30 Ιανουαρίου, ανάμνησις της ευρέσεως της Αγίας Εικόνος της Μεγαλόχαρης της Τήνου: ιστορικό (μέρος Α), Ακολουθία.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Ν. ΚΟΡΝΑΡΟΥ, Πρωθιερέως Πανελλ. Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου – Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

Α’ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΥΡΕΣΗ

Πρόρρηση Ιωάννου Γκιουζέ

Απλοϊκός χωρικός, αλλά εμψυχωμένος χριστιανός ο Ιωάννης Γκιουζές καταγόταν απ’ το Μουντάδο της Τήνου. Είχε μάλιστα συγγένεια (εξάδελφος) με τον τότε εφημέριο του ενοριακού ναού της πόλεως των Τριών Ιεραρχών ιερέα Ανδρέα Σοφιανό.
Ο ταπεινός αυτός γεωργός, γέροντας πια στην ηλικία και εντελώς αγράμματος, είχε στο βάθος του μια έντονη προαίσθηση, που στηριζόταν και σε ευσεβείς διηγήσεις και παραδόσεις, τις οποίες από παιδί άκουγε στις συζητήσεις σοβαρών γερόντων. Ότι δηλαδή, στην τοποθεσία «Πόλες» της Τήνου, λίγο πιο κάτω απ’ το δικό του κτήμα και μάλιστα στο χωράφι του Δοξαρά, υπήρχε στο απώτερο παρελθόν ένα «πριγκηπάτο» κι εκεί κατοικούσε μια μεγάλη και επίσημη «Πριγκηπέσσα».
Έχοντας υπόψη ο ευσεβής Γκιουζές τις πληροφορίες αυτές, πολλές φορές και ενώ καλλιεργούσε το κτήμα του, βυθίζοντας σε σκέψεις. Έστρεφε το βλέμμα του προς το χωράφι του Δοξαρά και όλο και πιο πολύ ο νους του φωτιζόταν προσπαθώντας να διεισδύσει στο κρυμμένο μυστήριο.
Βέβαια ο άνθρωπος, παρά την επιθυμία του και τις προσπάθειές του, δεν μπορούσε να εξιχνιάσει τελείως το πράγμα. Πάντως με τη δύναμη της πίστεως και της άνωθεν συνδρομής, κάποτε του ήρθε η σχετική έμπνευση και αποκρυστάλλωσε στη συνείδησή του την αδιάσειστη πεποίθηση, ότι σύντομα η μεγάλη και επίσημη αυτή «Πριγκηπέσσα» θα κάμει ώστε ν’ αναστηθεί το «πριγκηπάτο» Της.
Από τότε ο θεοφώτιστος γέροντας ευχαριστιόταν, κατά τις συζητήσεις του με τους συμπολίτες του στην πόλη του «Αγίου Νικολάου», όπως λεγόταν τότε η χώρα της Τήνου, και στα χωριά του νησιού ν’ αναφέρει με πεποίθηση, όσα ήξερε για το «πριγκηπάτο».
Εννοείται ότι σ’ όλα αυτά οι κατά τα άλλα καλοί νησιώτες, όσοι τον άκουγαν να μιλάει έτσι, γελούσαν και κατά κάποιο τρόπο τον περιέπαιζαν! Εκείνος όμως, χωρίς να παρασύρεται από συναισθήματα θυμού και οργής, επέμενε στις απόψεις του. Και όταν του απηύθυναν μερικοί την ερώτηση: «σαν τί πριγκηπάτο θα γίνει, μπάρμπα Γκιουζέ;» γεμάτος καταπληκτική αυτοπεποίθηση και με κάθε σοβαρότητα τους απαντούσε: «Δε γνωρίζω˙ πάντως είμαι βέβαιος, πως θα γίνει ένα πριγκηπάτο, που θα ‘ρχονται από τα πέρατα του κόσμου να το βλέπουν».
Η επιμονή αυτή του Γκιουζέ, με την οποία διέδιδε σε όλους την ίδια και απαράλλακτη είδηση, ξεσήκωσε στο τέλος εναντίον του την οργή των Τηνίων. Τον χαρακτήριζαν ως παράφρονα. Και δεν ανέχονταν στο εξής να τον ακούνε. Γι’ αυτό και επιχείρησαν να τον φιμώσουν και για το σκοπό αυτό επιστρατεύθηκε ο εξάδελφός του ιερέας, ο οποίος παρουσιάστηκε στον τότε Μητροπολίτη Τήνου Γαβριήλ και του εξέθεσε λεπτομερώς, όσα συνέβαιναν. Τον παρακάλεσε δε να απαγορεύσει στον γέροντα Γκιουζέ, με προσωπική του παρέμβαση, να διαδίδει τέτοια ασύστατα πράγματα.
Ο διακεκριμένος Ιεράρχης της Τήνου έσπευσε πράγματι και προσκάλεσε τον Γκιουζέ στο Επισκοπείο. Τον άκουσε και θαύμασε. Άλλ’ οπωσδήποτε, επειδή η Ελληνική φυλή κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε δεινή περίσταση και ο κίνδυνος παρεξηγήσεως απ’ το μέρος του τυράννου ήταν μεγάλος, συμβούλευσε με πατρική αγάπη να μη μιλά στο εξής για το πριγκηπάτο και ας αναθέσει το πράγμα στη Θεία Πρόνοια, η Οποία θα μπορούσε με το πλήρωμα του χρόνου να πραγματοποιήσει την ωραία ιδέα του.
Ο Ιωάννης Γκιουζές όμως έμεινε αμετάπειστος. Είχε άραγε υπόψη του το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», το οποίο απάντησε ο Απόστολος Πέτρος στον Ιουδαίο αρχιερέα και το Μέγα Συνέδριο, όταν αυστηρά και επίσημα του σύστησαν να παύσει να μιλά για τον Ιησού Χριστό και την Ανάστασή Του; Γεγονός πάντως είναι, ότι ο ενάρετος αυτός γέροντας μέχρι την τελευταία του πνοή διασάλπιζε παντού το ευσεβές «πιστεύω» του.

