Κυριακή Ζ. Λουκά: η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και η θεραπεία της γυναίκας με την αιμορραγία – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

(Ματθ. θ, 18-26˙ Μάρκ. ε, 21-43. Λουκ. η, 40-56)

Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη. Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος: μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της˙ έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Ο Ιησούς έφυγε μαζί του.

Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση˙ αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ».147 Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιός άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές του του έλεγαν: «Δεν βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τί ρωτάς ποιός σε άγγιξε;» Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη
σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου».

Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε˙ τί εξακολουθείς να ενοχλείς τον δάσκαλο;» Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι˙ μόνο πίστευε». Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου. Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά. Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται».148

Εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο. Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά, κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!»149 Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε.150 Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει.

ΣΧΟΛΙΑ

(147) Τω καιρώ εκείνω άνθρωπος τις προσήλθε τω Ιησού, ώ όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε˙ και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού, παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ, ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν, οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν (Λουκ. η, 41-42).
Το Άρχων της συναγωγής και το αρχισυνάγωγος σημαίνει εν και το αυτό, τουτέστιν τον προεστώτα και πρόεδρον της Ιουδαϊκής συναγωγής (Μάρκ. ε, 22). Τούτου του αρχισυναγώγου Ιαείρου ησθένει προς θάνατον, και έπνεε τα λοίσθια η μονογενής και περίπου δωδεκαέτις θυγάτηρ αυτού. Όθεν, προσελθών προς τον Ιησούν Χριστόν, και πεσών παρά τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν, ίνα έλθη εις τον οίκον αυτού, και ιατρεύση αυτήν.

Σημείωσαι ενταύθα την πίστιν, και την ελπίδα, και την ευλάβειαν του Ιαείρου˙ αυτός επίστευσεν, ότι ο Ιησούς δύναται να θεραπεύση την θυγατέρα αυτού˙ ήλπισεν, ότι θα εισακουσθή η προς τον Ιησούν δέησις αυτού˙ από ευλάβειαν κινούμενος έπεσεν εις την γην παρά τους πόδας του Ιησού, και μετά πολλής ταπεινώσεως παρεκάλει αυτόν˙ο δε φιλάνθρωπος εισήκουσεν ευθύς της δεήσεως αυτού, και συγκατετέθη να έλθη εις τον οίκον αυτού, ίνα θεραπεύση την ασθενούσαν θυγατέρα αυτού.

Εκ τούτου μανθάνομεν, ότι τρία τινά είναι αναγκαία, ίνα εισακουσθή η προς τον Θεόν δέησις ημών, πίστις δηλαδή, ελπίς, και ευλάβεια. Εις τον δρόμον, εις τον οποίον περιεπάτει ο Ιησούς, ίνα έλθη εις την οικίαν του Ιαείρου, πλήθος λαού συντρέχοντες εστενοχώρουν, και συνέθλιβον αυτόν.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

Ήλθεν ενδεχομένως έως της οικίας του Ιαείρου, ίνα ίδη και όσα θα εγίνοντο εις την θυγατέρα αυτού. Εκ τούτου λοιπόν του πλήθους των ανθρώπων ουδένα αφήκεν ο Ιησούς να εισέλθη εις την οικίαν˙ το ίδιον δε λέγει και ο ιερός Μάρκος δια του «Ουκ αφήκεν ουδένα συνακολουθήσαι αυτώ» (Μάρκ. ε, 37) ένδον της οικίας, ει μη μόνους τους τρεις Αποστόλους, οι οποίοι και εις το Θαβώριον όρος ηκολούθησαν αυτόν, ακόμη δε και τον πατέρα και την μητέρα της αποθανούσης.

Και τους μεν εκ του όχλου δεν αφήκε να εισέλθουν εις την οικίαν, διδάσκων ημάς την αποστροφήν της φιλοδοξίας˙ τους δε τρεις Αποστόλους και τους γονείς της κόρης αφήκε να εισέλθουν, δια να μαρτυρήσωσι περί του θαύματος˙ διότι, εάν έμενε μόνος εν τη οικία, εκείνοι οίτινες δεν επίστευον, ότι δύναται και εκ των νεκρών να αναστήση, θα εδίσταζον, ίσως δε και θα εσυκοφάντουν το θαύμα, μη πιστεύοντες ότι δια μόνου του λόγου ανέστησε την θανούσαν.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

