Σκέψεις για την επικαιρότητα της 29ης Μαϊου – Τάσου Λιγνάδη.

ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ 564 χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα στον κόσμο της Ιστορίας, έκτος ενός: της εθνικής ψυχολογίας των Τούρκων, που έμεινε στο πείσμα του χρόνου, κατά τρόπο θαυμαστό όσο και ριψοκίνδυνο για τους ίδιους, αναλλοίωτη. Το ριψοκίνδυνο αναφέρεται στις ερωτοτροπίες της με τη Δύση, που απετέλεσαν την σπονδυλική στήλη ή καλύτερα τα τσαλίμια μιας διπλωματίας σοφότατης στη λαγνεία του πολιτικού παιχνιδιού. Ριψοκίνδυνο, διότι το παιχνίδι αυτό δεν παίζεται πια στην εξωτική Ανατολή, αλλά στις ίδιες τις ευρωπαϊκές πόλεις, όπου οι μιναρέδες φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και όπου η μουσουλμανική μετοικεσία, Ίσως σε όχι μακρό χρονικό διάστημα απολήξει, λόγω της γνωστής κονικλογονίας, σε εκπλήξεις πληθυσμικά όχι τόσο ευπρόσδεκτες μάλλον από τους Ευρωπαίους.

Αυτά, βεβαίως, είναι ακόμα πρόωρα συμπτώματα που εμφανίζονται στη δυτική Ευρώπη. Στην ανατολική, αν και τελευταία μόλις άρχισε να γίνεται γνωστό, είναι πιο κρίσιμο το πρόβλημα των εκατομμυρίων μουσουλμάνων, το οποίο αντιμετωπίζει η σοβιετική ηγεσία, με την καταπώς φαίνεται όξυνση του θρησκευτικού φανατισμού που επί του προκειμένου ταυτίζεται με συνείδηση εθνικής ταυτότητας και με ευνόητες αν και ασαφείς ακόμα διεκδικήσεις. Ο προσδιορισμός ριψοκίνδυνο δικαιολογείται από το ότι σε μια έντονη δράση υπάρχει αντίδραση ως φυσική συνέπεια. Η Τουρκία, χτυπώντας την πόρτα της Ευρώπης (όπως έγραφε και πέρσι η στήλη με την ευκαιρία της επετείου της Αλώσεως) τηρεί ακριβώς την ίδια πολιτική που ακολουθούσε πάνω από έξη αιώνες, είτε με το χατζάρι είτε με το γάντι.

Το θαυμαστό στην περίπτωση αύτη είναι ότι, κατά τους αιώνες των μεγάλων οθωμανικών κατακτήσεων, ο μαγνήτης που τραβούσε τους Τούρκους ήταν ακριβώς η Ευρώπη, αλλά ως πόλος ενός παράδοξου αρνητικού θαυμασμού. Δηλαδή ο παραδοσιακός ψυχισμός του τουρκικού έθνους υπήρξε η τραυματική του μειονεξία να βλέπει την Ευρώπη από την μοιραία πολιτισμική του σκοπιά της αντι-Ευρώπης. Αυτόν τον ρόλο έπαιξε στην Ιστορία. Και αυτός ήταν και είναι ο στόχος. Διότι, αν ο τρόπος της σκόπευσης άλλαξε εκ των πραγμάτων, ο στόχος παραμένει ο ίδιος. Και είναι κάτι περισσότερο από τη συνέχεια μιας πολιτικής. Είναι μια υποστασιακή ιδέα που χαρακτηρίζει το νόημα υπάρξεως ενός έθνους. Ο παντουρανισμός έκρυψε το πρόσωπο του για λόγους διπλωματικής σκοπιμότητας κατά την κεμαλική περίοδο και επειδή ο ίδιος ο δημιουργός της νέας Τουρκίας ίσως να επιζητούσε πρώτα τον εκσυγχρονισμό του κράτους κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, πριν κινητοποιηθεί η τουρκική ιδέα.

Όμως, ο παντουρανισμός, ουδέποτε έπαυσε να προσανατολίζει την τουρκική πολιτική, έστω και κάτω από τις πιο ρεαλιστικές αναδιπλώσεις της. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ισμέτ Ινονού, που ερχόταν σε επαφή με τους Τούρκους καθηγητές της Ιστορικής Εταιρείας της Άγκυρας, μαχητικής εστίας της ιδεολογίας του παντουρανισμού, έλεγε ότι οι εταίροι της Ιστορικής εταιρείας δεν θα έμεναν ήσυχοι, εάν τα σύνορα της Τουρκίας δεν φθάσουν πάλι έξω από την Βιέννη!