Το όνειρο του Μιχαήλ Πολυζώη.

Ο Μιχαήλ Πολυζώης, θεοφοβούμενος και γνωστός για την ενάρετη ζωή του, είχε γεννηθεί στη γειτονική Άνδρο, αλλά εδώ και πολλά χρόνια είχε εγκατασταθεί στην Τήνο. Και αυτός ήταν απλός και καλοκάγαθος, ταπεινός κηπουρός αλλά και φλογερός χριστιανός.
Τον Φεβρουάριο του 1821, σε ηλικία 80 χρόνων, είδε στον ύπνο του ένα συναρπαστικό όνειρο. Του παρουσιάστηκε μια θεσπέσια και περίλαμπρη Δέσποινα. Του μίλησε με γλυκύτητα και χάρη και του είπε: «Να πας στον αγρό του Αντωνίου Δοξαρά και ν’ ανασκάψεις για να βρεις την Αγία Εικόνα» Ο ευσεβής γέροντας ξύπνησε.
Το όνειρο είχε αποτυπωθεί ζωηρότατα στη διάνοιά του τι γλυκύτατο και αποκαλυπτικό, αλλά και πόσο ενδιαφέρον. Θα ήταν, σκεπτόταν, κάποια Αγία. Θα ήταν – ποιος ξέρει – η Παναγία… Μια εικόνα Της, πάντως, ενταφιασμένη στο αγρόκτημα του Δοξαρά, έπρεπε να’ αναζητηθεί.
Τα ειρωνικά σχόλια εναντίον του Γκιουζέ τον έκαμαν διστακτικό. Μήπως και αυτός γίνει καταγέλαστος, όταν τολμήσει να ξεμυστηρευθεί το όνειρό του; Άλλ’ όχι. Πρέπει να μη δειχθεί αδιάφορος, αδρανής. Θα ενεργήσει με κάθε σύνεση, με μυστικότητα μεγάλη.
Και πραγματικά. Το όνειρό του ο Πολυζώης το ανακοίνωσε σε ειδική συνάντηση με έμπιστους φίλους του, οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.
Και κατά μια εκδοχή, κρυφά, πήγε κάποια σεληνοφώτιστη νύχτα και έσκαψε σε διάφορα καίρια σημεία του κτήματος.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, πολλοί Τήνιοι στο άκουσμα του ονείρου του Πολυζώη έτρεξαν και βοήθησαν σε τέτοιου είδους ανασκαφή.
Πάντως μια ειν’ η αλήθεια, ότι και η μια και η άλλη προσπάθεια απέβη άκαρπη. Εκτός από λίγα παλιά κεραμίδια δε βρέθηκε τίποτα άλλο. Έτσι δημιουργήθηκε απογοήτευση σε όλους, άλλ’ όχι και στον Πολυζώη. Τί μπορούσε όμως να κάνει μόνος του; Με τον ίδιο ιερέα Ανδρέα Σοφιανό έσπευσε να διαμηνύσει για το όραμα στο Μητροπολίτη Γαβριήλ, ο οποίος και τον εκάλεσε και τον άκουσε. Αλλά δεν έγινε τίποτε. Το «ούπω ήκει η ώρα μου» είχε κι εδώ την πλήρη εφαρμογή του.
Ο Μιχαήλ Πολυζώης όμως αδίστακτα τώρα διακηρύττει την πεποίθησή του, ότι αναμφισβήτητα κάτι το έξοχο υπήρχε στον αγρό του Δοξαρά. Και δεν ήταν δυνατόν, παρά το ολοζώντανο όνειρό του να έπαιρνε κάποτε σάρκα και οστά, γιατί «Θεός όπου βούλεται, νικάται φύσεως τάξις».

Το όραμα της Μοναχής Πελαγίας.