Δια να θερμανθή η καρδία, δια να πραγματοποιηθή μία πραγματική επαφή με τον Χριστόν χρειάζεται προσπάθεια, αγών όμοιος προς τον αγώνα, τον οποίον κατέβαλεν η αιμορροούσα γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου δια να έλθη εις επαφήν με τον Χριστόν. Προσέξατε την περικοπήν. Ο Χριστός ήτο περικυκλωμένος από χιλιάδας ανθρώπων, από κόσμον πολύν όστις έφρασε τον δρόμον. Αλλά η γυναίκα, η οποία επόθει να Τον συναντήση, κατώρθωσε με μίαν επίμονον προσπάθειαν να διεισδύση και δια μέσου της πυκνής μάζης να προχωρήση και να πλησιάση τον Σωτήρα της. Αυτό πράξε και συ, φίλη ψυχή. Κατά την ώραν της θείας Λειτουργίας, κατά την οποίαν ο Κύριός Σου είναι αοράτως παρών, δορυφορούμενος υπό αγγέλων και αρχαγγέλων, όχλος πολύς, μυριάδες σκέψεων ματαίων, κοσμικών φροντίδων και βιοτικών μεριμνών θα σε περικυκλώσουν, δια να ματαιώσουν την συνάντησίν σου με τον γλυκύτατον Ιησούν. Αλλά συ μετά αυστηρότητος ειπέ εις τον κόσμον αυτόν των σκέψεων! «Σκέψεις του κόσμου τούτου. Την ώραν αυτήν, κατά την οποίαν πρόκεται να συνομιλήσω με τον Κύριόν μου ουδεμίαν θέσιν έχετε πλησίον μου. Εμπρός! Απέλθετε! Ας σιγήση το παν.

Πας ψίθυρος του κόσμου ας παύση δια να ακούσω ευκρινώς την φωνήν του Κυρίου. Όπως ψάλλει ωραία η εκκλησία΄ «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήϊνον εν εαυτή λογιζέσθω…». Προσηλωθήτε εις την Θείαν Λειτουργίαν. Θεωρείτε μικρόν τον αγώνα αυτόν; Προσπαθήσατε λοιπόν την Κυριακήν να παρακολουθήσετε με αδιάπτωτον προσοχήν την Θείαν Λειτουργίαν απ΄ αρχής μέχρι τέλους και θα ίδετε ποσάκις η διάνοιά σας θα θελήση να λοξοδρομήση να λιποτακτήση από την ιεράν θεωρίαν. Πόσον αδύνατος είναι ο άνθρωπος!

Αγών δια να εκτοπίσωμεν παν εμπόδιον, να προσηλώσωμεν την σκέψιν μας προς τον Εσταυρωμένον, αλλά και αγών δια να τον πλησιάσωμεν με αισθήματα ευλαβείας υπερτάτης. Διότι εσκέφθημεν ποτέ ποίος είναι ο Κύριος; Είναι ο Άγιος. Είναι ο Βασιλεύς των αγίων, ενώπιον του οποίου ουδ’ αυτοί οι ουρανοί είναι καθαροί. Τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ, τα καθαρώτατα πνεύματα, προ των μαργαρυγών της θείας Του δόξης καλύπτουν με τας πτέρυγάς των τα πρόσωπα των κράζοντα και λέγοντα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Τοιούτον αίσθημα ευλαβείας κατέλαβε και την καρδίαν της γυναικός. Εις την ερώτησιν του Κυρίου: «Τίς ο αψάμενός μου;» τρέμουσα ήλθε δια να είπη: «Κύριε, εγώ είμαι εκείνη η οποία ετόλμησε και σε ήγγισε. Δεν θα έπρεπε να το πράξω, διότι αμαρτωλός, ακάθαρτος ήμην. Αλλά ήλπισα εις το έλεός σου που είναι ωκεανός…».

Με τοιαύτην βαθυτάτην συναίσθησιν της αναξιότητός μας πρέπει και ημείς να προσερχώμεθα εις τον Ι. Ναόν δια να λατρεύσωμεν την Αγ. Τριάδα. Επί τας ταπεινάς ψυχάς εκχύνει πλουσίως το έλεος ο Θεός. Και, εάν αι αμαρτίαι μας είναι πολλαί, φρικταί και μεγάλαι και ο Εωσφόρος ζητή να μας απογοητεύση και μας απομακρύνη από τον οίκον του Θεού, ημείς να λέγωμεν εις αυτόν: Σατανά! Ύπαγε οπίσω μου. Δεν σε πιστεύω. Και δι’ εμέ υπάρχει χάρις. Και δι’ εμέ έχυσε το αίμα Του ο Χριστός! Θα με δεχθή ο Φιλάνθρωπος όπως εδέχθη την αιμορροούσαν, την πόρνην, τον ληστήν, τας μυριάδας των αμαρτωλών».