Με την επέτειο της 29ης Μαΐου 1453 έρχεται στο νου ως δραματικό πρότυπο αυτού του ψυχισμού που είπαμε πριν, ο Μωάμεθ Β ο Πορθητής. Ας θεωρήσουμε ως βάσιμες τις χρονογραφικές πληροφορίες για την εξαίρετη μόρφωση του εικοσιτριετούς κατακτητή, για τη γνώση της ελληνικής γλώσσας (που ήταν εξ άλλου και η διπλωματική γλώσσα της εποχής) και για την κλίση του προς τον πολιτισμό και την παιδεία. Πάντως, το γεγονός ότι την ηδονή των ύπνων του μετά την Άλωση την τροφοδοτούσε η κατάκτηση της Ιταλίας και η εξόντωση του κράτους του Βατικανού και ότι όλη αυτή η πνευματικότητα δεν τον εμπόδιζε να θέτει σε ενέργεια το πιο προσφιλές όπλο της τουρκικής πειθούς, τη γενοκτονία, είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδει πιστά ένα αναλλοίωτο ιστορικό ήθος. Το ότι παρεχώρησε τα όντως ευεργετικά προνόμια στους υπόδουλους, δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι έτσι συντήρησε το χάσμα ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας, που ήταν στην ουσία ένα χάσμα διαφορετικών κόσμων και πολιτισμών.
(Για το θέμα αυτό βλ. την πρόσφατη β έκδοση της Ε. Κούκκου, Θεσμοί και Προνόμια του Ελληνισμού μετά την ΄Αλωση, Αθήνα – Κομοτηνή 1988).

Το ότι τα προνόμια ήταν συμφέροντα για τους Τούρκους, όχι μόνο στους διοικητικούς και στους κοινωνικοοικονομικούς τομείς της αυτοκρατορίας, αλλά και ως θωράκιση εξωτερικής πολιτικής, αυτό θα φανεί στη δημιουργία του Ανατολικού Ζητήματος, όταν η ίδια η διελκυστίνδα των ξένων συμφερόντων θα δημιουργήσει αυτομάτως την αμυντική ισορροπία, χάρις στην οποία πέτυχε να επιβιώσει ο θεωρούμενος ως κλινικά νεκρός έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ασθενής του Βοσπόρου. Και η επιτυχία του αυτή που τον έθεσε πάλι σε θέση επιθετικής ισχύος μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, οφείλεται στη δυτική πολιτική (η θεωρία περί φράγματος κατά της Ρωσίας) και εν πολλοίς στον καθολικισμό (τάση για χριστιανική ηγεμονία στην Ανατολή) (βλ. το πολύτιμο ιστορικό δοκίμιο του Κ. Π. Κύρρη, Τουρκία και Βαλκάνια, Αθήνα 1986).

Το θέμα είναι κατά πόσο η Τουρκία είναι αξιόπιστη στις διεθνείς συμφωνίες, εφόσον δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο τέτοιας αξιοπιστίας. Έγραψε το 1983 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ότι η Τουρκία μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ έχει επιστρέψει στο πνεύμα του οθωμανικού επεκτατισμού. Το πνεύμα αυτό επικρατεί είτε η πολιτική ηγεσία της είναι δημοκρατική (η άνανδρη εισβολή στην Κύπρο έγινε με πρωθυπουργό τον σοσιαλιστή Ετσεβίτ) είτε είναι δικτατορική, όπως και τώρα. Και έγραψε επί λέξει ο Κανελλόπουλος: Παίζει η Τουρκία και σήμερα, όπως και στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα έξυπνο διπλωματικό παιχνίδι. Τότε, παραπλανούσε και τις δύο μερίδες, το Λονδίνο και τό Βερολίνο. Τώρα παραπλανά μόνο την Ουάσιγκτον και όχι τη Μόσχα, γιατί αυτή —η Μόσχα— ξέρει πολύ καλά ότι δεν έχει τίποτα να χάσει ή να υποστεί από την υπερβολική στρατιωτική ενίσχυση που προσφέρουν οι ΗΠΑ στην Τουρκία (εννοεί φυσικά ο Κανελλόπουλος ότι η Ρωσία χαίρεται που η Τουρκία χρησιμοποιεί τα όπλα της κατά του… NATO).

Η ενίσχυση όμως αυτή μπορεί να πυροδοτήσει την επεκτατική πολιτική των ηγετικών κύκλων της Τουρκίας και να προκαλέσει αναφλέξεις που, ενώ δεν θα θίγουν διόλου το γόητρο ή τα συμφέροντα της Μόσχας, θα δημιουργήσουν για την Ουάσιγκτον, φυσικά και για το NATO, προβλήματα όχι μόνο ηθικά —αυτά ατυχώς δεν λογαριάζονται πια— αλλά και βαρύτατα σε συνέπειες πολιτικές και στρατιωτικές. Η εισβολή στην Κύπρο και η εξακολουθητική στρατιωτική κατοχή ενός μεγάλου τμήματος της νήσου είναι ένα βαρύ προμήνυμα. Είναι ένα γεγονός, που καθεαυτό έχει βαρύνει την ατμόσφαιρα της ανατολικής Μεσογείου, αλλά που αποτελεί και προάγγελο ενδεχομένων —αν συνεχίσει η Ουάσιγκτον την πολιτική της απερίσκεπτης εύνοιας προς την Τουρκία— επικίνδυνων πειραμάτων στο μέλλον. Αυτά ο Κανελλόπουλος.