Δεν πέρασε χρόνος, αφότου έγιναν αυτά. Και να! Στην περίφημη και ιστορική Μονή της Κυρίας των Αγγέλων (Κεχροβουνίου) εξαίσιο γεγονός διαδραματίζεται.
Είναι νύχτα. Το μοναστήρι είναι βυθισμένο σε άπλετη γαλήνη. Οι καμπάνες δε σήμαναν ακόμη τον όρθρο της Κυριακής (9 Ιουλίου 1822). Μέσα όμως στο ασκητικό κελλί της ενάρετης και Αγίας Μοναχής Πελαγίας ένα όνειρο αποκαλύπτεται. Κοιμάται η γερόντισσα Πελαγία, άλλ’ αισθάνεται μια άρρητη ευωδία να ορμά και να πλημμυρίζει τον «οντά της».
Και ξαφνικά τη θύρα του αυτομάτως ανοίγει. Και μεγαλοπρεπής Κυρία ,με μορφή απαστράπτουσα πλησιάζει στο κλινάρι της και της λέει: «Σήκω γρήγορα και πήγαινε να συναντήσεις το Σταματέλλο Καγκάδη. Και να του πεις εκ μέρους μου, ότι δεν μπορώ πλέον να υποφέρω στο μέρος, όπου τόσα χρόνια βρίσκομαι. Να φροντίσει να ξεσκεπάσει το σπίτι μου, που είναι θαμμένο μέσα στο χωράφι του Αντωνίου Δοξαρά κοντά στην πόλη, και να επιστατήσει ο ίδιος για να γίνει και πάλι μεγάλο. Εάν παρακούσει, θεϊκό σπαθί θα έλθει να σας καταστρέψει όλους».
Είπε τα λόγια αυτά, κι έγινε άφαντη η ολόλαμπρη Γυναίκα, ενώ η Πελαγία έντρομη ξύπνησε τη στιγμή μάλιστα που οι καμπάνες γλυκόηχες προσκαλούσαν τις Μοναχές στον αναστάσιμο όρθρο για τη Θ. Λειτουργία. Η Μοναχή φάνηκε άτολμη˙ γι’ αυτό και αποφάσισε ν’ αποκρύψει με επιμέλεια το όνειρό της. αφιερώθηκε όμως σε συνεχείς ολοκάρδιες προσευχές παρακαλώντας το Θεό και τη Θεομήτορα να της δοθεί φωτισμός για ό,τι πρέπει.
Έτσι πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα.
Και πάλι την ίδια νύχτα και ώρα του Σαββάτου προς Κυριακή (16 Ιουλίου), εμφανίστηκε η άγνωστη, αλλά υπέρλαμπρη «Κυρία» στην κατασυγκινημένη Μοναχή και της επανέλαβε την ίδια ζωηρή της επιθυμία.

Η Πελαγία παρέμεινε και πάλι αναποφάσιστη. Κλυδωνιζόταν σφοδρά και φοβόταν. Πώς να το πει; Πώς άραγε θα το θεωρήσουν; Κι αν δεν ήταν εκ Θεού το όνειρό της; Τέτοιες σκέψεις τη βασάνιζαν και την έκαναν να δειλιάζει.
Έφθασε όμως και η επόμενη Κυριακή. Την ίδια πάλι ώρα, στις 23 Ιουλίου 1822. Η Άγνωστη εμφανίστηκε εξοργισμένη αυτή τη φορά στον ύπνο της Πελαγίας. «Γιατί – της είπε σε τόνο αυστηρό – γιατί δεν εκτέλεσες την εντολή μου, Γιατί φαίνεσαι διστακτική; Γιατί είσαι ολιγόπιστη;».
Ενώ έλεγε αυτά, η Πελαγία τρέμοντας από το φόβο ξύπνησε. Όμως εξακολουθούσε να βλέπει τη μεγαλοπρεπή Αρχόντισσα, η Οποία απότομα ύψωσε το χέρι και της τόνισε: «Άκουσε για τελευταία φορά, Πελαγία˙ αν δεν κάμεις εκείνο, που σε διάταξα, θα σβήσω αμέσως το όνομά σου από το βιβλίο της ζωής…».
Η Μοναχή έβλεπε και άκουγε με φόβο και τρόμο. Και μόνο τόλμησε και ρώτησε: «Και ποιά είσαι Συ, Κυρία, που μου παραγγέλλεις αυτά και τόσο οργίζεσαι για την παρακοή μου;»
Την ίδια στιγμή η Άγνωστη ανέκτησε την ψυχική της γαλήνη και χάρη, έλαμψε διαμιάς στο πρόσωπο και με το δάχτυλο δείχνοντας ολόκληρο τον κόσμο τόνισε με γλυκύτητα τη φράση «Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην».
Η Πελαγία αντιληφθείσα το μέγεθος του μεγαλείου, με βαθειά συγκίνηση, απήντησε στον Ευαγγελισμό Της: «Αινείτε, Ουρανοί, Θεού την δόξαν».
Ήταν η Κεχαριτωμένη, «η Μήτηρ» της ζωής, η Παναγία, η Οποία και εξαφανίσθηκε, ενώ το ταπεινό κελλί της Μοναχής εξακολούθησε να παραμένει κατάφωτο, γεμάτο από ουράνια ευωδιά.
Η αποκάλυψη του οράματος αυτού έγινε πρώτα στην Ηγουμένη, μετά τη Θ. Λειτουργία. Στη συνέχεια δε στον Επίτροπο της Μονής Σταματέλλο Καγκάδη, ο οποίος «μη δυνάμενος μήτε να απιστήση, μήτε να πιστεύση ευκόλως εις τους λόγους της Μοναχής» παρέπεμψε στον Αρχιερέα του νησιού Γαβριήλ, που έμενε στο ίδιο χωριό, «ίνα εξετάση αυτήν πνευματικώτερον».