Ψυχαί αμαρτωλαί! Προς τί διστάζετε; Απομακρύνατε παν εμπόδιον. Μιμηθήτε την αιμορροούσαν ως προς την επιμονήν, την ευλάβειαν, την ακράδαντον πίστιν, δια της οποίας επέτυχε να έλθη εις ζώσαν επαφήν με τον Χριστόν. Εκτείνατε και σεις το χέρι της πίστεως και εγγίσατε τον Κύριον. Και μόλις δια της πίστεως έλθετε εις επαφήν με τον Κύριον. Ώ! Οποία ευλογία, οποία μεταβολή, οποία φώτα και πολυέλαιοι και ήλιοι θ’ ανάψουν. Δεν είναι φαντασία αλλά πραγματικότης! Το σκότος θα γίνη φως. Ο Διάβολος και ο ισχυρότερος ακόμη θα τιναχθή χιλιόμετρα μακράν. Η αιμορραγία θα σταματήση. Αι πληγαί θα κλείσουν. Ειρήνη βαθεία θα κατακλύση την καρδίαν. Νέον αίμα θα κυκλοφορήση εις τας φλέβας της ψυχής, το αίμα Του, το αίμα εκείνο προς το οποίον μας προσκαλεί ο Κύριος λέγων: «Πίετε εξ αυτού πάντες˙ τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». (Ματθ. 26, 27-28). Αυτά τα θαυμάσια αποτελέσματα φέρει η επαφή της ψυχής με τον Σωτήρα Χριστόν.
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης.)

(148) «Έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δε είπε΄ Μη κλαίετε, ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων αυτού, ειδότες, ότι απέθανεν».
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει, ότι ήσαν εις την οικίαν του Ιαείρου και αυληταί, και όχλος πολύς, ταραγμένος δια τον θάνατον της κόρης (Ματθ. θ, 23)˙ εξ ου γίνεται φανερόν, ότι οι τότε Ιουδαίοι όχι μόνον εκάλουν μοιρολογίστρας εις τους νεκρούς κατά την παλαιάν αυτών συνήθειαν (Ιερ. θ, 17), αλλά και αυλητάς, οι οποίοι έπαιζον με τους αυλούς των πεθνίμους μελωδίας (Αμ. ε, 16)˙ πάντες δε οι εκεί συναθροισθέντες έκλαιον και εθρηνολόγουν.