Μόλις έξη χρόνια μετά τις γραμμές αυτές, η μεν Τουρκία, παραληρώντας από νατοϊκή ασυδοσία, έχει ξεδιπλώσει όλα της τα ιστορικά σχέδια ύστερα από την Κύπρο προς Αιγαίο, προς Θράκη, προς Βουλγαρία, προς Μέση Ανατολή, η δε Ουάσιγκτον την εξωθεί, μεταβάλλοντας το ποσοστό 7 προς 10 της στρατιωτικής βοηθείας. Κι εμείς συρόμεθα στις συσκέψεις του NATO και μάλιστα σε ημερομηνίες που θα τις ζήτησαν οι Τούρκοι, για να θυμίζουν τι δώρο προσέφερε στην Ευρώπη η Τουρκία με την άλωση της Πόλης και τα γιουρούσια της στη Δύση.

Τις επισημάνσεις του Κανελλόπουλου, που ανέφερα πριν, τις πήρα από προλόγισμά του στο βιβλίο του Frank G. Weber, Ο επιτήδειος ουδέτερος, Αθήνα 1983 (μετάφραση Ε. Νάντσου, προλ. Θ. Βερέμη). Όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, συνιστώ αυτό το βιβλίο σε όσους θέλουν να πληροφορηθούν για την τουρκική πολιτική κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φρανκ Ουέμπερ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Τέμπλ των ΗΠΑ, ερεύνησε πληθώρα αρχείων των εμπολέμων, πλην των τουρκικών, που ευνόητα δεν του έδωσαν άδεια οι Τούρκοι. Ευνόητα, εφόσον τα σχεδιασθέντα κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο από αυτόν τον επιτήδειο να εξαπατά τους δυτικούς, παράγοντα βρίσκονται τώρα σε έμπρακτη εξέλιξη. Σύμφωνα με τα συνταρακτικά στοιχεία του Ουέμπερ, οι Τούρκοι, παραμένοντας ουδέτεροι έως το τέλος του 1944 (κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας όταν πια είχε αυτή χάσει τον πόλεμο), διαπραγματεύονταν με υποσχετικά ανταλλαγμάτων και προς τους δύο συνασπισμούς την συμμετοχή τους στη σύρραξη.

Οι επιδιώξεις χαρτογραφούν το σχέδιο μιας μόνιμης σειράς θέσεων: Εκμετάλλευση της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση• παρότρυνση για την γερμανική επίθεση στο Ιράκ με κέρδος για τους Τούρκους των πετρελαίων της Μοσούλης. Κλείσιμο των Στενών και απαγόρευση αγγλικής βοήθειας προς τους Ρώσους. Παράλληλα, προσάρτηση των Δωδεκανήσων και της Κύπρου, εδαφικές ρυθμίσεις των συνόρων προς την Βουλγαρία, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, εντολή για την Αλβανία, προστασία των μουσουλμανικών πληθυσμών της Σοβιετικής Ενώσεως, κατοχή των νήσων Χίου, Σάμου και Λέσβου, φύλαξη εδαφών της Συρίας, του Ιράκ και της Αιγύπτου. Αυτές οι διεκδικήσεις δεν ήταν βέβαια τίποτ άλλο παρά μια ονειρική ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Και όμως το σχέδιο εφαρμογής είχε αρχίσει προ του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κατεπάτησαν οι Τούρκοι τη συνθήκη του Μοντραί για τα Στενά (1936) και όταν το 1939, παραμονές του πολέμου, εισέβαλαν στη συριακή Αλεξανδρέττα της οποίας ο τουρκικός πληθυσμός ήταν μειοψηφία.

Ο επιτήδειος ουδέτερος δεν έχασε την ευκαιρία τριάντα χρόνια μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο να εισβάλει στην Κύπρο. Και τώρα να μιλάει για Αιγαίο και, έχοντας εξοντώσει τον ελληνισμό της Πόλης, να μιλάει για μειονότητα στη Θράκη. Δεν νομίζω ότι είναι αφελές το έξης ερώτημα προς την ατλαντική συμμαχία: Έχοντας τε-τοιον εταίρο στους κόλπους του ποιά ιδανικά άραγε υπερασπίζεται το NATO;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28 Μαΐου 1989

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.