Δυσχέρειες, έναρξη ανασκαφών – διακοπή

Το πρώτο μέλημα του Ιεράρχη ήταν η συγκέντρωση χρημάτων, πράγμα που συντελέσθηκε με ευχέρεια, γιατί όλοι είτε απ’ το περίσσευμα είτε απ’ το υστέρημά τους έσπευσαν και έδωσαν. Έπειτα όμως ήταν απαραίτητη για την ανασκαφή η συγκατάθεση του Αντωνίου Δοξαρά, ο οποίος όμως την εποχή εκείνη απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι ζητήθηκε η άδεια από τη σύζυγό του, άλλ’ αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά. Δεν είχε, είπε, τέτοια εξουσιοδότηση απ’ τον άνδρα της και γι’ αυτό ήταν εντελώς αδύνατον να θεωρούσε σωστό να καταστραφεί τέτοια καλλιέργεια. Ύστερα απ’ αυτά η στενοχώρια του Αρχιερέα και των χριστιανών υπήρξε ολοφάνερη. Αυθαίρετα δεν ήταν δυνατόν να ενεργήσουν. Αλλά τότε τί θα έπρεπε να γίνει;
Στην απορία τους απάντησε η ίδια η Θεοτόκος. Γιατί λίγες μόλις ώρες μετά την άρνησή της, τη νύχτα, στον ύπνο της, είδε η Δοξαρά να παρουσιάζεται βίαια μπροστά της άγριος φουστανελλοφόρος και να την απειλεί ότι εξάπαντος θα φρόντιζε, αν δεν συγκατένευε να δώσει την άδεια για την ανασκαφή. Το όνειρο αυτό ήταν τόσο τρομακτικό, ώστε η Δοξαρά ξύπνησε έντρομη, σχεδόν παράφρων. Για ν’ αποφύγει δε την οργή του φοβερού επισκέπτη, επιχείρησε αστραπιαίως ν’ ανοίξει την πόρτα και να βγει στο δρόμο. Απ’ τη φοβερή ταραχή της όμως άνοιξε την πόρτα της ιματιοθήκης της, και μπήκε μέσα, όπου το πρωί βρέθηκε λιπόθυμη σε κακή κι αξιοθρήνητη κατάσταση.
Γι’ αυτό και έσπευσε τότε να διαμηνύσει στον Μητροπολίτη Γαβριήλ, ότι μπορεί ελεύθερα να διατάξει την έναρξη των εργασιών για την ανασκαφή, πρόθυμα δε θα βοηθούσε και με χρήματα το έργο, δηλώνοντας συνάμα, ότι αν ενδεχομένως βρεθεί η αναζητούμενη ιερή Εικόνα, προσφέρει ευχαρίστως και όλο το κτήμα για να ανεγερθεί και ο Ναός.
Έτσι, αφού παρακάμφθηκαν τα πρώτα εμπόδια με την έναρξη του Σεπτεμβρίου 1822, άρχισαν οι ανασκαφές και επί δύο μήνες περίπου συνεχίζονταν ακατάπαυστα. Ανακαλύφθηκαν ερείπια αρχαίας οικοδομής, που έδινε εντύπωση Ναού. Βρέθηκε επίσης και ένα κατάξερο πηγάδι, μα πουθενά δε βρέθηκε Εικόνα. Εν τω μεταξύ εξαντλήθηκαν και τα χρήματα, κι απογοήτευση έπεσε στους Τηνίους. Ο ζήλος τους εξατμίσθηκε και μοιραία έγινε διακοπή χωρίς ελπίδα για ανασκαφή και έρευνα.

Δεύτερη έκκληση του Αρχιερέα.