Δια τι άρα γε ο Ιησούς Χριστός είπε προς αυτούς, ότι δεν απέθανεν η νεκρά, αλλά κοιμάται; Ή διότι έμελλε μετ’ ολίγον ως εξ ύπνου να αναστήση αυτήν, ή διότι ήθελε, να ομολογήσωσι πάντες, ότι αληθώς απέθανε, και ούτω μετά την ανάστασιν αυτής να μην δυνηθώσι να αρνηθώσι το ότι νεκρά ήτο και ανέστη. Όθεν, δια να αφαιρέση πάσαν υποψίαν και πρόφασιν συκοφαντίας, και πείση αυτούς να πιστεύσωσιν, ότι αυτός είναι ο Παντοδύναμος, ο έχων την εξουσίαν ζωής και θανάτου, έστερξε να περιγελασθή υπ’ αυτών˙ διότι, όταν ήκουσαν αυτόν λέγοντα, ότι δεν απέθανεν η κόρη, αλλά κοιμάται, κατεγέλων αυτόν ως παραλογούντα˙ δια ταύτης δε της ειρωνείας ωμολόγουν, ότι αληθώς και αναμφιβόλως απέθανεν.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(149) «Αυτός δε, εκβαλών έξω πάντας, και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε, λέγων: Η παις, εγείρου».
Ανάξιοι ήσαν να ίδουν το θαύμα οι παίζοντες τους αυλούς και θρηνολογούντες και θορυβούμενοι˙ όθεν ο Ιησούς εξέβαλεν αυτούς πάντας έξω της οικίας, πλην των τριών Αποστόλων και των γονέων της αποθανούσης, οι οποίοι εισήλθον μετ’ αυτού εις την οικίαν. Μαρτυρεί τούτο ο θεσπέσιος Μάρκος, λέγων, ότι εξέβαλεν έξω της οικίας άπαντας, δηλαδή όλους, όσους εύρεν εις την οικίαν˙ παραλαβών δε τους γονείς της κόρης και τους μετ’ αυτού, ήτοι τους μετ’ αυτού ευρισκομένους τρεις Αποστόλους, εισήλθεν εις εκείνην την αίθουσαν, όπου έκειτο το νεκρόν σώμα˙ «Ο δε εκβαλών άπαντας, παραλαμβάνει τον πατέρα του παιδίου και την μητέρα και τους μετ’ αυτού, και εισπορεύεται όπου ήν το παιδίον ανακείμενον» (Μάρκ. ε, 40). Επειδή δε ο πατήρ της αποθανούσης, ότε ήλθε προς τον Ιησούν, παρεκάλεσεν αυτόν, «ίνα ελθών επιθή αυτή τας χείρας» (Αυτόθι 23), όπως σωθή και ζήσηται, δια τούτο, λαβών ο Ιησούς από της χειρός αυτής, εφώνησεν, «Η παις εγείρου»΄ παιδίον, ανάστα εκ των νεκρών.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(150) Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα. Και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτής˙ ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός (Λουκ. η, 55-56).
Ώ του παραδόξου θαύματος! Η ανάστασις των νεκρών είναι θαύμα θαυμάτων, θαύμα υπερβαίνον τα θαύματα. Μετά τον χωρισμόν της ψυχής από του σώματος παύει παντελώς και του αίματος και του ζωτικού πνεύματος η κίνησις, στερούνται πάντα τα μέλη και τα μέλη του σώματος πασών των ζωτικών φυσικών αυτών δυνάμεων, άλλη αντ’ άλλου γίνεται πάσα η οικονομία και η κατασκευή του σώματος, άρχεται η ανάζεσις, εκ της οποίας ακολουθεί η διαφθορά. Η ψυχή πλάττεται υπό του δημιουργού εντός του σώματος κατά το «Πλάσσων πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ» (Ζαχ. Ιβ’, 1)˙ εξελθούσα όμως του σώματος δεν δύναται να εισέλθη πάλιν εις αυτό˙ «Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ουχ υπάρξει, και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού» (Ψαλμ. ρβ, 16).

Η μόνη παντοδύναμος του Υψίστου δύναμις μεταβάλλει, όταν θέλη, τους αμεταβλήτους κατά φύσιν νόμους, τους οποίους έδωκεν εις την φύσιν˙ αυτή μόνη προστάσσει την ψυχήν, να επιστρέψη εις το νεκρόν σώμα, δίδει κυκλοφερή κίνησιν εις το ακίνητον αίμα και ενέργειαν ζωοποιόν εις το νεκρόν ζωτικόν πνεύμα˙ αυτή επιστρέφει εις τα μέρη και μέλη του σώματος τας απολεσθείας δυνάμεις, καταπαύει την ανάζεσιν, εμποδίζει την διάλυσιν και διαφθοράν, και ανακαινίζει πάσαν την εξαλλοιωθείσαν κατασκευήν και οικονομίαν του νεκρού σώματος.

Ταύτα λοιπόν πάντα ετέλεσεν εν ριπή οφθαλμού η παντοδύναμος του Ιησού Χριστού φωνή «Η παις εγείρου». Επέστρεψε δε όχι άλλο πνεύμα, αλλά το ίδιον πνεύμα αυτής εις το σώμα, και ανέστη ευθύς εκ των νεκρών. Ίνα δε μη νομίσωσιν, ότι το θαύμα είναι φαντασία, διέταξε να δώσουν εις αυτήν να φάγη. Και οι μεν γονείς αυτής έμειναν κατάπληκτοι, όταν είδον το εξαίσιον θαύμα˙ ο δε Ιησούς παρήγγειλεν εις αυτούς, να μη φανερώσωσιν εις κανένα το γενόμενον˙ συ δε εκ τούτου μάθε, όταν εργάζησαι τα αγαθά έργα, να αποφεύγης την κενοδοξίαν. (Θ)

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Α’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Ζ. Λουκά: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου και της θεραπείας της αιμορροούσης.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.