της ζωής και της περιουσίας των πολιορκημένων, σεβασμό του πληθυσμού τότε και στο μέλλον, μεταφορά των στρατιωτών της Γαληνοτάτης στη Σούδα.

Την ίδια ημέρα (1η Αυγούστου 1571), ένας απεσταλμένος του Καρά Μουσταφά διαβίβασε τις τουρκικές προτάσεις. Ο Μπραγκαντίν δεν θέλησε καν να τον δεχθεί. Ο στρατηγός Μπαλιόνι όμως τον προειδοποίησε ότι, έπειτα από την τελευταία μάχη, δεν είχαν απομείνει πολεμοφόδια παρά μόνο για μια ημέρα, και μόλις 700 στρατιώτες, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν πληγωμένοι. Ας καλούσε ο φρούραρχος σε σύσκεψη τους αξιωματικούς, τον μητροπολίτη και τους προεστούς της πόλης και ας άκουγε τη γνώμη τους.

Στο συμβούλιο ο Μαρτινέγκο και μερικοί αξιωματικοί δήλωσαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν σε μια ύστατη αναμέτρηση με τον εχθρό, γιατί ήταν βέβαιο πως οι Τούρκοι θα παρέβαιναν τη συμφωνία. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία των παρισταμένων, με επικεφαλής τον Μπαλιόνι, υποστήριξαν το αντίθετο. Είπαν ότι στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα, και μετά την εγκατάλειψη της Αμμοχώστου από τη Βενετία, είχαν καθήκον να σώσουν τη ζωή των κατοίκων και των στρατιωτών που είχαν επιζήσει. Η άρρηκτη πειθαρχία με την οποία ο Μπραγκαντίν είχε διευθύνει επί ένα χρόνο την πολιορκία είχε διαρραγεί. Ο Μπραγκαντίν δεν μπορούσε πια να επιβάλει τη θέλησή του και συγκατατέθηκε να υπογράψει ο Μπαλιόνι τη συνθηκολόγηση.

ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Στις 4 Αυγούστου, χωρίς κανένα επεισόδιο, οι Τούρκοι εισήλθαν στην πόλη και οι Βενετοί επιβιβάσθηκαν στα καράβια που τους παραχώρησε ο Καρά Μουσταφάς για να μεταβούν στη Σούδα. Όλα έδειχναν να δικαιώνουν τον Μπαλιόνι. Προτού αναχωρήσουν τα πλοία, ο Καρά Μουσταφάς κάλεσε με πολλή ευγένεια τον Μπραγκαντίν και τους αξιωματικούς του να τον επισκεφθούν για να γνωρίσει τους γενναίους υπερασπιστές της πόλης. Οι Τούρκοι όμως αφόπλισαν ξαφνικά τους Βενετούς, πριν εκείνοι προλάβουν να αντιδράσουν, τους έδεσαν και τους έσφαξαν επί τόπου, αρχίζοντας από τον Μπαλιόνι. Εκείνο το βράδυ ο Καρά Μουσταφάς άφησε να ζήσουν μονάχα ο προβλεπτής Τιεπόλο ( τον οποίο είχε γνωρίσει άλλοτε στο Κάιρο), ο Μαρτινέγκο και ο Μπραγκαντίν. Διέταξε όμως να τους κόψουν αμέσως τα αυτιά, όπως έκαναν οι Τούρκοι στους κακοποιούς. Ταυτόχρονα, βάσει ενός προκαθορισμένου σχεδίου, αιχμαλωτίσθηκαν και οι στρατιώτες που ήταν στα πλοία για να μεταφερθούν ως σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Τιεπόλο απαγχονίστηκε τρεις ημέρες αργότερα, μπροστά στον Τούρκο στρατηγό που εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Ο Μαρτινένγκο απαγχονίστηκε τρεις φορές (γιατί τις δύο πρώτες έσπασε το σκοινί), μολονότι οι Τούρκοι είχαν θαυμάσει τη στρατιωτική του ανδρεία, και είχαν βαπτίσει με το όνομά του το σπουδαιότερο οχυρό.