Βαρύθυμος ο Αρχιερέας, όχι τόσο για την άκαρπη προσπάθεια, όσο για την απροσδόκητη απογοήτευση των χριστιανών του, διατηρούσε ελπίδα στην αρχιερατική του καρδιά ότι οπωσδήποτε η Παναγία με επέμβασή Της θα προωθήσει το ιερό έργο. Και πράγματι. Η Θεοτόκος προειδοποιεί με ασθένεια πολύ βαριάς μορφής και θανατηφόρα (πανώλη) ότι δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες η περιφρόνηση, που επιδείχθηκε προς την εντολή Της.
Μάταια οι αρχές του τόπου, σε συνεννόηση με το Διοικητή του νησιού Ι. Θεοτόκη και το μοναδικό γιατρό στην Τήνο, πήρανε εσπευσμένως μέτρα. Η πανώλη θέριζε τους κατοίκους, χωρίς να λυπηθεί ούτε αυτό το γιατρό.
Στη δεινή αυτή περίσταση η Μοναχή Πελαγία είδε νέα οπτασία, την οποία έσπευσε και ανέφερε στο Μητροπολίτη. Η Παναγία της δήλωσε, είπε, αν αδιαφορήσουν οι κάτοικοι, και δεν ανεγείρουν ναό μεγαλοπρεπή, μεγάλα κακά θα ενσκήψουν στην Νήσο μας.
Εν τω μεταξύ βαρύτατα ασθένησαν η σύζυγος και η αδελφή του Σταματέλλου Καγκάδη. Καταταραγμένος κι αυτός πρόστρεξε στον Αρχιερέα Γαβριήλ. Φοβόταν μήπως η θεϊκή οργή έπεσε στην οικογένειά του, ένεκα της εγκαταλείψεως του έργου της ανασκαφής. Θυμήθηκε τους λόγους της Πελαγίας ότι «αν δεν φροντίσει για την εύρεση της Εικόνας, και δεν αναλάβει την πρωτοβουλία για το σκοπό αυτό, οργή θεϊκή θα πέσει στην κεφαλή του».
Έτσι αποφασίστηκε η νέα συνεργασία και ο Γαβριήλ, ως κανονικός και εκ Θεού εντεταλμένος Ποιμενάρχης, εξέδωσε το παρακάτω διάγγελμα στο ποίμνιό του:
«Εντιμότατοι Κληρικοί, ευλαβέστατοι Ιερείς ευγενέστατοι άρχοντες και λοιποί πάντες ευλογημένοι χριστιανοί της χώρας του αγίου Νικολάου, εν αγίω Πνεύματι ευχόμενοι ευλογούμεν.
Γνωστόν ποιούμεν Υμίν, ότι η Πελαγία Μοναχή, εν τω Μοναστηρίω της Υπεραγίας Θεοτόκου ευρισκόμενη, η οποία εξ απαλών ονύχων τον εαυτόν της εις την δούλευσιν του Θεού αφιέρωσεν και ενδυθείς το αγγελικόν σχήμα, δεν παύει αδιαλείπτως να ικετεύη τον Θεόν με νηστείας και προσευχάς, αγκαλά και προβεβηκυία, εβδομηκοντούτις σχεδόν την ηλικίαν, ανήγγειλεν, ημίν, ότι προσευχομένη κατ’ ιδίαν εν τω κελλίω της (ως έθος εστί ταις μοναχαίς) και αφυπνησάσης ολίγον, εφάνη εις το όραμα της μία μεγαλοπρεπής γυνή η οποία έλαμπεν υπέρ τον ήλιον, και την επρόσταξε με τόνον να υπάγη να ανταμώση τον Κύριον Σταματέλλον Καγκάδην και να του ειπή χωρίς αναβολήν καιρού να φανερώση η τιμιότης του εις όλους τους εδώ ευρισκομένους χριστιανούς, ότι να ξεχώσωσι τον Ναόν της και να τον ανακαινήσωσι, και αν προσκρούσουν, θέλει έλθη οργή του Υιού της απροσδόκητος. Η δε μοναχή υποπτευομένη μήπως είναι της συνεργείας του διαβόλου, δεν εφανέρωσεν εις τινά τα ρηθέντα (επειδή πολλάκις ο άγγελος του σκότους, μετασχηματίζεται εις άγγελον του φωτός δια να απατήση ει δυνατόν και αυτούς τους εκλεκτούς). Ερχομένης δε της δευτέρας Κυριακής, εφάνη πάλιν και την επρόσταξεν να μη λείψη, από του να φανερώση το ζήτημα εις τον ειρημένον Σταματέλλο Καγκάδην, και περί των εξόδων θέλει φροντίσει η ιδία (ούτως απεκρίθη η φανείσα γυνή προς την μοναχήν). Αύτη δε γηραλέα και αδύνατος, δεν επήγεν αμέσως να το φανερώση, έως ότου έφθασε και η τρίτη Κυριακή. Και τότε εφάνη, ουχί ως το πρότερον, αλλά μετά μεγάλου θυμού και εφοβέρησεν αυτήν ότι θέλει κόψει την ζωήν της, και θέλει σβύσει το όνομά της εκ του βιβλίου της ζωής, εάν δε υπάγη αμέσως να φανερώση καθώς εξ αρχής την εδιώρισε να ξεχώσουν τον οίκον της, ο οποίος είναι εις του Αντωνίου Δοξαρά το κτήμα εξ αμνημονεύτων χρόνων. Η δε μοναχή, λαβούσα οπωσούν θάρρος, ηρώτησεν αυτήν ποία είναι, μετά παρακλήσεως, και να της φανερώση το όνομά της, και της απεκρίθη ότι το όνομά μου λέγεται «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην, αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν».
Εκ τούτου λοιπόν, του οράματος πληροφορηθείσα η Μοναχή ότι είναι θέλημα Θεού να ανακαινισθή ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, απήλθεν μετά σπουδής εις το ειρημένον Σταματέλλον και του διηγήθη τα πάντα καταλεπτώς. Άλλ’ επειδή εκ της αμελείας κανέν καλόν δεν γίνεται, ήρχισαν μεν να σκάπτουν και οι μεν εγύρευαν Εικόνα, άλλοι δε εγύρευαν αρχαιότητες, και άλλοι ομιλούσαν λόγους απρεπείς (ους αισχρόν εστί και λέγειν) και με αυτόν τον τρόπον εμαράνθη ο ολίγος ζήλος όπου κατ’ αρχάς έδειξαν, επειδή εξ αιτίας της ανευλαβείας και ολιγοπιστίας ημών, δεν θαυματουργούσιν οι άγιοι της σήμερον. Εν τοσούτω ήρχισεν η ασθένεια και η πανώλης και τότε ενεθυμήθη τους λόγους της μοναχής ο ειρημένος Σταματέλλος Καγκάδης και βιασθείς εμύνησεν εις το Μοναστήριον και έκαμαν ολονύκτιον αγρυπνίαν περί της αυτής υποθέσεως και πάλιν τα ίδια εφανέρωσεν η Μοναχή. Λοιπόν κατά την ζήτησιν ιδού όπου ήρχισεν και το κτίριον γίνεται, πλην δια να γίνη το κτίριον λαπρόν και ωραίον χρειάζονται και έξοδα ικανά δια να τελειώση ο Ναός της Μητρός του Θεού. Όθεν πρώτον μεν επευχόμεθα πάντας τους ευσεβείς και Ορθοδόξους χριστιανούς, εντοπίους τε και ξένους από ψυχής και καρδίας δια να δείξη έκαστος υμών τον ζήλον και την αγάπην όπου έχει εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, βοηθούντες πλουσία χειρί κατά την δύναμίν των και καλώς ήθελε φωτισθή εξ αυτής της Κυρίας ημών, δια να ονομασθήτε και κτήτορες και να μνημονεύωνται τα τίμια ονόματά σας, εν τω Ιερώ Ναώ παντοτεινά. Και η χάρις της θέλει σας το ανταποδώση μυριοπλασίως, εν τω νυν αιώνι και μετά την αποβίωσιν υμών να αξιωθήτε της βασιλείας των Ουρανών και της αιωνίου μακαριότητος εν Χριστώ Ιησού, τω Κυρίω ημών, ου η χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων ημών».
1822 Νοεμβρίου 25

Ο ΤΗΝΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ.

Η δεύτερη αυτή έκκληση βρήκε, όπως ήταν επόμενο, απήχηση στο λαό της Τήνου, που φρικτά δοκιμαζόταν και σκληρά κινδύνευε τις στιγμές εκείνες. Ο Σταματέλλος Καγκάδης και οι λοιποί πρόκριτοι πρόσφεραν χρήματα αρκετά και ο λαός παραδειγματίστηκε και παρακινήθηκε σε κάθε είδους βοήθεια.
Για να υποβοηθηθεί θετικά το έργο των ανασκαφών θεωρήθηκε επιβεβλημένο να συσταθεί μία Επιτροπή. Με απόφαση του Μητροπολίτου Γαβριήλ, που ανέλαβε την προεδρία της, μέλη της διορίστηκαν οι Σταματέλλος Καγκάδης (Ταμίας), Γεώργιος Περίδης, Αντώνιος Καλλέργης και Γεώργιος Σιώτης.
Μετά απ’ αυτά επαναλήφθηκαν οι εργασίες της ανασκαφής. Έγινε πραγματική επιστράτευση τότε. Διοργανώθηκαν συνεργεία απ’ τους κατοίκους της πόλεως και των χωριών. Καθημερινά και εναλλάξ εργάζονταν με προθυμία, φιλοτιμία, ασυγκράτητο ζήλο και δραστηριότητα, πίστη και ευλάβεια, κάτω απ’ τις ευλογίες του Αρχιερέα και τη σκέπη της Θεομήτορος. Αυτή τη φορά είχαν πάρει την απόφαση να μην οπισθοχωρήσουν, μέχρις ότου βγάλουν απ’ τα σπλάχνα της γης τον πολύτιμο θησαυρό, την Αγία Εικόνα.

Ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής.

Πρώτο επίτευγμα της νέας ενεργού αυτής προσπάθειας ήταν η αποσαφήνιση των ερειπίων. Η σκαπάνη έδειξε ότι πράγματι τα ερείπια της οικοδομής εκείνης, που ανευρέθηκε, ήταν λείψανα αρχαίου χριστιανικού Ναού, που κατεστράφηκε και κάηκε σε κάποια βαρβαρική επιδρομή (κουρσάρων) πριν από 850 χρόνια περίπου. Πάνω σ’ αυτά τα ερείπια αποφασίστηκε απ’ την Επιτροπή να ανοικοδομηθεί ο νέος Ναός, πράγμα το οποίο θα υποδαύλιζε το ζήλο των Ορθοδόξων Τηνίων, και θ’ αναπτέρωνε το φρόνημά τους.
Η 1η Ιανουαρίου 1823 ορίστηκε ως η πιο ενδεδειγμένη ημέρα για τη θεμελίωση του νέου Ναού. Εν μέσω λοιπόν πλήθους ευσεβούς λαού, των δημογερόντων και των προκρίτων, ο Μητροπολίτης Γαβριήλ, περιστοιχισμένος απ’ τον Ιερό Κλήρο, παρέστη για την τέλεση του θείου αγιασμού και τη θεμελίωση εν συνεχεία του Ναού.
Άλλ’ όμως διαπιστώθηκε τότε ότι κανένας δεν πρόβλεψε να μεταφέρει απ’ την πόλη της Τήνου το απαιτούμενο για τον αγιασμό νερό. Έστειλαν κάποιο για το σκοπό αυτό, κι ενώ περίμεναν να επιστρέψει, ακούστηκε ένα παιδί να φωνάζει ξαφνιασμένο, πως το πηγάδι, που είχε αποκαλυφθεί πριν καιρό κι ήταν κατάξερο, βρέθηκε ξεχειλισμένο νερό.
Όλοι απέδωσαν το γεγονός αυτό σε θαύμα και δόξαζαν το Θεό και τη Θεομήτορα. Ο δε Αρχιερέας κλαίγοντας από συγκίνηση αποφάσισε και καθιέρωσε αμέσως το νέο Ναό, που θεμελίωνε, προς τιμή της Θεοτόκου, της επικαλούμενης Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος αποτελεί σήμερα το Ναό της Ευρέσεως, όπως λέγεται, και στον οποίο αναβλύζει από τότε το αγίασμα.
Εν τω μεταξύ η ανοικοδόμηση του Ναού προχωρούσε εντατικά και η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη.