Στον Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν, ο Καρά Μουσταφάς επέλεξε τρομερά βασανιστήρια. Οι σύγχρονοι ιστορικοί αναζήτησαν το κίνητρο που οδήγησε τον Καρά Μουσταφά σε μια τέτοια πράξη. Φαίνεται ότι αυτή δεν προήλθε τόσο από το γεγονός ότι ο Μπραγκαντίν είχε απορρίψει επανειλημμένα τις προτάσεις να ενταχθεί στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο στην οργή του Καρά Μουσταφά, που δεν είχε κατορθώσει να κυριεύσει την Αμμόχωστο εξ εφόδου. Η οργή αυτή εξελίχθηκε σε άγριο μίσος, όταν ο Τούρκος στρατηγός διαπίστωσε ότι ελάχιστοι Βενετοί υπερασπιζόταν την πόλη και ότι τα πυρομαχικά τους είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Η σύγκριση με τις τεράστιες τουρκικές απώλειες (80.000 από τους καλύτερους άνδρες του Οθωμανικού Στρατού) ήταν συντριπτική.

Το πρωί της 17ης Αυγούστου, έπειτα από 13 ημέρες και νύκτες συνεχών και φρικτών βασανιστηρίων, ο Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν σύρθηκε στους δρόμους της Αμμοχώστου, στα οχυρά, στους προμαχώνες, στα χαρακώματα. Εξαντλημένος και γεμάτος πληγές, υποβλήθηκε σε κάθε είδους εξευτελισμό και ταπείνωση. Η αξιοπρέπεια και η στωικότητα με τις οποίες δεχόταν όλες τις προσβολές εξαγρίωναν ακόμη περισσότερο τους βασανιστές του. Ωστόσο βρήκε τη δύναμη, μπροστά στα συγκεντρωμένα στρατεύματα στην πλατεία της Μητρόπολης, να κατηγορήσει ανοικτά τον Τούρκο στρατηγό για την παραβίαση της συμφωνίας.

Τότε τον έδεσαν στην κολώνα (υπάρχει ακόμα) από την οποία είχαν γκρεμίσει τον Λέοντα της Βενετίας και τον έγδαραν ζωντανό. Του απέσπασαν σιγά – σιγά το δέρμα αρχίζοντας από τον αυχένα και την πλάτη και προχωρώντας στο πρόσωπο, στα χέρια, στο στήθος και στο υπόλοιπο σώμα. Το θύμα υπέστη το μαρτύριο με αφάνταστη καρτερία. Δεν έβγαλε ούτε ένα βογγητό. Είπε μόνο: «Δεν ξέρουν τι κάνουν», και «η δύστυχη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, όταν το μάθουν». Και πρόσθεσε: «Είμαι ευτυχισμένος που πεθαίνω εκεί όπου σκοτώθηκαν τόσοι γενναίοι στρατιώτες». Ξεψύχησε όρθιος, ακουμπώντας στην κολώνα. Οι χιλιάδες στρατιώτες, που είχαν συγκεντρωθεί και παρακολουθούσαν τη σκηνή, είχαν μείνει βουβοί από θαυμασμό για την ανείπωτη γενναιότητα αυτού του ανθρώπου.

Δέκα χρόνια αργότερα, το δέρμα του Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν, που είχε μεταφερθεί σαν τρόπαιο στην Κωνσταντινούπολη, κλάπηκε από έναν στρατιώτη της Αμμοχώστου, αιχμάλωτο των Τούρκων, και μεταφέρθηκε στη Βενετία, όπου πλέον αναπαύεται στη βασιλική των αγίων Ιωάννη και Παύλου. Σύμφωνα με μια παράδοση, ένας Χριστιανός πήρε το σώμα του Μπραγκαντίν και το έθαψε κοντά στην πόλη. Εκεί, στον βορεινό δρόμο της Αμμοχώστου, έπειτα από 400 χρόνια, βρέθηκε ο τάφος κάτω από μια μικρή εκκλησία, την οποία έκτισε κάποιος κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής στη μνήμη του μεγάλου νεκρού.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Η μάχη της Αμμοχώστου και η θυσία των υπερασπιστών της δεν πήγαν χαμένες: έφθειραν τις τουρκικές δυνάμεις, δίνοντας τον χρόνο στον συμμαχικό στόλο να κατατροπώσει τα τουρκικά πλοία στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Από το σημείο αυτό αρχίζει ουσιαστικά και η πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκείνη την ημέρα, στις 7 Οκτωβρίου 1571, τα πληρώματα των βενετσιάνικων καραβιών ρίφθηκαν επάνω στα τουρκικά με την ιαχή: «Θυμηθείτε την Αμμόχωστο».

Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.

Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.