Η Εύρεση της Θαυματουργού Εικόνας.

Παράλληλα προς την εργασία της ανεγέρσεως του ναού, καταβαλλόταν έντονη προσπάθεια και έρευνα συστηματική, για να εκπληρωθεί ο κατ’ εξοχήν αντικειμενικός σκοπός. Οι μέρες όμως περνούσαν η μια μετά την άλλη και οι εργάτες έκαβαν. Αλλά μάταια. Η Εικόνα της Παναγίας δεν βρισκόταν πουθενά.
Παρά τη δυσφορία και λύπη κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο των ανασκαφών και αναζητήσεων οι Τήνιοι δεν απόκαμαν. Έμειναν επιμένοντας και προσμένοντας με πίστη και ελπίδα.
Η Παναγία όμως τότε επιβράβευσε αυτή την αμετάκλητη ελπίδα τους και έκαμε να πραγματοποιηθεί το αγιογραφικό «η ελπίς ου καταισχυνθήσεται».
Έφθασε, τέλος, η 30η Ιανουαρίου 1823. Οι εργάτες του χωριού Φαλατάδος εργάζονταν ψάχνοντας με επιμέλεια, όταν γύρω στις 2 μετά το μεσημέρι η σκαπάνη του Δ. Βλάσση (κατ’ άλλους Εμ. Μάτσα ή Σπανού) κτύπησε ξαφνικά πάνω σε ξύλο, που σχίστηκε σε δύο κομμάτια.
Έξαλλος ο εργάτης από συναισθήματα χαράς μεγάλης και συγκινήσεως άρχισε με κραυγές να καλεί τους λοιπούς συγχωριανούς του, για να δουν και να πιστεύσουν, ότι πράγματι βρέθηκε ο αναζητούμενος ανεκτίμητος θησαυρός.
Και πράγματι. Ήταν η Αγία Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Με τον καθαρισμό και τη συνένωση των δύο κομματιών του ξύλου, αυτό ακριβώς αποδείχθηκε. Η Κυρία των Αγγέλων είχε διαμηνύσει με τη Μοναχή Πελαγία την παράσταση του Εικονίσματος «Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην»˙ και η πρόρρηση εκπληρώθηκε.
Εξάλλου είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός, ότι η Αγία Εικόνα δεν καταστράφηκε, αν και έμεινε κατ’ από τη γη επί 850 περίπου χρόνια μετά την πυρπόληση και καταστροφή του Ιερού Ναού, στον οποίο Της απέδιδαν ασπασμό και τιμητική προσκύνηση ευσεβείς χριστιανοί, πρόγονοι των σημερινών Τηνίων. Τα στίγματα του εμπρησμού φέρει και αυτή η Εικόνα στο πίσω μέρος, και διασώθηκε προφανώς ως εκ θαύματος.
Αμέσως μόλις διαδόθηκε το χαρμόσυνο γεγονός, η Τήνος σύσσωμη βρέθηκε επί ποδός. Κωδωνοκρουσίες και αλαλαγμοί χαράς, δάκρυα και συγκινήσεις θείας ευφροσύνης, ύμνοι νικητήριοι και ευχαριστήριες δοξολογίες ακούονταν απ’ άκρη σ’ άκρη της Τηνίας γης. Και όλοι έτρεχαν στον ευλογημένο εκείνο αγρό του Δοξαρά, για να δουν, να προσκυνήσουν, να ευχαριστήσουν. Μεταξύ των πρώτων βεβαίως προσέτρεξε ο Μητροπολίτης Τήνου Γαβριήλ, ο οποίος γονατιστός με δάκρυα Την ασπάστηκε πολλές φορές ψάλλοντας ως επινίκιο δοξολογία το «Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην˙ αινείτε, Ουρανοί, Θεού την δόξαν».

Οι πρώτες μπροστά στην Αγία Εικόνα δεήσεις

Αμέσως μετά την Εύρεση της Αγίας Εικόνας ο Μητροπολίτης Γαβριήλ φόρεσε το επιτραχήλιο και το ωμοφόριο, περιστοιχισμένος δε από τον Ι. Κλήρο, έβαλε «Ευλογητός» και άρχισε να ψάλλεται η πρώτη παράκληση.
Κανένας δε μπορεί να παραστήσει το τι έγινε τότε. Μόλις ακούστηκε ο ύμνος «Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν… και προσπέσωμεν εν μετανοία…» όλοι γονάτισαν. Ρίγη αλλεπάλληλα διέτρεχαν τα σώματά τους, ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυα απ’ τα μάτια τους και με φωνή πνιγμένη στα αναφιλητά έψελναν. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ συγκινητική, αληθινή μυσταγωγία.
Ο Αρχιερέας, ωχρός από συναισθήματα ισχυρής συγκινήσεως, ανέπεμψε θερμή δέηση μπροστά στο Ιερό Παλλάδιο της Θεομήτορος «υπέρ υγείας, βοηθείας, αντιλήψεως πάντων των συντελεσάντων εις την ανεύρεσιν της Αγίας Εικόνος και ανοικοδόμησιν του Ναού. Και υπέρ ευοδώσεως του διεξαγομένου ιερού αγώνος της ανεξαρτησίας και αποκαταστάσεως του ευλογημένου ημών Έθνους».
Η πρώτη Θ. Λειτουργία και η πρώτη λιτάνευση της
Αγίας Εικόνας στην πόλη της Νήσου.
Μετά παρέλευση τριών ημερών, δηλ. στις 2 Φεβρουαρίου, εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου και της Θεοτόκου, αποφασίστηκε να τελεστεί και η πρώτη αρχιερατική Θ. Λειτουργία στον ίδιο χώρο της Ευρέσεως και μέσα στον ανεγειρόμενο Ναό.
Την ημέρα αυτή η ανθρωποπλημμύρα είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Γιατί απ’ όλα τα μέρη του νησιού συνέρρευσαν οι πιστοί με δέος και ευλάβεια. Τριάντα χιλιάδες περίπου σύμφωνα με κάποια άποψη, παρέστησαν στην πρώτη εκείνη μεγαλοπρεπή Μυσταγωγία.
Για τον Μητροπολίτη Γαβριήλ θα ήταν ασφαλώς η πιο επιβλητική και συγκινητική λειτουργία της ζωής του. Είχε τη βαθιά συναίσθηση, ότι τέτοια γεγονότα είναι ανεπανάληπτα και κοσμοϊστορικά. Τόσοι και τόσοι Ιεράρχες στην πορεία του χρόνου είχαν αρχιερατεύσει πριν απ’ αυτόν στην Τήνο˙ όμως σ’ αυτόν επιφυλάχθηκε, ως ιδιαίτερη χάρη και ευλογία, η ύψιστη τιμή να υπηρετήσει το έργο της Ευρέσεως, να επιτελέσει το επιβεβλημένο χρέος του, να πρωτοστατήσει στην αγία αυτή υπόθεση.
Και ήδη ιερουργεί για πρώτη φορά μπροστά στο χαριτόβρυτο αυτό εγκαλλώπισμα. Γι’ αυτό προσεύχεται με δάκρυα και συντριβή. Επικαλείται την προστασία της Θεομήτορος στο νησί, στην αγωνιζόμενη Πατρίδα και τον ευσεβή Ελληνικό λαό. Δέεται ικετεύει θερμά την Υπέρμαχο Στρατηγό να επιδαψιλεύει τη νίκη και το θρίαμβο στα Ελληνικά όπλα, ώστε να υποσταλεί η Ημισέληνος και ο Σταυρός να υψωθεί. Αλλά ζητεί και την θεία Της αντίληψη για αξιοποίηση κατά τον πιο πρόσφορο τρόπο της ανεκτίμητης δωρεάς στο ανεγειρόμενο πάγκαλο Προσκύνημά Της.
Με τέτοιες σκέψεις, προσευχές και συναισθήματα κήρυξε και το θείο λόγο την ημέρα εκείνη μετά την ανάγνωση του Ι. Ευαγγελίου, ο οποίος ξεσήκωσε τις καρδιές όλων σε δοξολογία και αίνο προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την Προστάτιδα του δοκιμαζομένου Έθνους.
Μετά τη Θ. Λειτουργία ακολούθησε και η πρώτη λιτάνευση της Αγίας Εικόνας, στα δρομάκια της Τήνου, και ο λαός με ευλάβεια πολλή συνόδευε.
Ποτέ άλλοτε η Τήνος δεν είχε ζήσει παρόμοιες στιγμές. Η πανηγυρική όψη, οι χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες και οι αδιάκοποι πυροβολισμοί, η συρροή του κόσμου και ο γενικός ενθουσιασμός, οι αλλεπάλληλες συγκινήσεις, τα δάκρυα, ο συναγερμός των πάντων, όλα αυτά συνέθεταν μια υπέροχη, φαντασμαγορική εικόνα.
Έξοχα συγκινητική ήταν η τελετή κοντά στη προκυμαία της Τήνου. Ο Αρχιερέας μετά τη δέηση απηύθυνε στη Θεομήτορα ιδιαίτερη προσευχή «υπέρ της σωτηρίας του Έθνους, και υπέρ διαφυλάξεως του λαού της Τήνου εκ της επιδημίας της πανώλους».
Και πράγματι η χάρη της Παναγίας θαυματούργησε. Γιατί και την Τήνο απήλλαξε στο εξής απ’ τη φοβερή αυτή μάστιγα και την Ελλάδα ύστερα από λίγο ανέστησε και σε Έθνος ελεύθερο την αποκατέστησε…

Ασματική Ακολουθία εις ανάμνησιν της Ευρέσεως εν Τήνω της Θαυματουργού και Αγίας Εικόνος της Θεοτόκου – Γερασίμου Μον. Μικραγιαννανίτου.rar

Από το βιβλίο: Ελευθερίου Ν. Κορνάρου, Πρωθιερέως Πανελλ. Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου – Η Παναγία της Τήνου.
Εκδοση Δεκάτη τρίτη, επηυξημένη και βελτιωμένη. Τήνος, 2015

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.